Κεφάλαιο 19: Τα πρώτα στοιχεία
Οι ώρες σκάλωσαν στο μαρτύριο της αναμονής. Λες και κάτι πάγωσε το χρόνο και τα ρολόγια έμεναν ακίνητα. Είναι αυτό που συμβαίνει σαν καρτεράς κάτι τόσο έντονα και τότε λες και ο χρόνος συνωμοτεί εναντίον σου να καθυστερεί παίζοντας άσχημο παιχνίδι στα νεύρα σου.
Στο μυαλό του πάλι γύριζαν σκέψεις διάφορες για το θέμα που τον περίμενε αργότερα στη Δραπετσώνα. Τι να είχε ανακαλύψει άραγε ο καλοκάγαθος Σταμάτης Αλαβιανός;
Ετοιμάστηκε, μπήκε στο αυτοκίνητο και λίγα λεπτά πριν τις οκτώ κατέβαινε πάλι τα γνώριμα σκαλοπάτια στους "Ξωμάχους".
Παρασκευή βράδυ, το μαγαζί είχε λίγο περισσότερο κόσμο από την άλλη φορά. Βοήθαγε σε αυτό και η μέρα. Σαββατοκύριακο ξημέρωνε βλέπεις. Πριν προλάβει καλά-καλά να κατέβει και το τελευταίο σκαλί άκουσε τη γλυκιά φωνή του κυρ-Σταμάτη
"Τίμο εδώ"
Πέρα στη γνώριμη γραφική ακρούλα της σάλας, κάτω απ' τα βαρέλια, είχε ήδη σηκωθεί όρθιος ο Αλαβιανός να τον υποδεχτεί. Από δίπλα του ένας ακόμα ηλικιωμένος άντρας, παχουλός με φαλάκρα και λίγα μαλλιά γκρίζα στο στρογγυλό του κεφάλι. Ο Τίμος πλησίασε.
"Έλα Τίμο καλησπέρα¨, χαιρετήθηκαν εγκάρδια και οι τρεις τους. Ο Σταμάτης πήρε το λόγο
"Λοιπόν να σου γνωρίσω έναν παλιό καλό φίλο και κοντογείτονα εδώ, ο Τζανής Αλεξόπουλος, Τζανή απ' εδώ ο Τίμος που σού έλεγα"
Ένα χοντρό χέρι ροζιασμένο απ' τα χρόνια απλώθηκε στο χέρι του Τίμου.
"Καλώς όρισες Τίμο, χαίρομαι που σε γνωρίζω".
Ο Τζανής Αλεξόπουλος, θα ήταν γύρω στα εξήντα πέντε με εβδομήντα του. Η Ζωή είχε αφήσει τα σημάδια της επάνω του. Όμως το χαμόγελό του φανέρωνε άνθρωπο με καλή ψυχή. Έκατσαν και άρχισαν την κουβεντούλα τους. Μεζεδάκι, κρασάκι, καλή ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή ο Τίμος περιέφερε το βλέμμα του ερευνητικά στο μαγαζί.
"Κυρ-Σταμάτη που είναι ο καλλιτέχνης;" εννοώντας τον μεσόκοπο μπουζουξή.
"Α, αύριο Σάββατο. Αύριο είναι η μέρα του..." απάντησε εκείνος.
Ο Τίμος ξεκίνησε πρώτος να μπαίνει στο θέμα.
"Λοιπόν για πείτε μου τώρα τι ανακάλυψε το δαιμόνιό σου κυρ-Σταμάτη ;".
Εκείνος χαμογέλασε προς στιγμή. Μετά σκέφτηκε τα γεγονότα εκείνων των ημερών και το βλέμμα του βάρυνε.
"Μετά την κουβέντα μας προσπάθησα να θυμηθώ περισσότερα πράγματα για εκείνες τις δύσκολες μέρες του Αυγούστου του 1960, το μήνα που έγινε το κακό".
"Και; Πέτυχες τίποτα;"
Το μάτι του έπεσε δίπλα του στον Τζανή που είχε ήδη μπει στο κλίμα της κουβέντας.
"Ναι, θυμήθηκα το στέκι μας εκείνη την εποχή, η ταβέρνα του Τζανή από εδώ, ένα κουτούκι που ακουμπούσαμε τις μικρές μας ώρες, τέρμα στο Πέραμα. Ε είπα να τον αναζητήσω μπας και θυμηθεί και εκείνος τίποτα".
Ο Τίμος κοίταξε με αγωνία τον Τζανή δίπλα του.
"Βρήκατε κάτι;"
"Θα στα πει ο Τζανής τα υπόλοιπα, έλα Τζανή μίλα".
Δίπλα ο άλλος άφησε την κούπα με το κρασί που πριν λίγο είχε αποσώσει στο στόμα του. Τον μέτρησε με το βλέμμα του και ξεκίνησε.
"Η ταβέρνα στο Πέραμα ήταν στέκι εργατικό. Ξέρεις όλα εκεί γύρω της δουλειάς. Φάμπρικες, ταρσανάδες, εργοτάξια. Τα βράδια μαζεύονταν οι εργάτες της περιοχής και ξεδίναμε απ' τα ζόρια μας Τίμο. Εκεί κοντά δούλευε και ο Κώστας..."
"Ο Λεμπεδιωτάκης;" ήθελε να επιβεβαιώσει ο Τίμος.
"Ναι"
"Λοιπόν;"
Ο Τζανής έσκυψε κατηφής στην κούπα με το κρασί. Οι μνήμες του φορτώνονταν βαριές.
"Οι μέρες εκείνες ήταν μέσα στη μαυρίλα. Στη θλίψη και στο θυμό παιδί μου. Στις είκοσι του μήνα έγινε το θανατικό. Την επόμενη μέρα μάθαμε τα μαντάτα. Πάγωσαν όλοι. Γιατί όλοι ξέραμε τι είχε προηγηθεί"
"Μιλάς για την απεργία κύριε Τζανή ε;" τον ρώτησε ο Τίμος.
"Τζανή να με λες Τίμο, νιώθω καλύτερα", ο Τίμος χαμογέλασε συγκαταβατικά.
"Οι ψυχές μας είχανε μαυρίσει. Περιμέναμε να μάθουμε τι έγινε με το δυστύχημα του Κώστα. Δεν έλειπε βράδυ που να μην άνοιγε κουβέντα για ότι νέο ήξερε ο καθένας και το έβαζε στην ομήγυρη. Ένα βράδυ ήρθε ένα μούτρο εκεί".
"Τι μούτρο;"
"Θα σου πει" πετάχτηκε ο Σταμάτης.
"Ένας απ' αυτά τα τσιράκια των αφεντικών. Σπάνια ερχόταν εκεί σε μας. Ήξερε ότι δεν τον σήκωνε το κλίμα και δεν ζύγωνε. Δεν ξέρω γιατί εκείνη τη μέρα ροβόλησε κατά κει".
"Τι ήταν αυτός;"
"Α αυτός;" χαμογέλασε με νόημα ο Τζανής, "Μπράβος των αφεντικών, της νύχτας και του χαρτιού, ένα τομάρι απ' αυτά που έκανε τις ζόρικες δουλειές."
"Δηλαδή;"
"Ρουφιάνευε τους εργάτες στο εργοτάξιο των εργολάβων, εκεί στο Πέραμα. Όπου ξύλο μέσα. Είχε μάλιστα πιαστεί δυο-τρεις φορές για σωματικές βλάβες και τέτοια. Πάντα τον βοηθούσαν να καθαρίζει, ξέρεις..."
"Ε τι άλλο" πετάχτηκε ξανά ο Σταμάτης. Ο Τζανής συνέχισε.
"Λευτέρης Γεβετζής με τ' όνομα. Τότενες ήταν νέος, στα 25 του. Ένα βράδυ ήταν στο μαγαζί. Κατεβαίνοντας έπεσε σε μια κουβέντα για το φονικό. Κανείς μας δεν πίστεψε στο ατύχημα. Όλοι μας νιώσαμε ότι τον Κώστα τον έστησαν. Τον παραμόνεψαν. Όλοι κατηγορούσαν τους εργολάβους σαν υπεύθυνους..."
"Ξέρουμε ονόματα Τζανή;"
"Όχι παιδί μου, μονάχα εγώ θυμάμαι ότι ήταν δύο, δύο μεγαλοεργολάβοι"
"Λοιπόν;"
"Το λοιπόν ήτανε ότι ο Γεβετζής αρπάχτηκε. Πετάχτηκε πάνω, να σαν τώρα τον θυμάμαι. Αυθάδης και ύπουλος όπως πάντα και ούρλιαξε 'Καλά του κάνανε μωρέ του μπάσταρδου, ΄γυρεύοντας πήγαινε, δεν καθόταν στ' αυγά του', οι εργάτες ανάψανε, του ζητήσανε το λόγο, εκείνος συνέχισε πιο προκλητικός 'τι δουλειά είχε μωρέ να μπερδεύεται στα ποδάρια άλλης δούλεψης;'"
Ο Τζανής είχε φουντώσει στο πρόσωπο, σαν να ζούσε τη σκηνή ξανά, συνέχισε με έξαψη:
"Κάποιος απ' την παρέα, δεν θυμάμαι ποιος, του ζήτησε το λόγο, τού 'πε δηλαδή ομολογείς ότι τον φάγανε ρε', ο Γεβετζής χύμηξε πάνω του, τον χτύπησε στα μούτρα, πέσαμε κι οι υπόλοιποι ανάμεσα, άρπαξε κι αυτός κάμποσες και τον πετάξαμε τσουβάλι απ' το μαγαζί".
Ξαφνικά έπεσε μια παγερή σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα που την διέκοψε με αγωνία ο Τίμος.
"Δεν πήρατε την αστυνομία;"
Ο Τζανής αντάλλαξε ένα βλέμμα ιδιαίτερο με τον Σταμάτη. Σαν να ήθελαν να γελάσουν.
"Χωρατεύεις τώρα μωρέ Τίμο;" πετάχτηκε ο Σταμάτης. "Για ποια αστυνομία μιλάς, δικός τους άνθρωπος ήταν. Και ύστερα κανείς δεν ήθελε πολλά με τον Γεβετζή"
"Μάλιστα"
"Εκείνο που ήξερα ήταν ότι, εκτός των άλλων, έπαιζε χαρτιά σε μια λέσχη στο Κερατσίνι. Χρώσταγε της Μιχαλούς σε κάποιον άλλον. Αλλά λέγανε οι κακές γλώσσες ότι εκείνες τις μέρες ξεχρέωσε...! με τη μία...! Και σκόρπαγε αράδα χρήμα στα πορνεία και στα μπαρμπουτάδικα.
Ο Τίμος έσφιξε το στόμα. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε προβληματισμός.
"Καταλαβαίνετε τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά ε;"
"Καταλαβαίνω παιδί μου, έπιασε λεφτά μαζωμένα"
"Δεν μου λες; Μπας και ξέρεις τη λέσχη αυτή στο Κερατσίνι;"
"Τι λογαριάζεις Τίμο;" ακούστηκε ο Σταμάτης.
"Δεν ξέρω κυρ-Σταμάτη, δεν ξέρω τίποτα, να μαζέψω πράγματα θέλω κι ότι βγάλει"
"Η λέσχη ήτανε κοντά στη μεγάλη Ψαραγορά, στην Ιχθυόσκαλα και την είχε ένας Θωμάς Ζησιμάκος. Αλλά πού να τους βρεις αυτούς τώρα.
"Ο Γεβετζής υπάρχει τώρα; Πού είναι;"
"Αυτός ναι δουλεύει ακόμα"
"Πού, ξέρεις;"
"Μα θαρρώ εκεί που πάντα ήτανε, στον έναν απ' τους δύο εργολάβους".
"Εντάξει Τζανή".
"Γιατί τα ψάχνεις όλα τούτα τώρα παιδί μου;" ρώτησε ο Τζανής με έγνοια" Τι θα βγάλεις; Λογάριασες πόσα χρόνια πέρασαν; Αυτά είναι θαμμένες ιστορίες".
"Έχω σκοπό να ξεκινήσω μια δημοσιογραφική έρευνα για τον Λεμπεδιωτάκη. Κάτι σαν ιστορική δικαίωση. Όλα όσα μού πες μου άναψαν φωτιές Τζανή, άσε με να κάτσει η σκόνη στο μυαλό μου και θα δω, πάντως όλα τούτα είναι πολύ σημαντικά. Αλήθεια από εκεί που έμενε ο Λεμπεδιωτάκης δεν είναι κανείς τώρα να τον ξέρει;"
"Κοίτα" πετάχτηκε ο Σταμάτης "μια παλιά γυναίκα που έμενε δίπλα του νομίζω ε Τζανή ;"
"Ποιαν λες; Την κυρά Ηρώ; Αυτή πέθανε ένα μήνα πριν τον Κώστα, άλλον δεν ξέρω".
"Οικογένεια δεν είχε αυτή η κυρία που λες; Παιδιά; Ξέρουμε κάποιον σήμερα;"
"Ναι είχε, μια κόρη μεγαλούτσικη, Γεωργία νομίζω"
"Ξέρεις που μένει"
"Όχι παιδί μου" απάντησε ο Τζανής.
"Εντάξει, κι αυτά που μου είπες Τζανή είναι πάρα πολλά"
Σταμάτησαν αυτήν την βαριά αναδρομή των αναμνήσεων. Άφησαν λίγο τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους να ξεφορτώσουν την ένταση εκείνων των γεγονότων. Δεν ήταν και εύκολο πράγμα αλλά θες η καλή παρέα, θες το όμορφο και ζεστό κλίμα στην ταβέρνα βοήθησε αποφασιστικά.
Πέρασε κάμποση ώρα, ώσπου ο Τίμος κοίταξε το ρολόι του.
"Παιδιά, εμένα θα με συγχωρέσετε. Η ώρα πέρασε και δεν με σηκώνει άλλο το κορμί μου. Μη βλέπετε εσείς, είστε γερά σκαριά, εμείς σήμερα....."
Τα γερόντια γέλαγαν πειραχτικά, ο Τίμος συμπλήρωσε:
"Εμείς σήμερα σαπάκια....!"
Τα χαμόγελα απλώθηκαν στα πρόσωπά τους. Ο Τίμος μάζεψε τα πράγματά του.
"Λοιπόν κυρ Σταμάτη, κυρ Τζανή, φεύγω, να είστε σίγουροι ότι θα τα πούμε ξανά και τα μάτια σας ....ανοιχτά έτσι;"
"Έγνοια σου παιδί μου" ανταποκρίθηκαν με καλή διάθεση και οι δύο. Μάλιστα ο Σταμάτης πρόσθεσε
"Σε νιώθουμε σαν δικό μας παιδί, της τάξης μας, του κόσμου μας"
Ο Τίμος τους ευχαρίστησε μια ακόμα φορά, τους χαιρέτισε εγκάρδια και άφησε την ταβέρνα για το αυτοκίνητό του.
Στο δρόμο της επιστροφής προσπαθούσε να συμμαζέψει το μυαλό του και να βάλει τις πληροφορίες που μάζεψε απόψε σε μια σειρά. Είχε ήδη ξεκινήσει να μαζεύει τα πρώτα του στοιχεία. Η υπόθεση αυτή άρχισε στο μυαλό του να παίρνει μια ξεχωριστή θέση. Να γεμίζει ένα παράξενο νόημα. Από τη μία πλευρά η ιστορική δικαίωση και από την άλλη η Θάλεια. Εκείνη ήταν η φλόγα που άναψε αυτή την αναζήτηση που τώρα πια άνοιγε μια μεγάλη πόρτα στα πολλά σκοτάδια που κράταγε καλά σφραγισμένα όλα αυτά τα χρόνια. Από Δευτέρα στην εφημερίδα θα είχε πολλά πράγματα να ψάξει.
(Συνεχίζεται...)
Επιτέλους κάποια πρώτα ουσιαστικά στοιχεία αποτελούν για τον νεαρό δημοσιογράφο το πρώτο του αρχείο για την υπόθεση. Ήδη κάποια πρόσωπα πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου απέκτησαν ονοματεπώνυμο. Το κίνητρο μεγαλώνει για να προχωρήσει. Άραγε θα μπορέσει να διευρύνει και να στοιχειοθετήσει τις πληροφορίες που πήρε;
Σας ευχαριστώ μία ακόμα φορά που ακολουθείτε το μυθιστόρημα. Περιμένω κρίσεις, απόψεις, γνώμες.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro