Κεφάλαιο 17: Η Θάλεια μαθαίνει τις προθέσεις του Τίμου
🔞
"Επί τέλους, σε βρίσκω...!"
Η φωνή του Τίμου βγήκε με αγαλλίαση από το τηλέφωνο καθώς στην άλλη άκρη της γραμμής η Θάλεια σήκωσε το ακουστικό. Ήταν Σάββατο μεσημέρι, είχε περάσει λίγο από την εφημερίδα, κύρια να πάρει κάτι σημειώσεις του και της τηλεφώνησε.
"Να υποθέσω ότι υπάρχει κάποιος λόγος που με αποφεύγεις ;" τη ρώτησε ήρεμα.
Η Θάλεια ανταποκρίθηκε στο ερώτημά του κατευναστικά.
"Να σε αποφύγω γιατί;"
"Σε έχω πάρει τόσα τηλέφωνα, σου έχω αφήσει μήνυμα αλλά απόκριση καμία, αναρωτιέμαι αν έχω κάνει κάτι τόσο σοβαρό για να αξίζω τέτοιο αποκλεισμό".
"Με τη σειρά μου να σου πω ότι βάζεις στο μυαλό σου πράγματα που δεν υπάρχουν".
"Εντάξει, δεν επιμένω, άλλωστε θα φανεί αυτό. Λοιπόν σε πήρα για κάτι άλλο. Θέλω να σε δω και λέω το βράδυ να έρθω εκεί, εκτός αν έχεις κάτι κλείσει και με πείσεις για τη σημασία του".
Ακολούθησε μια μικρή σιωπή από πλευρά της Θάλειας. Ένιωσε τον δισταγμό της και επέμεινε.
"Κοίτα.... αν δεν με δεχτείς, θα έρθω και θα κατασκηνώσω έξω απ' τη πόρτα σου, με πλακάτ και πανό, να το ξέρεις" της είπε με εμφανή διάθεση χιούμορ.
"Όχι δεν έχω κάτι να έρθεις....!" τού είπε. Πέταξε απ' τη χαρά του και το έδειξε.
"Επί τέλους... λοιπόν μην σε κρατάω, άλλωστε θα τα πούμε το βράδυ, σε αφήνω να τελειώσω κάτι εκκρεμότητες εδώ που έχω".
Έκλεισαν το τηλέφωνο ανανεώνοντας το ραντεβού τους.
.................................
Γύρω στις εννέα το βράδυ ο Τίμος ανέβαινε τα σκαλιά του σπιτιού της. Ένα μπουκέτο όμορφα τριαντάφυλλα και ένα τρυφερό φιλί ήταν τα διαπιστευτήριά του. Τον περίμενε όμορφη αλλά συνάμα και κάπως σφιγμένη. Μίλησαν, χαλάρωσαν. Στον ήχο όμορφης μουσικής. Ο Τίμος ήδη είχε πιει το δεύτερο ουίσκι του. Την έβλεπε απέναντί του, ποθητή αλλά αυτή η αίσθηση μιας κρυφής αμηχανίας δεν έλεγε να φύγει από πάνω της.
Αποφάσισε ότι ήρθε η στιγμή να ανοίξει το θέμα που τον έκαιγε. Σηκώθηκε από τον καναπέ, πήρε το ποτό του στο χέρι και βάδισε προς το γραφείο της χαζεύοντας και μιλώντας. Τα μάτια του διαπίστωσαν ότι η παλιά κορνίζα με την φωτογραφία του ζευγαριού του Λεμπεδιωτάκη με την θεία της Θάλειας έλειπε. Αυτό τον ξάφνιασε από τη μία αλλά αμέσως από την άλλη δεν είχε περιθώρια να το αξιολογήσει. Γύρισε απότομα και με μια κατηγορηματική αλλά ήρεμη φωνή τη ρώτησε:
"Αλήθεια που είναι η φωτογραφία του Κώστα του Λεμπεδιωτάκη από εδώ ;"
Η Θάλεια ξαφνιάστηκε. Αυτήν την ερώτηση δεν την περίμενε. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που το ποτήρι από το χέρι της χτύπησε με θόρυβο στο τραπέζι.
"Τι είπες ;" έκανε με μια φωνή που μόλις βγήκε από μέσα της.
Εκείνος σαν να μην συνέβαινε απολύτως τίποτα συνέχισε απτόητος.
"Τη φωτογραφία του Λεμπεδιωτάκη με την αδελφή του πατέρα σου Θάλεια, ρωτάω γιατί την πήρες από εδώ;" η νεαρή κοπέλα έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα μετέωρη, ύστερα, σαν να επανήλθε στην πραγματικότητα ρώτησε.
"Από που τον ξέρεις εσύ τον Λεμπεδιωτάκη;"
"Όποιος ψάχνει βρίσκει..." της είπε και αμέσως σοβάρεψε. Γύρισε προς το μέρος της με γαλήνιο αλλά αποφασιστικό ύφος.
"Ορίστε...!" της είπε και έβγαλε από το εσωτερικό της τσέπης του σακακιού του το απόκομμα της δημοσίευσης του "Ριζοσπάστη" με το σχετικό θέμα.
Η Θάλεια δέχτηκε δεύτερο ξάφνιασμα, πήρε εμφανώς χαμένη το κομμάτι της εφημερίδας. Ο Τίμος συνέχισε:
"Με του που την είδα στο γραφείο σου κάτι μου θύμιζε. Μού ήταν αδύνατον εκείνη τη στιγμή να θυμηθώ. Όμως αργότερα στο γραφείο, με την ηρεμία μου, θυμήθηκα και που είχα δει τη φωτογραφία του νεαρού αυτού άντρα και κομμάτι της ιστορίας του".
"Τι εννοείς της ιστορίας του" τον ρώτησε με σβησμένη φωνή. Τα ξαφνιάσματα ήταν συνεχόμενα.
"Θάλεια συγγνώμη που ρωτάω, τι ξέρεις για το Θείο σου;" αποκρίθηκε με εμφανή απορία.
"Αυτήν την φωτογραφία τη βρήκα στο γραφείο του πατέρα μου, γυρίζοντας από τις σπουδές μου. Ξέρεις ότι έκανα το μεταπτυχιακό μου στη Γερμανία. Όταν γύρισα τη βρήκα κάπου εδώ".
"Δεν σού είπαν τίποτα οι δικοί σου;"
"Φυσικά. Ήξερα ότι ο πατέρας μου είχε μια αδελφή, πολύ νεότερή του, που την είχε χάσει πρόωρα. Μέχρι εκεί, δεν μπήκε ποτέ σε άλλες λεπτομέρειες. Αλλά δεν μιλάγαμε πολύ για αυτά..." Ο Τίμος την έκοψε.
"Ήξερες ότι ήταν παντρεμένη μ' αυτόν τον άντρα ;", η Θάλεια κόμπιασε.
"Τώρα να σου πω σίγουρα, η απάντησή τους ήταν ασαφής. Άφησαν να εννοηθεί ότι ήταν σύντροφός της. Τώρα, παντρεμένοι, συζούσαν ;...", ο Τίμος την παρακολουθούσε λίγο παράξενα.
"Μα γιατί με ρωτάς σε παρακαλώ;" του είπε.
"Θάλεια, ο Λεμπεδιωτάκης δεν ήταν παντρεμένος...!", η κοπέλα συνέχισε να ανταποκρίνεται αμήχανα.
"Εσύ πού το ξέρεις ;"
"Θα σου πω. Αλλά την ιστορία του θείου σου την ξέρεις; Είχατε κάνει ποτέ κουβέντα για αυτόν στο σπίτι;"
"Όχι, Τίμο. Οι γονείς μου δεν έμπαιναν ποτέ σε λεπτομέρειες για το θέμα. Τα πρόσωπα αυτά ήταν εικόνες μιας φωτογραφίας και τίποτα παραπάνω. Σε κάποια ερωτήματά μου, ο πατέρας μου έλεγε λίγα πράγματα, έως ελάχιστα. Μπορεί να φοβόταν τις συνθήκες της εποχής. Μετά έμαθα ότι ήταν μπλεγμένος στα πολιτικά της εποχής, ξέρω ότι ήταν συνδικαλιστής αλλά.... ο πατέρας μου, συντηρητικός σχετικά άνθρωπος, είτε δεν ήθελε, είτε για δικούς του λόγους δεν μου είπε παραπάνω πράγματα. Και εγώ το σεβάστηκα".
"Ο άνθρωπος αυτός ήταν μορφή.... ένας αγωνιστής...."
Ξεκίνησε να της λέει κάποια πράγματα για όσα είχε μάθει, η Θάλεια ένιωθε να τον παρακολουθεί με ιδιαίτερη ένταση, κάποια στιγμή τον διέκοψε.
"Συγγνώμη, πού τα έμαθες όλα αυτά;"
Της είπε...! για το δημοσίευμα, για την συνάντησή του με τους συναδέλφους του από τον Ριζοσπάστη, για την συνάντησή του με τον Σταμάτη Αλαβιανό. Η κοπέλα έμενε απόλυτα ξαφνιασμένη.
"Είναι απίστευτο...! Τι άλλο σου είπαν;" τον ρώτησε.
"Δυστυχώς τίποτα άλλο, ρώτησα για κάτι παραπάνω, για την προσωπική του ζωή..."
"Τι εννοείς προσωπική του ζωή ;" τον ρώτησε.
"Ρώτησα τον Κυρ Σταμάτη αν ήξερε πράγματα για αυτόν, για την προσωπική του ζωή. Για το μόνο που ήταν σίγουρος ήταν ότι δεν είναι παντρεμένος..."
"Και αυτός πού τα ξέρει...."
Της εξήγησε. Η Θάλεια δεν ήξερε τι να πει.
"Θάλεια ο Λεμπεδιωτάκης όλοι υποψιάζονται ότι δολοφονήθηκε...!"
Αντέδρασε έντονα.
"Από ποιον, γιατί;"
Της είπε...! για τους εργολάβους, για όλα. Δεν μιλούσε. Μόνο τον κοίταζε σαν χαμένη. Σαν να άνοιγε ένα άγνωστο παράθυρο ξαφνικά στη ζωή της και ένας ορμητικός άνεμος έμπαινε εκεί από το μακρινό και άγνωστο παρελθόν.
"Θα σου πω κάτι", της είπε. Κρεμάστηκε από τα χείλη του.
"Θα ξεκινήσω μια έρευνα για αυτόν....! μιλήσαμε με τα παιδιά στον Ριζοσπάστη. Είναι στο κομμάτι μου, στο ρεπορτάζ μου. Όσα έμαθα με έκαναν να θέλω να ψάξω την ιστορία του και προ πάντων στοιχεία για τον θάνατό του".
Η Θάλεια τον κοίταξε με χείλη που έτρεμαν ελαφρά.
"Για ποιο λόγο ; Τι θα βγάλεις; Μου λες ότι πέρασαν τόσα χρόνια. Ακόμα και αν βρεις κάτι, δεν θα έχει νομική αξία..."
"Έχεις δίκιο. Αλλά θα έχει όμως ιστορική αξία Θάλεια...!" την έπιασε από τα χέρια τρυφερά, τα ένιωθε κρύα. "Θα φέρει στο φως πράγματα για έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε και κυνηγήθηκε"
Τα χέρια της στα δικά του ήταν σαν πεθαμένα.
"Θέλεις να ψάξουμε μαζί; Σε ενδιαφέρει; Δικός σου άνθρωπος ήταν, συγγενής σου"
"Όσα ξέρω σού τα είπα. Δεν έχω κάτι παραπάνω. Όπως είδες οι δικές μου οι πληροφορίες για τη ζωή του ήταν μηδαμινές. Τώρα... αν χρειαστείς κάτι... φυσικά είμαι εδώ και θέλω να μάθω.... αλλά στο ξαναλέω, γιατί;"
"Για τη δικαιοσύνη Θάλεια...!"
Τράβηξε τα χέρια της απ' τα δικά του απότομα. Σηκώθηκε όρθια. Το βλέμμα της έγινε σκληρό.
"Δικαιοσύνη;" γέλασε πικρά και σκληρά "Η δικαιοσύνη, όπως μου τα είπες, δεν νοιάστηκε τότε που έπρεπε, γιατί να ενδιαφερθεί τώρα; Ποιος νοιάστηκε τότε για τα όνειρα αυτού του ανθρώπου, για τον αγώνα του;"
"Οι σύντροφοί του Θάλεια...! και δεν μιλάω για τη δικαιοσύνη των θεσμών του κράτους. Αυτή ξέρω μέχρι πού φτάνει και για ποιους. Μιλάω για την ιστορική δικαίωση, μιλάω για τους συντρόφους του στο Κόμμα, μιλάω για τους εργάτες, για τους εργαζόμενους. Η αλήθεια δεν χωράει στο κράτος αυτό, χωράει όμως στην κοινωνία..."
Δεν μίλησε. Παρακολουθούσε συγκινημένη το πάθος του. Ο Τίμος είχε σηκωθεί, πήγε προς το γραφείο της.
"Αλήθεια πού είναι η φωτογραφία; Δεν τη βλέπω"
"Κάπου την έβαλα, καθάριζα προχθές και κάπου είναι... μην με κοιτάς καχύποπτα. Η φωτογραφία αυτή έχει τη θέση της. Σεβάστηκα την επιθυμία του πατέρα μου μετά το θάνατό του. Η κορνίζα έμεινε εκεί όπως την είχε. Και εκεί θα μείνει.
Έκατσαν πάλι στον μεγάλο καναπέ πλάι πλάι. Έγειρε στην αγκαλιά του.
"Αλήθεια.... για αυτό μόνο ήρθες εδώ απόψε μετά από τόσες μέρες;" γουργούρισε κοντά του . Τον αγκάλιασε.
"Θάλεια, την τρέλα μου την ξέρεις. Μού τράβηξε την προσοχή αυτή η ιστορία. Ειδικά μόλις έμαθα το περίγραμμα των γεγονότων. Όταν μάλιστα έμαθα ότι ο άνθρωπος αυτός, είχε σχέση μαζί σου, συγγενική, καταλαβαίνεις;"
"Καταλαβαίνω και νιώθω απόλυτα. Και με τιμάει αυτό. Όμως τώρα, είμαστε εδώ... Μάθε να ρουφάς τις στιγμές" είπε καθώς τον έγδυνε σιγά-σιγά και συνέχισε:
"Ποτέ δεν ξέρεις αν θα τις ζήσεις ξανά, ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει..." είχε πάρει πια την πρωτοβουλία στα χέρια της. Σε λίγο ήταν μισόγυμνη στην αγκαλιά του όπως και εκείνος.
"Σ' αγαπώ", της είπε με σβησμένη ερεθισμένη φωνή. "Ακόμα και αυτή μου η πίστη για τον άνθρωπο αυτό πηγάζει από τη δική σου παρουσία. Αγαπώ κάθε τι δικό σου, κάθε τι που αγγίζεις, που αναπνέει στο χώρο σου..."
Έβαλε το δάχτυλό της τρυφερά στα χείλη του σαν να του έλεγε να σωπάσει, τον φίλησε τρυφερά, αφαιρώντας και τα υπόλοιπα ρούχα του.
"Μη μιλάς.... άσε τον εαυτό σου έτσι λεύτερο"
Την πήρε δυναμικά στην αγκαλιά του. Σε λίγο ο καναπές του σαλονιού συντονίζονταν στις ερωτικές δονήσεις των γυμνών κορμιών τους, τα βογγητά και οι φωνές τους άφησαν τα πάντα να παραμερίσουν. Το κομμάτι της εφημερίδας με το δημοσίευμα έπεσε στο πάτωμα μπροστά τους καθώς τα γυμνά της πόδια της τυλίχτηκαν ανοιχτά στο κορμί του γεμάτα θέρμη. Μια παράξενη θέρμη. Μια θέρμη που στο δικό της σώμα το βίωνε με μια δόση σπαραγμού και αλλόκοτης απελπισίας. Μπήκε μέσα της δυνατά, με πόθο και ηδονή. Τα χέρια του ταξίδευαν στις σκληρές ρώγες του στήθους της. Τα χείλη του έψαχναν τα δικά της, υγρά και μουσκεμένα. Εκείνη ανταποκρίθηκε δίνοντας στο κορμί της ένα λικνιστικό κύμα χαρίζοντάς του ανείπωτο ερεθισμό. Τα μάτια τους είχαν αντικαταστήσει αυτά που ήθελαν να πουν. Ένιωθαν τους σφυγμούς της καρδιάς τους να ανεβαίνουν κατακόρυφα. Την έπιασε δυνατά από το τις γάμπες ανοίγοντας έντονα τα πόδια της. Ένιωθε τη στύση του να σπαρταράει βαθιά μέσα της κατακτητική. Η ηδονή της είχε γίνει αλλοφροσύνη. Κατέβασε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της. Τα δάχτυλά της άγγιξαν το σημείο επαφής τους. Τον ένιωθε να χτυπάει αχόρταγα το κέντρο της φωτιάς της. Οι αναστεναγμοί τους έγιναν ηδονικά τραγούδια, οι λέξεις τους παραληρούσαν.
"Αγάπη μου... Θάλεια...Σε θέλω..." ψιθύρισε στο σπαραγμό του, για να συναντήσει το δικό της
"Και εγώ ναι! Πολύ... Πάρε με... τρέλανέ με..."
Η Θάλεια έκανε έρωτα με έναν τρόπο απεγνωσμένο αλλά συνάμα και πολύ ηδονικό. Η φωνή και τα καλέσματά της κορυφώνονταν άναρχα.
"Μη βγεις.... σε θέλω μέσα μου... βαθιά... πιο βαθιά..."
Ρίγησε, τα δάχτυλά της άρχισαν να τρίβουν έντονα την κλειτορίδα της, οδηγώντας τους γοφούς της να συντονίζονται με την κίνησή του. Ο Τίμος ενστικτωδώς τραβήχτηκε, προκαλώντας μια μικρή της απογοήτευση ενώ οι τελευταίοι του σπασμοί βρήκαν τα υγρά του να μουσκεύουν τα πόδια της ψηλά καθώς εξακολουθούσε να τα κρατά ανοιχτά. Τον ακολούθησε σε λίγα δευτερόλεπτα. Δεν μπόρεσε και εκείνη να κρατήσει το δικό της χείμαρρο των υγρών του οργασμού της. Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν βαθιά μέσα της την ώρα που τελείωνε προσπαθώντας να τιθασεύσει τους σπασμούς του κορμιού της.
Το πρώτο φως της μέρας τούς βρήκε στο κρεβάτι πάνω στην κρεβατοκάμαρα. Η Θάλεια άνοιξε τα μάτια της. Δίπλα της ο Τίμος είχε ένα ήσυχο ύπνο. Ανασηκώθηκε προσεκτικά στο μαξιλάρι της. Γύρισε το πρόσωπό της και τον κοίταξε. Μια γαλήνη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και οι ανάσες του μόλις που ακούγονταν. Άφησε το βλέμμα της να χαϊδέψει το πρόσωπό του για λίγα δευτερόλεπτα. Σηκώθηκε, πήγε προς το μπάνιο. Σε λίγα λεπτά γύρισε στο κρεβάτι κουβαλώντας ένα δίσκο με δύο φλυτζάνια γαλλικό καφέ. Ο Τίμος άνοιξε αργά τα μάτια του. Έμεινε για λίγο με μετέωρο βλέμμα, αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα σε ένα γλυκό πρωινό ύπνο και την επιστροφή στην ενέργεια.
"Τι ώρα είναι;" ρώτησε και ανασηκώθηκε στο προσκεφάλι του κρεβατιού.
"Εννέα και δέκα" είπε η Θάλεια προσφέροντάς του την δεύτερη κούπα του καφέ. Την πήρε με τα χέρια του και ένιωσε τη γεύση και το άρωμα του ζεστού καφέ σαν μοναδική αίσθηση. Γύρισε και την κοίταξε. Στήριζε το γυμνό της σώμα στο προσκεφάλι δίπλα του με το βλέμμα της ανέκφραστο πέρα μακριά.
"Θέλω εδώ και καιρό να σε ρωτήσω κάτι αλλά δεν τολμούσα", της είπε σιγανά. Γύρισε τον κοίταξε με τα όμορφα μάτια της σαν να του έλεγε πες το.
"Γιατί κάθε φορά μετά που κάνουμε έρωτα είσαι τόσο μελαγχολική; Είναι κάτι που κάνω και σε ενοχλεί;" Εξέφρασε την απορία του.
Εκείνη πάντα με το βλέμμα ίσια μπροστά στο φως του παραθύρου σχολίασε.
"Δεν έχεις ακούσει ότι τα ζώα πάντα μετά που κάνουν έρωτα είναι λυπημένα; Ίσως και σε μας να συμβαίνει αυτό και να μην θέλουμε να το παραδεχτούμε."
"Ναι αλλά γιατί; Σε παρατηρώ, σε νιώθω, πάντα μετά είσαι απόμακρη, λυπημένη, σαν να κουβαλάς μέσα σου ένα αίσθημα ενοχής, σαν κάτι να μην σε αφήνει να χαρείς..."
"Η ανώριμη αγάπη λέει 'σ' αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι'. Η ώριμη αγάπη λέει 'σε χρειάζομαι επειδή σ' αγαπώ'.
"Ποιος το είπε αυτό;"
"Αυτό το είπε ο Έριχ Φρομ. Και το είπε για να ξέρουμε τι ακριβώς νιώθουμε με τα αισθήματά μας".
Δεν της απάντησε αμέσως, άναψε ένα τσιγάρο μαζί με τον καφέ του και είπε:
"Να δω πότε επί τέλους θα σε ανακαλύψω πραγματικά...!"
Του απάντησε με μια διάθεση ξέμακρη.
"Ίσως σαν με ανακαλύψεις πραγματικά να με μισήσεις, να μην θέλεις να με ξαναδείς στα μάτια σου".
"Θάλεια, γιατί τέτοια κρίση αυτοεκτίμησης;"
"Κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του ένα απύθμενο σκοτάδι, ένα κελάρι σκοτεινό, εκεί που σαν ανοίξεις την πόρτα να το διαβείς κυβερνάνε οι δαίμονες και οι πληγές"
Ο Τίμος αναστέναξε. Θεώρησε ότι έπρεπε να ελαφρύνει την κουβέντα και την ατμόσφαιρα. Πήγε πειραχτικά κοντά της, έσβησε το τσιγάρο του, την έσπρωξε λίγο στο πλάι και έδωσε ένα μικρό χαστουκάκι στο γυμνό γοφό της. ΄
"Στάσου, τρελέ! Δεν χόρτασες;"
"Μαζί σου ποτέ!"
Τη γύρισε στο πλάι παιχνιδιάρικα με διάθεση ερωτική. Εκείνη καμώθηκε πως δεν ήθελε. Το γέλιο τους σε λίγο έδεσε με την ερωτική θερμοκρασία, που ανέβαινε. Η Θάλεια έμεινε ξαπλωμένη με το στήθος στο κρεβάτι. Τα χέρια του Τίμου απλώθηκαν χαϊδάρικα στην πλάτη της, κατέβηκαν στους γοφούς της, στα πόδια της ψηλά. Μπήκαν διεκδικητικά ανάμεσα στο χώρισμά τους, ψηλάφησαν τη σχισμή στους γλουτούς, έφτασαν στις ήδη μουσκεμένες εισόδους της. Άρχισε να γουργουρίζει ηδονικά. Άνοιξε τα πόδια της για να τον διευκολύνει. Άπλωσε το κορμί του στο σώμα της από πίσω. Τα χείλη του έφτασαν στους γοφούς της, τα χέρια του, τούς άνοιξαν και η γλώσσα του διέγραψε ένα απερίγραπτο ηδονικά ταξίδι στην καυτή της σφιχτή είσοδο και μετά στο αιδοίο της. Τα χέρια της απλώθηκαν μαρτυρικά στο κρεβάτι λες και σηματοδοτούσε τα σημεία του ορίζοντα σε έναν ερωτικό ουρανό. Σήκωσε λίγο τους γοφούς της για να νιώσει τη γλώσσα του να μπαίνει στη σφιχτή της είσοδο και μετά στο κέντρο της φωτιάς της, στην κλειτορίδα της.
"Έλα μέσα μου!" τον κάλεσε
Κρατώντας τους γοφούς της καθώς είχε γονατίσει, το σκληρό του πέος βυθίστηκε αχόρταγο μέσα της, ο χορός του έρωτα είχε ξεκινήσει και πάλι.
"Πιο βαθιά! Πιο γρήγορα!" τον ικέτεψε σαν θυσία σε βωμό.
"Μη βγεις του είπε, μια ακόμα φορά, θέλω να τελειώσεις μέσα μου... μη φοβάσαι κάνω αντισύλληψη" του είπε για να τον καθησυχάσει.
Το κρεβάτι τραντάχτηκε, μαζί με τα κορμιά τους καθώς τελείωσαν και οι δύο με κραυγές και καλέσματα "προστυχα". Ο Τίμος ένιωθε να αδειάζει λες ολάκερο το είναι του στο καυτό της αιδοίο που σπάραζε ενώ και εκείνη έπαιρνε φωτιά από το καυτό κύμα που ξεχείλισε στα τρίσβαθά της.
Έμειναν για λίγο και οι δύο σαν ζωγραφιά της Αναγέννησης πάνω στο κρεβάτι. Όλα μετά καταστάλαξαν καθώς η ερωτική φλόγα έδωσε τη θέση της σε μια τρυφερή κουβέντα.
"Όμορφη μέρα, λες και είναι Άνοιξη" της είπε.
"Θα τελειώσει ο Γενάρης και δεν θα έχουμε νιώσει χειμώνα" του απάντησε.
Απόλαυσαν τον πρωινό τους καφέ με ζεστή απλή κουβέντα. Οι μύχιες σκέψεις και τα ερωτήματά τους θάφτηκαν κάτω από την αίσθηση μιας πανέμορφης ερωτικής νύχτας και μιας Κυριακής που ξεκίνησε τόσο μα τόσο τρυφερά, υποσχόμενη ακόμα περισσότερα.
(Συνεχίζεται...)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro