Κεφάλαιο 14α: Η πρώτη άκρη στην αναζήτηση του Τίμου Αργυριάδη
Ο Τίμος σήκωσε το κεφάλι από τα γραπτά του. Χωρίς να το πάρει χαμπάρι είχε κιόλας μεσημεριάσει. Το βλέμμα του έπεσε στο ημερολόγιο στα δεξιά του. Πέμπτη. Τελείωνε και αυτή η βδομάδα. Εκκρεμούσε μια δουλειά που είχε με την υπογραφή της φετινής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Άφησε κουρασμένος το κεφάλι του να γύρει πίσω στην καρέκλα του γραφείου του και έκλεισε λίγο τα μάτια του να πάρει μια ανάσα.
Ο ήχος του τηλεφώνου τον επανέφερε στην τρέχουσα ροή δουλειάς. Σήκωσε το ακουστικό.
"Τίμο;" ήχησε στην άλλη άκρη μια γλυκιά γυναικεία φωνή.
"Ποιος είναι;"
"Έχεις δίκιο, που δεν με καταλάβεις. Δεν έχουμε δα μιλήσει και τόσες φορές. Είμαι η Μαριλένα η Φιλιπποπούλου..."
Ξαφνιάστηκε ευχάριστα. Ανασκουμπώθηκε στην καρέκλα του.
"Έλα βρε Μαριλένα μου, συγγνώμη, δεν σε γνώρισα, τι κάνεις..."
Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες οι δυό τους για την τρέχουσα καθημερινότητά τους. Κάποια στιγμή η Μαριλένα επανέφερε τα πράγματα στην αιτία του τηλεφώνου της.
"Τίμο, άκου τώρα γιατί σε πήρα..."
"Σ' ακούω με προσοχή και αγωνία"
"Λοιπόν έχω νέα. Για την υπόθεση που κουβεντιάσαμε με τον Σέργιο".
Με μιας ζωήρεψε άμεσα το ενδιαφέρον του. Του μίλαγε για την υπόθεση του Λεμπεδιωτάκη.
"Έμαθες κάτι;" ρώτησε με αγωνία.
"Ναι, κάτι έχω. Ψάχνοντας στους δικούς μας βρήκα έναν ηλικιωμένο σύντροφο, ξωμάχο τώρα εκείνης της εποχής. Ήταν συνάδελφοι"
Ο Τίμος ένιωσε να τον περνάει κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
"Συνάδελφοι; Μα αυτό είναι σπουδαίο. Μπορώ να τον βρω;"
"Όλα έτοιμα στα έχω, πάρε χαρτί και γράψε τηλέφωνό του, σε περιμένει, του μίλησα για σένα"
"Μαριλένα, δεν έχω λόγια...σε ακούω"
"Λέγεται Σταμάτης Αλαβιανός, το τηλέφωνό του είναι...."
Σημείωσε. Ευχαρίστησε ολόψυχα την ευγενική συνάδελφό του. Ένα καινούργιο πεδίο ενδιαφέροντος γέμιζε τη μέρα του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν περασμένες δύο. Χωρίς χρονοτριβή σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου του και σχημάτισε τον αριθμό που του έδωσε η Μαριλένα. Οι ήχοι της κλήσης ηχούσαν παράξενα έντονα στο αυτί του. Κάποια στιγμή μια φωνή ηλικιωμένου άντρα απάντησε.
"Καλησπέρα σας, είστε ο κύριος Σταμάτης Αλαβιανός;"
Η θετική απάντηση που πήρε τον ώθησε στο επόμενο βήμα.
"Κύριε Αλαβιανέ, είμαι ο Τίμος Αργυριάδης, δημοσιογράφος, σας έχει μιλήσει η Μαριλένα Φιλιπποπούλου για μένα".
Η δεκτική κουβέντα που πήρε φανέρωσε ότι η Μαριλένα είχε κάνει άριστη δουλειά.
"Κύριε Σταμάτη... ναι... αν ζητούσα να σας δω, θα ήταν δύσκολο; ναι, για το θέμα που σας είπε".
..........................
"Σας ευχαριστώ πολύ.... πείτε μου, πότε μπορείτε απόψε; Πολύ ωραία. Πείτε μου πού μπορώ να σας βρω και τι ώρα".
.........................
"Στις εννέα απόψε. Πού; γράφω, ταβέρνα 'Οι ξωμάχοι', στον Άγιο Ευθύμιο, Δραπετσώνα, στην μικρή πλατεία. Εντάξει, εντάξει, θα τα πούμε το βράδυ, σας ευχαριστώ".
Έκλεισε το τηλέφωνο με μια ευχάριστη αίσθηση στο μυαλό του. Να που βρισκόταν κάποιος που θα μπορούσε να δώσει μια άκρη σε αυτήν την ιστορία. Σηκώθηκε λίγο απ' το γραφείο του, βγήκε στο διάδρομο να αλλάξει λίγο παραστάσεις και να συνεχίσει μετά απερίσπαστος τη συνέχεια της μέρας του. Το βράδυ του αναμενόταν με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Το υπόλοιπο της μέρας το πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Ένα τυπικό απόγευμα Πέμπτης στο σπίτι του. Ήθελε την ξεκούραση του μεσημεριού και την απόλαυσε. Κατά τις οκτώ ετοιμάστηκε, πήρε το φύλλο της εφημερίδας με το δημοσίευμα και ξεκίνησε.
Το Renault 11 που οδηγούσε, κυλούσε γρήγορα στην Εθνική Οδό με κατεύθυνση τον Πειραιά. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και μύριζε βροχή.
Στο μυαλό του πέρναγαν διάφορες σκέψεις. Δεν είχε ξεχάσει καθόλου τη Θάλεια. Μήτε λεπτό. Μια μελαγχολική διάθεση τον κυρίευσε. Της είχε τηλεφωνήσει αρκετές φορές αυτές τις μέρες, μετά την τελευταία τους συνάντηση. Και στο σπίτι, όπου δεν τη βρήκε αλλά και στη δουλειά. Στη δουλειά κατανοούσε ότι οι μέρες με τον διαγωνισμό ήταν εξοντωτικές αλλά και στο σπίτι; Και τα μηνύματα που της είχε αφήσει έμεναν και αυτά αναπάντητα. Στο παρ μπριζ του αυτοκινήτου του, πέρα στο σκοτάδι του ουρανού το όμορφο πρόσωπο της κυμάτιζε ανάμεσα στα σύννεφα σαν μια παράξενη διαφάνεια μνήμης και παρουσίας.
Γιατί; Γιατί αυτή η γυναίκα έστεκε με απόσταση απέναντί του; Ενώ το ένστικτό του σαν άντρας, έβλεπε ότι τον ήθελε. Τι ήταν αυτό που την σταματούσε. Κάποια στιγμή ήθελε να πάρει πρωτοβουλίες, να το ξεκαθαρίσει. Αλλά βλέπεις ήταν κι αυτός ο διστακτικός του χαρακτήρας με τις γυναίκες που τον σταματούσε.
"Ανάθεμα την αναβλητικότητά μου!" μουρμούρισε χτυπώντας το τιμόνι.
(Συνεχίζεται...)
O Σταμάτης Αλαβιανός. Ένα παράθυρο στο παρελθόν που αναζητά ο Τίμος; Θα μπορέσει να του δώσει κάποια στοιχεία που θα φωτίσουν την έρευνά του. Τα λαϊκά σοκάκια της Δραπετσώνας θα δώσουν σύντομα την απάντηση. Ευχαριστώ που είστε εδώ στο έργο, με τη συμμετοχή και την αγάπη σας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro