Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Συντροφικότητα από Αίμα και Ατσάλι/ part 5

Oι αποτρόπαιες εικόνες, τα ίχνη τα ολοζώντανα που άφηνε πίσω του ο πόλεμος, άλλοτε ήταν φανερά και άλλοτε κρύβονταν από τα αδιάφορα μάτια της ανθρωπότητας, πίσω από τοίχους ψηλούς και συρματοπλέγματα. Ο Χανς βρισκόταν στο μεταίχμιο της ψυχολογικής έκρηξης. Κάθε μέρα, ολοένα και περισσότερο γέμιζε με μίσος απέναντι όχι μόνο στους Ες-Ες, μα και στους Καπο ή και σε οποιονδήποτε άλλο έκρυβε αντισημιτικά συναισθήματα. Όταν ήταν μικρότερος φοβόταν. Για την ακρίβεια μεγάλωσε σε ένα κράτος βίαιο και ρατσιστικό που του στέρησε με ελαφριά καρδιά, κάθε νόμιμο, ανθρώπινο δικαίωμα. Τότε τα δεχόταν όλα. Κάθε εξευτελιστική συμπεριφορά, κοιτώντας απλώς ενοχικά το είδωλό του στον καθρέπτη και αναλογιζόμενος τι είδους έγκλημα είχε διαπράξει, για να αξίζει μία τέτοια αντιμετώπιση. Πλέον, όλο αυτό είχε υιοθετήσει μία άλλη μορφή μέσα του. Κανείς δεν ήταν καλύτερός του και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να τον εκμεταλλεύεται. Έπρεπε να αντιδράσει. Οι δρόμοι ήταν δύο. Ο ένας του βέβαιου και ηρωικού θανάτου και ο άλλος του κρυφού σχεδιασμού μίας πιθανής απόδρασης, εκμεταλλευόμενος τα αρρωστημένα συναισθήματα του Γουίλεμ. Κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό του, την αίσθηση του φιλιού εκείνου, την αίσθηση των ανδρικών χειλιών επάνω στα δικά του και μάλιστα, ενός δειλού δολοφόνου Ες-Ες, ανατρίχιαζε. Το στομάχι του ανακατευόταν και αισθανόταν βιασμένος, ακόμη και αν δεν τον είχε ακουμπήσει ακόμη σε κάποιο άλλο ευαίσθητο σημείο. Αυτός όμως, ίσως βαστούσε το κλειδί της ελευθερίας του.

Ο θολός, αδύναμος, χειμωνιάτικος ήλιος, έκανε για ακόμη μία φορά την εμφάνισή του, μονάχα που πάνω από το Κολαστήριο, με τις ζοφερές καμινάδες που ξερνούσαν την αποφορά του καμένου ανθρώπινου σώματος, ο ουρανός είχε θαρρείς υιοθετήσει ένα σταχτί, δυσβάσταχτο χρώμα πένθους. Ο αέρας ήταν πάντοτε βαρύς, σε αυτό έφταιγε και η τοποθεσία, ενώ γύρω σου αισθανόσουν την ένταση των ψυχών που είχαν μαρτυρικά χαθεί, την ανάγκη τους για εκδίκηση, τα άηχα ουρλιαχτά της απελπισίας τους που είχαν για τα καλά στοιχειώσει το μέρος. Η δουλειά του Χανς εκτός στρατοπέδου, φάνταζε προνομιακή στα μάτια άλλων κρατούμενων, οι οποίοι τελευταία είχαν γίνει επιθετικοί μαζί του. Εκείνο το πρωινό, δεν αποτελούσε εξαίρεση, με αποτέλεσμα ο Χανς να μπλέξει σε άγριο καβγά, σκίζοντας ένα σημείο πάνω από το φρύδι του και τρώγοντας επιπλέον ξύλο από τους φρουρούς για την ακαταστασία.

Μολαταύτα, δεν ήταν ο μόνος που είχε πέσει θύμα των ίδιων του των σκέψεων. Ο Γουίλεμ αναρωτιόταν τι του συνέβαινε. Φυσικά, είχε πλήρη επίγνωση των αρνητικών συναισθημάτων του Εβραίου απέναντί του. Όλο αυτό, είχε ξεκινήσει από μία εμμονή, από την αίσθηση της ευτυχίας και ικανοποίησης, πως η δύναμη που είχε, λόγω της θέσης του, αναμφίβολα του παρείχε το δικαίωμα να μπορεί να εκμεταλλεύεται όποιον επιθυμούσε. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί την περίπτωση, να ήταν κλειδωμένος σε ένα στρατόπεδο εξαιτίας των προτιμήσεών του. Στην ουσία, η δειλία του και η αίσθηση της κατωτερότητας που το ίδιο το καθεστώς του είχε περάσει, τον οδηγούσε αναπότρεπτα στην επιθυμία να είναι ο θύτης και όχι το θύμα. Για πρώτη φορά ωστόσο, είχε ακούσει λόγια αποδοχής από έναν όχι απλώς ξένο, μα από τον ίδιο τον εχθρό. Αποδοχή ωστόσο, είχε βιώσει και στο παρελθόν, μέσω του Έγουαλντ. Τα συμφέροντα όμως επικράτησαν της αγάπης.

«Είσαι ένας δειλός!» κραύγασε μπροστά από έναν καθρέπτη κομματιάζοντάς τον.

Άλικο αίμα πετάχτηκε από τις κλειδώσεις των δαχτύλων του, λερώνοντας τα γυάλινα κομμάτια, τα ρούχα του και το πάτωμα.

Ο Χανς βρισκόταν ήδη στον κήπο της πολωνικής μονοκατοικίας σκάβοντας, οι υπηρέτριες φυσικά απέφευγαν κάθε επαφή μαζί του. Το βλέμμα του πλανιόταν ανήσυχα τριγύρω, όταν πρόσεξε τον Γουίλεμ να στέκεται στο κατώφλι με ρούχα ματωμένα και χέρια ξεσκισμένα. Στα μάτια του ελλόχευε ξανά εκείνη η αρρωστημένη οργή. Πλησίασε τον Χανς ύπουλα και τον κοίταξε στα μάτια. Ο νεαρός Εβραίος ωστόσο, είχε βαρεθεί πια τα παιχνίδια. Ο εγωισμός και ο θυμός δεν του επέτρεπαν άλλο πια να σκύβει το κεφάλι.

«Τύψεις;» τον ρώτησε.

«Μην μιλάς...» γρύλισε εκείνος.

«Το καθεστώς σου δεν στηρίζει ανθρώπους σαν εσένα...» του είπε ο Χανς, ωστόσο ο Γουίλεμ είχε καρφώσει το βλέμμα του επάνω του.

Πρόσεξε την πληγή που ακόμη ήταν νωπή πάνω από το φρύδι του. Αναστέναξε. Υπήρχε ένας γιγάντιος πόλεμος συναισθημάτων. Το απαγορευμένο τόσο σε φυλή όσο και σε συναισθήματα, δημιουργούσε μία δίψα, μία ανάγκη για γεύση.

«Ακλούθησέ με» του είπε και κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα μάτια του Χανς, απεγνωσμένα αναζήτησαν κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Στριφογυρνούσε σαν ζώο άγριο που ασφυκτιούσε ψάχνοντας για κάποια λύση. Ο Γουίλεμ αντιλήφθηκε την νευρικότητά του ευθύς «Το τραύμα θέλω να σου περιποιηθώ» μουρμούρισε με χέρια που εξακολουθούσαν να αιμορραγούν. Έχοντας βρέξει ένα πανί τον πλησίασε και ο Χανς πισωπάτησε «Δεν θα....σε πονέσω» ψέλλισε με έναν κόμπο στο λαιμό. Τη στιγμή που το χέρι του απλώθηκε στον νεαρό, άκουσε έναν θόρυβο καθόλα γνώριμο. Ήταν εκείνος ενός όπλου, έτοιμου να πυροβολήσει. Χλόμιασε. Κλείνοντας τα μάτια του, στράφηκε προς τα αριστερά για να αντικρύσει εκείνον. Εκείνον τον ψυχρό εκτελεστή που με πρόσωπο παγωμένο σημάδευε τόσο τον ίδιο, όσο και τον Χανς.

«Το φαντάστηκα» του μούγκρισε ο Βίγκμπερτ «Από ένα σημείο και μετά, τα στοιχεία που συνέλεγα εναντίον σου, όλα οδηγούσαν σε αυτό το αρρωστημένο μονοπάτι»

Στο άκουσμα της φωνής του, το σάλιο είχε στεγνώσει από το στόμα του Χανς. Η καρδιά του, εξαιτίας του φόβου ξεκίνησε να βροντοχτυπά. Αυτός ο Άγγελος του Θανάτου δεν έκανε διακρίσεις, δεν είχε ιδέα τι πήγαινε να πει δισταγμός.

«Εγώ...Είμαστε χρόνια φίλοι...δεν...» ψέλλισε απλώς ο Γουίλεμ σχεδόν βγάζοντας άναρθρη κραυγή στη θέση των λέξεων.

«Καιρός είναι να μάθεις, πως δεν έχω φίλους, καιρός είναι να μάθεις πως την καρδιά μου δεν διαχειρίζονται τα ποταπά συναισθήματα, μήτε ο φόβος. Αγαπώ να σκοτώνω, αν αυτό είναι προς όφελος της ιδεολογίας και του εθνικοσοσιαλισμού, τον οποίο πρεσβεύω με τις πράξεις μου. Δεν υπάρχει τίποτε να με βαστά πίσω και εσύ, θεωρείσαι ήδη παρελθόν. Πρώτα όμως, θα λιώσω τον Εβραίο. Πίστεψες πως αν τον έφερνες εδώ, αν τον είχες υπό την γελοία και αρρωστημένη προστασία σου, θα του έσωζες την αδικαιολόγητη ύπαρξή του; Ή ακόμη χειρότερα, πίστεψες, έστω και για ένα λεπτό, πως θα με κορόιδευες;»

Τα λεπτά του χείλη, τραβήχτηκαν σε μία γκριμάτσα που προσομοίαζε με χαμόγελο, μα πιότερο ήταν μία άτεγκτη γραμμή σκοταδιού που άφηνε να φανεί, κατευθείαν από τα βάθη της ψυχής του. Ο Γουίλεμ κατάλαβε πως το παιχνίδι είχε τελειώσει. Το σπίτι είχε αδειάσει άξαφνα από υπηρέτες, μα ήταν από την μπροστινή πλευρά, φυλασσόμενο από Ες-Ες. Την απάντηση στην ουσία την είχε πάρει. Ο Βίγκμπερτ τον πλησίασε και τον έφτυσε στο πρόσωπο.

«Δεν ήξερα πως τόσο καιρό φτιαχνόσουν μαζί μου. Θα είχα προνοήσει να σε ικανοποιήσω πλήρως» τον ειρωνεύτηκε αρπάζοντάς τον από τον λαιμό και σπρώχνοντάς τον με φόρα. Κατόπιν, ύψωσε το όπλο του στο μέτωπο του Χανς «Αφού σου τινάξω τα μυαλά, θα τον βάλω να τα γλείψει για να σε νιώσει κοντά του ως τελευταία του επιθυμία» δευτερόλεπτα πριν τα δάχτυλά του πατήσουν τη σκανδάλη, ο Γουίλεμ τον άρπαξε από τον λαιμό.

Ο πρώτος πυροβολισμός, έπεσε στο ταβάνι. Σκόνη και σοβάδες ξεκίνησαν να καταρρέουν.

«Φύγε....»μούγκρισε στον Χανς ο Γουίλεμ παλεύοντας να συγκρατήσει τον Βίγκμπερτ.

Ταραγμένος, ο νεαρός έτρεξε προς την πίσω μεριά του σπιτιού. Για δευτερόλεπτα μονάχα κοντοστάθηκε, μα έπειτα, κάθε του αναστολή εξανεμίστηκε. Δεν είχε σημασία αν ο Γουίλεμ είχε μετανιώσει, ο καθένας όφειλε να αποδεχτεί τις συνέπειες. Όταν στερούσε ζωές στο όνομα της δειλίας του, τα βράδια μάλλον κοιμόταν ήσυχος. Δύο κτήνη ήταν, διαφορετικού είδους το καθένα. Ας πάλευαν λοιπόν, μέχρι την εξάλειψή τους. Βλέποντας το παράθυρο μπροστά του, προσπάθησε να το ανοίξει φρενιασμένα. Όταν όλες του οι ελπίδες έτειναν να καταρρεύσουν, ο πανικός και η προτεραιότητα της επιβίωσης κυριάρχησαν και έτσι, παίρνοντας φόρα,  τινάχτηκε μπροστά. Ήταν τότε, που το δέρμα του κυριολεκτικά ξεσκίστηκε. Ένας πόνος διαπέρασε σχεδόν μέχρι και τα ίδια του τα κόκαλα. Το σώμα του έπεσε στις λάσπες. Με πόδια γυμνά, θολωμένος ακόμη από το συμβάν και με αντιπερισπασμό την μάχη που διεξαγόταν εντός του σπιτιού, ξεκίνησε να τρέχει στο αχανές πολωνικό δάσος, μέσα στην ομίχλη και το κρύο των αρχών του Γενάρη. Τα κουρέλια του αιχμαλώτου βρομοκοπούσαν έτσι και αλλιώς, ενώ πλέον ήταν και γεμάτα αίμα και γυαλιά. Φοβήθηκε. Φοβήθηκε πως οι ερυθρές σταγόνες στο φρέσκο χιόνι, θα οδηγούσαν τους Ες-Ες κατευθείαν σε εκείνον. Δίχως δεύτερη σκέψη και παρά την παγωνιά, έπεσε σε μία λίμνη με νερά βρώμικα. Το μυαλό του είχε σχεδόν σταματήσει.

Οι πυροβολισμοί δεν έπαψαν λεπτό να αντηχούν. Ο Βίγκμπερτ είχε κατορθώσει να τραυματίσει τον Γουίλεμ και στα δύο πόδια. Τώρα, κειτόταν μπρούμυτα στο ολισθηρό από αίμα πάτωμα, βογκώντας σιωπηλά και με τρεις ακόμη Ες-Ες να τον σημαδεύουν.

«Έμαθα πως ο άνδρας αυτός, φτιάχνεται με άλλους τρόπους, ενώ προτιμά την μολυσμένη, εβραϊκή σάρκα. Διπλό το έγκλημα» πρόφερε ο Βίγκμπερτ όταν διέταξε τους φρουρούς να τον γδύσουν.

Εκείνοι, τον βαστούσαν από τα χέρια βρίζοντάς τον, χτυπώντας τον και κλοτσώντας τον στα γεννητικά όργανα. Ο πόνος σχεδόν του είχε θολώσει το μυαλό. Ζαλισμένος, είδε τον Βίγκμπερτ να βγαίνει στην αυλή, επιστρέφοντας λίγα λεπτά αργότερα, με εκείνη τη σατανικά πνιγηρή, εβένινη αύρα να τον ακολουθεί παντού.

«Φέρτε τον έξω!» διέταξε τους φρουρούς οι οποίοι υπάκουσαν, με το ίδιο σαρκαστικό βλέμμα που είχε υιοθετήσει και ο αφέντης τους. Γυμνός, ματωμένος και χτυπημένος, ο Γουίλεμ σύρθηκε κυριολεκτικά μέχρι τον κήπο. Εκεί, είδε τον Βίγκμπερτ να στέκεται μπροστά ακριβώς από ένα σίδερο, το οποίο είχε μπήξει βαθιά στο παγωμένο χώμα «Κάθισε επάνω του αργά. Όσο πιο αργά, τόσο περισσότερο θα το απολαύσεις»

Ο νεαρός ξεκίνησε να τρέμει. Ήταν η πρώτη φορά, που έβλεπε επιτέλους με τα μάτια όλων αυτών των ανθρώπων που κατά καιρούς είχε βασανίσει. Ήταν η πρώτη φορά που βίωνε τον απόλυτο εξευτελισμό και που είχε την ανάγκη να ικετεύσει άσκοπα, λίγο πριν το τέλος του.

«Σε παρακαλώ, σε ικετεύω...Σκότωσέ με, με μία σφαίρα»

«Χάρες δεν κάνω, μονάχα αυτό που επιθυμώ. Και τώρα κάθισε»

Αυτό που ακολούθησε, ήταν απάνθρωπα αποτρόπαιο. Οι κραυγές πόνου του και τα ουρλιαχτά, θα ξέσκιζαν και θα σόκαραν κάθε άνθρωπο, που θα τύχαινε να έρθει αντιμέτωπος με αυτό το φρικαλέο βασανιστήριο, ενός αργού θανάτου. Λίγα λεπτά αργότερα, μετά τους τελευταίους σπασμούς και την ακατάσχετη αιμορραγία, το σώμα του κατέρρευσε άψυχο στο πλάι. Η λύσσα του Βίγκμπερτ, δεν τον εμπόδισε από το να πυροβολήσει το σώμα, σε σημείο να το μετατρέψει σε μία άλικη μάζα από σάρκα και κόκαλα. Κανένα θέαμα όμως δεν του προκαλούσε τρόμο. Τα ψυχρά του μάτια, έχοντας ικανοποιήσει για ακόμη μία φορά την φονική τους λαιμαργία, στράφηκαν στους άλλους τρεις, οι οποίοι βαθιά μέσα τους, είχαν ταραχτεί.

΄΄Δειλοί΄΄ σκέφτηκε καθώς άρπαζε το φονικό σίδερο, σκουπίζοντας με το ένα του δάχτυλο τα ματωμένα υπολείμματα του πρώην συντρόφου του. Χαμογέλασε και πάλι και θαρρείς δαιμονικές σκιές, χόρεψαν τριγύρω του. Χιόνι ξεκίνησε να πέφτει απαλά, στα σχεδόν λευκά, καλοχτενισμένα του μαλλιά. Στα ρουθούνια του έφτασε η μυρωδιά η μεταλλική του αίματος. Κοίταξε το αχανές, σκοτεινό δάσος. Ο Εβραίος, ήταν ο επόμενος.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro