Συντροφικότητα από Αίμα και Ατσάλι /part 2
Μέσα στην πυκνή, αδιαπέραστη σχεδόν ομίχλη του ήσυχου πρωινού, οι πρώτες ομοβροντίες ακούστηκαν, σαν λυσσαλέα καιρικά φαινόμενα. Η γη ξεκίνησε να σείεται, λες και γινόταν σεισμός μικρής έντασης. Ο Όττο με τον Κοχ κοίταξαν αρχικά το διαλυμένο έδαφος και κατόπιν σιωπηλά ο ένας τον άλλο σαν να καρτερούσαν απαντήσεις. Ο υπολοχαγός ωστόσο, εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα φοβόταν ένα πράγμα : την ρωσική εκδίκηση που με σιγουριά θα ερχόταν. Ήξερε πολύ καλά πόσο είχαν υποφέρει οι πληθυσμοί της Σοβιετικής Ένωσης και τώρα, αν έχαναν τη μάχη και έπειτα τον πόλεμο, όλος αυτός ο στρόβιλος οργής, θα επέστρεφε εναντίον τους, πνίγοντάς τους. Μπροστά τους, ο πάγος ενός βρώμικου νερόλακκου, θρυμματίστηκε σαν παλαιός καθρέπτης.
Ο Ντίμα, ο Άλεξ και ο Γκαμπριέλ, άκουσαν και εκείνοι τον υπόκωφο θόρυβο, σαν βροντή που ερχόταν από μακριά και έτρεξαν να ρωτήσουν τι συνέβαινε, εκτός του Άλεξ που φυσικά γνώριζε. Πλέον, δίπλα τους στη νίκη θα αγωνιζόταν και ο Ιωσήφ. Παρά τη θαρραλέα αντίδραση των Ρουμάνων, η δύναμη των Σοβιετικών δεν θα μπορούσε να κρατηθεί. Ο Σεργκέι που βρισκόταν επιτιθέμενος στα μετόπισθεν της έκτης Στρατιάς, ήταν από τους λίγους που δεν θα έβλεπαν στον ύπνο τους εφιάλτες από τις μάχες σώμα με σώμα. Αγαπούσε πολύ τον σύντροφό του, τον Νικήτα και η εικόνα του διαλυμένου του κορμιού, βρισκόταν εκεί, μονίμως καθηλωμένη στις αναμνήσεις του. Η εμμονή του Χίτλερ να επιβλέπει τις κινήσεις των στρατιών από μακριά, αυτή τη φορά είχε λειτουργήσει υπέρ των Κόκκινων οδηγώντας τα γερμανικά στρατεύματα σε μία εφιαλτική ακινησία, τη στιγμή που χρειαζόταν να αντιδράσουν ταχύτατα. Κανείς δεν φαινόταν να είχε εκτιμήσει τις κινήσεις του εχθρού σωστά.
«Ζούμε ιστορικές στιγμές» ακούστηκε η φωνή του Σεργκέι στο σύντροφό του Τιόμα που στεκόταν δίπλα του. Οι δυο τους προσφέρθηκαν να μπουν μπροστά από τα άρματα, ώστε να τα οδηγήσουν μέσα από το ναρκοπέδιο.
«Εμείς, οι υπερασπιστές του Στάλινγκραντ θα πάρουμε επιτέλους το αίμα μας πίσω. Είμαι έτοιμος»
Η ανυπομονησία ήταν ολοφάνερη. Ωστόσο, παρόλο που η βιασμένη Μητέρα-Πατρίδα εκδικούταν, οι Ρουμάνοι ήταν αυτοί που πρώτοι υπέφεραν στα χέρια των Ρώσων. Πολλοί πεζικάριοι, πέταξαν τα όπλα τους κάτω ως δείγμα παράδοσης και ο Σεργκέι με τον Τιόμα τους κοιτούσαν με βλέμμα ειρωνείας, καθώς είχαν παραταχτεί σαν φοβισμένη φάλαγγα μπροστά τους. Προτού όμως βαδίσουν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων, οι Σοβιετικοί άνοιξαν πυρ και εκτέλεσαν έναν μεγάλο αριθμό εξ αυτών, παρ' όλο που δεν είχαν λάβει τέτοια διαταγή. Η ρωσική επίθεση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αν ο Πάουλους και ο Schmidt είχαν πειστεί όντως για την επικινδυνότητα. Ωστόσο τα τελευταία λόγια του Όττο, συνέβαλαν ακόμη περισσότερο στην λανθασμένη τους αντίληψη.
Ο θρίαμβος δεν μαλάκωσε και ίσως δικαιολογημένα τη στάση των Κόκκινων. Μπορεί κάποιες κατηγορίες για φρικαλεότητες των Γερμανών να ήταν κομμάτι της προπαγάνδας, μα ορισμένα γεγονότα έκρυβαν πράγματι μία αλήθεια. Ο Σεργκέι, με πρόσωπο βρώμικο και ελαφρώς μπαρουτιασμένο, έψαχνε έναν αιχμάλωτο Γερμανό, ανακαλύπτοντας επάνω του κλοπιμαία, λάφυρα ντροπιαστικά από δικούς τους ντόπιους άμαχους, οι οποίοι αποστεωμένοι πλησίαζαν, μιλώντας για τα δεινά που είχαν υποστεί από τους κατακτητές. Άδειαζαν στην κυριολεξία τα σπίτια τους, αρπάζοντας από ρούχα, κοσμήματα, τρόφιμα και ό,τι άλλο μπορούσε κανείς να φανταστεί. Έχοντας καταλάβει πως ο αιχμάλωτος δεν είχε κάποια σπουδαία θέση, ώστε να τους φανεί χρήσιμος σε κάποια ανάκριση, τον εκτέλεσε επιτόπου, έτσι ψυχρά. Καθώς παρακολουθούσε το σώμα του να χτυπά στο παγωμένο έδαφος, αισθανόταν έναν άγριο ενθουσιασμό. Αισθανόταν πως έπαιρνε εκδίκηση για τη ψυχή του φίλου του.
Σιγά σιγά οι Γερμανοί αιχμάλωτοι οδηγούνταν μπροστά του στα μετόπισθεν. Έβλεπες ανθρώπινα ράκη, τυλιγμένα τις πλείστες των φορών με κουβέρτες, αντί για χλαίνες, να τρεκλίζουν με το κεφάλι σκυφτό.
«Δεν θέλουμε πόλεμο, θέλουμε να πάμε σπίτι...» μουρμούρισε ένας.
«Αυτό να το σκεφτόσουν νωρίτερα. Τώρα που είδατε τα σκούρα, ξαφνικά ο Χίτλερ σας κάθεται στον λαιμό. Υποκριτές» γρύλισε ο Σεργκέι, χτυπώντας τον στην πλάτη με το όπλο, προκειμένου να συνεχίσει την πορεία του, σχεδόν ως τον Βόλγα.
Η κατάσταση ωστόσο της 62ης Στρατιάς, που ήταν μέρος όσων περικύκλωσαν την γερμανική έκτη Στρατιά, εντός του Στάλινγκραντ όπου βρισκόταν ο Άλεξ και οι υπόλοιποι, ήταν δύσκολη. Ο ανεφοδιασμός ήταν μία θανατερή κίνηση καθώς όποτε κάποιο σκάφος πάλευε να διασχίσει τον Βόλγα, περνώντας ανάμεσα από τους ογκόπαγους, έπεφτε θύμα του γερμανικού πυροβολικού. Οι ασθενείς και τραυματίες, επίσης δυσκολεύονταν να περάσουν στην ανατολική πλευρά. Μέσα στα χαρακώματα, ο Ντίμα με τον Άλεξ ξεκίνησαν το τραγούδι δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Οι Γερμανοί από τα δικά τους καταφύγια, τους άκουγαν, μα δεν μιλούσαν πια. Οι προσβολές είχαν πάψει καθώς η συνειδητοποίηση της αλήθειας για την πολεμική κατάσταση, ολοένα και πλησίαζε. Ωστόσο, είχαν διαταχθεί να κρατήσουν τις θέσεις τους, παρά την απειλή της προσωρινής περικύκλωσης. Μόλις ο Κόκκινος Στρατός σταθεροποιούσε τις δικές του, ειδικά ο καιρός θα ήταν ένας παράγοντας που θα λειτουργούσε ενάντια στους Γερμανούς. Είχε επίσης χαθεί πολύτιμος χρόνος με την μετακίνηση συνταγμάτων τεθωρακισμένων στα μετόπισθεν. Το μήνυμα που έλαβε ο Πάουλους από τον Χίτλερ, περίπου στις δέκα και τέταρτο το βράδυ, τον έκανε να χλομιάσει.
΄΄ Η έκτη Στρατιά, είναι προσωρινά περικυκλωμένη από τις ρωσικές δυνάμεις. Θα πρέπει να γνωρίζει, πως κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να την ανακουφίσω. Θα ανακοινώσω τις αποφάσεις μου στον Πάουλους και τον Schmidt εν καιρώ. Αδόλφος Χίτλερ΄΄ κοινώς αντί να τους ωθήσει να επιχειρήσουν διάρρηξη του κλοιού, τους κρατούσε καθηλωμένους.
«Φιλάκια, Αδόλφος Χίτλερ» κορόιδευε ο Όττο, με τον Κοχ να τον κοιτάζει αμίλητος.
«Θα λογικευτεί...» προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του, προτού η απελπισία διεκδικήσει να καταλάβει την ψυχή του.
«Πότε είχε λογική; Πίστευε πως θα κατακτήσει τον κόσμο και έκανε και όλους εμάς να το πιστέψουμε. Νομίζω όμως, πως τα όμορφα όνειρα, δεν πιάνουν τόπο πολύ. Ένα σπιτάκι με λίγο κήπο και γέλια και αγάπη. Είναι αρκετά»
«Είναι άπιαστα πλέον...Δεν θα ζήσω για να τα πραγματοποιήσω. Προσωπικά δεν είχα κοπέλα, εννοώ, πως εκείνη με την οποία ήμουν μαζί, αρρώστησε βαριά και δεν τα κατάφερε, πάνε χρόνια τώρα. Λαμβάνω γράμματα από το σπίτι σπάνια» έκανε μία παύση «Εσύ όμως έχεις ελπίδες. Ο Κόκκινος αυτός φαίνεται να σε....διάολε! Φαίνεται στ' αλήθεια να σε αγαπά» ακούστηκε κουρασμένη η φωνή του Κοχ.
«Μ' αγαπά ένας. Αυτό δεν είναι αρκετό για να σωθώ»
«Είναι ανακουφιστικό. Είναι τόσο άτιμα ανακουφιστικό μέσα στην Κόλαση, κάποιος να σε κοιτάζει στα μάτια με αγάπη, ακόμη και αν είναι ο εχθρός. Ειδικά ο εχθρός. Δεν καταλαβαίνω τη σχέση σας, νομίζω δεν μπορώ να την καταλάβω. Τα συναισθήματα που επικρατούν μέσα μου, δεν αφήνουν χώρο για τέτοιους συναισθηματισμούς. Ίσως και να αισθάνομαι θυμό για εσένα, ίσως να σε θεωρώ προδότη, μα δεν έχω χρόνο να σκεφτώ, ούτε καν αυτό. Διαρκώς η αλήθεια, μοιάζει να αναδύεται από το ασυνείδητο όπου την είχα κρύψει. Η εγωμανία και η περηφάνια του Χίτλερ για την πόλη με το όνομα του Στάλιν, θα μας καταστρέψει»
Αυτή ήταν η αλήθεια και ο Χίτλερ έδωσε την εντολή να μην μαθευτούν ποτέ στον λαό, τα νέα της περικύκλωσης. Το ψέμα θα συνεχιζόταν σχεδόν μέχρι τον Ιανουάριο του 43. Τα νέα της περικύκλωσης όμως, διαδόθηκαν εντός της στρατιάς σύντομα, όσο και αν πάλεψαν να τα εμποδίσουν. Αυτή η ανειλικρίνεια, αύξησε την ανησυχία τόσο εντός της Γερμανίας όσο και στο μέτωπο. Οι ναζιστικές αρχές πίστευαν πως μπορούσαν να καταπνίξουν τα πάντα, μέχρι να έρχονταν οι ενισχύσεις και να έσπαγε ο κλοιός στο Στάλινγκραντ. Ο Γκέρινγκ τους είχε υποσχεθεί ανεφοδιασμό, ο Πάουλους ήταν δύσπιστος, και ο Χίτλερ τους είχε επίσης υποσχεθεί βοήθεια, έστω μέχρι τις αρχές Δεκέμβρη. Δεν είχε ιδέα αν έπρεπε να υπακούσει στις διαταγές καρτερώντας ή να το ρισκάρει σπάζοντας τον κλοιό. Οι στρατιώτες ωστόσο εντός του κλοιού, εξακολουθούσαν να πιστεύουν στη σωτηρία.
Τον Δεκέμβρη, η θανατερή σκιά ολοένα και πλησίαζε. Ο εφοδιασμός των εγκλωβισμένων, γινόταν ολοένα και πιο δύσκολος αεροπορικά, εξαιτίας της αεροπορίας του Κόκκινου Στρατού, του καιρού και των αντιαεροπορικών πυρών, γύρω από τον κλοιό των εγκλωβισμένων. Εκτός αυτού, οι τραυματίες καρτερούσαν εξίσου την απομάκρυνσή τους. Κοντά στο αεροδρόμιο του Πίτομνικ βρίσκονταν σκηνές, στρατηγεία και το νοσοκομείο εκστρατείας. Οι Γερμανίδες νοσοκόμες, είχαν απομακρυνθεί για να μην πέσουν στα χέρια των Ρώσων. Ο Όττο σκεφτόταν πως ίσως και να ήταν προσωρινά καλύτερα για τη Χέλγκα, αν και γνώριζε πως πλάι στον Άλεξ, θα ήταν η ιδανική θέση για εκείνη. Χρόνος ωστόσο για περαιτέρω σκέψη δεν υπήρχε. Έπρεπε να σκάψουν καταφύγια για να αποφύγουν το κρύο που έκανε τη ζωή τους Κόλαση. Μαζί με τον Κοχ, έσκαβαν κάτω από ένα κατεστραμμένο άρμα, παλεύοντας να βρουν υλικά από τα ερείπια. Η γη είχε παγώσει σε τέτοιο βαθμό, που είχαν εξαντληθεί. Είχαν φτάσει σε σημείο να ιδρώσουν, παρά τις πολικές θερμοκρασίες.
Παρατηρούσε τον Κοχ που αμίλητος πάλευε με τα ίδια του τα όρια. Έσκαβε, μα ήταν ολοφάνερο πως είχε εξαντληθεί. Πεινούσε και ο ίδιος τρομερά, ωστόσο του ζήτησε να ξεκουραστεί. Κόντρα στον παγωμένο άνεμο που μαστίγωνε το πρόσωπό του, ο Όττο συνέχισε απτόητος. Στον κόσμο ήταν σχεδόν μόνος, μα ο χαρακτήρας και η τύχη του τον είχαν φέρει στα σύνορα της Ευρώπης. Με μανία συνέχιζε και ας άκουγε τα κόκαλά του να τρίζουν και ας πονούσε το κορμί του. Σαν τελείωσαν, δημιούργησαν αυτοσχέδιες κορνίζες, όπου μέσα τους τοποθέτησαν φωτογραφίες. Ο Όττο εκείνη την μία της παρέας του και ο Κοχ εκείνη της μητέρας του που δεν βρισκόταν εν ζωή. Με τον πατέρα του διατηρούσε τυπικές σχέσεις και το ίδιο ίσχυε και για την μητριά του. Για τον Γουίλεμ ούτε λόγος δεν γινόταν.
Το επόμενο πρόβλημα, ήταν ο ρουχισμός. Ο Όττο είχε το επενδυμένο με γούνα πανωφόρι, για την απόκτηση του οποίου, έδωσε αρκετές περιγραφές στον Κοχ, ο οποίος μειδίασε θλιμμένα. Τελικά οι καλοί τρόποι, είχαν ένα εξίσου καλό αποτέλεσμα. Το μεταλλικό κράνος το είχαν αποχωριστεί καθώς εξαιτίας του κρύου, προσομοίαζε με ψυγείο. Μπροστά στα μάτια του, οι Γερμανοί έγδερναν τα σπάνια αδέσποτα σκυλιά που έβρισκαν, προκειμένου να δημιουργήσουν γάντια. Η βρώμα και οι ψείρες ήταν εφιαλτικό σενάριο που είχε πραγματοποιηθεί. Εκείνο το βράδυ, χωμένοι στο καταφύγιο, ένιωσαν ο ένας τον άλλο πιο κοντά. Ο Κοχ τρέμοντας τον πλησίασε και αμίλητος τον αγκάλιασε για να ζεσταθεί. Ο Όττο ένιωσε πως ο θάνατος, ήταν μάλλον μερικά μέτρα μακριά από τον αποστεωμένο του πλέον σύντροφο. Ευθύς έβγαλε το πανωφόρι του και τον σκέπασε.
«Ντάνκε κομράντ...Να είσαι καλά...» μέσα στο σκοτάδι, δεν είδε τα βουρκωμένα μάτια του Όττο.
Για πρώτη φορά, καταβάλλοντας προσπάθεια κοίταξε τον Θεό. Άρχισε να προσεύχεται για ειρήνη, για λίγο έλεος. Η δική του ψυχή στην Κόλαση θα πήγαινε, μα ας τον αξίωνε να κλείσει τα μάτια του για να μην βλέπει άλλο. Η κατάθλιψη αργά τον ροκάνιζε, μέρες τώρα. Οι κρίσεις πανικού επίσης, με αποτέλεσμα να μένει άυπνος. Τα όνειρά του, τις λιγοστές ώρες που πάλευε να κοιμηθεί ξεπερνώντας το αφόρητο κρύο,τον στοίχειωναν. Εικόνες με νεκρά παιδιά, αποδεκατισμένους τραυματίες που σπαρταρούσαν σε άλικες και κολλώδεις λίμνες αίματος. Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, εμφανιζόταν η σκιά εκείνου του τέρατος. Ο Γκούσταφ τον πλησίαζε, με κορμί τρυπημένο από τις σφαίρες και μελανιασμένες φλέβες. Ο Όττο μπροστά του σαν να μίκραινε, μα εκείνος στο τέλος τον προσπερνούσε, για να κατευθυνθεί σε μία μισάνοιχτη πόρτα, ενός αδειανού σπιτιού, με κήπο μαραμένο. Έπειτα, ακολουθούσαν κραυγές, οι κραυγές της μητέρας του που καλούσε σε βοήθεια. Ο Όττο πάλευε να σηκωθεί, προκειμένου να εισέλθει στο δωμάτιο βασανιστηρίων, μα τα πόδια του ήταν πάντοτε κολλημένα στη γη. Οι κραυγές συνέχιζαν, τα ουρλιαχτά μετατρέπονταν σε στριγκλιές ικεσίας. Τότε, ξυπνούσε για να αντικρίσει την άλλη Κόλαση, εκείνη του πολέμου και της παραμονής του σε μία ποντικότρυπα, γεμάτη λάσπες, με τους στρατιώτες να κάνουν την ανάγκη τους σε φτυάρια, για να μπορούν να τα πετούν μετά. Στριμωγμένοι σαν σαρδέλες, βρίσκονταν σχεδόν υπογείως, σε καταφύγια τις τρύπες των οποίων κάλυπταν με μουσαμάδες. Οι μολύνσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, η δυσεντερία επίσης. Το τοπίο μουντό και μίζερο, μελαγχολικό και μονότονο. Χιόνι, δυνατή βροχή και παγωνιά.
Ο Όττο βγαίνοντας εκείνο το πρωινό του Δεκέμβρη έξω, όντας περικυκλωμένος σχεδόν, βρήκε χωμένη μέσα στη λάσπη μία φυσαρμόνικα. Τα άυπνα και βουρκωμένα μάτια του, την κοίταξαν για λίγη ώρα, κατόπιν την πήρε και τη σκούπισε. Δεν ήξερε να παίζει όπως ο Μπάλντερ,έτσι την έδωσε στον Κοχ. Εκείνος την πήρε αμίλητος, παίζοντας έναν σκοπό μελαγχολικό. Αρκετοί αναπολούσαν το νικηφόρο καλοκαίρι του 40 και ο Όττο τα καλοκαίρια στον κήπο του, όταν ήταν παιδί. Αυτά και το χαμόγελο του Λούκα.
Παρά το γεγονός πως οι Γερμανοί περικυκλωμένοι αντιμετώπιζαν πολλές στερήσεις, το ίδιο αν και μικρότερο πρόβλημα είχαν και οι Ρώσοι. Οι καλύτεροι εξ αυτών, ήταν οι ελεύθεροι σκοπευτές όπως ο Γκαμπριέλ, του οποίου χατίρι δεν χαλούσε κανείς, μιας που έπαιζε τη ζωή του κορώνα-γράμματα. Τον εκτιμούσαν δε περισσότερο εξαιτίας της τρομερής ανθεκτικότητάς του στο κρύο, τη στιγμή που άλλοι δυσκολεύονταν. Κυριολεκτικά σαν αλεπού, έσκαβε τα βράδια τρύπες, χωνόταν μέσα με τη λευκή στολή του καμουφλάζ και πυροβολούσε τους στόχους του ή τους χλεύαζε παίζοντας με την ψυχολογία τους. Αγαπούσε να πηγαίνει μαζί με τις αναγνωριστικές περιπόλους, σέρνοντας το κορμί του στην επίπεδη, χιονοσκεπή στέπα, πλησιάζοντας τα εγκαταλελειμμένα πλέον, γερμανικά χαρακώματα. Οι περισσότεροι έψαχναν για κλοπιμαία. Δίπλα στο επιχειρησιακό τηλέφωνο, ανακάλυψε ένα βρώμικο αρκουδάκι, κάποιου παιδιού ενός στρατιώτη, αδερφού ίσως. Το πήρε ευθύς και για πρώτη φορά συγκινημένος, το έσφιξε πάνω του. Ο αδερφός του είχε ένα παρόμοιο, πάντοτε δίπλα στο κρεβάτι του για να κοιμάται.
Επιστρέφοντας, βρήκε τον Αλεξέι να έχει μετατραπεί για ακόμη μία φορά στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Μιλούσε με συγκίνηση για την μικρούλα συνοικία δίπλα στο Βορονέζ. Η Όλγα τον κοιτούσε τρυφερά, όσο τρυφερά ήταν και τα δικά του μάτια κάθε φορά που έπεφταν επάνω της. Ο Ντίμα σκάλιζε πιόνια σκάκι σε ξύλα και έπαιζαν όλοι μαζί. Ο Ιωσήφ διακριτικά χάιδευε τα μαλλιά των αγοριών. Φυσικά η σκέψη του φτερούγιζε και στον Σεργκέι. Για τον Όττο, προτιμούσε να μην σκέφτεται τίποτε καθώς κάθε σενάριο, ήταν εφιαλτικό. Στα γράμματά τους οι Ρώσοι, σπάνια έλεγαν την αλήθεια για τα όσα περνούσαν και έβλεπαν. Ένα είμαι καλά, πολεμάμε καλά, αρκούσε για την οικογένεια.
Η έκτη Στρατιά, διατηρούσε το ηθικό της άκαμπτο. Στο άκουσμα μακρινών πυρών, οι στρατιώτες πίστευαν πως ήταν οι απελευθερωτές τους. Ακόμη και οι αντιναζιστές αξιωματικοί ήλπιζαν, μην πιστεύοντας στην εγκατάλειψη. Μέχρι που το χιόνι ξεκίνησε ξανά να πέφτει και δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστα καύσιμα στα οχήματα. Ο Κοχ είχε διαταχθεί να σκοτώσει ένα παλικάρι δεκαεννέα χρονών, εξαιτίας του αυτοτραυματισμού. Επιστρέφοντας πίσω προς το καταφύγιο, έκλαψε. Έκλαψε με όλη του την ψυχή. Μπαίνοντας στην τρύπα του, ένιωσε τα πόδια του πρησμένα. Τα κοίταξε προσεκτικά. Ένα χρώμα μελανό αχνοφαινόταν. Κρυοπάγημα. Γέλασε αμήχανα. Το τέλος του πλησίαζε έτσι και αλλιώς.
Ο εφοδιασμός ήταν τρομερά δύσκολος, το συσσίτιο είχε μειωθεί. Το σχέδιο του Μανστάιν για την σωτηρία της έκτης Στρατιάς, η Επιχείρηση Καταιγίδα, δεν είδε άσπρη μέρα. Ο Χίτλερ δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να επιτρέψει στην Στρατιά να αποδράσει. Είχε ήδη χυθεί πολύ αίμα, η θυσία μάλλον ήταν απαραίτητη. Ο Μανστάιν αρνήθηκε να μην υπακούσει, η Στρατιά ήταν καταδικασμένη. Για την 62η Στρατιά που ήταν ο Άλεξ, τα πράγματα κυλούσαν καλύτερα, εντός της πόλης. Ο Βόλγας είχε παγώσει, οι τραυματίες μπορούσαν να μεταφερθούν, η έλλειψη σε βλήματα των Γερμανών είχε σταματήσει τους βομβαρδισμούς και η ακτή του Βόλγα είχε μετατραπεί σε ένα μέρος γαλήνιο. Ο Άλεξ αγαπούσε να ατενίζει τις όχθες του κάτω από τον παγωμένο, χειμωνιάτικο ήλιο. Ο Ιωσήφ βάδιζε στο πλάι του αμίλητος. Ήξερε πολύ καλά τι σκεφτόταν ο γιος του σαν έβλεπε το ζεστό φαγητό να το κουβαλούν σε ισοθερμικά δοχεία.
«Μάλλον φταίω εγώ που σε μεγάλωσα με τόσο φωτεινή καρδιά» τον πείραξε βλέποντας τον Τσουικόφ στο βάθος να τους χαιρετά.
«Μάλλον φταις» απάντησε ο Αλεξέι «Πεθαίνουν της πείνας, αλλά εγώ σκέφτομαι...»
«Τον φίλο σου» του απάντησε «Μάλλον η γενιά μας οφείλει ένα συγγνώμη. Σε έμπλεξε και εσένα σε έναν πόλεμο που μισούσες. Σε θυμάμαι τότε στο Βορονέζ, όταν όλα σου τα όνειρα ποδοπατήθηκαν στο δρόμο για την Πολωνία»
«Οι Ναζί έκανα πολλά, σκότωσα και εγώ πολλούς, μα τελικά μέσα μου έμεινε μία πίκρα. Το πιστεύεις; Πίκρα, ούτε καν οργή» κοίταξαν το φαγητό.
«Πήγαινε...» του είπε ο Ιωσήφ «Ξέρω πως δεν θα ησυχάσεις, μα πρόσεχε πολύ. Πρόσεχε πάρα πολύ σε παρακαλώ. Αν πάθεις κάτι, θα πεθάνω»
Ο Αλεξ τον κοίταξε.
«Ya liubliu tebya»(σ' αγαπώ)
«Πάντα» συλλάβισε ο Ιωσήφ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro