Σταματήστε να χορεύετε, ο πόλεμος δεν τελείωσε/ part 5
Ο καιρός είχε περάσει από τότε που ο Πάβελ είχε χωριστεί από τον Όττο και τον Στάινερ. Υπήρχαν στιγμές που τους σκεφτόταν έντονα, μα ποτέ του δεν εξομολογήθηκε τις σκέψεις του στον Ράμον. Εκείνος είχε αντικρύσει μία άλλη, φρικτή πραγματικότητα. Εικόνες που τον άνθρωπο τον μετέτρεπαν σε ένα κτήνος, του στερούσαν κάθε ταυτότητα, κάθε αίσθηση του ανήκειν σε αυτόν τον μάταιο κόσμο. Μέσα του, είχε περισσότερο θυμό με τους Σοβιετικούς κατακτητές του παρελθόντος. Εξάλλου, υποψιαζόταν πως ο θάνατος των δικών του ανθρώπων, εκτός από μαρτυρικός είχε επέλθει από τα δικά τους χέρια. Έπειτα από σκέψη πολύ, μέρες ατελείωτες, είχε καταλήξει σε ένα και μόνο μονοπάτι. Εκείνο της αντίστασης. Ο Άντριου λάτρευε αυτά τα χώματα και ο ίδιος θα τον έκανε περήφανο. Πλέον ζούσε στη Βαρσοβία όπου οι κάτοικοι πάλευαν να κερδίσουν μία ψευδαίσθηση καθημερινότητας. Τα γύρω δάση κρίνονταν επικίνδυνα, μα ο Πάβελ δεν νοιαζόταν. Αν και χειμώνας, ο ήλιος πάλευε να φανεί πίσω από τα απανθρακωμένα σύννεφα και ο νεαρός, βάδιζε προσεκτικά στο πυκνό δασύλλιο.
Ο θάνατος μύριζε έντονα. Κάποτε έπεφτε πάνω σε πτώματα, στρατιωτών ή αμάχων. Στα δεξιά του, μία μικρή, μισογκρεμισμένη αποθήκη, ίσα που στεκόταν. Ένα ύπουλο σούρσιμο τον έκανε να αναπηδήσει και να χαμηλώσει το κορμί του, έχοντας στην τσέπη του έναν μικρό σουγιά. Μία σκιά φάνηκε και ο Πάβελ πλησίασε στο οίκημα. Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό ήταν βαριά. Άχυρα, περιττώματα ζώων και υγρασία, έπλεκαν μία ανατριχιαστικά αποκρουστική μυρωδιά. Το χέρι που βαστούσε τον σουγιά, ξεκίνησε να τρέμει, όταν ένιωσε κάποιον να τον αρπάζει από τον λαιμό και να τον εκτοξεύει μπροστά με βία. Η ψηλόλιγνη σιλουέτα, με το όπλο της να τον σημαδεύει, στεκόταν μπροστά του καλυμμένη στην αντίθεση και το παιχνίδισμα του σκότους με το φως.
«Ποιος στο διάολο είσαι εσύ;» άκουσε τη στριγκή, αντρική φωνή της. Μιλούσε σπαστά πολωνικά.
«Πάβελ Κοβάλσκι» απάντησε με εκείνη την άγουρη, εφηβική φωνή.
Ο άντρας μπροστά του φάνηκε να το σκέφτεται. Ο Πάβελ σηκώθηκε με κόπο, διατηρώντας μία απόσταση από τον άγνωστο. Σαν στάθηκαν και οι δύο μπροστά από ένα σπασμένο παράθυρο, η εικόνα ξεκαθάρισε. Ο Πάβελ γνώριζε τον άνδρα, που σαν θεριό ανήμερο ετοιμαζόταν να τον κατασπαράξει με μία λάθος κίνηση. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αμυχές, παλαιές και νέες, το κορμί του έτρεμε έτσι αποστεωμένο όπως είχε καταντήσει, παλεύοντας να βρει ζεστασιά σε ένα σκισμένο πουλόβερ.
«Μίλα!» τον πρόσταξε η φιγούρα.
«Είσαι ο...Χανς;» ρώτησε δειλά και τον είδε να μαλακώνει. Αυτό το βλέμμα έκρυβε μέσα του πόνο και οργή. Αυτός ο Χανς δεν είχε καμία σχέση με εκείνον που είχε έρθει κάποτε να επισκεφθεί τον Όττο, με εκείνον τον χαρούμενο γείτονα. Τον είχε μολύνει στην ψυχή η βία, η αναλγησία, η απανθρωπιά, οι φρικτοί και βασανιστικοί φόνοι και αυτό το αιωνίως σαρκαστικό βλέμμα των δημίων.
«Από πού με ξέρεις;» τον ρώτησε.
«Αρχικά, κατέβασε το όπλο. Μου προκαλεί νευρικότητα και δεύτερον, είμαι εκείνο το αγόρι, ο αδερφός του Άντριου, στον οποίο έκανε μαθήματα η Χέλγκα και ζούσε κοντά σας σε ένα Μακόβ ελεύθερο» το όπλο ξέφυγε από τα χέρια του Χανς.
«Πάβελ; Ανάθεμα!Συγγνώμη....εγώ δεν σε κατάλαβα...έχουν γίνει πολλά, τόσα πολλά που δεν βρίσκω πια το κουράγιο να τα εξιστορήσω»
Αγκαλιάστηκαν. Επιτέλους ένα γνωστό πρόσωπο έπειτα από μήνες περιπλάνησης, έπειτα από μικροκλοπές για φαγητό ή ψάξιμο πτωμάτων για τυχόν ξεχασμένα και χαλασμένα πλέον εδέσματα. Σε εκείνη τη συνάντηση, είχαν και οι δύο αλλάξει. Οι γενιές εκείνης της εποχής αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν γρήγορα, να προσπεράσουν την αθώα παιδικότητα, το γλυκό ξέσπασμα της εφηβείας και να συμφιλιωθούν με την βία και τον καθημερινό θάνατο. Δεν σκορπούσαν λουλούδια, αλλά χειροβομβίδες, τα δάκρυα στα μάτια ήταν πάντοτε λύπης.
«Μη ζητάς συγγνώμη. Το θεωρώ θεϊκό σημάδι το γεγονός πως ζεις. Τι συνέβη; Πού βρισκόσουν;»
«Στο Άουσβιτς. Το πώς απέδρασα, είναι τεράστια ιστορία και προτιμώ να μην την σκέφτομαι. Ακόμη ακούω τα σκυλιά τα λυσσασμένα των Ναζί σαν με γύρευαν μέσα στο δάσος, ακόμη τους βλέπω σαν διαβόλους να ψάχνουν με μίσος έναν καημένο και τραυματισμένο άνθρωπο. Γι' αυτό και εγώ θα τους καθαρίσω, θα τους δω να σέρνονται και να σπαρταράνε και θα γελώ δυνατά» έκανε μία παύση «Έσπασα με το κορμί μου ένα τζάμι, φαίνεται νομίζω από το πρόσωπό μου»
«Πω πω λυπάμαι. Είμαι μαζί σου να ξέρεις σε όλα. Ζω με τον παιδικό φίλο του αδερφού μου, εξίσου δραπέτη του Άουσβιτς. Μου ζήτησε να τον ακολουθήσω σε κάποιον χώρο, μάλλον πρόκειται για αντιστασιακή οργάνωση. Αν είσαι μόνος σου και φυσικά το επιθυμείς, ακολούθησέ με. Θα μιλήσουμε μαζί του και ελπίζω πως θα σε δεχτεί»
Ο Χανς έμεινε να το σκέφτεται. Από την μία επιθυμούσε σαν τρελός να πάρει την εκδίκησή του, μα από την άλλη φοβόταν τη συνεργασία του με άλλους. Σε κανέναν δεν είχε εμπιστοσύνη, όλοι τους ήταν έτοιμοι να προδώσουν έναν Εβραίο στους φασίστες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εύνοια του εχθρού. Ακόμη και δραπέτες δεν λυπήθηκαν και ας τους εξήγησαν τι πέρασαν. Αυτός ήταν ο κόσμος και ο Χανς πλέον θα κινούνταν μέσα του με τρόπο διαφορετικό.
«Δεν θα πεις σε κανέναν πως είμαι Εβραίος» του είπε.
«Ούτε για Πολωνός περνιέσαι. Η προφορά σου θα σε προδώσει. Θα το σκεφτώ. Ίσως πω πως είσαι γνωστός μου από την Τσεχοσλοβακία που ήρθες κάποτε εδώ για να γλιτώσεις, μέχρι που σε βρήκε το κακό. Όπως και να έχει, χαίρομαι που είσαι ζωντανός»
«Μονάχα εγώ. Οι υπόλοιποι είτε αγνοούνται, είτε δεν υπάρχουν πια»
Με την παράδοση της φρουράς της Βαρσοβίας, πίσω στο 1939, αρκετοί αξιωματικοί κατόρθωσαν να γλιτώσουν και να αναμειχθούν με τον κόσμο περιμένοντας ίσως την κατάλληλη στιγμή της δράσης. Ο Πάβελ του εξηγούσε πως ένας από αυτούς, ο Στέφαν Ροβέσκι έλαβε διαταγές να ενώσει όλα τα κομμάτια της πολωνικής αντίστασης, η οποία αποτέλεσε τον Στρατό της Πατρίδας, με τα αρχικά ΑΚ στα πολωνικά και με τους Πολωνούς να αναφέρονται σε αυτήν ως Συνομωσία. Στα πολωνικά, αυτή η λέξη είχε την σημασία της μυστικής, πατριωτικής προετοιμασίας για επανάσταση απέναντι στην ξένη κατοχή. Ο Στέφαν Ροβέσκι είχε εντρυφήσει αρκετά σε όλο αυτό. Κανείς δεν γνώριζε το αληθινό του όνομα σχεδόν, καθώς κυκλοφορούσε και δρούσε με το ψευδώνυμο Γκροτ. Ένα από τα πολλά του.
«Για καιρό, η Ανατολική Πολωνία αποτελούσε ορμητήριο των ανταρτών. Έκαναν πολύ συχνά σαμποτάζ στα τρένα του ανεφοδιασμού της Βέρμαχτ προς το ανατολικό μέτωπο. Ελπίζω στο μέλλον να σταματήσουμε και τρένα με ανθρώπους»
Ο Πάβελ, φρόντισε να του εξασφαλίσει έναν πιο αξιοπρεπή ρουχισμό, ενώ το επόμενο βήμα ήταν να πείσουν τον Ράμον να δεχτεί. Καθώς δεν είχε φτάσει η ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας, εκείνος βρισκόταν στην αυλή, όταν είδε τον Χανς και στένεψε τα μάτια.
«Καλησπέρα» είπε αρχικά και κατόπιν στράφηκε στον Πάβελ «Ο ... Κύριος;»ρώτησε καχύποπτα.
«Ο κύριος ονομάζεται Χανς και είναι ένας πρώην Τσεχοσλοβάκος γείτονάς μου από το Μακόβ» ξεκίνησε.
Ο Ράμον μιας που ήταν φίλος του Άντριου, είχε κάπου εκεί κοντά προσέξει την οικογένεια της Χέλγκα. Το βλέμμα του ζάρωσε περισσότερο και κοίταξε τον μικρό με εκνευρισμό.
«Πού τα πουλάς αυτά και ποιος τα αγοράζει; Ο νεαρός ανήκε σε μία εβραϊκή οικογένεια νομίζω. Αμυδρά τον θυμάμαι μαζί με μία καλλονή με εβένινα μαλλιά. Άκου εκεί Τσεχοσλοβάκος!» τον μάλωσε και στράφηκε στον Χανς «Είσαι ρίσκο και φυσικά ο λόγος που είμαι σχετικά χαλαρός, είναι ο Άντριου. Έμοιαζε να σας αγαπά πολύ, μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια»
«Όλοι ωστόσο αποτελούν παρελθόν. Σε γκέτο, σε στρατόπεδα, σε φορτηγά αερίων, καμία σημασία δεν έχει. Έμαθα πως και εσύ απέδρασες από το Άουσβιτς»
«Ήταν θεότρελο το σχέδιο. Συμμετείχαν ακόμη δύο και ένας Ρώσος. Το κερασάκι το έβαλε ένας Γερμανός με παράξενα μάτια που παρίστανε τον ανήξερο και μας βοήθησε να φύγουμε. Ήταν ένα σχέδιο που με έφερε ένα βήμα πριν από τον θάνατο. Από τότε κοιτάζω να περάσω τον χρόνο μου ευχάριστα, βγάζοντας φασίστες από τη μέση. Μία από τις πιο υπέροχες βραδιές, ήταν η Επιχείρηση Οπλαποθήκη. Φυσικά, ο Πάβελ από εδώ δεν γνωρίζει το παραμικρό, ωστόσο μιας που είχα σκοπό σήμερα να του συστήσω ορισμένους, ας ακούσει και εκείνος. Κατορθώσαμε να απελευθερώσουμε όλους τους κρατούμενους από τις Γκρίζες Τάξεις, που ανήκαν στην αντίσταση. Τέσσερις σιχαμένοι χάθηκαν και μερικοί δικοί μας. Ένας από τους κρατούμενους που ξεψύχησε, μας έδωσε τα ονόματα των Ες-Ες ανακριτών του. Οι μπάσταρδοι αποδήμησαν με προορισμό την Κόλαση. Το κακό είναι πως για κάθε γερμανική εκτέλεση, έχουμε την τετραπλάσια σε αμάχους. Ο δικός μας όμως, ο Γκροτ, δεν πτοείται με τίποτε. Αυτές τις μέρες ξεσηκώθηκαν και οι δικοί σου, οι Εβραίοι του γκέτο. Τα αποτελέσματα κρίθηκαν τραγικά» τελείωσε.
«Ήταν καιρός τους. Να δείξουν σε αυτούς τους κανίβαλους, πως αν και Εβραίοι θα πεθάνουν πολεμώντας, ακόμη και αν απέτυχαν» απάντησε ο Χανς.
«Και εμείς πολεμώντας θα πεθάνουμε. Είσαι μαζί μας;» τον ρώτησε.
Τα φρύδια του Χανς έσμιξαν. Το επόμενο βήμα μάλλον, θα ήταν να δηλώσει την υποταγή του στις Γκρίζες Τάξεις με έναν όρκο. Πως θα διαφύλασσε τα μυστικά τους και πως δεν θα δίσταζε ακόμη και να θυσιάσει τη ζωή του. Τα συναισθήματα είχαν αποδημήσει. Επιτέλους θα γινόταν θύτης από θύμα, επιτέλους θα έβλεπε τα γερμανικά κορμιά να σωριάζονται άψυχα, δίχως να νιώθει οίκτο. Η Γερμανία εξάλλου τον απέρριψε, εκτός από τον αδερφό του τον Όττο. Σε εκείνον, δεν είχαν φτάσει ακόμη τα νέα της διάσωσης του Άλεξ. Ένας φυγάς ήταν καιρό τώρα, μήνες τώρα. Του έλειπε, μα ακόμη και η αλλοτινή ζωή του της κανονικότητας, του είχε κουνήσει το μαντήλι της εξαφάνισης.
΄΄Κάποτε θα παίξουμε ξανά μαζί και ας έχουμε μεγαλώσει. Μας έκλεψαν τα χρόνια, μείναμε κάπου γύρω στα τέσσερα και έπειτα όλα κύλησαν διαφορετικά. Όμως εγώ θα παίξω μαζί σου κρυφτό και κυνηγητό και μπουγέλο, τα όμορφα καλοκαίρια που θα έρθουν. Θα βγάλουμε φωτογραφίες και θα έχουμε ξανά εκείνη την παιδική γκριμάτσα. Ίσως το φόντο αλλάξει, μα εμείς θα είμαστε στο ΄΄κάπου΄΄ μαζί΄΄
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro