Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Σταματήστε να χορεύετε, ο πόλεμος δεν τελείωσε/part 1 (μέρος Γ')

Ελλάδα, Κεφαλονιά, 1943

Σουρούπωνε ξανά και εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα, βρήκε τον Γρηγόρη να βαδίζει ολομόναχος στη Σκάλα, κοντά στα μοσχοβολιστά περιβόλια της περιοχής του. Ο Μαρτσέλο, από τότε που είχε έρθει στο νησί, σπάνια κυκλοφορούσε. Έμοιαζε αμήχανος, όσο αμήχανος ήταν ορισμένες φορές και ο Πέτρος απέναντί του. Η υπόλοιπη οικογένεια, τον είχε δεχτεί. Ευτυχώς για εκείνους ήταν Ιταλός γιατί αν ανήκε στους Ναζί, με βεβαιότητα το πτώμα του θα βρισκόταν πεταμένο στο κοτέτσι. Στο σπίτι, ζούσαν οι παππούδες του, ο Γρηγόρης, η Λευκή, ο Ναγής. Η Μάρα και ο Φώτης, οι γονείς του, έμεναν σε ένα σπιτάκι ξεχωριστό, στο ίδιο οικόπεδο. Ο Πειραιάς, αποτελούσε μακρινή ανάμνηση πλέον. Καθώς με τον Ναγή περνούσαν πολλές ώρες, εκείνο το σούρουπο, έχοντας περιπλανηθεί στις ανθισμένες νεραντζιές με το μεθυστικό άρωμα, κατέληξε στο καφενείο. Εκεί ακριβώς, καθόταν και ο Παναγιώτης, ένα γειτονόπουλο, προκειμένου να ξαποστάσει λίγο, κάνοντας διάλειμμα από τη δουλειά του στο παραδοσιακό μαγαζί.

Σαν είδε τον Γρηγόρη, τον χαιρέτησε χαρωπά, όσο χαρωπά φυσικά του επέτρεπαν οι καιροί.

«Πώς είσαι;» τον ρώτησε γνωρίζοντας για τον χαμό του μικρού του αδερφού.

«Υπάρχουν στιγμές που επιθυμώ να ουρλιάξω. Αυτό που με πικραίνει ακόμη περισσότερο, είναι η κατάληξη του κορμιού του μακριά από εδώ. Ο Πέτρος το πήρε πολύ βαριά, ήταν κοντά οι δυο τους. Όχι δηλαδή πως δεν ήμασταν και εμείς, καταλαβαίνεις...»

«Απόλυτα»

«Παναγιώτη, υπάρχει μία συννεφιά στο βλέμμα σου, από χιλιόμετρα φαίνεται. Τι είναι εκείνο που σε απασχολεί;» τον ρώτησε ευθέως ο Γρηγόρης.

«Λοιπόν, γνωρίζω πως φιλοξενείς έναν Ιταλό στο σπίτι σου, τον έχω δει κιόλας μερικές φορές» έκανε την αρχή.

«Τον Μαρτσέλο, ναι» διέκοψε ο Γρηγόρης.

«Γνωρίζεις ποιος είναι;»

«Δεν καταλαβαίνω. Ποιος να είναι δηλαδή;»

«Είναι γιος Συνταγματάρχη, διοικητή μίας περιοχής εδώ στα νότια, κοντά στο χωριό Μαυράτα. Το επώνυμο Μπάιο, σου λέει κάτι;»

«Ναι. Μου λέει» παραδέχτηκε ο Γρηγόρης.

«Είναι ο πατέρας του» ψιθύρισε ο Παναγιώτης.

«Και γιατί δεν τον έχει συναντήσει ως τώρα;» ρώτησε ξανά ο Γρηγόρης.

«Θα σου πω εγώ. Αυτός, φασιστοφέρνει και οι Ιταλοί τώρα, ετοιμάζουν επίθεση εναντίων των Γερμανών. Τα σπάσανε. Ο φιλαράκος σου μάλλον, είτε κρύβεται, είτε δεν συμφωνεί με τον πατέρα και δεν επιθυμεί να τον συναντήσει. Γενικά πρόσεχε. Όσες πληροφορίες σου έδωσα, ήταν εμπιστευτικές»

«Τι ψιθυρίζετε εκεί πέρα τόσες ώρες;» ακούστηκε η φωνή του πειράγματος εκ μέρους του Ναγή.

«Τίποτε παππού» ήρθε η απάντηση του Γρηγόρη, ο οποίος αποχαιρέτησε τον γείτονα και πλησίασε τους υπόλοιπους ηλικιωμένους.

Πίσω στο σπίτι, ο Μαρτσέλο είχε ξεστρατίσει για πρώτη φορά, λίγο πιο μακριά. Κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να φανεί γενναίος, ακόμη και όταν πίσω στα βουνά, οι Έλληνες φαντάροι τον κυνηγούσαν με όλη τη σπίθα και την ορμή του ήρωα. Οι εντολές ωστόσο, ήταν εντολές. Αν δεν πολεμούσε, δεν θα ήταν άνδρας. Θα ντρόπιαζε την οικογένεια, το όνομα του πατέρα του. Εκείνος ωστόσο φοβόταν. Είχε μεγαλώσει σαν τον ένα και μοναδικό γιό , από τον οποίο ο πατέρας είχε απαιτήσεις. Παρά το γεγονός πως υπήρχαν ακόμη δύο μικρότερες αδερφές, η καρδιά της μητέρας του έχανε πάντοτε έναν επιπλέον χτύπο για εκείνον. Ήταν πάντοτε τρυφερή μαζί του, ο Μαρτσέλο πάντοτε έστεκε στο πλευρό της και τη βοηθούσε, ακόμη και με το μεγάλωμα των δύο μικρότερων κοριτσιών. Ήταν ένα όμορφο αγόρι, ψηλό, με μάτια μελένια και καστανόξανθες μπούκλες. Πάντοτε ήταν ντροπαλός και ήσυχος, μα θα έλεγε κανείς πως αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά αντιπαθούσε ο πατέρας του, ο Εμανουέλε Μπάιο. Δεν ήταν βίαιος, μα διέθετε μία αποκρουστική αυταρχικότητα, κυρίως απέναντι στον γιο του. Τον έσυρε στον πόλεμο και φυσικά, είχε δώσει την διαταγή να τοποθετηθεί και σε εκείνον, το επονείδιστο σημείωμα που είχε ανακαλύψει ο Γρηγόρης. Πως αν υποχωρούσε, θα τουφεκιζόταν.

Ευτυχώς, κατέληξε στα χέρια του νεαρού Έλληνα, με τελικό του προορισμό την Κεφαλονιά. Σαν θυμήθηκε όμως πως ο πατέρας του βρισκόταν εκεί, σπάνια απομακρυνόταν από το σπίτι. Τελευταία ωστόσο, προσπαθούσε να ανακτήσει το κουράγιο και να αντισταθεί. Να πολεμήσει τον φασισμό που τόσο μισούσε. Η ευκαιρία έμοιαζε ιδανική και το ελαφρύ αεράκι που παράσερνε τις ανοιχτόχρωμες μπούκλες του, δημιουργούσε μία κρυφή ευφορία στην ψυχή του και μία ελπίδα για γυρισμό στο σπίτι. Η καρέκλα του, με βεβαιότητα θα ήταν άδεια και τα αγαπημένα του λαζάνια, θα έμεναν να τον θυμίζουν στην μητέρα και τις αδερφές του. Πόσο πολύ του είχε λείψει το χαμόγελό της; Η μυρωδάτη της αγκαλιά που σαν τον έκρυβε, ευθύς σήκωνε από τις πλάτες του κάθε πόνο και καημό. Η μάνα. Αυτή η τόσο πολύτιμη λέξη, στην ψυχή κάθε παιδιού, στην δική του ψυχή επίσης. Καθώς στεκόταν ολομόναχος, ατενίζοντας έναν κυανό ορίζοντα ουρανού και θάλασσας, άκουσε ένα ύποπτο θρόισμα. Κάθε θόρυβος, του προκαλούσε νευρικότητα. Τη στιγμή που έστρεφε το κεφάλι του προς τα πίσω, παρατήρησε έναν θάμνο να σείεται και μέσα του μία σκιά. Δίχως να το σκεφτεί, όρμησε μπροστά, μονάχα για να βρεθεί επάνω σε ένα κορίτσι. Ήταν η αδερφή του Παναγιώτη, η Ροδάνθη, μόλις δεκαεννέα χρονών.

Γρυλίζοντας, ο Μαρτσέλο σηκώθηκε. Για ακόμη μία φορά είχε ρεζιλευτεί. Το ηλιοκαμένο πρόσωπό του άρπαξε φωτιά εξαιτίας της ντροπής.

«Δεν είναι ανάγκη να ντρέπεσαι» χαμογέλασε η νεαρή κοπέλα, που μήνες τώρα χάζευε τον Μαρτσέλο από μακριά ή τον είχε χαιρετήσει μερικές φορές, κάτω από την αυστηρή επίβλεψη της μητέρας της.

«non capisco» (δεν καταλαβαίνω)

«Μη φοβάσαι» προσπάθησε να εξηγήσει εκείνη σε ελάχιστα αγγλικά, τα οποία κατάλαβε καλύτερα ο νεαρός. Η Ροδάνθη τον κοίταξε για λίγο «Είσαι πολύ όμορφος» του είπε, δείχνοντας ταυτόχρονα με νοήματα, ενισχύοντας έτσι την κατανόηση. Ο Μαρτσέλο κοκκίνισε περισσότερο.

«Και εσύ...» ψιθύρισε «Bella»

Η στιγμή διακόπηκε εξαιτίας των φωνών της μητέρας της που την καλούσε, μα και την εμφάνιση του Γρηγόρη.

«Α, εδώ είσαι! Ξαφνιάστηκα που δεν σε βρήκα σπίτι» από τα αγγλικά του Γρηγόρη, ο Μαρτσέλο έπιανε περίπου το νόημα «Πρέπει να μιλήσουμε» του είπε τώρα πιο σοβαρά και εκείνος ένευσε θετικά «Μην ανησυχείς, δεν είναι ανάκριση, ωστόσο, θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Ο πατέρας σου, είναι ο Μπάιο;» ρώτησε ο Γρηγόρης και τον είδε να ταράζεται.

«Πώς το ξέρεις; Εγώ...»

«Μα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Απλώς ήθελα να γνωρίζω» τον πρόλαβε ο Γρηγόρης.

«Άκου, έχω πάρει απόφαση να αντισταθώ στους Ναζί. Μπορεί να με φοβίζουν, να μην θέλω να έχω καμία σχέση με Γερμανό γενικότερα, όμως δεν μπορώ να κρύβομαι σαν γυναικούλα στο σπίτι σου. Μαζί με τους στρατιώτες μας, μόλις λάβω εντολή, θα πολεμήσω»

Πράγματι, η περιοχή Μαυράτα γύρω στις οκτώ και μισή, θα φιλοξενούσε ένα πολεμικό συμβούλιο, υπό κλίμα άκρας νευρικότητας. Ο Ιταλός Συνταγματάρχης Cessari, συζητούσε χαμηλόφωνα με τον αντισυνταγματάρχη Darra, συνοδεύοντας τις λέξεις τους με μαυροδάφνη. Δεν έλειπε και ο υπολοχαγός Fatigati μα αυτή τη φορά, παρών ήταν και ο Μαρτσέλο. Ήταν αποφασισμένος να πάει κόντρα στον πατέρα του, υποστηρίζοντας για μία φορά ανοιχτά, τα δικά του θέλω. Έπειτα από αρκετές συζητήσεις, φτάνοντας πλέον σχεδόν περασμένα μεσάνυχτα, αποφασίστηκε η επίθεση στο οχυρό της Μούντας την επομένη. Άπαντες χαιρετώντας στρατιωτικά, αποχώρησαν επιστρέφοντας στις βάσεις τους.

Πανσέληνο δεν είχε εκείνο το βράδυ, μα ο Κεφαλλονίτικος ουρανός, είχε αποζημιώσει τον νεαρό Μαρτσέλο, αποκαλύπτοντάς του όλα τα άστρα, μακρινά και κοντινά. Έκανε ψύχρα αρκετή, σκοτάδι κυριαρχούσε και τα περισσότερα σπίτια ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι. Μονάχα η λεπτή, φωτεινή, ουράνια φέτα της Σελήνης, είχε απομείνει να κρέμεται μοναχικά, ρίχνοντας ένα φως ασθενικό, παρηγορώντας τον νεαρό και συνοδεύοντας ακόμη και τα τελευταία εν ζωή βήματά του. Το αύριο σαν ερχόταν, ήταν άγνωστο. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε και τα μάτια του, στην ανάμνηση της οικογένειάς του θόλωναν εξαιτίας της στεναχώριας. Η καημένη η μητέρα του. Θα έχανε τον γιο της για πάντα. Ας ήταν όμως. Θα έφευγε σαν ήρωας, σαν τον άνδρα που επιθυμούσε να είναι.

Τα μοσχοβολιστά δένδρα και η θαλασσινή αλμύρα, τον συνόδευαν σε κάθε του βήμα. Ήταν τότε, που συνάντησε ξανά, για δεύτερη συνεχόμενη φορά, τη Ροδάνθη. Τα όμορφα μαλλιά της ανέμιζαν, σαν στεκόταν στο ορθάνοιχτο παραθύρι της. Εκείνη τον πρόσεξε και τον χαιρέτησε. Μέσα στο σκοτάδι της ξάστερης βραδιάς, ο Μαρτσέλο αποτελούσε για εκείνη το στολίδι που έλειπε. Της άρεσε πολύ, μήνες τώρα η παρουσία του ταλάνιζε το μυαλό της. Κανένας άλλος νεαρός δεν την είχε παιδέψει τόσο σαν σκέψη, όσο αυτός ο γλυκός και ντροπαλός Ιταλός. Με τρόπο, πήδηξε από το παράθυρο όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, ώστε να μην την ακούσει ο αδερφός της. Το αεράκι του φθινοπώρου έκανε το δέρμα της να ανατριχιάσει. Τον συνάντησε στη μάντρα του περιβολιού τους.

«Δεν κρυώνεις;» την ρώτησε γεμάτος έγνοια, τρίβοντας τρυφερά τα δυο της μπράτσα.

«Λιγάκι, μα θέλω να σε δω» του απάντησε.

Λίγα κατάλαβε, μα  το χαμόγελό της του ήταν αρκετό. Πρώτη φορά, η γλωσσική άγνοια τον έθλιβε. Ήθελε να της πει τόσα πολλά, μα δεν μπορούσε, ήταν μάταιο. Εκείνη, δίνοντας ώθηση στα λεπτοκαμωμένα της πόδια, ανέβηκε λίγο πιο ψηλά, για να μπορεί να τον φτάνει καλύτερα. Εκείνος, έτσι και αλλιώς ήταν ψηλός. Τα δάχτυλά της αργά, μπλέχτηκαν στις ανάλαφρες, καστανόξανθες μπούκλες του. Εκείνος αφέθηκε με μάτια κλειστά να απολαμβάνει το χάδι της, μέχρι που το χέρι του, τρυφερά κράτησε το δικό της. Έμειναν έτσι, να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, ώσπου ο Μαρτσέλο έγειρε μπροστά. Η Ροδάνθη, ένιωσε τα τρυφερά του χείλη να την αγγίζουν, ελαφρώς αδέξια. Το χέρι του χάιδεψε το πρόσωπό της. Οι καρδιές τους συντονίστηκαν για λίγο, ώσπου χωρίστηκαν ξανά, λίγο απότομα. Ήξεραν καλά πως η ώρα ήταν περασμένη και ο νεαρός έπρεπε να φύγει καθώς δεν επιθυμούσε να τη φέρει σε δύσκολη θέση.

«Ανησυχώ για εσένα. Θέλω να προσέχεις. Θα σε ξαναδώ αύριο;» τον ρώτησε με εμφανή λαχτάρα.

Την τελευταία ερώτηση την κατάλαβε. Το αύριο όμως ήταν αβέβαιο. Δεν θα την έβλεπε, προηγούνταν άλλα και το γνώριζε.

«Όχι, λυπάμαι» κούνησε αρνητικά το κεφάλι και την είδε να μαραζώνει. Τα χέρια της αναζήτησαν τα δικά του μία τελευταία φορά. Έπειτα, το σκοτάδι κατάπιε τη φιγούρα της που χάθηκε στο σκοτεινό της σπίτι.




Για να μην είναι τεράστια η αναμονη σας έδωσα εκείνο το κομμάτι που είχα σκεφτεί. Λογικά η συνέχεια μετά το Πάσχα! Να είστε καλά!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro