
Στα Γραφεία της NKVD / part 5
Μπάλντερ
Το κορμί του πονούσε ολόκληρο καθώς βρισκόταν κουλουριασμένος στο κελί του, νιώθοντας πιο μόνος από ποτέ. Δεν θα τον πείραζε να είχε αφεθεί να πεθάνει στην ουκρανική στέπα, όπως παραλίγο να του συμβεί την τελευταία φορά. Τουλάχιστον αυτή η βαριά μοίρα δεν θα ήταν ατιμωτική, όσο ήταν η αιχμαλωσία στην ίδια του την πατρίδα ως προδότης και δειλός. Τα κυανά του μάτια κοίταξαν το ψυχρό πάτωμα του κελιού με παράπονο. Σχεδόν γυάλιζαν στο μισοσκόταδο από απελπισία και απόγνωση. Για ποιον να πολεμούσε; Ποιος του το αναγνώριζε, όταν από στιγμή σε στιγμή, εξαιτίας ίσως κάποιου λάθους, όχι απαραίτητα δικού του, θα μπορούσε να βρεθεί εκτεθειμένη στον κίνδυνο η οικογένειά του; Στα δεξιά του, υπήρχε ένα στενόμακρο παράθυρο από όπου εισερχόταν ελάχιστο φως, αρρωστημένο και αδύναμο από μία σελήνη που πάλευε να επικρατήσει έναντι των παγωμένων σύννεφων που συγκεντρώνονταν απειλητικά, απελευθερώνοντας τις πρώτες, θανατηφόρες χιονονιφάδες.
Μπορεί εκείνος να μην θυμόταν, μα ο Ιωσήφ σίγουρα είχε μέσα στο μυαλό του, την καθαρή εικόνα ενός πανικού που επικράτησε στην ρωσική πρωτεύουσα, περίπου έναν μήνα πριν, γύρω στις δεκαέξι Οκτωβρίου. Τη στιγμή που ξένοι διπλωμάτες και δημοσιογράφοι αναχωρούσαν, η πόλη κυριευόταν από πανικό που εξαπλωνόταν ολόγυρα σαν την πανούκλα. Η έννομη τάξη είχε αιφνιδίως καταλυθεί, οι λεηλασίες μαγαζιών και περιουσιών είχαν ξεκινήσει και μία γενική ανυπακοή, σαν ενδόμυχος θυμός και ανάγκη εξέγερσης εναντίον του καθεστώτος, επικρατούσε παντού. Οι Μοσχοβίτες ήταν σχεδόν βέβαιοι πως η πόλη θα έπεφτε στα χέρια των Γερμανών. Η εφημερίδα της σοβιετικής κυβέρνησης Izvestia, είχε γράψει πως μία απειλή πλανιόταν πάνω από τη Μόσχα. Κατόπιν εντολών της κυβέρνησης, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι είχαν ξεκινήσει να αποχωρούν. Αυτό ήταν κάτι που ο Αλεξέι γνώριζε καλά από τον πατέρα του και από τότε η θύμηση αυτών των γεγονότων τον εξόργιζε. Μέχρι και σήμερα, όπως είχε παρατηρήσει το πρωί, αυτοκίνητα και φορτηγά εγκατέλειπαν την πόλη, αν και σε μικρότερο βαθμό από την ημέρα εκείνη της 16ης Οκτωβρίου. Τότε, άπαντες κινούνταν με ταχύτητα, σαν χαμένοι, με τα αυτοκίνητά τους κατάφορτα με τα προσωπικά τους αντικείμενα, ενώ άλλοι φώναζαν πως είχαν δει Γερμανούς να σουλατσάρουν ανενόχλητοι στην πόλη.
Στον σιδηροδρομικό σταθμό, επικρατούσε εξίσου η πρότερη εικόνα πανικού και αταξίας με χιλιάδες βαλίτσες, λάμπες, ρούχα και τσάντες, ακόμη και πιάνα να φορτώνονται εσπευσμένα στα βαγόνια. Άπαντες απαιτούσαν να τους διατεθούν περισσότερα βαγόνια, προκειμένου να εγκαταλείψουν γοργότερα την πόλη. Στους δρόμους δε, που οδηγούσαν προς ανατολάς, ουδείς υπήρχε στη θέση κάποιου υπεύθυνου προς διατήρηση της τάξης. Αρκετοί από τους οδηγούς έπεφταν θύμα ληστείας, καθώς τους σταματούσαν ακόμη και στην μέση της εθνικής οδού και τους τραβούσαν με το ζόρι έξω από τα οχήματά τους, χτυπώντας τους και αρπάζοντας τα προσωπικά τους αντικείμενα. Σχεδόν παντού, οι συνήθεις κανόνες δεν εφαρμόζονταν, οι φυσιολογικές υπηρεσίες δεν θεωρούνταν πια δεδομένες, όλοι οι κινηματογράφοι είχαν κλείσει ξαφνικά, δήθεν για ανακαίνιση, τα τραμ δεν σταματούσαν στις στάσεις και το μετρό είχε ακινητοποιηθεί. Φυσικά ο Άλεξ δεν βρισκόταν στην πρωτεύουσα τότε, ωστόσο είχε ακούσει τις μαρτυρίες του πατέρα του ο οποίος είχε ενημερωθεί για πολλά από τα περιστατικά. Ως και η κρατική τράπεζα ήταν ορθάνοιχτη την ημέρα εκείνη και υπήρχαν χρήματα σκορπισμένα στο πάτωμα.
Στο σήμερα, υπήρχαν ακόμη κτήρια της ΝKVD που φλέγονταν. Κατά το χλωμό ξημέρωμα, μπορούσε να διακρίνει μέσα από το κελί του, μαύρους καπνούς να ανηφορίζουν προς το ανταριασμένο, ουράνιο στερέωμα. Εκείνος είχε θέα την πλατεία Λουμπιάνκα, γύρω από την οποία, μαύρο χιόνι δέσποζε από τα αποκαΐδια των χαρτιών που ολονυχτίς καίγονταν. Βήματα βαριά ακούστηκαν και οι χθεσινοί βασανιστές του, επιτέλους τον απελευθέρωσαν σπρώχνοντάς τον σαν να ήταν ζώο, σαν να μην είχε καμία απολύτως αξία. Βαδίζοντας σιωπηλός στους διαδρόμους και ακούγοντας κραυγές από μία αθέατη αίθουσα, βγήκε ξανά στην παγωμένη Μόσχα που πλέον, εδώ και μερικούς μήνες είχε αλλάξει. Η αποστολή του, του είχε γνωστοποιηθεί ήδη από την προηγούμενη μέρα. Θα τερμάτιζε τη ζωή συντρόφων του, που θα είχαν τις ίδιες με εκείνον απόψεις. Που θα δυσανασχετούσαν μπρος στη θέα του πολέμου, που θα αρνούνταν να σηκώσουν όπλο σκοτώνοντας και εισερχόμενοι σε ένα παιχνίδι θανάτου. Ο μαύρος καπνός τώρα, δέσποζε πάνω από το κτήριο της κεντρικής Επιτροπής, ανεμίζοντας ειρωνικά τα απομεινάρια μίας στυγερής δικτατορίας.
Ευτυχώς πλέον οι πλιατσικολόγοι είχαν τεθεί υπό έλεγχο. Κάποτε είχαν φτάσει να λεηλατήσουν μέχρι και το κτήριο της Βρετανικής Πρεσβείας. Τα βήματά του περιείχαν μία εξευγενισμένη νωθρότητα, σαν να μην τον ενδιέφερε τίποτε, ούτε καν το δριμύ ψύχος που περόνιαζε το κορμί του. Η αλήθεια ήταν συνηθισμένος στις χαμηλές θερμοκρασίες. Όπως θα του έλεγε χαριτολογώντας η Ούλια, προσδίδουν εκείνο το νεανικό ρόδισμα στα μάγουλα, κάνοντάς τον να μοιάζει ακόμη πιο όμορφος. Μία μελαγχολική σπίθα έκανε την εμφάνισή της στη ψυχή του. Λογικά άπαντες από την οικογένειά του θα βρίσκονταν στο διαμέρισμα πλέον, μονάχα που εκείνος δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέψει. Αυτή λοιπόν ήταν η ανηλεής διαπραγμάτευση ανάμεσα στον πατέρα του και τα τσιράκια του Στάλιν προκειμένου να την γλιτώσει. Να καταταγεί στις μονάδες ανάσχεσης των προδοτών της πατρίδας. Ποιας πατρίδας; Μισούσε την εικόνα της, μισούσε σχεδόν τα πάντα.
Κοντά στο διαμέρισμά του, κατοικούσε η Βαλέρια με τη μητέρα της. Ήταν απόφοιτη του Ινστιτούτου Ξένων Γλωσσών και θυμόταν ολοκάθαρα τις λεηλασίες των μαγαζιών και την βιασύνη των κατοίκων να ξεφορτωθούν συγγράμματα κομμουνιστικά, καθώς και πορτραίτα των ηγετών του κόμματος, ή των έργων του Μάρξ. Οι κάδοι της γειτονιάς είχαν γεμίσει με προϊόντα του σταλινικού καθεστώτος. Αρκετοί το έκαναν αυτό καθώς είχαν φοβηθεί την γερμανική εισβολή ενώ άλλοι το είχαν θεωρήσει μία πολύ καλή ευκαιρία έμμεσης εκδίκησης. Εξάλλου, αρκετά πια είχαν υποφέρει από την πείνα και τον φόβο. Η Βαλέρια λοιπόν, ήταν από εκείνες τις γυναίκες που είχαν συμμετάσχει ενεργά, ανοίγοντας χαρακώματα στα περίχωρα της Μόσχας. Στο κέντρο της πόλης, εκείνη και η μητέρα της έμεναν μαζί με άλλους δώδεκα ανθρώπους. Καθώς βάδιζε σκεφτικός, ένιωσε έναν αέρα που μέσα του μετέφερε μία μυρωδιά γνώριμη. Τα κυανά μάτια του, αντάμωσαν τα καστανά της κοπέλας και για πρώτη φορά, έστω και αχνά έλαμψαν από πρόσκαιρη χαρά.
«Αλεξέι!» τσίριξε εκείνη και πέφτοντας στην αγκαλιά του τον κράτησε σφιχτά επάνω της. Εκείνος ανταπέδωσε τη θερμή αγκαλιά, παρατηρώντας το βλέμμα της, να κινείται με άκρα ανησυχία στα ελαφρώς πρησμένα του χείλη και στις εκδορές που άγαρμπα στόλιζαν το πάλλευκο δέρμα του προσώπου του. «Είσαι καλά;»
Ο νεαρός κατέβασε ξανά το βλέμμα του στη γη. Οι δυο τους ήταν φίλοι από παλιά. Για την ακρίβεια, όσο ο νεαρός βρισκόταν στη Μόσχα και περίπου τέτοια εποχή, έβγαινε ολομόναχος στους δρόμους παίζοντας λυσσαλέα με το χιόνι. Στην κοπέλα από τότε είχε κάνει εντύπωση και μάλιστα μία χρονιά, ήταν μαζί του και ο Τομ, ξεσηκώνοντας έτσι εκατομμύρια τετράγωνα της απέραντης μεγαλούπολης. Δεν ήταν να απορεί κανείς, που η κοπέλα τότε είχε εγκαταλείψει τη ζεστασιά την υποτυπώδη έστω του διαμερίσματος, βγαίνοντας και εκείνη στους δρόμους και συμμετέχοντας στο παιχνίδι των αγοριών. Από τότε είχαν δέσει σαν παρέα, μονάχα που τώρα, εκείνος ο κοκκινομάλλης νέος είχε δώσει τη θέση του σε έναν καταθλιπτικό άνδρα που μετά βίας έσερνε το βήμα του με κατεύθυνση το άγνωστο.
«Έχω υπάρξει και πολύ καλύτερα Βαλ» απάντησε εκείνος δίχως την παραμικρή υποκρισία.
«Το βλέπω. Σχεδόν τρόμαξα να σε γνωρίσω» αποκρίθηκε η κοπέλα.
«Λογικό. Άμα κοιταχτώ και εγώ στον καθρέπτη αμφιβάλλω αν θα με αναγνωρίσω» πρόφερε με την πίκρα να ανεβαίνει στο λαρύγγι του και να τον πνίγει σαν φαρμάκι.
«Ήσουν στο μέτωπο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε εκείνη.
«Ήμουν παντού. Λίγο στο μέτωπο, λίγο κρατούμενος του Άουσβιτς, λίγο στις ουκρανικές στέπες ετοιμοθάνατος και λίγο στα κελιά της NKVD» γρύλισε και την είδε να σαστίζει «Γενικά εδώ και μερικούς μήνες, απορώ πως δεν έχω πεθάνει από το ξύλο που έχω φάει και τους τραυματισμούς» τελείωσε
«Σε νιώθω...Εδώ κάποιοι γείτονες είχαν κρεμάσει λευκές σημαίες στα παράθυρα. Ένιωθαν καλύτερα και μόνο στην ιδέα της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς»
«Πλάνη είναι και αυτό. Εγώ θα ήμουν ευχαριστημένος αν απλώς είχα την υποστήριξη των δικών μου ηγετών που δεν δίνουν δεκάρα. Στο δηλώνω έτσι ανοιχτά και ας με καταγγείλεις» της είπε και εκείνη ακούμπησε στοργικά το χέρι της στον ώμο του.
«Τι είναι αυτά που λες; Δεν έχουμε όλοι σαθρή ψυχή. Ακόμη και στην δική μου πολυκατοικία μία Εβραία γειτόνισσα πέρασε δύσκολες ώρες. Γενικά δεν την χώνευαν ιδιαίτερα και βρήκαν την ευκαιρία να την απειλούν πως οι Γερμανοί θα έρθουν και θα την λιώσουν. Όμως, πέραν όλων αυτών, υπάρχουν και εκείνοι που καθημερινά αναχωρούν για το μέτωπο. Κάποια ημέρα θα λευτερωθούμε ίσως από τον ζυγό του Στάλιν, όμως την πατρίδα μας ποιος θα την προφυλάξει;» του έθεσε την ερώτηση.
«Σωστά. Ποιος; Όταν μας στέλνουν δίχως όπλα ας πούμε στο μέτωπο, όταν πυροβολούν αδιακρίτως τους στρατιώτες, όταν κάνουν διαρκείς εκκαθαρίσεις; Στις γραμμές άμυνας ένα πολυβόλο λειτουργούσε μόνο» ψέλλισε με παράπονο.
«Έπρεπε να έβλεπες τα χάλια εδώ. Τα βράδια φοβόσουν να κυκλοφορήσεις εξαιτίας των μέθυσων και των εγκληματιών. Τα μαγαζιά τα είχαν παρατήσει ανοιχτά και ο κόσμος άρπαζε ζάχαρη και τρόφιμα, όπως ψωμί. Ούτε οι στρατιώτες της ΝΚVD δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στην πλατεία, εδώ παρακάτω, τα μεσάνυχτα, τους έβαλαν να γονατίσουν στα τέσσερα και να μείνουν μέσα στο κρύο για έξι ώρες ενώ στο τέλος τους στρίμωξαν σαν τα ζώα στα βαγόνια και τους έστειλαν σε φυλακές. Ήταν τραγικές οι στιγμές και ο Στάλιν απών»
«Πάντοτε απών» μουρμούρισε ο Άλεξ.
«Δεν πειράζει. Ήμασταν εμείς και τα χαρακώματά μας παρόντες» ήρθε η απάντηση της Βαλέρια, όταν ο νεαρός συνειδητοποίησε πως πράγματι η πόλη είχε μετατραπεί σε απόρθητο φρούριο, με χαρακώματα και οδοφράγματα από αγκαθωτά συρματοπλέγματα ωςκαι πεσμένα και κομμένα δέντρα. Στο σπίτι της κοπέλας, στρατιώτες είχαν εγκαταστήσει πολυβόλο. Άπαντες ήταν προετοιμασμένοι για οδομαχίες. Ο Άλεξ θα προτιμούσε, έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες να παραμείνει και να πολεμήσει για την πόλη του. Παρά το γεγονός πως δεν την αγαπούσε όσο το Βορονέζ, είχε παλαιές αναμνήσεις όμορφων στιγμών, αν εξαιρούσες την καταπιεστική εκπαίδευση από τον πατέρα του. «Σκέψου πως εγώ είχα σκαρφαλώσει στη στέγη μας, προκειμένου να εξουδετερώσω μία εμπρηστική βόμβα»
Ο νεαρός πήρε τα χέρια της στα δικά του.
«Αγαπάς αυτή τη χώρα» της είπε στο τέλος.
«Όπως ακριβώς το είπες. Αγαπώ αυτή τη χώρα, όχι τον Στάλιν και όσο μου επιτρέπεται εγώ θα πολεμήσω. Άκουσέ με, να κάνεις το ίδιο όπου η ηθική σου σου το επιτρέπει. Μην περιμένεις να σε σώσουν οι ανώτερες εντολές. Πάρε εσύ την κατάσταση στα χέρια σου. Αν είναι να θυσιαστείς, κάνε το έχοντας ακολουθήσει την καρδιά σου»
Δεν ήταν εύκολο και το γνώριζε. Η δαμόκλειος σπάθη κρεμόταν πάνω από τον λαιμό της οικογένειάς του. Στο μυαλό του ήρθε ο Όττο. Εκείνος θυσίασε την ηθική που του είχαν επιβάλει οι ναζί. Ίσως όμως και να του ήταν ευκολότερο αν σκεφτόταν κανείς πως δεν είχε τίποτε να χάσει. Αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλό της, έτρεξε μακριά με προορισμό τον σιδηρόδρομο που θα τον οδηγούσε στο μέτωπο. Από το βάθος τα γερμανικά αεροπλάνα βούιζαν σαν κοράκια του θανάτου. Αυτόν σκορπούσαν εξάλλου παντού.
----------------
Στο σπίτι το απομονωμένο της Ματριόσκα ωστόσο, τα πράγματα κυλούσαν μετά πολλών εμποδίων. Ο Ντίμα είχε πεισματικά κατασκηνώσει έξω από την καλύβα αναμένοντας την έξοδο ενός Μπάλντερ τραυματισμένου άσχημα, ο οποίος είχε για δεύτερη φορά δεχτεί τη φροντίδα των ραμμάτων του.
« Ακόμη έξω είναι αυτός;» ρώτησε η Ιρίνα, η μητέρα της Μιραμπέλα που λεπτό δεν είχε πάψει να κοιτάζει το κενό.
«Εδώ είναι μέσα ακόμη αυτός εδώ. Ο έξω σε ενόχλησε;» έσκουξε η Ματριόσκα στη θέα ενός Μπάλντερ που είχε σχεδόν μπίξει το πρόσωπό του στο παράθυρο.
«Ως εδώ!» βροντοφώναξε η Μιραμπέλα και βγαίνοντας, στάθηκε επιδεικτικά μπροστά στον Ντίμα. «Αμάν!» του φώναξε, μα εκείνος έμοιαζε να έχει υιοθετήσει απόλυτα την εντολή του Στάλιν "Ούτε ένα βήμα πίσω"
«Δεν πάω πουθενά! Γνωρίζεις από πού επιστρέφω; Σου έχει μιλήσει ποτέ κανείς για την σφαγή στο Μπάμπι-Γιαρ;» τη μάλωσε.
«Εγώ δεν τουφέκισα κανέναν!» ακούστηκε η φωνή του Μπάλντερ από μέσα.
«Εσύ να βγάλεις τον σκασμό, άνανδρε φασίστα και επιτέλους βγες έξω για να πάρεις μία γεύση στο πώς συμπεριφερόμαστε στα μέλη των Einsatzkommando!» φώναξε ο Ρώσος. «Μπορεί να ήταν Εβραίοι τα θύματα, αλλά ξέρω και τι είδους άποψη έχετε για εμάς!»
«Εγώ είμαι μεγάλη γυναίκα για να σας ανέχομαι. Το σπίτι το κλειδώνω και μαζί και τον φασίστα. Εσύ κάθισε έξω και εσείς» κοίταξε τις δύο γυναίκες «Πάρτε μία απόφαση για το πού θα πάτε» γρύλισε η Ματριόσκα και κουτσαίνοντας, αποσύρθηκε στο διπλανό, στενό δωματιάκι.
Ο Μπάλντερ είχε ιδρώσει εξαιτίας του πόνου των διπλών ραμμάτων. Δεν ήταν βέβαιος για το αν θα πήγαινε και πολύ μακριά σε αυτά τα χάλια. Αν υπήρχε ένας λόγος για να ζήσει, αυτός ήταν η κόρη του. Ήθελε να την ξαναδεί, ήθελε να της χαρίσει έναν πατέρα αλλιώτικο. Φοβόταν για τη ζωή της κάθε μέρα. Εκείνης και της κοπέλας που έκανε την καρδιά του φοβισμένα να σκιρτήσει ξανά, χορεύοντας στους ρυθμούς του έρωτα. Παίρνοντάς το απόφαση, άνοιξε την πόρτα. Ας ήταν λοιπόν. Θα έδινε στον Ρώσο ένα μάθημα. Εξάλλου οι Ες-Ες είχαν ανατραφεί με τη νοοτροπία να πολεμούν ως την τελευταία τους ανάσα και ο ίδιος σαν σφουγγάρι, είχε ρουφήξει αυτήν την ιδεολογία. Περνώντας το κατώφλι του σπιτιού, ένιωσε σχεδόν το ψυχρό μεταλλικό όπλο του Ντίμα, κολλημένο στον κρόταφό του.
«Έχε γεια» του ψιθύρισε στα ρωσικά, μονάχα που εκείνος καταλάβαινε. Λίγο ακόμη και θα του τίναζε τα μυαλά στον αέρα, όταν άκουσε τη φωνή του Αλεξέι που είχε ταξιδέψει από τη Μόσχα με προορισμό το μέτωπο που του είχαν υποδείξει. Γνώριζε όπως όλοι το σπίτι της Ματριόσκα καθώς και τις σοφές της συμβουλές, πάντοτε πικάντικες και απαλλαγμένες από κάθε σαράκι ρατσισμού. Αυτό που δεν καρτερούσε να βρει ήταν το σκηνικό του ξαδέρφου του να ετοιμάζεται να τινάξει τα μυαλά ενός Γερμανού.
«Ντίμα!» τον φώναξε ξανά.
«Άλεξ! Μα, τι στο...εσύ...» μουρμούρισε και παρατώντας τον Γερμανό για λίγο, τον οποίο εξακολουθούσε να σημαδεύει, αγκάλιασε τον ξάδερφό του σφιχτά. Ήταν τότε όμως που ο Αλεξέι, παρατήρησε την κίνηση του Μπάλντερ να προσπαθεί να αρπάξει το όπλο του και μέσα σε κλάσματα, όρμησε μπροστά, πετώντας τον Γερμανό κάτω και αφοπλίζοντάς τον σε δευτερόλεπτα. Στο τρύπιο και ματωμένο του ρούχο, μία φωτογραφία εξείχε.
«Ο Στάινερ!» φώναξε κάνοντας τον Μπάλντερ να παγώσει «Αυτός είναι ο Στάινερ» του έδειξε το πρόσωπο που εικονιζόταν.
Με τρεμάμενα χέρια, ο Μπάλντερ προστάτεψε κτητικά την εικόνα και τον κοίταξε με μίσος.
«Πού τον ξέρεις;»
«Εσύ πού τον ξέρεις;» ρώτησε ο Άλεξ.
«Ήταν αδερφός μου» απάντησε σχεδόν γρυλίζοντας και είδε τον Ρώσο να σηκώνεται από πάνω του. Πλέον τον είχε αφοπλίσει, μα η είδηση τον είχε χτυπήσει σαν κεραυνός.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro