Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Στα Γραφεία της NKVD/ part 1

΄΄Είσαι βέβαιος ότι θα μπορέσουμε να υπερασπιστούμε τη Μόσχα; Σε ρωτώ με μεγάλο ψυχικό πόνο΄΄

Ιωσήφ Στάλιν


Τοκκόα, Τζώρτζια, Ιανουάριος 1942

Εκείνο το ψυχρό πρωινό, ένιωσε μία αίσθηση ανατριχίλας, που του ήταν γνώριμη από το μακρινό παρελθόν. Ο Τόμας σηκώθηκε μουδιασμένος, προχωρώντας προς το μικρό σαλόνι της αγροικίας τους και γκρινιάζοντας για χιλιοστή φορά. H δουλειά του, του μηχανικού, ξεκινούσε από νωρίς. Ο πατέρας και ο αδερφός του ήδη βρίσκονταν στον δρόμο, με εκείνον να ντύνεται στα γρήγορα, φορώντας ρούχα ζεστά, ίσως με μία δόση υπερβολής. Τα τραύματα από τη σύλληψή του τότε στη Ρωσία ήταν ακόμη νωπά. Η ζωή η άθλια στα γκουλάγκ, ακόμη και αν ήταν για λίγο χάρη στον Ιωσήφ, του είχε αφήσει κατάλοιπα. Εκείνος είχε φύγει από το θερμό Λος Άντζελες, τον καιρό που η Ρωσία διαλαλούσε ευκαιρίες για εργασία. Είχε μόλις ενηλικιωθεί, είχε έτοιμο το διαβατήριο και όνειρα πολλά. Στη Μόσχα, γνώρισε τον Αλεξέι Φεντόροφ. Καθώς η οικογένειά του ζούσε στο Βορονέζ, με εξαίρεση τον ίδιο και τον πατέρα του που έμεναν στη Μόσχα προκειμένου εκείνος να ολοκληρώσει τις σπουδές του, ο Τόμας συχνά επισκεπτόταν το διαμέρισμά του και μάλιστα είχαν υπάρξει βράδια που τον φιλοξενούσαν. Ποιος δεν λάτρευε εξάλλου να μένει μαζί με τον Ιωσήφ;

Ο Τόμας και ο Άλεξ έμοιαζαν, με τη διαφορά πως ο πρώτος ήταν ακόμη χειρότερος και από τα ανεμοδαρμένα, ρωσικά μυαλά του νεαρού φίλου του. Ο Τόμας ήταν μία ανυπότακτη προσωπικότητα, σε βαθμό που ο δικός του ο πατέρας πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον κυνηγούσε ολημερίς ουρλιάζοντας για τις ζαβολιές του. Φυσικά στην Ρωσία ήταν πιο μαζεμένος, καθώς τα ρίσκα θα του κόστιζαν, ωστόσο, ποτέ του δεν θα ξεχνούσε εκείνο το απόγευμα, όταν προσπάθησε να πραγματοποιήσει την ιδέα του Φεντόροφ του τρομερού, όπως πειρακτικά αποκαλούσε τον Άλεξ. Οι δυο τους, κάθονταν ήσυχα στο μικρό καθιστικό, ο Ιωσήφ έλειπε και οι νεαροί παρακολουθούσαν νωχελικά τις μικρές, λεπτοκαμωμένες χιονονιφάδες που έπεφταν από το παγωμένο, γλαυκό ουράνιο στερέωμα. Οι ώρες έμοιαζαν ατελείωτες, όταν η κουβέντα σύρθηκε στις περιπέτειες του Άλεξ στο Βορονέζ και στην πονηρή του συνήθεια να σκαρφαλώνει από νεαρό αγόρι στη σκεπή της ίσμπα και να κατασκοπεύει την μικρούλα Όλγα.

«Εγώ λέω να ανέβουμε στην κορυφή της πολυκατοικίας» ήρθε η λαμπερή ιδέα από τον Τόμας για να συγκρουστεί με το κολασμένο χαμόγελο του Ρώσου.

Στις ώρες που ακολούθησαν, ο Ιωσήφ είχε επιστρέψει, μονάχα για να βρει το παράθυρο ανοιχτό και το διαμέρισμα παγωμένο. Τα κυανά του μάτια, κινήθηκαν προς την πλευρά των τζαμιών. Το χιόνι εξακολουθούσε να ίπταται με αργές δρασκελιές, μα παράλληλα, υπήρχαν στιγμές που το παρατηρούσε να κατρακυλά σε μεγάλες ποσότητες. Πλησιάζοντας και κάνοντας την κίνηση να κοιτάξει ψηλά, αντίκρισε τα δύο αγόρια να σκαρφαλώνουν τους ορόφους. Στα επόμενα δευτερόλεπτα, οι κραυγές του θα έκαναν στα σίγουρα ακόμη και τον Στάλιν να αναπηδήσει από την καρέκλα του στο Κρεμλίνο.

«Αλεξέι Φεντόροφ και Τόμας Ουάιτ!» ούρλιαζε αφού κατόρθωσαν μετά βίας να κατέβουν. «Αφού μπόρεσα να αποφύγω το μέτρημα των οστών σας στο δρόμο και τα πεζοδρόμια, θα σταθείτε για τέσσερις ώρες με το κεφάλι γυρισμένο στον τοίχο!» τον άκουσαν να ωρύεται, μα τα δάκρυα από τα γέλια τους τα πνιχτά, κατρακυλούσαν αβίαστα στα παγωμένα τους μάγουλα. Αυτό φυσικά δεν τους εμπόδισε, από το να σκεφτούν την επόμενη αταξία και με τη λήξη της τιμωρίας να ξεχυθούν σαν τα αγρίμια στην πολυκατοικία, με τον Ιωσήφ να παραδέχεται πως αν είχε και δεύτερο γιο σαν τον Τόμας, θα μετακόμιζε οικειοθελώς στην Σιβηρία για πάντα.

Ήταν όμορφες εποχές, προτού βρεθεί στο στόχαστρο των μαζικών διώξεων και εκκαθαρίσεων του Στάλιν. Ο Ιωσήφ ωστόσο, δεν το είχε αφήσει να περάσει έτσι. Για καλή του τύχη και με τα μέσα που διέθετε, κατόρθωσε να τον απελευθερώσει και έκτοτε, επέστρεψε πίσω στην Αμερική μετά πολλών βασάνων. Στο σήμερα, μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχε αποφασίσει να μπλεχτούν στον πόλεμο. Φυσικά ο Τομ σκεφτόταν, πως ο παλαιός του φίλος, θα είχε στα σίγουρα μπλεξίματα με τους φασίστες που κυριολεκτικά όργωναν την Γηραιά Ήπειρο. Έπρεπε να αναλάβει δράση. Εξάλλου, τόσο ο Αλεξέι όσο και εκείνος, ήταν ζιζάνια και αεικίνητοι. Οι Γερμανοί με βεβαιότητα θα τα έβρισκαν σκούρα και εκείνος ήταν αποφασισμένος να τους δώσει ένα μάθημα. Στο μέλλον βέβαια, θα διαπίστωνε, πως ποτέ του δεν θα πήγαινε στο πιο φρικτό και πιο απάνθρωπο μέτωπο, εκεί που κανένας κανόνας δεν ίσχυε και πως όλο το παιχνίδι είχε στηθεί, γύρω από την έννοια του αφανισμού και της γενοκτονίας.

Φεύγοντας το μουντό πρωινό, χαιρέτησε την μητέρα του, στην οποία είχε ήδη ανακοινώσει την απόφασή του να υπηρετήσει στον πόλεμο.

«Θα το πεις και στον πατέρα σου;» τον ρώτησε πλαγίως καθώς ευθέως, δεν τολμούσε από την πίκρα της να τον κοιτάξει.

«Σήμερα» πήρε μία ανάσα και πλησιάζοντάς την, την άρπαξε στην αγκαλιά του.

«Μπορεί να μεγάλωσες, να ψήλωσες πιο πολύ ακόμη και από τον πατέρα σου, όμως είσαι το αγόρι μου. Γιατί πρέπει να συμβεί αυτό; Ακούμε πράγματα φρικτά. Όταν ήσουν μικρός, συνέχεια χτυπούσες και εμένα η καρδιά μου ράγιζε, ακόμη και στην παιδική γρατσουνιά του παιχνιδιού. Ο πόλεμος όμως, δεν είναι παιχνίδι και εγώ φοβάμαι...» είχε απιθώσει το πρόσωπό της τρυφερά στον λαιμό του και εκείνος τη βαστούσε με όλη τη λατρεία και την αδυναμία που της είχε.

«Όλα καλά θα πάνε, θα το δεις»

«Σκέφτεσαι εκείνον τον νεαρό Ρώσο; Ίσως σκέφτεσαι να τον βοηθήσεις;» πήγε να τον μαλώσει.

« Το Ανατολικό μέτωπο δεν θα είναι μάλλον ο στόχος μας. Δεν το κάνω μονάχα για τον Άλεξ. Μισώ τον ναζισμό και το ξέρεις» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού πάρει τον δρόμο του συνεργείου, χαιρετώντας κυριολεκτικά τους πάντες. Ο Τόμας ήταν πασίγνωστος, μέχρι και στις πέτρες που ποδοπατούσε καθημερινά. Μελαχρινός, αδύνατος και λίγο πιο κοντός από τον μεγάλο του αδερφό,κυκλοφορώντας πάντοτε με το ποδήλατό του, ούρλιαζε καλημέρα σε όλους τους περαστικούς.

Ο πατέρας του σαν σίμωνε τον κατάλαβε αμέσως. Ο Τόμας ήταν έξω καρδιά, ένα παλικάρι γελαστό. Όχι πως ο Μαξ, ο αδερφός του δεν ήταν, μα ο Τομ τους ξεσήκωνε όλους κυριολεκτικά. Αυτός ήταν και ο λόγος που με τον Άλεξ είχαν ταιριάξει σε όλα και που κάποτε, ένα καλοκαίρι, κόντεψαν να στείλουν στον άλλο κόσμο τους κατοίκους του Βορονέζ και ιδιαίτερα τον Ιωσήφ που τους μάζεψε από την αυλή ενός γείτονα, γεμάτους χώματα, με μερικά άλικα πέταλα σκορπισμένα στο κεφάλι τους και με τα αφτιά τους τεντωμένα από το τράβηγμα.

«Μπαμπά, ήρθα» φώναξε ο νεαρός προσπαθώντας να δέσει το ποδήλατο.

«Αλίμονο γιε μου! Όλη η γειτονιά το αντιλήφθηκε πως σηκώθηκες από το κρεβάτι σου» του είπε στραβοκοιτώντας τον με την άκρη του ματιού του, μα ο Τομ δεν πτοήθηκε. Ήταν για ακόμη μία ημέρα υπερπρόθυμος να εργαστεί, μονάχα που στο διάλειμμα, έκανε την εισαγωγή για την επιθυμία του να πάει τελικά στον πόλεμο. Ο πατέρας του αρχικά τον άκουσε με απόλυτη προσοχή, δίχως να σχολιάζει. Από την άλλη ο Μαξ ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την κατσάδα, καρτερώντας παράλληλα τη σιωπηλή άδεια από έναν πατέρα, του οποίου οι σκέψεις είχαν κυριολεκτικά παγώσει. Δεν επιθυμούσε να πάει ο μικρός. Δυστυχώς όμως, όσο και αν μισούσε την ιδέα, είχε πάντοτε την συνείδηση πως ένας ενήλικας, είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του και τις πράξεις του. Αν ο Τομ επιθυμούσε να καταταγεί, τότε πέραν της απλής συμβουλής, δεν του επιτρεπόταν να τον σταματήσει.

«Πού σκέφτεσαι να πας;» τον ρώτησε ο αδερφός του το απογευματόβραδο, καθώς βάδιζαν προς το σπίτι οι δυο τους, με τον Τομ να σέρνει το ποδήλατο ακριβώς δίπλα του. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που δεν προκαλούσε πανικό στη γειτονιά. Που βάδιζε σκυφτός και σοβαρός. Βαθιά μέσα του, δεν ήταν βέβαιος για το βήμα, αλλά ούτε και φοβόταν. Θεωρούσε πως ο κόσμος σύντομα θα λύγιζε κάτω από τη ναζιστική μπότα, αν ο καθένας δεν έβαζε το λιθαράκι του για το αντίθετο.

«Το Καράχι πολλές φορές το έχω ανέβει και μόνος μου. Στο στρατόπεδο Τοκκόα, θέλω να ενταχθώ στους αλεξιπτωτιστές εθελοντικά»

«Είναι πολύ επικίνδυνο! Θα πέφτεις με αλεξίπτωτο σε εχθρικό έδαφος!Θα σε καθαρίσουν πριν φτάσεις» ξεκίνησε τη γκρίνια ο Μαξ.

«Θα πάω!» τον διέκοψε ο Τομ «Εξάλλου, πάντοτε είχα καλή σχέση με τα ύψη» τον πείραξε στο τέλος, όταν από μακριά φάνηκε το σπίτι του. Εκείνο το τελευταίο βράδυ, πριν παρουσιαστεί στο στρατόπεδο, παρακάλεσε τη μητέρα του να μην κάνει καμία σκηνή. Επιθυμούσε να το περάσει όπως ακριβώς και τα υπόλοιπα. Οι δικοί του ωστόσο, δεν κατόρθωσαν σε καμία περίπτωση να αποβάλουν την κακή τους διάθεση. Μάλιστα, λίγα λεπτά πριν κλείσει και το τελευταίο φως, ο πατέρας του έμεινε να τον κρυφοκοιτάζει από το δωμάτιό του για μερικά δευτερόλεπτα ξεφυσώντας. Ένα μονάχα πράγμα σχημάτιζε έστω και ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη του. Πως όποιος αναλάμβανε να ασχοληθεί με τον Τομ, θα κατέληγε στα σίγουρα στο τρελοκομείο.

Κατά πώς φάνηκε βέβαια, δεν είχε πέσει καθόλου έξω στις προβλέψεις του, καθώς λίαν συντόμως ο  Τομ και ο αδίστακτος λοχαγός Χέρμπερτ Σόμπελ, θα βρίσκονταν αντιμέτωποι, μιας που εκείνος θα αναλάμβανε την εκπαίδευση των νέων αλεξιπτωτιστών. Μία από τις αγαπημένες του αγγαρείες για εκείνους, ήταν να τους στέλνει σε πορείες στον λόφο Καράχι, πράγμα που ο Τόμ το έκανε με μεγάλη χαρά και απίστευτη ευκολία. Ο Σόμπελ πάντοτε τον κοιτούσε με μισό μάτι εξαιτίας αυτού και πάλευε με όποιον τρόπο μπορούσε, να εντοπίσει επάνω του ψεγάδι, όπως για παράδειγμα ένα τσάκισμα στην στολή του ή κάποια σκουριασμένη ξιφολόγχη, που ήταν αρκετά για να τον στείλουν μέσα στη νύχτα, να ανέβει και να κατέβει μονάχος του και σε συντομότερο χρόνο από το συνηθισμένο, το Καράχι. Τα υπόλοιπα μέλη τον αγαπούσαν, καθώς ο Τομ είχε πολλές περιπέτειες να αφηγηθεί και κυρίως όσα αφορούσαν την παγωμένη και απόμακρη Ρωσία του Στάλιν. Κανείς τους δεν μπορούσε να διανοηθεί πως είχε βρεθεί στα γκουλάγκ και πως τα πράγματα στην ΕΣΣΔ, ήταν πράγματι τόσο τραγικά. Φυσικά, προτού του συμβεί αυτό, είχε να αφηγηθεί τις προσωπικές του περιπέτειες με τον Gingerhead, όπως αποκαλούσε τον Άλεξ χαϊδευτικά.

«Εξαιτίας της φαντασίας σου, όλοι αυτοί κοιμούνται όρθιοι!» στρίγκλιζε ο Σόμπελ καθώς με τις αφηγήσεις του Τόμας, σχεδόν άπαντες έμεναν ξάγρυπνοι ως το πρωί. Δυστυχώς δεν είχε καμία ιστορία που να περιλαμβάνει φασίστες, αλλά αυτό λίγη σημασία είχε. Θα εκπαιδευόταν για την μελλοντική απόβαση στην Νορμανδία, όταν η Ε- Company, θα έπεφτε με χιλιάδες άλλους συμμάχους αλεξιπτωτιστές, πίσω από τις εχθρικές γραμμές.

Για ακόμη μία βραδιά, έτρεχε μονάχος του προς την κορυφή του λόφου. Όλη του η ζωή σχεδόν, περνούσε μπροστά από τα μάτια του. Αν η μοίρα ωστόσο διέθετε ανθρώπινη μορφή, θα έβλεπε από ψηλά μία ομάδα διαφορετικών ανθρώπων, από κάθε έθνος, να παλεύει με τους δαίμονές της στα πέρατα της γης. Από την μακρινή Αμερική, στην παγωμένη Ρωσία, στη Ναζιστική Γερμανία, στην ηλιόλουστη Ελλάδα και στην ταραγμένη Πολωνία, άνθρωποι με κοινά πιστεύω, έμελλε στο μέλλον να συναντηθούν. Ελπίδα όλων ήταν, όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή, τα πυρά να είχαν παύσει, η ειρήνη να έκανε δειλά την εμφάνισή της, σαν το πρώτο, ανοιξιάτικο, ντροπαλό ανθάκι και οι ίδιοι να κατόρθωναν να συναντήσουν επιτέλους όλους όσους αγαπούσαν.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro