Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος;/ part 3
Στη φωτό ο αδερφός του Γκαμπριελ
Για λίγο τα χείλη τους χωρίστηκαν, μα τα μέτωπά τους έμειναν ενωμένα. Εικόνες της παιδικής τους ηλικίας ξεπετάχτηκαν αβίαστα, εικόνες της φθινοπωρινής φύσης, των αμέτρητων μπάνιων τους τα καλοκαίρια στο Βορονέζ, των γέλιων και των προσώπων των ηλικιωμένων του μικρού χωριού, της Ούλια που δημιουργούσε εκείνες τις ξύλινες μορφές, τη μυρωδιά της μπογιάς.
«Αργήσαμε λίγο» ψέλλισε εκείνη «Αυτά παθαίνεις όταν θεωρείς τον χρόνο δεδομένο»
«Τουλάχιστον, τα καταφέραμε. Αυτό έχει σημασία» της απάντησε ο Άλεξ αφήνοντας ένα παρατεταμένο φιλί στο μέτωπο.
Από μακριά είδαν τον Ντίμα και τον Γκαμπριέλ να πλησιάζουν.
«Υπάρχει περίπτωση να μην τα καταφέρει» μονολόγησε ο Ντίμα κοιτώντας σχεδόν το κενό και ο Άλεξ σηκώθηκε με φόρα.
«Ανάθεμα! Εγώ φταίω!» συνέχισε, μα η Όλγα τον σταμάτησε.
«Σταμάτα να επιρρίπτεις ευθύνες διαρκώς σε εσένα»
«Όχι, άστον να τις επιρρίψει και μία φορά. Του τα έλεγα. Τελοσπάντων, μπορούμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;» τον ρώτησε και προσεκτικά απομακρύνθηκαν.
Σαν βεβαιώθηκαν πως κανείς δεν τους άκουγε, ο Ντίμα του ανέφερε πως είδε τη Χέλγκα. Την ημέρα της εξαφάνισής της και καθώς ο Άλεξ ακόμη κρατούσε το προσωπικό της αντικείμενο, εξήγησε για πρώτη φορά στον ξάδερφό του την αλήθεια γι' αυτήν την εβραϊκή οικογένεια. Του είχε αναφέρει το αληθινό της όνομα, μήπως έτσι διευκόλυνε στην έρευνα που τελικά κατέληξε άκαρπη. Είχε εμπιστοσύνη απόλυτη στον Ντίμα. Μπορεί να ήταν γκρινιάρης και κάποτε περισσότερο ρεαλιστής από τον ίδιο, ήταν όμως καλό παιδί. Ο Άλεξ είχε ακόμη επάνω του το δαχτυλίδι της και σκόπευε με την πρώτη ευκαιρία να της το επιστρέψει. Φυσικά μετά από όλα όσα είχαν συμβεί, δεν θα τολμούσε να πλησιάσει στο νοσοκομείο. Καθώς ο Ντίμα του αφηγούταν την ιστορία, επιτέλους το κατάλαβε. Είχε έρθει ως εδώ για τον Όττο. Αυτός ο Σίφουνας, αυτός ο καταραμένος Γερμανός, ήταν ικανός να γκρεμίσει τη γη και ταυτόχρονα να την στήσει από την αρχή. Ήταν ένας χαρακτήρας αμφιλεγόμενος, δίχως όρια στη σκέψη. Ένας άνθρωπος που τελικά καμία φυλή δεν ξεχώριζε, που απλόχερα μπορούσε να σου φανερώσει την ανθρωπιά και ταυτόχρονα να σου τα πάρει όλα πίσω. Ο Άλεξ ήταν μπερδεμένος, μα υπήρχε ένας παράγοντας που όλα τα άλλαζε, αυτός ήταν ο πόλεμος. Σε συνθήκες κανονικές, ο Όττο δεν θα πυροβολούσε, σε συνθήκες επίσης κανονικές, όλοι θα μπορούσαν να είναι φίλοι. Αν κάτι κράτησε όμως από το πάθημά του, ήταν πως αυτή η φιλία έμοιαζε με στεφάνι ακάνθινο. Πίσω από τα φαινομενικά στολίδια των ανθέων, κρύβονταν τα κοφτερά αγκάθια που την καθιστούσαν επικίνδυνη έως αδύνατη.
Το δειλινό είχε πέσει και πάλι. Οι νιφάδες, ως άλλα χειμωνιάτικα, τρυφερά φιλιά, κολλούσαν στα μάγουλά τους, στα ρούχα τους. Στο βάθος, υπήρχε εκείνος ο στρατιώτης που μέσα στην αρχοντική του φορεσιά, ήταν απόλυτα εναρμονισμένος με το περιβάλλον. Τον Γκαμπριέλ δεν τον άγγιζε τίποτε. Μήτε το κρύο, μήτε ίσως η απανθρωπιά του πολέμου. Με φόντο το ολόλευκο τοπίο και με τα κυανά του μάτια να καμουφλάρονται, αντανακλώντας τον λευκό καμβά, ο Γκαμπριέλ συνέχιζε να στέκεται μακριά από τους υπόλοιπους, διατηρώντας εκείνον τον ψυχρό και κλειστό χαρακτήρα. Ήταν ολοφάνερο πως του είχε επιβληθεί να στρατολογηθεί, ωστόσο διεκπεραίωνε την εντολή σιωπηλά και άκαμπτα. Πριν από μερικά χρόνια, εκείνος και ο μικρότερος αδερφός του, είχαν βγει μία τέτοια χειμωνιάτικη μέρα για ψάρεμα.Ο Γκαμπριέλ αναλάμβανε συχνά την ευθύνη του κατά πολύ μικρότερου αδερφού του, ωστόσο ήταν κάτι που αγαπούσε, μιας και του είχε αδυναμία.
Η μητέρα του ήταν φιλάσθενη, ιδίως μετά τη δεύτερη γέννα και ο πατέρας του κυνηγός, εργαζόταν για να φέρνει το φαγητό στην οικογένεια, που ζούσε σε ένα μέρος απομονωμένο και δύσβατο. Έχοντας φτάσει στην παγωμένη λίμνη και ανοίξει το σημείο του ψαρέματος, για λίγα λεπτά, ο Γκαμπριέλ αποσυντονίστηκε και δεν πρόσεξε το ράγισμα του πάγου που ολοένα και πλησίαζε. Ο μικρός έπαιζε ξέγνοιαστα λίγα μέτρα μακριά, όταν άξαφνα ο πάγος υποχώρησε και το κορμί του βυθίστηκε στα παγωμένα νερά. Το χειρότερο ήταν πως δεν γνώριζε κολύμπι, με αποτέλεσμα να παγιδευτεί κάτω από την κρυσταλλική επιφάνεια του πάγου, με τον Γκαμπριέλ να πανικοβάλλεται και να ξεκινήσει να χτυπά την επιφάνεια με μανία. Τελικά, βούτηξε και εκείνος στα νερά, μα όταν πια άρπαξε τον μικρό ήταν αργά. Τα χείλη του είχαν μελανιάσει, το δέρμα του είχε υιοθετήσει ένα αρρωστημένο χρώμα και η ζωή τον είχε εγκαταλείψει με τις τελευταίες του στιγμές να μοιάζουν αφόρητες. Είχε πνιγεί και πεθάνει από υποθερμία, εξαιτίας του δυσβάσταχτου ψύχους. Από τότε, ο Γκαμπριέλ δεν υπήρξε ποτέ ξανά ο ίδιος. Η μητέρα του άφησε επίσης την τελευταία της πνοή, λιώνοντας από πυρετό και έτσι έμεινε μονάχα με τον πατέρα του, που καθημερινά χαροπάλευε να τον συντηρήσει. Σύντομα, ακολούθησε τα βήματά του, μεγάλωσε απότομα, η απομόνωση και το συμβάν τον σκλήραναν και έκτοτε παρακολουθούσε αποστασιοποιημένος τον θάνατο, που ολημερίς θέριζε τα κορμιά των Ρώσων και των Γερμανών. Η εικόνα των παγωμένων κουφαριών δεν τον άγγιζε. Θα μπορούσε κάλλιστα την επόμενη φορά να κείτεται ο ίδιος στη θέση τους. Το βάρος της ευθύνης, των θανατηφόρων τύψεων, είχε μάθει και να το σηκώνει αγόγγυστα. Με τον Άλεξ έμοιαζαν, μονάχα που κανείς από τους δύο δεν είχε την παραμικρή ιδέα, για τον σταυρό που σήκωνε ο άλλος.
Δεν ήταν οι μόνοι όμως. Η Χέλγκα καθημερινά ζούσε με το φόβο και τη προσμονή. Οι προϊστάμενές της, οι οποίες φυσικά είχαν πολύ μεγαλύτερη εμπειρία και που φρόντιζαν για όλα, ήταν επίσης υπεύθυνες να αναφέρουν και τη δουλειά που γινόταν. Mε τον Κοχ δεν αντάλλαζαν πολλές κουβέντες, ωστόσο εκείνη θυμόταν την αναφορά του στον Γουίλεμ, τον οποίο είχε συναντήσει κατά την μεταφορά της από το σπίτι τους στο Λβοβ. Στη σκέψη και μόνο πως αυτοί οι δύο ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη ανατρίχιαζε. Η μέρα κυλούσε δυσάρεστα όπως πάντα, όταν κλήθηκε σε ένα νοσοκομείο εκστρατείας ειδικό για τα Ένοπλα Ες-Ες. Είχε λάβει άριστες κριτικές από τον υπεύθυνο γιατρό, ιδίως για την διεκπεραίωση των καθηκόντων της σε συνθήκες απόλυτης πίεσης και έτσι, μέσα στο χιονόνερο, μεταφερόταν στο χειρότερο πόστο για μία επέμβαση.
Τα πράγματα εκεί έμοιαζαν εξίσου φρικτά, με την διαφορά πως οι όμορφοι άνδρες των Ες-Ες, αποφασισμένοι να πολεμήσουν ως το τέλος, ήταν οι περισσότεροι ακρωτηριασμένοι, έχοντας παλέψει λυσσασμένα, με μία ζωή σχεδόν δανεική από τον Φύρερ, τον οποίο υπηρετούσαν τυφλά. Καθώς προχωρούσε, ψίθυροι ακούγονταν τριγύρω, ψίθυροι για έναν στρατιώτη που είχε αφήσει το στίγμα του σε πολλούς ανθρώπους και που κανείς ίσως να μην είχε καταλάβει τον αληθινό του εαυτό. Το νοσοκομείο βρισκόταν στο χώρο ενός παλαιού σχολείου, περίπου είκοσι χιλιόμετρα πίσω από το μέτωπο. Σε περίπτωση μετακίνησης, οι τραυματίες μεταφέρονταν ακόμη πιο πίσω, σε άλλα νοσοκομεία. Η Χέλγκα σχεδόν βαστούσε την ανάσα της. Της ήταν δυσβάσταχτο το γεγονός πως περνούσε ανάμεσα από πληγωμένους Ες-Ες. Σαν έφτασε στον ασθενή, μία γροθιά στο στήθος της έκοψε την ανάσα. Ήταν σαν να είχε συσπαστεί η καρδιά της τόσο δυνατά, που σε λίγο θα δημιουργούσε ρωγμή στο στήθος της.
«Καλησπέρα δεσποινίς» ξεκίνησε ο υπεύθυνος γιατρός εξηγώντας το πρόβλημα, μα εκείνη το μόνο που άκουγε ήταν μία μουρμούρα μακρινή που δεν ταίριαζε με τα συναισθήματά της. Διστακτικά άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το δικό του, κάνοντας τα μάτια του να μισανοίξουν κουρασμένα. Το πρόσωπό του ήταν βρώμικο, τα ρούχα του επίσης, είχε αδυνατίσει, μα κάποια χαρακτηριστικά βρίσκονταν εκεί, μπροστά στα μάτια της, κεντώντας εκείνη την εικόνα που είχε λατρέψει από παιδί. Το σημάδι στον κρόταφο και η ανέμελη τούφα, ήταν εκείνες οι ιδιαιτερότητες που τον προσδιόριζαν.
Σαν την είδε σάστισε. Πανικός έκανε ακόμη και τις φλέβες του να πάλλονται νευρικά. Είχε ξεχάσει τον πόνο, τα πάντα και στον ορίζοντα βρισκόταν μονάχα εκείνη. Λέξη δεν βγήκε από το στόμα του, μονάχα δάκρυα κύλησαν από τα κυανά του μάτια, αφήνοντας το αποτύπωμα της καθαριότητας σε ένα πρόσωπο μουτζουρωμένο. Αυτά και ένα γιατί που κρυφά άρθρωσε, ίσα για να τον καταλάβει. Οι οδηγίες είχαν δοθεί και το χειρουργείο ήταν έτοιμο. Δεν φοβόταν, δεν φοβήθηκε ούτε μία στιγμή. Ήταν μαζί της, ήταν στα χέρια της. Παρά τον φρικτό πόνο, τον ιδρώτα που έτρεχε όχι μονάχα από το μέτωπό του, αλλά από κάθε γωνία του κορμιού του, δεν έβγαλε ούτε έναν ήχο. Μονάχα την κοιτούσε και τα μάτια τους έχτιζαν τούβλο τούβλο τον κατεστραμμένο τους δρόμο, τοποθετούσαν τους σπόρους ενός χαμένου Παράδεισου.
«Είστε πολύ γενναίος!» ακούστηκε η φωνή του γιατρού «Μα, τι λέω! Η φήμη σας δεν χτίστηκε τυχαία» επανέλαβε καθώς του έδιναν φάρμακο για τον πόνο του χεριού.
΄΄Μόνο να ξερες πόσο φοβάμαι αυτή τη στιγμή. Πόσο τρέμει η ψυχή μου, μήπως πάθει κάτι το τελευταίο όνειρο που μου έχει απομείνει, η τελευταία ανάσα στο κουφάρι μου, για να στέκεται ολόρθο΄΄
«Μωρό μου...» της ψιθύρισε στο αφτί καθώς έσκυβε για να σκουπίσει τα αίματα και τον ιδρώτα.
«Θα επιστρέψω λίγο αργότερα» του απάντησε.
Το γεγονός πως ήταν γνωστοί, για κάποιον λόγο βοήθησε περισσότερο στο χτίσιμο ενός ψευδούς προφίλ για την Χέλγκα. Το γεγονός όμως πως ήταν Εβραία, δεν είχε περάσει από κανενός το μυαλό. Κατά το σούρουπο, εκείνη επέστρεψε με ένα ποτήρι νερό. Οι ερωτικές σχέσεις με τους ασθενείς ήταν απαγορευμένες, μα τον Όττο κάτι τέτοιο δεν φάνηκε να τον απασχολεί. Το χέρι του ήταν δεμένο και πονούσε, είχε διασχίσει ένα μακρύ ταξίδι, ο χρόνος είχε ποδοπατήσει σκληρά τη ζωή του, όμως η παρουσία της Χέλγκα έμοιαζε σαν τον τερματικό σταθμό, σαν το σπίτι. Οι γύρω του κοιμούνταν, ενώ ένας που ήταν ξύπνιος αποφάσισε να τον καλύψει.
«Δεν ήξερα πως ήταν η κοπέλα σου, μα φάνηκε η γνωριμία σας» πρόφερε βραχνά. Το ένα του πόδι είχε κοπεί από το γόνατο «Από τη στιγμή κιόλας που ήσασταν μαζί, άστο πάνω μου. Θα σας καλύψω σύντροφε» τελείωσε και γύρισε στο πλάι.
Εκείνη κάθισε στο κρεβάτι του και σε δευτερόλεπτα, ένιωσε τα χείλη του να υγραίνουν τα δικά της. Το φιλί τους πεινασμένο βάθυνε. Ήταν σαν να προσπαθούσαν μέσα από αυτήν την ένωση να ρουφήξουν τη ζωή. Τα μέτωπά τους ενώθηκαν και ξέσπασαν σε σιωπηλούς λυγμούς. Έμοιαζε σαν να σήκωνε κάποιος τα βάρη από την καταπακτή της ψυχής τους, αφήνοντας ωστόσο το περιεχόμενο να ξεχυθεί.
«Δεν έχει περάσει μέρα που να μην σε σκεφτώ. Τρελάθηκα όταν σε είδα. Τι συνέβη; Γιατί ήρθες; Πώς ήρθες;»
Το χέρι της χάιδεψε το πρόσωπό του.
«Θα έλεγα πως με επέλεξαν και δέχτηκα δίχως σκέψη. Ήξερα πως υπήρχε πιθανότητα να σε συναντήσω. Δεν θα την έχανα. Αν είναι η τελευταία μου στιγμή, θα την αρπάξω. Χωρίστηκα από τους υπόλοιπους...» ξεκίνησε μα τότε συγκρούστηκε με την αλήθεια που της είχε μεταφέρει ο Στάνισλαβ όταν τυχαία είχε μιλήσει με τον Χανς. Ο Όττο την είδε να βουρκώνει, το κορμί της το λεπτοκαμωμένο να τρέμει σαν σε σπασμούς, μέχρι την αποκάλυψη «Όττο...ο μπαμπάς...ο Άντον δεν ζει πια» ψέλλισε και τον είδε να τινάζεται.
«Τι; Τι εννοείς;»
«Πέθανε στο γκέτο...τον βρήκαν νεκρό...»
Τα δάχτυλά του χώθηκαν στα μαλλιά του με απελπισία. Ο Άντον ήταν ο πρώτος του πατέρας. Ήταν εκείνος που παρά την άθλια, αρχική του συμπεριφορά, είχε χαϊδέψει τα τρεμάμενα χέρια του. Ήταν εκείνο το παράδειγμα πατρικής αγάπης προς στην Χέλγκα. Το μοναδικό λάθος που του καταλόγιζαν; Ήταν πως γεννήθηκε Εβραίος. Η Χέλγκα μονάχα για τον Χανς μπορούσε να μιλήσει. Η οικογένειά της η υπόλοιπη, είχε εξαφανιστεί. Σε καιρούς σαν αυτόν, όλοι γνώριζαν τι σήμαινε η εξαφάνιση. Του μίλησε για τον Στάνισλαβ και τον Στεφάν τον φίλο του, για όλα όσα πρόσφεραν προκειμένου να προστατέψουν τους Εβραίους της περιοχής τους, για την δήθεν επιδημία. Τον έβλεπε να την κοιτάζει με περηφάνια, όμως υπήρχε μία σκιά. Μία σκιά που είχε πάρει μακριά το φως των ματιών του. Στο δικό του παζλ, ένα ένα τα κομμάτια διαλύονταν. Ήταν πλέον πιο πιθανό από ποτέ, το αποτέλεσμα του να μην ξαναγυρνούσαν πίσω στο Βερολίνο, σίγουρα όχι με τις συνθήκες που θυμούνταν. Το σπίτι τους και εκείνο του Άντον, οι κήποι με τα λουλούδια, τις τριανταφυλλιές και τις γαρδένιες, θα πέθαιναν, θα σάπιζαν δίχως το χάδι από τις μόνες καλές ψυχές, τον Άντον και τη μητέρα του. Την αγκάλιασε με φόβο. Φόβο πως θα την έχανε.
«Δεν θέλω να φύγω από δίπλα σου. Θα επιστρέφω διαρκώς εδώ, θέλω να ξέρω πως είσαι καλά» της είπε.
«Εσύ; Είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«Όχι, Χέλγκα. Δεν είμαι. Ξέρεις, στον πόλεμο, υπάρχει πάντα ο πειρασμός της ανθρωπιάς. Πριν από μήνες, έχασα μπροστά στα μάτια μου, τον καλύτερο φίλο και συνοδοιπόρο μου σε αυτήν την Κόλαση. Τον Στάινερ. Πέθανε στο όνομα της απόλυτης ανθρωπιάς. Πέθανε για να σώσει Εβραίους άμαχους. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Ήμουν σε σοκ. Τριγυρνούσα σαν πληγωμένο θηρίο, όλες οι ιδέες και τα συναισθήματα, ήταν ένα κουβάρι μέσα μου, όταν έπεσα τυχαία επάνω σε έναν Ρώσο ετοιμοθάνατο στρατιώτη. Τον Αλεξέι Φεντόροφ» της κόπηκε η ανάσα. Ήθελε να την ακούσει την ιστορία. Έπρεπε. «Δεν άντεξα να τον αφήσω πίσω. Ίσως ήμουν επηρεασμένος από την απίστευτη θυσία του Στάινερ, δεν ξέρω, όμως τον σήκωσα στην πλάτη μου και μαζί βαδίσαμε μέρες ατελείωτες. Η συντροφικότητα των στρατιωτών είναι ένας δεσμός ανεξήγητος. Ο ένας βαδίζει πάνω στο αχνάρι του άλλου, χέρι με χέρι. Είναι καλλιέργεια εμπιστοσύνης που όμοιά της δεν υπάρχει. Εγώ και ο Άλεξ όμως είμαστε αντίπαλοι. Το έμαθα με τον σκληρό τρόπο. Πριν από αυτό, γνώρισα την οικογένειά του στο Βορονέζ, τον πατέρα του, την υπέροχη γιαγιά του. Μου χάρισαν αυτό» έβγαλε από την τσέπη του τη Ματριόσκα «Για να τους θυμάμαι πάντα» έκανε παύση προτού οι λυγμοί διαλύσουν τη φωνή του, η οποία πλέον έβγαινε πιο στριγκή, στραγγισμένη από κάθε κουράγιο «Δεν αντέχω άλλο Χέλγκα! Θέλω τόσο να ανήκω κάπου, σε μία οικογένεια, σε μία γυναίκα, σε έναν φίλο και κάθε φορά που αγγίζω το όνειρο, αυτό διαλύεται σε χιλιάδες κομμάτια, γιατί είμαι Γερμανός και άπαντες είναι απαγορευμένοι για εμένα. Χτύπησα θανάσιμα ίσως, έναν φίλο του πριν από λίγες ώρες. Τραυματίστηκα γιατί πανικοβλήθηκα. Ο Άλεξ με μισεί, όλοι με μισούν, μα εγώ από παιδί ήθελα μονάχα να αγαπηθώ. Πώς τα κατάφερα έτσι; Τα έκανα θάλασσα. Πίστευα πως αν ανερχόμουν στην εξουσία των ναζί, θα διάλεγα εγώ την τύχη των ανθρώπων. Πως θα μπορούσα να σώσω ζωές, περισσότερες. Όμως η μοίρα σαν αερικό ξεγλιστρά και εμένα μου ξέφυγε. Έμεινα μετέωρος να μην γνωρίζω πώς να πορευθώ. Το μόνο που ξέρω, είναι πως θέλω να ζήσω για να σε ανταμώσω σε έναν κόσμο ελεύθερο. Όμως για να ζήσω, πρέπει να πολεμήσω»
Η Χέλγκα δεν ήξερε τι να απαντήσει. Η ιστορία των δύο αγοριών της ράγιζε την καρδιά, μα και ποια ιστορία του πολέμου έχει αίσιο τέλος;
«Να ξέρεις κάτι. Πως ο άνθρωπος σε μικρά πράγματα κάνει τη διαφορά. Μία ζωή να σώσεις, ίσως είναι αρκετή. Στη Γερμανία έσωσες πολλές, μέσα σε αυτές και τη δική μας. Κανείς δεν είναι τέλειος, όμως για τις παρούσες συνθήκες, εσύ είσαι. Οι άνθρωποι δεν θα ξεχάσουν το καλό. Όσο για τον Άλεξ, μέναμε μαζί στο Λβοβ, τον γνωρίζω. Είναι υπέροχος, όπως εσύ. Συμβουλή δεν έχω. Ο δρόμος θα σε οδηγήσει εκεί που πρέπει. Άκου την καρδιά σου και μόνο, μα πάνω από όλα, μην γίνεις το τέρας που φοβάσαι. Μην πουλήσεις την ανθρωπιά σου, ούτε καν για εμένα, όπως εγώ δεν θα πουλούσα το θάρρος μου. Ο ατομικισμός μας δεν θα βοηθήσει. Πρέπει να σκεφτούμε τον άνθρωπο και αν η μοίρα το θελήσει, θα συναντηθούμε ξανά»
Τη φίλησε. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στα μαλλιά της και προσπάθησε να σηκωθεί. Το σκοτάδι είχε πέσει, οι τραυματίες κοιμούνταν και οι δυο τους ξεγλίστρησαν από όλους, κατευθυνόμενοι σε μία έρημη αίθουσα. Έξω είχε παγωνιά. Κανένα φως δεν άναψαν. Παρά το δεμένο του χέρι, τη διεκδικούσε ασυγκράτητα. Ήταν μία ζωώδης σχεδόν ανάγκη, μπλεγμένη με συναισθήματα που σαν χείμαρρος ξεπηδούσαν από μέσα τους. Ήθελε να ενωθεί μαζί της, όχι από βιολογική μονάχα ανάγκη, μα γιατί αλλιώς θα έμοιαζε με κομμάτι μισό. Καθισμένος σε μία καρέκλα, με ένα θαμπό φως να εισέρχεται από ένα παράθυρο ασθενικά, ένιωθε το ζεστό της κορμί να τον αγκαλιάζει. Τα ρούχα τους αφαιρέθηκαν τάχιστα, με τα δάχτυλά του ακούμπησε τα χείλη της, σαν σήμα για να εξασφαλίσει τη σιωπή της και ευθύς βυθίστηκε μέσα της, νιώθοντας ξανά έφηβος. Κάθε φορά μαζί της ήταν έρωτας. Κάθε του ζωώδη ορμή, σαν κύμα έσβηνε αργά όταν ερχόταν σε επαφή μαζί της. Την ορμή αντικαθιστούσε η τρυφερότητα, τα ενωμένα τους χείλη, οι γρήγορες, γεμάτες απόλαυση ανάσες, η αίσθηση του γυμνού της κορμιού, που κατακτούσε απεγνωσμένα. Ήθελε μία φορά να κοιμηθούν μαζί και να τους βρει το χάραμα αγκαλιά. Ήταν άραγε τόσο δύσκολο; Ήταν αδύνατο ένα τόσο απλό όνειρο; Ήταν. Ήταν αδύνατο γιατί πολύ απλά ήταν ένα όμορφο όνειρο και τα όμορφα όνειρα δεν είχαν καμία θέση, σε έναν κόσμο εφιαλτικό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro