Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Οι βρικόλακες του Ζάππειου/ part 3

Τα δύο αδέρφια, μόλις συνειδητοποίησαν πως ήταν καλά και ελεύθερα, έβαλαν στην κυριολεξία τα πόδια τους στην πλάτη και ξεκίνησαν να τρέχουν βόρεια. Όσο πιο βόρεια γινόταν. Φυγάδες στον ίδιο τους τον τόπο, κατατρεγμένοι από ντόπιους και Γερμανούς, έσκαβαν σαν τους αρουραίους λαγούμια, προκειμένου να κοιμούνται τις νύχτες και να προστατεύονται από τυχόν αδιάκριτα βλέμματα. Κάποτε συνέχιζαν τη διαδρομή τους κρυμμένοι σε διερχόμενα κάρα και άλλοτε σε φορτηγά. Με φόβο μέγα, είχαν κατορθώσει να ξεγλιστρήσουν από τα βασανιστήρια. Τώρα, με οδηγούς τα άστρα στο ουράνιο, ελληνικό στερέωμα, θα κατόρθωναν να βρουν το δρόμο προς τη θάλασσα και από εκεί, ίσως με τη βοήθεια κάποιου ντόπιου ψαρά, να κατόρθωναν να φτάσουν στο πρώτο νησί του Ιονίου, κάνοντας στάση, μέχρι να μεταφέρονταν έπειτα στην Κεφαλονιά.

Τους είχε λείψει η θάλασσα εξάλλου. Στον Πειραιά κάποτε, αλλά και στο νησί τα καλοκαίρια, ο παφλασμός των  κυμάτων, οι φωτεινές, ουράνιες σταλαγματιές που αγέρωχα στόλιζαν τον εβένινο, βραδινό ουρανό, εκείνο το μητρικό, σιγανό νανούρισμα σαν κουνιόταν η βάρκα και οι ατελείωτες συζητήσεις με τον παππού Ναγή, αποτελούσαν βάλσαμο. Γι' αυτούς αλλά και για πολλούς ακόμη λόγους λάτρευαν την πατρίδα τους, η οποία τώρα έμοιαζε με ολοζώντανο ναρκοπέδιο. Ένα λάθος βήμα, μία λάθος στιγμή, θα μπορούσε να τους κοστίσει ακόμη και τη ζωή. Αυτή τη στιγμή, κάθονταν αμίλητοι με τον Πέτρο, κρυμμένοι στο ύπαιθρο.

«Δεν μπορώ να φανταστώ την εικόνα της οικογένειάς μας, δίχως τον Νικόλα. Δεν μπορώ να φανταστώ τις αντιδράσεις όλων, μόλις τους ανακοινωθεί ο θάνατός του» ακούστηκε η φωνή η ισχνή του Πέτρου. Εκείνος, πάντοτε δήλωνε φωναχτά όλα του τα συναισθήματα.

Τίποτε δεν έκρυβε, σε αντίθεση με τον Γρηγόρη, που όλα τα βαστούσε και τα κλείδωνε στην καρδιά του, μόνο και μόνο για να μοιάζει θαρραλέος και να στηρίζει ψυχολογικά πλέον τον αδερφό του, ο οποίος απορούσε με τη στάση και την ψυχραιμία του.

«Ούτε εγώ μπορώ. Αυτός ο πόλεμος τα άλλαξε όλα. Άρπαξε και ξερίζωσε την ανθρωπιά, τις ζωές. Κάποτε στο μυαλό μου έρχεται ο Μαρτσέλο. Αυτό το ντροπαλό αγόρι, με το άτιμο σημείωμα της απειλής στην τσέπη. Πως αν υποχωρήσει, θα τον θανατώσουν. Τον είχα λυπηθεί. Έτρεμε από τον φόβο του κυριολεκτικά και έπειτα, τον είδα κάπως να λάμπει σαν του δώσαμε εκείνο το ξεροκόμματο για φαγητό. Κουβαλούσε και ένα αρκουδάκι στον σάκο του. Ήταν της αδερφής του της μικρής για παρηγοριά» πρόφερε ο Γρηγόρης, όταν είδε τον Πέτρο να τον κοιτάζει απότομα.

«Κάποτε, λαμβάναμε γράμματα από τον Γερμανό. Πριν ξεκινήσει ο πόλεμος. Συνέχισες να του γράφεις;» ρώτησε τον αδερφό του. Το βλέμμα του Γρηγόρη κατρακύλησε επάνω του ειλικρινές και καθάριο. Θα του έλεγε την αλήθεια.

«Δεν συνέχισα, τουλάχιστον όχι με την κυριολεκτική σημασία. Του έγραφα όμως. Σχεδόν κάθε μέρα και ας ήξερα πως δεν θα τα λάμβανε ποτέ» του απάντησε και τον είδε να υιοθετεί ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα.

«Γιατί;» τον ρώτησε μονάχα.

«Γιατί για κάποιον λόγο, μοιραζόμουν τους φόβους μου δίχως ντροπή, απλά αποτυπώνοντάς τους σε ένα χαρτί και γιατί ο Όττο, από τα λίγα πράγματα που έχουμε συζητήσει, φάνηκε να υποφέρει εξίσου από το καθεστώς. Οι φίλοι του ήταν Εβραίοι και ειλικρινά δεν θέλω να σκεφτώ την κατάληξή τους ή τα δικά του συναισθήματα γι' αυτό. Δεν γνωρίζω το γιατί, ωστόσο νιώθω παραδόξως πως κάτι μας συνδέει. Σαν κλωστή αόρατη. Ακούγεται παράξενο, το ξέρω, όμως έτσι νιώθω. Σαν να μοιραζόμαστε μία ενέργεια»

Ο Πέτρος δεν κάθισε άλλο δίπλα του. Έπειτα από αυτή του τη δήλωση, σηκώθηκε και ξεκίνησε να βηματίζει νευρικά.

«Είναι ένας βρομοναζί! Πώς είναι δυνατόν να νιώθεις συνδεδεμένος με έναν τέτοιο; Είχες τον Νίκο, έχεις εμένα! Μπορείς να μοιραστείς μαζί μου τα πάντα!» έκανε παύση καθώς οι άσχημες σκέψεις του φτερούγιζαν σε μονοπάτια ολοένα και πιο σκοτεινά «Μάλλον δεν είμαι αρκετός, δεν σου φτάνω και θέλεις για εξομολογητή έναν Ναζί! Ποιος; Εσύ!» συνέχισε να φωνάζει και να ωρύεται.

Ο Γρηγόρης σηκώθηκε και πλησιάζοντάς τον, προσπάθησε να τον αγκαλιάσει.

«Μην ξαναπείς ποτέ πως δεν είσαι αρκετός. Είσαι ο αδερφός μου, αίμα μου και αυτό δεν αλλάζει ούτε πρόκειται στο μέλλον. Θα έδινα και τη ζωή μου για να είσαι καλά και ασφαλής. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ιδέα πώς έχει εξελιχθεί ο Όττο. Δεν έχω ιδέα αν είναι ένας στρατιώτης ποτισμένος με μίσος, πολέμιος της διαφορετικότητας. Κάτι όμως μέσα μου μου λέει, πως συνεχίζει να είναι εκείνο το αγόρι που με τόση φιλοξενία μας ξενάγησε στον τόπο του. Τον είχες συμπαθήσει και εσύ και μην το αρνείσαι» τον ψευτομάλωσε.

«Δεν το αρνούμαι, όμως, όπως προείπες, δεν έχω ιδέα ποιος είναι πλέον και ξέρουμε καλά, πως οι περισσότεροι Γερμανοί υπέστησαν τρομερή πλύση εγκεφάλου. Ξέχασέ τον για την ώρα. Τις πίκρες και τους καημούς σου, να τους εξομολογείσαι σε εμένα. Πάντοτε θα είμαι δίπλα σου για να ακούω και το γνωρίζεις. Δεν σου έχω αρνηθεί τίποτε» τώρα είδε τον Πέτρο να τον κοιτάζει θλιμμένα. Με δύο δρασκελιές, κάθισε σιμά του και τύλιξε προστατευτικά τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του αδερφού του.

«Είσαι αίμα μου όπως σου είπα ξανά και το αίμα νερό δεν θα γίνει ποτέ. Την ζωή και την καρδιά μου, τις έχεις, σου ανήκουν ολοκληρωτικά και κανείς δεν μπορεί να σου τα κλέψει. Κάποτε ωστόσο, η μοίρα τα φέρνει έτσι, ώστε ορισμένοι άνθρωποι να αποτελούν μία ιδιόμορφη παρηγοριά. Στο τέλος της ημέρας, όλοι νεαρά παιδιά είμαστε. Θυμήσου τον Μαρτσέλο. Θυμήσου πόσο έμοιαζαν οι ζωές μας πριν από τον πόλεμο» του είπε για να τον ακούσει να ξεφυσά.

«Εντάξει ο Μαρτσέλο, μα ο Όττο;» ετοιμάστηκε να τον αντικρούσει.

«Ο Όττο είναι απλώς ο Όττο. Κάτι μου λέει πως θα τον ξαναδώ. Δεν είμαι βέβαιος πότε, όμως είμαι σίγουρος πως οι δρόμοι μας θα συναντηθούν. Αγαπούσε την Ελλάδα και μάλιστα ήταν εκείνος που μου έστειλε ένα γράμμα προειδοποίησης. Από όσο μπορώ να καταλάβω, πολεμά ανατολικά»

«Τότε πολύ φοβάμαι, πως δεν πρόκειται να τον ξαναδείς. Πολλά ακούγονται για τις επιχειρήσεις στην Ρωσία. Όπως και να έχει, αυτό που οφείλουμε να κάνουμε τώρα, είναι να είμαστε προσεκτικοί. Από δραπέτες, θα βρεθούμε κρεμασμένοι στο τέλος» μούγκρισε ο Πέτρος.

Ακόμη μία νύχτα θα την περνούσαν στην ελληνική ύπαιθρο, προσωρινά ελεύθεροι. Τα άστρα είχαν σκύψει το λαμπερό τους σώμα και τους φυλούσαν, ο κόσμος θα βρισκόταν στο πλάι τους με στοργή κάποτε, φιλοξενώντας τους και δανείζοντάς τους πολιτικά ρούχα, ώστε να μην ξεχωρίζουν από τους ντόπιους. Ο δρόμος πια θα ήταν μακρύς, η επιστροφή αβέβαιη και τα βάσανα για την Ελλάδα μόλις που είχαν ξεκινήσει. Η πείνα και το κρύο θα γονάτιζαν και το πιο γερό κορμί, την πιο γενναία καρδιά. Υπήρχε κάτι όμως στην ελληνική ματιά. Μία σπίθα περηφάνιας και ανδρείας, που σαν φλογίτσα στιγμιαία σε τσακμάκι, ανά πάσα στιγμή θα μετατρεπόταν σε πυρκαγιά.

Βορειότερα δεν είχε κανένα νόημα να τραβήξουν πια. Ίσα ίσα που θα έπρεπε να κατέβουν και λίγο και να διασχίζουν στη μέση την Ελλάδα μέχρι να συναντούσαν θάλασσα. Διερχόμενα φορτηγά και κάρα, τους είχαν φανεί τρομερά χρήσιμα, ενώ σχεδόν κάθε βράδυ έσκαβαν λαγούμια προκειμένου να κοιμηθούν κάπου με ασφάλεια. Τα πράγματα όπως και να είχε μακριά από την Αθήνα, ήταν ελαφρώς καλύτερα. Τα μαλλιά τους βρομούσαν, ενώ οι ψείρες παχιές παχιές, έκοβαν βόλτες τουλάχιστον μέχρι το μέτωπο. Παρά το ξεψείριασμα που τους είχαν κάνει στα νοσοκομεία, τίποτε δεν είχε σταθεί αρκετό για να τις σταματήσει, η μάχη ήταν άνιση και έτσι τα δύο αγόρια απλά έπαψαν να τις λιώνουν διαρκώς και με μανία. Ο ελληνικός ήλιος τους χάριζε απλόχερα την ελπίδα, αυτός, η απουσία της μάχης και η ακόμη καλύτερη απουσία της γερμανικής γλώσσας. Με τα πολλά παρακάλια, ένα φορτηγό τους μετέφερε κρυμμένους με κατεύθυνση την Πάργα. Ευτυχώς η καλοσύνη του άνδρα, τον οδήγησε να μοιραστεί μαζί τους το λιγοστό του γεύμα. Δεν είχαν ιδέα πόσες ώρες είχαν περάσει και με βεβαιότητα ήταν πολλές, όταν ειδοποιήθηκαν να κατέβουν και πλέον είχε βραδιάσει για τα καλά. Το τοπίο γύρω τους ήταν παντελώς άγνωστο, μα ένα πράγμα ήταν βέβαιο. Πως άκουγαν τους παφλασμούς της θάλασσας. Σαν μαστίγια τιμωρίας, οδυνηρής ίσως προειδοποίησης της υπεροχής της, τα κύματα έγλυφαν τα απόκρημνα βράχια.

«Δεν το πιστεύω πως βλέπω ξανά την θάλασσα» κραύγασε ο Πέτρος λες και είχε πάρει μία ανάσα οξυγόνου πολύτιμη.

«Για την ακρίβεια, την ακούς. Δεν χρειάζεται να την δεις και από κοντά. Το ύψος εδώ είναι αρκετό και το σκοτάδι πίσσα. Καλύτερα μην πλησιάζεις και πολύ στην άκρη» άκουσε την προειδοποιητική φωνή του αδερφού του. Δεν ήταν όμως μωρό πια για να δέχεται ταπεινωτικές υποδείξεις. Φυσικά και είχε τη γνώση του κινδύνου. Ήθελε απλώς απεγνωσμένα να διακρίνει ορίζοντα. Ουρανό καθάριο και τη σελήνη να κρέμεται σαν στολίδι ακριβό και μόνιμης αξίας σε αυτόν εδώ το κόσμο.

Έχοντας σταθεί στην άκρη, ένα χαμόγελο παιδικό σχεδόν, αυλάκωσε το πρόσωπό του. Ο Γρηγόρης, διστακτικός όπως πάντα, είχε μείνει λίγο πιο πίσω, με τις ευχές του στα στοιχεία της φύσης να παραμείνουν γαλήνια, ώστε με οδηγό τους τον μυθικό Ποσειδώνα να κατορθώσουν να ταξιδέψουν προς την στεριά της καρδιάς τους. Είχε σχεδόν αφεθεί να τον παρασύρει το υπέροχο θέαμα, όταν μέσα σε κλάσματα, το έδαφος υποχώρησε και ο αδερφός του βρέθηκε να κατρακυλά στην αλμυρή άβυσσο. Ο Γρηγόρης κραυγάζοντας, έπεσε μπροστά, στο κενό, δίχως καμία σκέψη. Το ταλαιπωρημένο του κορμί χτυπούσε στη στεριά, σε θάμνους κοντούς, σε πέτρες, μέχρι που κατέληξε στο παγωμένο νερό.

«Πέτρο!» ούρλιαξε με απόγνωση, η οποία γιγαντώθηκε μέσα σε κλάσματα, όταν δεν πήρε καμία απολύτως απόκριση.

Ήταν λες και η θάλασσα τον ποθούσε απεγνωσμένα και τον είχε μονομιάς καταπιεί. Ήταν αδύνατον. Ο Πέτρος ήξερε πολύ καλό κολύμπι, όπως και ο ίδιος. Αν όμως είχε χτυπήσει στο κεφάλι του και είχε πνιγεί; Ματωμένος, κουρελιασμένος και γδαρμένος, κολύμπησε σε άγνωστα νερά, δίχως απάγκιο, δίχως λιμάνι. Το φως του φεγγαριού δεν επαρκούσε για να του δείξει τον δρόμο. Φωνάζοντας και κλαίγοντας, αρπάχτηκε από έναν βράχο και πάλεψε να σκαρφαλώσει. Μία μικρή σπηλιά, σαν εβένινο στόμα έχασκε από πίσω του. Αποσταμένος και μισοπεθαμένος, με το κορμί του να τρέμει και με τις μπότες του λιωμένες, ξάπλωσε πίσω για λίγο. Ο Μορφέας ευθύς του επιτέθηκε. Δεν το επέλεξε συνειδητά, απλώς το κορμί του δεν άντεχε πιότερο την κούραση. Σε έναν λήθαργο χαμένος, μεταφέρθηκε νοητά σε μία πτέρυγα νοσοκομείου και στην μορφίνη, με τη βοήθεια της οποίας άντεχε τους πόνους εκείνος και οι κρυοπαγημένοι σύντροφοί του. Πεταμένοι επάνω σε ράντζα, κολλητά σχεδόν το ένα με το άλλο, στοιχισμένα σε δύο σειρές, με σεντόνια ματωμένα, μιας και κανείς δεν προλάβαινε να τα πλύνει, καρτερούσαν εκείνο το υγρό που θα τους χάριζε λίγη γαλήνη, που θα τους βοηθούσε να αποξεχαστούν από τους πόνους. Σχεδόν έβλεπε την εικόνα της νεαρής νοσοκόμας που είχε σκύψει στο προσκέφαλό του.

«Δήμητρα;» ψιθύρισε μέσα στην παραζάλη του. Μονάχα που η εικόνα έσβησε, μία θέρμη ελαφριά τον τύλιξε και μία νεαρή κοπέλα πήρε τη θέση της στο οπτικό του πεδίο.

«Μπαμπά!Ξύπνησε!» φώναξε εκείνη για να εμφανιστεί από το βάθος του μικρού δωματίου, ένας ηλιοκαμένος άνδρας, σχετικά ψηλός και αδύνατος.

«Δόξα τω Θεώ. Είσαι καλά παλικάρι μου;» τον ρώτησε ανήσυχα έχοντας καταλάβει πως ήταν στρατιώτης. Ο Γρηγόρης μόλις συνειδητοποίησε το κακό που τον είχε βρει, σχετικά με την τύχη του Πέτρου, τινάχτηκε επάνω κόντρα στην συνεχή ζάλη.

«Ο αδερφός μου! Γλίστρησε στα βράχια καθώς στεκόμασταν. Είναι εκεί έξω! Μπορεί να κινδυνεύει, πρέπει να πάμε να τον βρούμε! Σας παρακαλώ! Είναι ο μόνος που μου έχει απομείνει..» ψέλλισε με δάκρυα στα μάτια και είδε τον άνδρα και την κόρη του να ανταλλάσσουν βλέμματα ανησυχίας και συμπόνοιας.

«Με τέτοιο σκοτάδι, θα είναι δύσκολο πολύ. Σε λίγο χαράζει όμως. Κάνε υπομονή και σου υποσχόμαστε να βγούμε και να χτενίσουμε τις ακτές» πήρε μία ανάσα «Είμαι ο Μενέλαος και αυτή είναι η Διώνη, η κόρη μου» συστήθηκαν.

«Είμαι ο Γρηγόρης...ένας ξεχασμένος από τον κόσμο φαντάρος. Πριν λίγες μέρες έχασα τον μικρότερο αδερφό μου και τώρα, χάνω τον μεσαίο, τον Πέτρο...» μουρμούρισε με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του»

«Έχασα και εγώ το αγόρι μου...Τον Σωτήρη μου και αδερφό της Διώνης στο μέτωπο» πρόφερε ο Μενέλαος συγκινημένος «Φριζής ήταν το επίθετο»

Στο άκουσμα του επιθέτου, ο Γρηγόρης ανατρίχιασε. Το αγόρι αυτό το γνώριζε. Ήταν μαζί του στο νοσοκομείο, ξεψύχησε βυθισμένο στους πόνους με πόδια σακατεμένα.

«Τον γνώριζα. Λυπάμαι τόσο πολύ. Ξέρετε, υπάρχουν στιγμές που οι εικόνες των χαμένων συντρόφων μου, με στοιχειώνουν. Ακάλεστοι συνήθως, σαν γέρνω λίγο το κεφάλι μου να ξαποστάσω, πάντοτε βυθισμένος σε έναν αγχωμένο ύπνο, σιμώνουν ορδές ολόκληρες εικόνων. Συμπολεμιστές με πρόσωπα ματωμένα, θλιμμένα, πονεμένα, στόματα κενά, κούφια, δίχως να ξεστομίζουν την παραμικρή κουβέντα. Μονάχα εγώ στέκομαι πάντοτε μπροστά τους με ένα γιατί, χαραγμένο στα χείλη μου»

Το χέρι του Μενέλαου απλώθηκε για να χαϊδέψει ανακουφιστικά τα μαλλιά του.

«Ίσως ο Θεός σε έστειλε στο διάβα μας, για να μας εξιστορήσεις τον ηρωικό χαμό του παιδιού μας. Είναι η μόνη παρηγοριά ενός γονιού στα χρόνια αυτά. Πως τουλάχιστον η απώλεια δεν ήταν άδικη, άσκοπη, ανούσια. Μείνε όσο επιθυμείς, εμείς θα σου δώσουμε ρούχα πολιτικά και σε μία ώρα, θα βγούμε για να γυρέψουμε τον αδερφό σου»

«Να σας έχει καλά η Παναγία» αποκρίθηκε ο Γρηγόρης.

Η Διώνη μπροστά του χαμογελούσε θλιμμένα. Με μία κίνηση ντροπαλή, του έδωσε ρούχα καθαρά και αποσύρθηκε στο στενόμακρο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Γολγοθάς του ήταν μεγάλος, ο δρόμος δεν είχε ιδέα πού θα τον οδηγούσε. Οι υποσχέσεις ήταν πολλές, τα όνειρα περισσότερα, σαν βρισκόταν σχεδόν μία ανάσα από την ταραγμένη χρονιά του 42. Πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα; Δεν ήταν ο μόνος που το αναρωτιόταν. Στα πέρατα του κόσμου, μία παρέα είχε σκορπιστεί. Όλοι τους, από όποιο σημείο και αν βρίσκονταν, έκαναν την ίδια ακριβώς σκέψη, έθεταν την ίδια ερώτηση. Άραγε, τα πράγματα θα μπορούσαν πράγματι να γίνουν και χειρότερα; 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro