Ο τελευταίος σταθμός;/ part 4
Στη φωτο ο Γκαμπριέλ
΄΄Γερμανοί Στρατιώτες! Απαλλαγείτε από τον ζυγό της καταπιεστικής ιμπεριαλιστικής και φασιστικής κλίκας! Ελάτε μαζί μας, στο κράτος των αγροτών και των εργατών. Θα σώσετε τις ζωές σας΄΄ ακούγονταν οι αιώνιες ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα, σε μία προσπάθεια των Κόκκινων να πείσουν τους Γερμανούς να λιποτακτήσουν.
«Αυτοί οι Ιβάν έχουν όρεξη νυχτιάτικα» μούγκρισε ο Κοχ, ο οποίος είχε βολευτεί δίπλα στον Όττο και τον Μπάλντερ, μέσα σε ένα υπόγειο καταφύγιο το οποίο όλη μέρα πάλευαν να φτιάξουν σκάβοντας την παγωμένη γη.
«Τώρα θα δουν. Αν πάρω φόρα και πεταχτώ εκεί έξω, δεν θα ακούσουν ποτέ ξανά, ούτε την Κομμουνιστική Διεθνή» συμπλήρωσε ο Όττο προσπαθώντας να βολευτεί σε ένα σημείο, ώστε να αποφύγει το πολύ κρύο.
Δίπλα τους ο Μπάλντερ προτιμούσε όπως πάντα, να μην συμμετέχει σε καμία απολύτως συζήτηση. Εκείνος ως αξιωματικός των Ες-Ες, κάποτε είχε και σαν καθήκον του να στέλνει αναφορές στο Βερολίνο, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την επιχείρηση των Ταγμάτων Θανάτου στα μετόπισθεν. Προκειμένου να πάρει απαλλαγή από τις εχθροπραξίες ή την συμμετοχή του στα εκτελεστικά αποσπάσματα, είχε βρει αυτή τη δουλειά με την οποία ο Χάιντριχ ήταν πολύ ευχαριστημένος. Οι ρόλοι γενικότερα όλων ήταν ρευστοί, εκτός αν εκδήλωνες ανικανότητα ή διαταραχή ως προς την εκτέλεση του καθήκοντος και κατέληγες να κάνεις δουλειά γραφείου, κάπου πίσω στη Γερμανία. Με πατέρα μποξέρ και τον ίδιο να διδάσκει κάποτε και στο ΝAPOLA, το συγκεκριμένο άθλημα, καθώς και με ειδική εκπαίδευση σε Σχολές Αξιωματικών, ο Μπάλντερ ήταν εξίσου καλός και στη μάχη. Αν υπήρχε ωστόσο κάτι που δεν είχε αλλάξει, ήταν ο εσωστρεφής του χαρακτήρας.
Κάποια γεγονότα, είχαν διεισδύσει στην ψυχή του, σαν ενδοφλέβιο δηλητήριο. Όπως ο Όττο φοβόταν να δώσει την εμπιστοσύνη του, εξαιτίας των ατελείωτων τραυματικών του χρόνων με τον Γκούσταφ, έτσι και ο Μπάλντερ δίσταζε να ανοιχτεί συναισθηματικά ακόμη και στους συντρόφους του. Τους Ρώσους μέσα του τους αντιμετώπιζε με σχετική ουδετερότητα, σαν έναν αντίπαλο που απλώς έπρεπε να κερδίσει για να περάσει στην επόμενη πίστα του παιχνιδιού. Αυτό που του έλειπε και που επιθυμούσε να έχει, ήταν μία οικογενειακή ζωή. Ένα σπίτι με τη γυναίκα και τα παιδιά του, όπου θα μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Το ανέμελο παλικαράκι των δεκαοκτώ χρόνων, δεν υπήρχε πια και ήταν αμφίβολο αν θα επέστρεφε. Ακόμη και ο Όττο δεν ήταν βέβαιος κατά πόσο μπορούσε να τον πλησιάσει. Όπως αντίστοιχα ο Γκαμπριέλ των Ρώσων, έτσι και εκείνος, καθόταν μόνος του τις περισσότερες φορές ή εκπλήρωνε μηχανικά τις εντολές. Στο πεδίο της μάχης, ήταν ψυχρός εκτελεστής. Δεν διέθετε τις ικανότητες του Όττο στην κίνηση και στα άλματα, ωστόσο είχε μία παράξενη τόλμη και δεν υποχωρούσε λεπτό. Βαθιά μέσα του, ήθελε να τελειώνει όλο το θέατρο του παραλόγου και να επιστρέψει στην Έστερ ζωντανός. Ήθελε να την ξαναδεί, του έλειπε, μα ποτέ του ως εκείνη τη στιγμή δεν απέβαλε την εικόνα που ο ίδιος είχε σχηματίσει για τον εαυτό του. Πως ήταν ένας Ναζί δολοφόνος και δεν άξιζε σε ένα κοριτσάκι να μεγαλώσει με αυτήν τη ντροπή για πατέρα. Έναν πατέρα που πάλευε νύχτα και μέρα με το τέρας των αντισημιτικών του συναισθημάτων.
Σε ένα χωριό κοντά στη Βυάζμα βρίσκονταν τα γραφεία διοικητικής μέριμνας και ανεφοδιασμού. Το προσωπικό που διέσχιζε τον δρόμο, διέτρεχε τεράστιο κίνδυνο να εκτεθεί σε εχθρικές οβίδες. Μετά από πολλές μέρες μαχών, για λίγο αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τον Κοχ, τον Όττο, τον Μπάλντερ και ακόμη δύο από την πρώτη γραμμή και ο Κοχ ευθύς έστειλε τους αγγελιαφόρους, προκειμένου να τους βρουν προσωρινό κατάλυμα ανάπαυσης. Η αποτελεσματικότητα της εντολής ήταν άμεση σχεδόν και βρέθηκαν να βαδίζουν σε μία πέτρινη κατοικία στη μέση του πουθενά. Ο ήχος τρεχούμενου νερού, προερχόμενου από μία ανοιχτή στέρνα που βρισκόταν κοντά στην μισογκρεμισμένη του βεράντα, ήταν μία νότα ευχάριστη. Σαν μπήκαν στο εσωτερικό και οι πέντε, παρατήρησαν πως τα έπιπλα ήταν ελάχιστα και το μέρος αποτελούνταν από δύο καθιστικά, χωρισμένα με έναν τοίχο, τα οποία διέθεταν και ξεχωριστή πόρτα.
Μία καμπουριαστή ηλικιωμένη γυναίκα, πάλεψε να τους ετοιμάσει ζεστό νερό για να κάνουν μπάνιο σε έναν βαθύ χάλκινο κουβά. Φυσικά θεωρήθηκε πολυτέλεια, μιας που το κρύο ήταν αφόρητο και τα κορμιά τους πονούσαν και μόνο εξαιτίας των χαμηλών θερμοκρασιών. Με τρόπο, η ηλικιωμένη τους έπεισε να βγάλουν τις λασπωμένες και φθαρμένες τους στολές, προκειμένου να καθαριστούν. Ο μοναδικός που αρνήθηκε ήταν ο Όττο, που προτίμησε να πλύνει ο ίδιος την γούνινη πλέον χλαίνη του. Η ηλικιωμένη ωστόσο, με τη βοήθεια ακόμη μίας, δουλικά σχεδόν, έκαναν σοβαρή προσπάθεια να ξύσουν τις στρώσεις βρομιάς από τα σώματα των στρατιωτών. Ενώ ο Κοχ φάνηκε να απολαμβάνει τον καλλωπισμό, ο Όττο άστραψε και μόνο στην ιδέα να τον αγγίξει ξένο χέρι. Ήταν το μόνο που μισούσε, που του δημιουργούσε νευρικότητα, που έκανε όλους τους μυς του κορμιού του να σαλεύουν με αμηχανία. Εξάλλου, δεν υπήρχε καλύτερη μορφή ανάπαυσης, από ένα έστω και χλιαρό πλύσιμο, ολομόναχος δίχως κανέναν άλλο εκεί κοντά.
Κατά το σούρουπο, αντιλήφθηκαν πως στο ένα δωμάτιο, το διπλανό, έμεναν τουλάχιστον τρεις ακόμη γυναίκες και παιδιά, καθώς και ένας γέρος που δεν μιλούσε ποτέ. Οι νεαροί άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία δεν φαίνονταν πουθενά, καθώς όλοι είχαν απορροφηθεί στον Κόκκινο Στρατό. Παρά το τσουχτερό κρύο και το παγωμένο τοπίο ολόγυρα, ο Όττο βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα μισογκρεμισμένο τειχάκι. Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων και είδε από μακριά να καταφθάνει με προσοχή μία έγκυος γυναίκα, την οποία βαστούσαν άλλες δύο. Ξαπλωμένος την κοιτούσε ανάποδα, με τα κυανά του μάτια να σπινθηρίζουν στη σκέψη του βρέφους. Οι κοπέλες που τη βοηθούσαν, πιθανότατα να είχαν θεωρήσει τη στάση του χαριτωμένη, όπως ενός κατοικίδιου που ξαπλώνει με χάρη για να υποδεχτεί αυτούς που αγαπά. Σε αντίθεση με εκείνον, ο Μπάλντερ κρυφοκοιτούσε από τον τοίχο, στο πλαϊνό μέρος του οικήματος, ενώ ο Κοχ ασχολούνταν με το όπλο του καθαρίζοντάς το. Οι άλλοι δύο περισσότερο κοιτούσαν τις γυναίκες, παρά τη δική τους δουλειά.
Σύντομα, οι κραυγές της εγκύου έσκισαν τον αέρα. Τα ουρλιαχτά της τρυπούσαν τα αφτιά όλων, μα ο Όττο πλέον ήξερε, πως αυτή η δύναμη της γυναίκας, σύντομα θα έφερνε στο φως μία νέα ζωή. Άραγε πώς να ήταν η πορεία αυτού του μωρού; Μήπως θα ήταν καλύτερα να παρέμενε στη ζεστασιά της κοιλιάς; Ο Κοχ από την άλλη, είχε δει με τα μάτια του δύο άνδρες των Ταγμάτων Θανάτου, να πραγματοποιούν βίαιη Καισαρική σε έγκυο γυναίκα, με το νεογέννητο να καταλήγει χτυπημένο σε ένα τοίχο και τον ένα από τους δύο να ουρλιάζει στον άλλο σε έξαλλη, αρρωστημένη κατάσταση εξαιτίας του σοκ. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί ο δολοφόνος νεκρός με μία σφαίρα στο κρανίο σφηνωμένη και ο άλλος, να πέσει από τα πυρά των υπολοίπων, καθώς είχε πάθει νευρικό κλονισμό. Φυσικά, η Βέρμαχτ πολλές φορές, είτε βοηθούσε συμμετέχοντας στο ξεκλήρισμα των αμάχων κυρίως των Εβραίων, είτε τραβούσε φωτογραφίες σε ένα μέτωπο που κανένας ηθικός φραγμός δεν υπήρχε από καμία πλευρά. Μόλις το κλάμα του μωρού αντικατέστησε τα σπαρακτικά ουρλιαχτά της μητέρας, ο Όττο πρόσεξε τον Μπάλντερ που σαν αίλουρος και ακροπατώντας, πλησίαζε προς την διπλανή πόρτα καθοδηγούμενος από την περιέργεια του μικρού Ιβάν. Από τότε που οι δυο τους είχαν συζητήσει για την ημέρα δολοφονίας του Στάινερ, η κατάσταση της συμπεριφοράς του είχε χειροτερέψει. Κλεινόταν ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, κατόπιν μηχανικά εκτελούσε με ακρίβεια τις στρατιωτικές εντολές και στα ελάχιστα διαλείμματα, εξαφανιζόταν. Με τον Όττο, δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις και στην τελική, τους βάραιναν αμφότερους πολλά προβλήματα για να ασχοληθούν ο ένας με τη συμπεριφορά του άλλου.
Φτάνοντας στο κατώφλι συγκρατημένα, πρόσεξε πως το βρέφος βρισκόταν σε ένα αυτοσχέδιο καλάθι, για όσο οι γυναίκες είχαν περικυκλώσει τη μητέρα, καθαρίζοντάς την. Σιωπηλός, έφτασε κοντά του και το κοίταξε. Ήταν κορίτσι. Για λίγο, πλησίασε ένα δάχτυλο κοντά στο μικρό της χέρι και την είδε ασυναίσθητα να παλεύει να το κλείσει στην βελούδινη χούφτα της. Ένα ρυάκι που ξεκινούσε ύπουλα από χαμηλά, ένα ρυάκι πόνου έφτασε ως τα μάτια του. Στην γέννηση της Έστερ δεν ήταν εκεί, στα πρώτα της βήματα δεν ήταν εκεί, δεν την ένιωσε ποτέ στο στήθος του, δεν την φίλησε, η πατρική του φιγούρα απουσίαζε. Άραγε πού να ήταν ο πατέρας της μικρής; Κυλιόταν στις λάσπες του μετώπου. Πιθανότατα το πτώμα του να βρισκόταν πεταμένο στις παγωμένες εκτάσεις, ώσπου το χιόνι θα το κάλυπτε για να το ξεβράσει απόκοσμα ο ερχομός της Άνοιξης, που με την σάπια της ανάσα σε μία γη καταραμένη, θα έδινε ζωή στον αληθινό καμβά της φρίκης, που ο μανδύας του Χειμώνα εύστοχα κάλυπτε.
Πλησιάζοντας τη μητέρα, της άφησε στα πόδια ένα γλύκισμα. Τίποτε άλλο δεν είχε μαζί του. Ευτυχώς, οι άνδρες του ανεφοδιασμού τους, ρισκάροντας σαν πεινασμένα τσακάλια, είχαν εντοπίσει μία ρωσική αποθήκη, βρίσκοντας ξινολάχανο και λίγο κρασί.
Το βρέφος έμοιαζε ανήσυχο, έκλαιγε σπαρακτικά με το μουτράκι του να κοκκινίζει ολόκληρο από την πίεση. Ο νεαρός άνδρας τότε, έβγαλε από την τσέπη του μία φυσαρμόνικα, ξεκινώντας να παίζει το Άγια Νύχτα και το Ω, έλατο μιας που η μέρα ήταν κατάλληλη. Ποτέ και κανείς δεν τον είχε ακούσει να παίζει σκοπούς με τη φυσαρμόνικα, εκτός από τη Χάνι, όταν ακόμη εκείνος ήταν έφηβος και ήλπιζε πως τραγουδώντας της, θα κέρδιζε την προσοχή της και σιγά σιγά θα γίνονταν κάτι παραπάνω από φίλοι. Θυμόταν τον εαυτό του να τρέχει στις πλούσιες γειτονιές του Βάνζεε, παίζοντας σκοπούς και χοροπηδώντας, με τη Χάνι να γελά και να τον πειράζει. Τα χέρια του ξεκίνησαν να τρέμουν στην βίαιη ανάμνηση και ο σκοπός έγινε φάλτσος. Το βρέφος είχε κοιμηθεί, οι ένοικοι τον ευχαριστούσαν και εκείνος απομακρύνθηκε απότομα.
Φυσικά, δύο γκριζοντυμένοι Ιερείς της μεραρχίας πραγματοποίησαν μία λειτουργία για χάρη της ημέρας. Είχαν πλέον μετακινηθεί προς το μέτωπο και τώρα βρίσκονταν βυθισμένοι σε ορύγματα προσπαθώντας να ζεσταθούν ο ένας με το κορμί του άλλου. Η συντροφικότητα, η επίγνωση ότι καθένας είχε την ίδια σχεδόν λαχτάρα να βρεθεί σπίτι του, κάποτε λειτουργούσε ανακουφιστικά, ενώ τα χριστουγεννιάτικα δέματα μοιράστηκαν σε ίσα μέρη. Τραγούδια απαλά, ακούγονταν δειλά από τις τρύπες των καταφυγίων όταν επιτέλους έφτασε η αλληλογραφία. Ο Όττο έβλεπε τους νεαρούς να τρέχουν να την αρπάξουν και η καρδιά του βούλιαξε. Πόσο άσχημο, πόσο μοναχικό να μην περιμένεις να λάβεις λίγη αγάπη, λίγη ελπίδα, να μην σου ανοίγεται καμία αόρατη αγκαλιά, να μην σε προσμένει κανείς να επιστρέψεις. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος, που για πρώτη του φορά δεν επισκέφτηκε το βρέφος. Έβλεπε σε εκείνη τη γέννηση μία ματαιότητα, όπως τελικά είχε δει και στην δική του ζωή.
Οι δύο Εβραίοι που τον αγάπησαν αληθινά, πιθανότατα να μην ζούσαν πια. Εκείνος συνέχιζε την πορεία και τη μάχη, αρπαγμένος ακόμη από την ελπίδα της αντάμωσης. Σκέφτηκε για δευτερόλεπτα, την θαλπωρή της οικογένειας των Ρώσων.
΄΄Όσο και αν σε συμπάθησαν ή λυπήθηκαν ίσως, δεν παύεις να είσαι ναζί στρατιώτης. Το όπλο στράφηκε ξανά εναντίον σου, τη στιγμή που εσύ κατέβασες το δικό σου κάποτε, παρά τον πόνο σου και τη δυστυχία σου για να βοηθήσεις. Ίσως έπρεπε να είχες ακολουθήσει τον Λούκα, μα πίστεψες, πως αν ανέβαινες ιεραρχικά, θα πρόσφερες στην πορεία ανακούφιση σε αθώους. Ήδη έχεις βοηθήσει πολλούς΄΄ έκανε μία παύση και κοίταξε ψηλά ΄΄Τέτοιες μέρες, ίσως οι ουρανοί να είναι ανοιχτοί για μία ευχή ενός αμαρτωλού δολοφόνου. Πόσο θα ήθελα να ξαναδώ εκείνη, να νιώσω για λίγο άνθρωπος, νεαρός ποθητός και ερωτεύσιμος από μία γυναίκα, με την οποία είμαι επίσης ερωτευμένος από παιδί. Αντί αυτού, βλέπω τους πάντες σχεδόν να λαμβάνουν γράμματα, γιατί πολύ απλά ποιος θα επιθυμούσε να στείλει σε εμένα; Ποιος με θυμάται; Ποιος νοιάζεται για ένα σκουπίδι με τατουάζ την ομάδα αίματός του; ΄΄
Ήταν τότε που τον πλησίασαν με έναν φάκελο.
«Αυτός είναι για εσένα» του είπαν και έξω ακριβώς, είδε το όνομα της θείας του της Ροζίνα. Ένα χαμόγελο τεράστιο απλώθηκε στο πρόσωπό του, για να σβήσει στη θέα του Μπάλντερ. Τελικά υπήρχαν και χειρότερα. Εκείνος δεν είχε λάβει κυριολεκτικά τίποτε.
Με το μυαλό του ακόμη απασχολημένο, άρπαξε το γράμμα και βγήκε σχεδόν παραδομένος στη χιονοθύελλα. Μέχρι δύο κιλά ήταν το όριο και αυτό το μικρό δέμα, σε μορφή φακέλου, άγγιζε στα σίγουρα τα όρια. Ανοίγοντάς το με λαχτάρα, μία απαλή μυρωδιά από κέικ και τζίντζερ, γαργάλησε τα ρουθούνια του. Σπίτι, Βερολίνο μίας άλλης εποχής. Η μυρωδιά προερχόταν από ένα μικρό κεράκι σε σχήμα αστεριού και ένα γράμμα από τη θεία του που του ευχόταν Καλές Γιορτές και πως τον καρτερούσε να επιστρέψει. Αυτό που του έκανε εντύπωση, ήταν οι τελευταίες γραμμές.
΄΄Είχα στο μυαλό μου να σου γράψω και οι γιορτές μου έδωσαν την ευκαιρία. Αυτός ο φάκελος όμως περιλαμβάνει στην ουσία και ένα γράμμα, που ξεχασμένο βρήκα στο διαμέρισμά σου στο Βερολίνο. Ευτυχώς δεν τον είχαν προσέξει και έτσι το πήρα και απλώς πρόσθεσα το επιπλέον χαρτί στο φάκελο, βάζοντας δικά μου στοιχεία για να μην κινήσουμε τις υποψίες. Είναι από την Ελλάδα και από έναν νεαρό που φαίνεται να σε αγαπά. Βρήκα και μία ξύλινη, μικροσκοπική βαρκούλα. Στην έβαλα μέσα και αυτή΄΄
Το μικρό καΐκι, ονομαζόταν Ελπίς. Ο Όττο δεν είχε ιδέα τι σήμαινε αυτό, μήτε μπορούσε να το διαβάσει, αλλά η συγκίνηση τράνταξε το κορμί του.
«Είσαι ένας τρελοέλληνας, μα γι' αυτό σε αγαπώ. Δεν με εγκατέλειψες ποτέ. Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω, μα δεν θέλω να βρεθώ στη χώρα σου φορώντας τη ναζιστική στολή. Θέλω όταν θα ανταμώσουμε, να είμαι ντυμένος με ένα απλό, λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα παντελόνι, ακόμη και λινό. Αντί για κράνος, να φορώ ένα ψάθινο καπέλο και να γελάμε παίζοντας με την θάλασσα που τόσο έχω αγαπήσει μέσα από τις αφηγήσεις σου. Εύχομαι κάποτε, να δεις την γαλανόλευκη να κυματίζει στην πατρίδα σου ξανά και εγώ μία άλλη σημαία»
Οι σκέψεις του διακόπηκαν, από τον Μπάλντερ που πλησίασε κακόκεφα για πρώτη φορά. Τα μάτια του ίσα που τον κοιτούσαν, ωστόσο κάθισε δίπλα του και κοίταξε τη βάρκα. Την πήρε και την επεξεργάστηκε με βλέμμα απλανές σχεδόν, επιστρέφοντάς του την πίσω. Κατόπιν, του έδειξε τη φυσαρμόνικα και ο Όττο χαμογέλασε. Ο Μπάλντερ έπαιξε έναν σκοπό εορταστικό και η μελωδική φωνή του Όττο, έφερε ελάχιστη χαρά στους συντρόφους τους που έτρεμαν βουτηγμένοι στα ορύγματα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro