Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ο τελευταίος σταθμός; /part 2

Στη φωτό ο Αλεξ

Ένιωσε το κορμί του να τρέμει, ενώ με το δεξί του χέρι πάλεψε να καλύψει τα γεννητικά του όργανα. Ο Γουίλεμ αντιλήφθηκε την αμηχανία του και απέστρεψε το βλέμμα του. Τον ζύγιζε. Δεν ήταν βέβαιος αν μπορούσε να αφεθεί στα συναισθήματά του ρισκάροντας το κεφάλι του με αυτόν τον Εβραίο. Αν κάτι πήγαινε στραβά, θα τον σκότωνε την επόμενη στιγμή. Ήθελε όμως να φτάσουν σε αυτό το σημείο; Ακόμη δεν ήταν βέβαιος. Το ουδέτερα ψυχρό του ύφος θρονιάστηκε για ακόμη μία φορά στα μάτια του. Είδε έναν άνδρα αδύνατο, με μία ταινία στο αριστερό του χέρι που έγραφε Λαγκερφριζέρ. Ήταν ο κουρέας που μαζί με άλλους πέντε τουλάχιστον, θα ολοκλήρωναν την μετατροπή των νεοφερμένων σε κρατούμενους. Ο Χανς οδηγήθηκε κοντά σε έναν μακρύ πάγκο, όπου οι κουρείς, τραχύς και ανόρεχτοι, ξύριζαν κυριολεκτικά κάθε σημείο του σώματός τους. Κάθε λεπτό που περνούσε, η ταυτότητά του εξανεμιζόταν, η καρδιά του γέμιζε μίσος. Έφτασε στο σημείο, σχεδόν να ανατριχιάσει με τις ίδιες του τις σκέψεις. Εκείνος, ένα φιλήσυχο αγόρι, μία καλή και ρομαντική ψυχή, είχε ξεκινήσει να σκέφτεται τρόπους για να σκοτώσει τους βασανιστές του και αυτόν. Αυτόν που τόσο αδιάντροπα τον κοιτούσε, με εκείνη την αρρωστημένη λαιμαργία. Τα ατρόχιστα ξυράφια, περισσότερο τους ξερίζωναν τα μαλλιά, παρά τα κούρευαν. Έπρεπε όμως να το υποστεί και αυτό. Όταν ο κουρέας τελείωσε επιτέλους, σειρά είχε το τατουάζ. Πλέον είχε τον αριθμό 62002. Το Χανς Ντόνερ είχε σβήσει για τους Ναζί, μα όχι για τον ίδιο.

Μία γροθιά στην πλάτη, τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Τώρα τον έσπρωχναν στην εφεκτενκάμερ, εκείνον και άλλους πενήντα τουλάχιστον. Στο εσωτερικό υπήρχαν πολλά ντους. Εκείνος θα μοιραζόταν το δικό του με ακόμη δύο. Εβραίοι και εκείνοι, μα για κάποιον λόγο ο Χανς δεν επιθυμούσε καμία επαφή για την ώρα με κανέναν. Είχε χάσει όλη του την οικογένεια σε μία μέρα, εκτός της Χέλγκα που είχε εξαφανιστεί. Πλέον ήταν σχεδόν βέβαιο για εκείνον πως δεν ζούσε. Μία κοπέλα ολομόναχη εκεί έξω, με τόσους θανάσιμους κινδύνους και μάλιστα Εβραία, δεν είχε σχεδόν καμία πιθανότητα. Εξάλλου, η έξοδος από το γκέτο ήταν αδύνατη σχεδόν. Πιθανότατα να είχε αφήσει την τελευταία της πνοή βασανιστικά. Τελειώνοντας το ντους, ένιωσε στο δέρμα του ένα ισχυρό ψέκασμα με ένα υγρό δύσοσμο, το οποίο έφτασε στις μασχάλες του και στη ηβική χώρα τσούζοντάς τον, εξαιτίας του κοψίματος από το κούρεμα.  Μισοβρεγμένος και νιώθοντας σαν σκυλί αδέσποτο, έφτασε στις αποθήκες των ρούχων στο Μπλοκ 27, ώστε να αρπάξει ένα ριγέ κουρέλι. Όσο καθυστερούσε, τόσο ήταν και το ξύλο που έτρωγε. Το χειρότερο κομμάτι ήταν τα τσόκαρα ή ξυλοπάπουτσα. Χειρότερα και από το βρώμικο πουκάμισο, το παντελόνι και το σακάκι από λινάτσα.

Διψασμένος και πεινασμένος, σωστός παλιάτσος μέσα στα ρούχα του, στάθηκε σε έναν δρόμο πίσω από τα Μπλοκ. Εκεί είχαν στηθεί τραπέζια για να κάνουν εγγραφή και εκεί του ζήτησαν όλα τα πιθανά και απίθανα στοιχεία. Κατευθυνόμενος λοιπόν προς τα τραπέζια, καθώς πλησίαζε η σειρά του, είδε τον Γουίλεμ να έρχεται φουριόζος και να τον αρπάζει βίαια από το μπράτσο.

«Αν σε ρωτήσουν για επάγγελμα, να πεις γιατρός»

«Δεν έχω ιδέα από ιατρική» του γρύλισε ο Χανς.

«Το γνωρίζω πως είσαι ένα αμόρφωτο, εβραϊκό απόβρασμα, απλώς κάνε αυτό που σου λέω δίχως ερωτήσεις»

«Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί προσπαθείς να με γλιτώσεις; Γιατί εμένα; Για να με δεις να βασανίζομαι δίχως τους δικούς μου; Ή μήπως υπάρχει κάτι άλλο;» ρώτησε κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια. Οριακά κατόρθωσε να διακρίνει τον τρόμο στον άνδρα απέναντί του, μέχρι οι ίριδές του να τον καταπιούν.

«Για να σου δημιουργώ αγωνία για την ημέρα που θα τα τινάξεις. Εκτός αν προτιμάς ας πούμε, να άρω την υποτυπώδη προστασία και να σε αφήσω στο έλεος. Τα βράδια ειδικά με τόσο κρύο και χιόνι, θα αποτελέσεις ένα υπέροχο θέαμα δεμένο σε έναν πάσσαλο, μέχρι να σαπίσεις από την παγωνιά. Τι λες;»

«Δεν θα το έκανες» πάτησε το πρώτο κουμπί και είδε μία ξαφνική οργή να συσσωρεύεται και να διαγράφει τις κυανές φλέβες στον λαιμό και στους κροτάφους του. Μία γροθιά προσγειώθηκε στο πρόσωπό του, κάνοντάς τον να φτύσει αίμα.

«Δοκίμασέ με!» του γρύλισε και τον έσπρωξε στο σημείο της εγγραφής.

Με την ανάστροφη του χεριού του, σκούπισε το άλικο υγρό. Μετά και από αυτό, ακολουθούσε η μοιρασιά της σούπας. Μίας σούπας αραιής, με σκληρά πράγματα να κολυμπούν, διεγείροντας την φαντασία την οργιώδη του καθενός, ώστε να μαντέψει τι ήταν. Κατόπιν, ακολουθούσε το προσκλητήριο και το σχέδιο που ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένο για τον Χανς. Το να μπει υπό τη σκέπη ενός καλού κομάντο και πλέον, με την ιδιότητα του δήθεν γιατρού, μπορούσε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στην περίπτωση της παιδικής του φίλης, τα πράγματα κυλούσαν περίφημα. Το σχέδιο του Στάνισλαβ, είχε πετύχει απόλυτα, με αποτέλεσμα να προστατέψουν εξαιτίας της ψεύτικης πανδημίας, τους Εβραίους του γειτονικού γκέτο. Η Χέλγκα είχε βρει τους ρυθμούς της και ακόμη περισσότερο, διδαχθεί πολλά πράγματα πλάι στον Πολωνό γιατρό. Σιγά σιγά οι ελάχιστες γνώσεις της παιδιατρικής που είχε αποκτήσει από την ολιγόχρονη φοίτησή της στο Βερολίνο, προτού διακοπεί, είχαν εξελιχθεί σε περιποίηση ασθενών και κάποτε, ακόμη και σε απλές χειρουργικές επεμβάσεις με την επίβλεψη του φίλου του Στάνισλαβ. Το μυαλό της και η δίψα της για μάθηση, την βοηθούσαν και απορροφούσε σαν σφουγγάρι όλες τις πληροφορίες. Πλέον κανείς δεν γνώριζε την αληθινή της ταυτότητα, το γεγονός πως ήταν Εβραία. Είχε καθόλα απορροφηθεί από την καθημερινή ζωή και πλέον το Χέλγκα Στρέτερ δεν ομολογούσε την ιστορία πίσω από την πανέμορφη γυναίκα που φιλοξενούνταν στο σπίτι της οικογένειας του κυρίου Στάνισλαβ.

Ένα μουντό πρωινό και ενώ εκείνος βρισκόταν από νωρίς στο ιατρείο,η Χέλγκα παρακολουθούσε με θλίψη τις νιφάδες που έπεφταν από έναν ουρανό γαλακτερό, χλωμό και αρρωστημένο. Προσπαθούσε με πολύ κόπο να χαλιναγωγήσει τις άσχημες σκέψεις της. Το κρύο ήταν αβάσταχτο και εκείνος, ο άνδρας της καρδιάς της, βρισκόταν έξω, σε έναν άγνωστο προορισμό. Αν η Γερμανία έχανε τον πόλεμο, που το ευχόταν και η ίδια για το καλό της ανθρωπότητας, ο Όττο δεν θα μπορούσε να σταθεί πουθενά σε αυτόν τον κόσμο. Θα έπεφταν όλοι επάνω του να τον καταβροχθίσουν όσους φίλους και αν είχε αποκτήσει. Φυσικά, υπήρχε πάντοτε η ιδέα πως θα μπορούσε να μη βρίσκεται καν εν ζωή. Παλεύοντας για ακόμη μία ημέρα να αποβάλει αυτές τις θορυβώδεις σκέψεις, φόρεσε ένα ζεστό πανωφόρι και βγήκε έξω με κατεύθυνση το ιατρείο. Ο Στάνισλαβ την καρτερούσε πάντοτε με ευγένεια και ενώ δεν είχαν προλάβει ούτε πέντε λεπτά να περάσουν από την άφιξή της, ένας επίμονος χτύπος στην πόρτα και η αιώνια γερμανική διάλεκτος, έκανε και τους δύο να παγώσουν.

«Με κατάλαβαν!» πρόφερε ψιθυριστά εκείνη «Όλη αυτή η λύσσα δεν εξηγείται διαφορετικά» ψέλλισε ξανά με τον φόβο να την κυριεύει.

«Ηρέμισε και πάνω από όλα μην δείχνεις ένοχη. Είσαι μία ντόπια νοσοκόμα και αυτό είναι όλο. Αυτό θα πούμε, εκτός αν έχεις καλύτερη ιδέα» πάλεψε να την καθησυχάσει, όταν αποφάσισαν να ανοίξουν την πόρτα για να δουν έναν ένστολο να τους χαιρετά ναζιστικά και τα ψυχρά του μάτια να καρφώνονται ευθύς αμέσως στη Χέλγκα.

«Εσάς δεσποινίς, πώς σας λένε;» την ρώτησε κοφτά.

«Χέλγκα Στρέτερ» απάντησε εκείνη με απάθεια και σχετική περηφάνια.

«Τα γερμανικά σας είναι άψογα» πρόφερε ο άνδρας.

«Μάλιστα. Στην ουσία είμαι Γερμανίδα που ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Πολωνία, από τα ανατολικά»

«Μάλιστα» έκανε μία παύση και την πλησίασε ξεκινώντας να κόβει κύκλους γύρω της σαν το αρπακτικό. «Χρειαζόμαστε νοσοκόμες στα ανατολικά. Οι τραυματίες μας είναι πολλοί και χρήζουν άμεσης φροντίδας. Ρώτησα και έμαθα για το ιατρείο αυτό και για τα άτομα που εργάζονται. Ορισμένοι ντόπιοι έχουν να πουν τα καλύτερα για εσάς δεσποινίς. Πως είστε πολύ προσεκτική και έμπειρη. Υπέθεσα λοιπόν, πως θα σας είναι μεγάλη η ευχαρίστηση να υπηρετήσετε τους στρατιώτες μας που αδιάκοπα πολεμούν για τη χώρα και τον Φίρερ μας»

΄΄Μόλις περιέγραψες το παντοτινό μου όνειρο΄΄ σκέφτηκε η Χέλγκα όταν στο μυαλό της δημιουργήθηκε μία σύνδεση. Αν πράγματι πήγαινε στα ανατολικά με τον ρόλο της νοσοκόμας, τότε υπήρχε και μία πιθανότητα να συναντούσε εκείνον και επίσης, θα βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά από τα σιχαμερά στρατόπεδα και τα εξαθλιωμένα γκέτο. Στη σκέψη και μόνο πως ίσως τον αντίκριζε, εκείνον, ζωντανό, ολοζώντανο, η καρδιά της ξεκίνησε να φτερουγίζει.

«Δέχομαι» απάντησε και ειλικρινά ήταν βέβαιη πως δεν είχε ρίξει ούτε μισή σταγόνα σκέψης και λογικής. Θα περιποιούνταν τραυματίες ναζί. Αυτούς που υπό άλλες συνθήκες θα την έσφαζαν, αυτούς που είχαν σκοτώσει σαν τα κουνέλια στους αγρούς παιδιά και γυναίκες, δίχως δεύτερη σκέψη. Όμως ήθελε να τον συναντήσει.

«Χαίρομαι πολύ για την θετική σας απάντηση» την χαιρέτησε ξανά ναζιστικά, μονάχα που εκείνης της διέφευγε πως έπρεπε να ανταποκριθεί αναλόγως. Ο αξιωματικός έφυγε και μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, τα μάτια της κατρακύλησαν στη γη. Ο Στάνισλαβ είχε μείνει να την κοιτάζει αβέβαιος για την επόμενη κουβέντα.

«Πώς αποφάσισες να δεχτείς;» την ρώτησε μονάχα λίγα λεπτά αργότερα.

«Ίσως έτσι να είμαι ασφαλής» του απάντησε αβέβαια και κυριολεκτικά ήταν σίγουρη πως δεν τον είχε πείσει ούτε για μία στιγμή.

«Αν κάποιος σε αναγνωρίσει και σε προδώσει; Εδώ τουλάχιστον είσαι περισσότερο ασφαλής» έκανε μία παύση και την κοίταξε ξανά «Υπάρχει κάποιος στο μέτωπο. Κάποιος που θέλεις να δεις»

«Όχι, σε βεβαιώνω...» προσπάθησε να το αρνηθεί.

«Είμαι αρκετά μεγαλύτερος για να αντιλαμβάνομαι τα σημάδια μίας ερωτευμένης γυναίκας. Εσύ ωστόσο δεν είσαι απλώς ερωτευμένη. Τον αγαπάς πολύ αυτόν τον τυχερό στρατιώτη» δεν είπε λέξη παραπάνω, μα ούτε και η Χέλγκα.

Πλέον, το μέλλον της έμοιαζε αβέβαιο, έμοιαζε να καταρρέει όπως και χιλιάδες άλλα οικοδομήματα γύρω της τα τελευταία χρόνια. Οικογένεια δεν είχε, μήτε φίλους καρδιακούς. Για λίγο, έβγαλε από την τσέπη της μία φωτογραφία που ήταν μοιρασμένη σε όλη την παρέα. Ήδη οι δύο θα ήταν απόντες από την τελική τους συνάντηση σε μία μέρα ελευθερίας. Ο Λούκα και ο Βίνφριντ δεν υπήρχαν πια και ποιος ξέρει τι είχαν απογίνει ο Χανς και η Κρίστα; Απεγνωσμένα πάλευε από κάπου πιαστεί. Η μόνη της ελπίδα ήταν εκείνος. Ήθελε να βρεθεί κοντά του και ας ήταν το τελευταίο που θα έκανε και ας ήταν η τελευταία της χαρά. Όλα προσωρινά ήταν, όλα ανήκαν στο εδώ και τώρα. Χάιδεψε τα πρόσωπα ένα προς ένα, με τα δάκρυα να κυλούν στα μάτια της αβίαστα. Ο γλυκός της Λούκα ήταν μία απώλεια που της είχε στοιχήσει όσο τίποτε, μαζί με εκείνη των γονιών της, της άγνωστης τύχης της οικογένειάς της γενικότερα.

΄΄Δεν με νοιάζει τίποτε πια. Θα κυνηγήσω την ευτυχία μου και η ευτυχία μου, είσαι εσύ πλέον. Ξέρω πως είσαι ζωντανός. Το νιώθω και θέλω να έρθω να σε βρω ακόμη και αν είναι να περιποιούμαι σιχαμένους ναζί. Αν ο χρόνος μας στη γη αυτή είναι λίγος, θέλω τουλάχιστον να σε αντικρίσω για μία τελευταία φορά΄΄

Ο Όττο ωστόσο, θυμόταν την κατάσταση στην οποία είχαν βρεθεί ένα μήνα πριν περίπου, όταν συνάντησε τους άνδρες του Κοχ. Η κατάστασή τους ήταν άθλια, και το κρύο ανυπόφορο. Κάποτε αντίκριζαν τους Σοβιετικούς, οι οποίοι έκαναν περιπολία με τα χειμερινά τους ρούχα, τις χλαίνες τους τις ζεστές και τα βάλενκι, τα ρωσικά υποδήματα, κατασκευασμένα από μάλλινη τσόχα. Εκείνοι πάλι, βρίσκονταν χωμένοι στο έδαφος, στα προσωρινά τους καταλύματα καθώς δεν διέθεταν ιματισμό, εκτός του Όττο, ο οποίος έχοντας ράψει κατάλληλα τη στρατιωτική του στολή, έβγαινε επιδεικνύοντας την γούνα του, μήπως έτσι έσπαγε το ηθικό τους και το πιστεύω τους, πως στην κυριολεξία δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.

Ο Μπάλντερ τον είχε αντικρίσει δυσκολευόμενος να πιστέψει πως ήταν ζωντανός. Δεν καθυστέρησε πολύ εκείνη την ημέρα, τον άρπαξε παράμερα και το πρώτο πράγμα που τον ρώτησε, ήταν να του αφηγηθεί για την τύχη του Στάινερ. Κάθισε σιωπηλός καθόλη τη διάρκεια της αφήγησης και άφησε τον Όττο να ολοκληρώσει.

«Επομένως, εκείνος ο Ρώσος δεν είπε ψέματα» μουρμούρισε στο τέλος,πάντοτε με το τσιγάρο στο στόμα.

«Σε ποιον αναφέρεσαι;» ρώτησε ο νεαρός.

«Τον γνωρίζεις καλύτερα από όσο θέλεις να παραδεχτείς. Τελοσπάντων, στη μάχη για την επιβίωση, γίνονται πολλά, ακόμη και...προσωρινές φιλίες» γρύλισε.

«Δεν είμαι φίλος με τον Ρώσο»

«Μην τρέφεις αυταπάτες» του απάντησε ο Μπάλντερ «Εδώ που φτάσαμε, τίποτε δεν είναι βέβαιο. Όλο αυτό εξάλλου, είναι ένα σαθρό οικοδόμημα που όταν πια καταρρεύσει εντελώς, δεν θα μας λυπηθεί κανείς. Θα μας ξεσκίσουν αν χάσουμε»

«Ο αδερφός σου πέθανε από ναζιστικό χέρι» πρόφερε ο Όττο, μα η απάντηση που πήρε τον ξάφνιασε.

«Πέθανε υπερασπιζόμενος Εβραίους. Ο Στάινερ δεν έκανε ποτέ του διακρίσεις. Αγαπούσε τον άνθρωπο απλά και εντύπωση μου έκανε, πως όλος αυτός ο πόλεμος, αυτή η κτηνωδία δεν τον άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. Δεν τον μετέτρεψε σε δολοφόνο, δεν τον έκανε να σέβεται λιγότερο την ανθρώπινη ζωή, έμεινε αναλλοίωτος. Ξέρεις τι λένε; Πως στην πράξη φαίνεται ο άνθρωπος τελικά και ο Στάινερ προτίμησε να δώσει τη ζωή του για εκείνους» δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του σαν βαστούσε τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του. Άλλοτε, θα τον αποκαλούσε απλώς ηλίθιο. Όμως αυτή η αδιάσειστη στάση του, τον συγκινούσε «Θα είναι μόνος του εκεί έξω» ψέλλισε μονάχος του και ο Όττο δεν του είπε ούτε μία λέξη. Κάθε ανάμνηση τον πονούσε. Αναβιώνοντας εκείνη τη στιγμή, τα πόδια του λύγιζαν «Γιατί πολεμάς;» του έθεσε την ξαφνική ερώτηση ο Μπάλντερ και τον είδε να στρέφεται απότομα προς το μέρος του.

«Για την επιβίωσή μου και την ανάγκη μου βγαίνοντας ζωντανός να ανταμώσω τους ανθρώπους που αγαπώ. Στην πορεία όμως, θέλω να βοηθήσω τους άμαχους, αυτό δεν αλλάζει»

«Τι άλλο έχει αλλάξει, δηλαδή;»      

«Τίποτε» απάντησε ο Όττο και ας είχε στο μυαλό του τον Άλεξ και το βλοσυρό του πρόσωπο τη στιγμή που ύψωνε το όπλο και τελικά πυροβολούσε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro