Ο τελευταίος σταθμός; / part 1
΄΄Με τον Άουγκουστ η φιλία είχε λήξει και ο νεαρός Αδόλφος είχε εγκαταλείψει το διαμέρισμα που μοιράζονταν. Είχε για λίγο εγκατασταθεί στη Φελμπερστράσε στα μέσα του Αυγούστου του 1909 και κατόπιν, εγκαταλείποντας εκ νέου αυτή τη διεύθυνση, εγκαταστάθηκε σε ένα άθλιο δωμάτιο στην Ζεξχαουζερστράσε. Μέχρι τον Σεπτέμβρη, είχε φύγει και από εκεί δίχως να συμπληρώσει την υποχρεωτική δήλωση στην αστυνομία, δίχως να αφήσει νέα διεύθυνση και πιθανότατα, δίχως να πληρώσει και το ενοίκιο. Οι επόμενοι μήνες θα ήταν δραματικοί. Οι οικονομίες του είχαν εξανεμιστεί και ζούσε το πολύ με τις είκοσι πέντε κορόνες από την σύνταξη ορφάνιας. Το υγρό και ψυχρό φθινόπωρο περόνιαζε το κορμί του και παρακαλούσε να μείνει ο καιρός όσο πιο θερμός γινόταν, καθώς αναγκαζόταν τις νύχτες να κοιμάται στο ύπαιθρο. Αν δεν υπήρχε επιλογή, έμενε σε φτηνά καταλύματα.
Λίγες βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, αδύνατος, λασπωμένος, με πληγιασμένα πόδια και γεμάτος ψείρες, κατέφυγε σε ένα τεράστιο κτίριο για άστεγους στο Μάιντλινγκ, κοντά στα ανάκτορα Σενμπρούν. Ήταν είκοσι χρονών. Εκεί γνώρισε και τον Ράινχολτ Χάνις, ο οποίος είχε έρθει από τη Σουδητία με έναν αστυνομικό φάκελο για ορισμένα πταίσματα. Όταν συνάντησε τον Χίτλερ, τον βρήκε εξαθλιωμένο, να φορά ένα μπλε κοστούμι, κουρασμένο και πεινασμένο. Με κόπο κάθισε δίπλα του, προσφέροντάς του ένα κομμάτι ψωμί και αφηγούμενος ιστορίες από το Βερολίνο. Το ίδρυμα στο οποίο βρίσκονταν, λειτουργούσε μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα για τον καθένα και συγκεκριμένα για την βραδινή παραμονή τους, παρέχοντάς τους ένα λουτρό, απολύμανση για τα ρούχα τους, ένα κρεβάτι και λίγη σούπα. Ο Χάνις τον παρακινούσε να κάνει διάφορες δουλειές, όπως να φτυαρίζει χιόνι ή να κουβαλά βαλίτσες από τα τρένα. Δίχως παλτό ωστόσο και με άθλια εμφάνιση, δεν κατάφερνε και πολλά. Έπρεπε να βρουν άμεσα λύση.
«Γιατί δεν στέλνεις στους συγγενείς σου γράμμα, πως χρειάζεσαι λεφτά, δήθεν για σπουδές;» του πρότεινε και ο Χίτλερ το σκέφτηκε.
Τελικά η θεία του η Γιοχάνα του έστειλε πενήντα κορόνες και με αυτές κατόρθωσε να αγοράσει ένα παλτό από το κρατικό ενεχυροδανειστήριο. Με το μακρύ του πλέον ένδυμα, τη λαδωμένη ρεπούμπλικα, τα παπούτσια του ζητιάνου, τα μαλλιά που σκέπαζαν τον γιακά του και το σκούρο χνούδι στο πιγούνι, η εμφάνισή του προκάλεσε το ενδιαφέρον ως και των αλητών που γνώριζε, δίνοντάς του και παρατσούκλι. Το μέλλον του έμελλε ελάχιστα να καλυτερεύσει, μα η έμφυτη τεμπελιά του, ο εγωισμός, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η αλαζονεία και οι εκρήξεις οργής, στα σίγουρα ήδη σκιαγράφησαν τον μελλοντικό δικτάτορα΄΄
Ο Χειμώνας του 42, έφερε μαζί του πόνο. Ο Χανς αδυνατούσε να αναλογιστεί πια την ποσότητα. Κάθε μέρα που περνούσε, κάθε πρωινό που κυλούσε τους τελευταίους μήνες, του φαινόταν εξίσου παγερό και αδιάφορο. Πλέον ήταν ολομόναχος και αισθανόταν διαρκώς μία γύμνια απέναντι στον κόσμο. Αισθανόταν πως δεν είχε ταυτότητα, ή ακόμη χειρότερα πως μάλλον του είχαν μπήξει κρυφά στο δέρμα του μία σφραγίδα από μελάνι ανεξίτηλο που έγραφε Εβραίος. Κανείς δεν επιθυμούσε τους Εβραίους, ήταν για όλους ένα ξαφνικό βάρος. Ακόμη και απλοί πολίτες παρακολουθούσαν την αρπαγή και τον εξευτελισμό των Εβραίων γειτόνων τους με ανακούφιση και ίσως χαιρεκακία. Ήταν λίγες οι περιπτώσεις που αισθάνονταν αποτροπιασμό για αυτό το απάνθρωπο, φρικιαστικό θέαμα. Σήμερα, θα ανέβαινε στο τρένο. Πλέον δεν έτρεφε αυταπάτες. Είχε πάρει μία γερή, άλικη ίσως δόση με γεύση μεταλλική, εκείνη του ανθρώπινου αίματος, για τους αληθινούς σκοπούς των ναζί. Τους μισούσε και τους απεχθανόταν και αυτή η απέχθεια, παραδόξως τον ωθούσαν πεισματικά στην ανάγκη του να επιβιώσει με κάθε τρόπο, μόνο και μόνο για να τους δει να πέφτουν και τον εαυτό του να τους λιώνει σαν το πιο μιαρό έντομο.
Η στάση του Γουίλεμ τον μπέρδευε. Αυτή η οριακή παραφροσύνη αρρωστημένης συμπάθειας, του προκαλούσε ναυτία, τον αρρώσταινε. Προτιμούσε να του φυτέψει μία σφαίρα στο κεφάλι, παρά να τον πλησιάζει με ένα βλέμμα που θα ορκιζόταν πως ήταν λάγνο. Αν όμως είχε διδαχτεί κάτι από τον αδερφικό του φίλο, αυτό ήταν η ανάγκη να γίνεται χαμαιλέοντας. Ο Όττο είχε στο παρελθόν παίξει με το μυαλό των ναζί. Είχε φτάσει στο σημείο να σπρώξει τον Χίτλερ στην εκτέλεση του πατέρα του. Από έναν απλό νεαρό που ανήκε στη Χιτλερική Νεολαία, είχε κατορθώσει να ανέβει εκείνη την καταραμένη ναζιστική σκάλα, με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αν μπορούσε ο Όττο, τότε γιατί όχι και ο ίδιος; Αυτός ο Γουίλεμ ήταν ένα καλό χαρτί. Έπρεπε να έβρισκε τον διακόπτη του, την αδυναμία του και λίγο λίγο να τον ροκάνιζε. Ήταν Εβραίος, μα κανείς δεν θα τον έκανε να νιώσει παρείσακτο στον κόσμο. Τους φοβούνταν μάλλον τους Εβραίους και γι' αυτό τους εξαφάνιζαν, τους θεωρούσαν αρρώστια ψυχής και σώματος. Ήταν λοιπόν καιρός να τους αποδείξει πως είχαν δίκιο μολύνοντάς τους.
Οι κραυγές και τα χτυπήματα δεν έλειψαν ούτε στο ελάχιστο. Στοιβαγμένος σαν το ζώο με χιλιάδες μικρούς και μεγάλους, αναρωτιόταν αν θα έπαιρνε ποτέ τη ζωή του πίσω και με ποιο κόστος. Τα λιβάδια, οι γλυκιές καστανιές, η ζεστασιά του ήλιου και ο γάργαρος ήχος του γέλιου, δεν θα ήταν ποτέ πια τα ίδια. Το σκοτάδι θα φώλιαζε τόσο βαθιά μέσα του, που ίσως να μην υπήρχε επιστροφή. Αυτό ήταν που τον τρόμαζε περισσότερο. Φαγητό δεν υπήρχε, η μυρωδιά από ένα ξέχειλο βαρέλι που χρησιμοποιούσαν για τουαλέτα, ήταν αφόρητη, μα κανείς δεν νοιαζόταν. Μέχρι εκείνο το βράδυ που έφτασε στο σταθμό του Άουσβιτς, το στρατόπεδο ήταν απλώς μία φρικιαστική ιδέα. Πλέον, ο εφιάλτης θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Ένας εφιάλτης που επιθυμούσε να αυξήσει την δολοφονική του αποδοτικότητα, με συνεργάτες τον Βίγκμπερτ, τον Βαρόνο των Στρατοπέδων, όπως τον αποκαλούσαν οι υψηλόβαθμοι ναζί και φυσικά τον Ρούντολφ Ες, τον επικεφαλή Κεντρικού Γραφείου Οικοδόμησης Χανς Κάμμλερ και τον αρχιτέκτονα των Ες-Ες Καρλ. Ο Βίγκμπερτ επιθυμούσε να έχει κοντά του, το δεξί του χέρι, τον Γουίλεμ και τον Χανς Φρίντριχ. Αμφότεροι, αποτελούσαν φονικές μηχανές, ανάλγητες ψυχές σε όποιο πόστο και αν τους τοποθετούσες. Τα στρατόπεδα τους είχαν ανάγκη και για την ώρα, ο Γουίλεμ θα βρισκόταν στο Άουσβιτς.
Ο Χανς κατεβαίνοντας από το τρένο, έσφιξε τα μάτια του σαν να ήταν νυχτόβιο ζώο. Οι χειμωνιάτικες ηλιαχτίδες τον ενοχλούσαν, καθώς είχε συνηθίσει στην κλεισούρα του βαγονιού.
«Πετάξτε τις αποσκευές!» ακούστηκε η αιώνια διαταγή και ο Όσκαρ, εμφανώς ταλαιπωρημένος ήξερε πως έπρεπε για ακόμη μία φορά, να αναλάβει εκείνο το φρικτό έργο. Για πόσο ακόμη θα συνέχιζε να βρίσκεται εκεί μέσα; Ήταν ο μόνος, τον οποίο οι κρατούμενοι έβλεπαν ως παράθυρο ελπίδας μερικής ησυχίας. Κανένας άλλος δεν είχε επιδείξει το παραμικρό ανθρώπινο συναίσθημα εκεί μέσα. Εξάλλου, δεν είχαν βρεθεί τυχαία σε αυτά τα πόστα.
Οι Ες-Ες ξεκίνησαν να τους σπρώχνουν σε έναν δρόμο παράλληλο με τη σιδηροδρομική γραμμή.Ένας αξιωματικός, βαστώντας ένα ραβδί, τους τοποθετούσε αριστερά και δεξιά. Αριστερά ήταν οι καταδικασμένοι, ενώ δεξιά πήγαιναν οι νέοι και υγιείς. Ακόμη δεν είχαν καταφθάσει οι πρώτες γυναίκες. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μέσα στους επόμενους δύο μήνες. Προς μεγάλη του ανακούφιση, τον έστειλαν στα δεξιά. Από μακριά, το μάτι του έπιασε τη φιγούρα του Γουίλεμ να τον κοιτάζει παγερά. Ήταν αδύνατο να προσδιορίσει το πώς ένιωθε. Ίσως φόβο, πως όπου και να βρισκόταν, εκείνο το καταραμένο μάτι τον ακολουθούσε, τον ξεγύμνωνε. Μέσα στη βαβούρα και στον τρόμο, άκουσε έναν από τους Ες-Ες να ρωτά, αν οι νεοφερμένοι κουβαλούσαν αρρώστιες. Κάπου εκεί, η παρέα του με τη Χέλγκα και τον Άντον, φάνηκαν να του χρησιμεύουν.
«Αναφέρεστε σε πιθανά περιστατικά εξανθηματικού τύφου;» ρώτησε σοβαρά τον βλοσυρό Γερμανό.
«Μάλιστα» του απάντησε κοφτά.
«Όχι κύριε. Δεν υπάρχει» απάντησε ο Χανς κομπιάζοντας ελαφρώς και ωθώντας τον Γουίλεμ να αναρωτηθεί, αν ήταν πράγματι γιατρός ή αν εφάρμοζε κάποιο δόλιο σενάριο. Αυτοί οι Εβραίοι εξάλλου, εκ γενετής ήταν ψεύτες και πονηροί. Πατούσαν επί πτωμάτων για να τα καταφέρουν. Υπό άλλες συνθήκες θα πλησίαζε κοντά και θα τον χτυπούσε δίχως έλεος, μα υπήρχε εκείνη η καταραμένη σπίθα, που έμπαινε πάνω από κάθε μίσος, ρατσισμό και προπαγάνδα. Αν υπήρχε έναν πράγμα που ποτέ δεν θα χωρούσε σε καλούπια, αυτό ήταν η καρδιά, εκτός φυσικά αν μιλούσε κάποιος για τον Βίγκμπερτ που ως τώρα, η λέξη συναίσθημα, δεν είχε φανεί στον ψυχικό του ορίζοντα.
Ο αξιωματικός ωστόσο, γυρνώντας στον υπασπιστή του, του εκδήλωσε ένα κάποιο ενδιαφέρον για αυτόν τον παράδοξα συμπαθή φυσιογνωμικά Εβραίο. Αποτέλεσμα, του έκανε σήμα να μεταφερθεί στο τέλος της γραμμής, ενώ δίπλα τα καμιόνια, φόρτωναν τους άρρωστους και ηλικιωμένους με σπρωξιές, κλοτσιές και βάναυσα χτυπήματα. Αυτούς, δεν θα τους έβλεπε ξανά κανείς. Η φάλαγγά του, φρουρούνταν ασφυκτικά. Ο Όσκαρ ήταν φρουρός δίπλα του. Κοιτούσε ευθεία μπροστά, μα όταν τυχαία τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, ο Χανς για λίγο πάγωσε. Η φυσιογνωμία του Γερμανού ήταν ιδιαίτερη με αυτά τα διαφορετικά μάτια. Εκείνος πάλι, σπανίως ξεχνούσε πρόσωπα, ειδικά πελατών και θυμήθηκε πως πριν πολλά χρόνια, όταν ήταν περίπου δεκατρία, ο νεαρός είχε κολλήσει το πρόσωπο στο τζάμι του μαγαζιού του και ζητούσε απεγνωσμένα ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια. Τότε, ήταν πολύ μικρός, είχαν σχεδόν πέντε χρόνια διαφορά. Η μητέρα του, όντας από τότε υπέρ των εθνικοσοσιαλιστικών ιδεών, τον τραβούσε με το ζόρι να απομακρυνθεί, ώσπου ο πατέρας του Χανς, εκείνος ο γλυκύτατος κύριος, βγήκε με τρόπο έξω και δώρισε στο αγοράκι το πολυπόθητο ζευγάρι. Στο σήμερα, η αμηχανία ήταν τεράστια. Ο Όσκαρ αμίλητος, ανοιγόκλεισε τα μάτια του πολλές φορές, θέλοντας να του δείξει πως τον έχει καταλάβει, μα πως δεν μπορούσε με τίποτε να του αλλάξει τη μοίρα. Ο Χανς από την άλλη, απέστρεψε το βλέμμα του με εκνευρισμό.
Επάνω του πλέον, τίποτε δεν είχε μείνει εκτός από εκείνη τη φωτογραφία που είχαν όλοι. Ο Όσκαρ ζήτησε ο ίδιος από τον Χανς να του δώσει. Ήξερε πως στα δικά του χέρια θα ήταν ασφαλής. Ο νεαρός τον κοίταξε με απέχθεια.
«Θες να μου κλέψεις και τις αναμνήσεις, έτσι; Μάθε πως αυτές βρίσκονται εδώ» του έδειξε την καρδιά, μα ο Όσκαρ δεν είπε λέξη. Άρπαξε την φωτογραφία και τον έψαξε για τυχόν άλλα πολύτιμα αντικείμενα.
Μετά τη σιδηροδρομική γραμμή, εμφανίστηκε το γνωστό μπλόκο με τους φρουρούς. Άνδρες με στολές φυλακισμένων σέρνονταν στο βάθος με βλέμμα απλανές και άψυχο, παλεύοντας να ανταποκριθούν στον οικοδομικό οργασμό του στρατοπέδου. Εσωτερικά, το στρατόπεδο, με τα πέτρινα σπίτια του, έμοιαζε με ένα καθαρό χωριό. Η μυρωδιά όμως του θανάτου σερνόταν κρώζοντας σαν αρπακτικό, καιροφυλαχτούσε παντού. Η γνωστή επιγραφή έστεκε εκεί, υποδουλώνοντάς τους περισσότερο, φτύνοντάς τους κατά πρόσωπο.
΄΄Εγώ θα απελευθερωθώ με ή δίχως την εργασία΄΄ υποσχέθηκε στον εαυτό του. Κάθε εκατό μέτρα, υψώνονταν πυργίσκοι με Ες-Ες, σκοπούς και πολυβόλα. Διαφυγή δεν υπήρχε και ας ήταν η φρούρηση λιγότερη, τώρα που πλέον είχαν εισέλθει μέσα από το συρματόπλεγμα.
«Προχώρα!» τον έσπρωξε ένας με φόρα.
Ο Χανς κοίταξε ολόγυρα. Γυάλινα πλακίδια ήταν τοποθετημένα πάνω από τις πόρτες σε μερικά μπλοκ, που έγραφαν : Νοσοκομείο Κρατουμένων, Εσωτερική Υπηρεσία και άλλα πολλά. Σύντομα σταμάτησαν στο Μπλοκ 26. Ήταν η αποθήκη για τα αντικείμενα των κρατουμένων. Εδώ φυλάσσονταν τα προσωπικά αντικείμενα, τα ρούχα και άλλα τιμαλφή. Πάνω από τα παράθυρα μπορούσε να δει μεγάλες σειρές χάρτινες σακούλες. Η καθεμιά τους περιείχε την περιουσία ενός ανθρώπου. Αν κάποιος απελευθερωνόταν από το στρατόπεδο, τα έπαιρνε όλα πίσω. Τα δικά του ρούχα δε θα αποθηκεύονταν όμως∙ οι Εβραίοι δε θα απελευθερώνονταν ποτέ. Δεδομένου ότι δεν είχε περάσει κιόλας από δίκη, ούτε είχε καταδικαστεί σε κάποια ποινή, δεν μπορούσε ούτε να απελευθερωθεί. Ξαφνικά, του ήρθε η χειρότερη διαταγή. Μία διαταγή από ένα στόμα που σιχαινόταν. Το πάνω χέρι, το είχε πάρει ο Γουίλεμ, ο οποίος διέταξε τη φάλαγγα του Χανς, καθώς και τον ίδιο να γδυθεί. Ήταν τότε που τα λαίμαργα μάτια του όργωσαν κάθε σημείο του νεαρού Εβραίου, κάνοντάς τον επιτέλους να αντιληφθεί τι πραγματικά συνέβαινε και να σοκαριστεί περισσότερο. Ο Γουίλεμ ήταν όχι απλώς ομοφυλόφιλος, αλλά έτρεφε και αισθήματα ερωτικά για εκείνον. Το μυαλό του έτρεξε σε όλες τις εικόνες του παρελθόντος, συνδέοντάς τες. Έβγαζαν νόημα. Τώρα όλα έβγαζαν νόημα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro