Ο Στρατηγός Λάσπη και ο Υπολοχαγός Χειμώνας/ part 2
Βερολίνο
Στο Βερολίνο, επικρατούσε εδώ και λίγους μήνες ένας ανορθόδοξος θρίαμβος. Στα προάστια εργάζονταν οι εκατοντάδες σκλάβοι που είχαν κουβαλήσει, προκειμένου να λειτουργούν τα εργοστάσια, ενώ αρκετές Ρωσίδες και Πολωνές δούλευαν σε σπίτια για μία φέτα ψωμί με μαργαρίνη. Οι εύποροι Βερολινέζοι, δεν δυσκολεύονταν να βρουν στα μαγαζιά μία ποικιλία προϊόντων, από ρωσικό χαβιάρι, σκανδιναβικό κρασί, αγριογούρουνο Καρπαθίων, ελληνικές ελιές και πολλά ακόμη, λες και η πόλη είχε μετατραπεί σε ένα παγκόσμιο μπακάλικο. Η πρωτεύουσα είχε ενορχηστρωθεί απόλυτα από τον Γκαίμπελς. Τα εστιατόρια πολυτελείας ήταν γεμάτα και υποδέχονταν τους αδειούχους με σαμπάνιες, τα τρένα έφταναν γεμάτα με προμήθειες από την Ουκρανία, με το σιτάρι να διανέμεται δωρεάν στο σταθμό του Βερολίνου από υπαλλήλους του κόμματος. Η Κρίστα μισούσε τον εαυτό της κάθε φορά που αναγκαζόταν να πάει, παρέα με τους δύο γιούς της, τον μικρό Όττο και τον Άλμπρεχτ, τριών και δυόμισι χρονών. Τα αγοράκια ήταν τρομερά σκανταλιάρικα και ειδικά ο Όττο που της τραβούσε διαρκώς το φουστάνι, ζητώντας της να μεταφέρει και εκείνος κάτι.
Η Κρίστα αναθεμάτιζε μέρα και νύχτα τον Γκαίμπελς που είχε οδηγήσει τον κόσμο σε αυτό το άδοξο πανηγύρι. Ολημερίς μιλούσε για μία αυτοκρατορία που απλωνόταν από άκρη σε άκρη, από το Βόρειο Ακρωτήριο ως την Αφρική και από το ακρωτήριο της Βρετάνης ως τον Βόλγα πλέον.
΄΄Αυτή η αυτοκρατορία είναι ακαταμάχητη΄΄ διαλαλούσε και ίσως να τον πίστευαν, αν δεν του το χαλούσαν οι εφημερίδες που δημοσίευαν ατελείωτες αγγελίες θανάτων.
΄΄ Μάλλον έπρεπε να πληρώσουν έναν βαρύ φόρο γι' αυτήν την ακαταμάχητη αυτοκρατορία΄΄ σκέφτηκε η Κρίστα διαβάζοντας τον Λαϊκό Παρατηρητή.
Οι νεκροί μετριούνταν σε χιλιάδες και βαθιά μέσα της, έψαχνε μανιωδώς μήπως και εντόπιζε το όνομα του Όττο. Καλώς ή κακώς ήταν το μοναδικό άτομο που εξακολουθούσε να βαστά τη γέφυρα με το παρελθόν της και την παιδική της ηλικία, ακόμη και αν δεν υπήρξαν ποτέ τους φίλοι. Ο ερχομός του την τελευταία φορά, λίγο πριν την εισβολή στην Ρωσία, την είχε ελαφρώς ζεστάνει, καθώς και η κίνησή του να σώσει το πανέμορφο αγοράκι που περπατούσε δίπλα της με μικρές δρασκελιές. Η σκιά των βομβαρδισμών, είχε εδώ και καιρό καλύψει τον αλλοτινό, ανέφελο ουρανό της Γερμανίας. Η Κρίστα πλέον εργαζόταν στο σπίτι μίας κοσμικής βερολινέζας, της Φράου Μπάρχεν, κοντά στη Savignyplatz, η οποία ήταν μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης, Κόκκινη Ορχήστρα. Συχνά έβλεπε ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στο αρχοντικό διαμέρισμα, ενώ η Φράου Μπάρχεν φαινόταν να την συμπαθεί, καθώς τηρούσε εχεμύθεια και ποτέ της δεν ήταν φιλοπερίεργη.
«Ευτυχώς αρκετά από τα αστικά βερολινέζικα σπίτια δεν έχουν ακόμη καταστραφεί. Εδώ βλέπεις είμαστε σκεπτικιστές σε σχέση με την δήθεν μεγάλη αυτοκρατορία του Χίτλερ.Οι γυναίκες έχουν αποφασίσει να αποτινάξουν αυτό το τρίπτυχο της κουζίνας, των παιδιών και της εκκλησίας. Το χρήμα βαραίνει περισσότερο από την φυλή» της είχε πει μία φορά τη στιγμή που κάπνιζε το τσιγάρο της κοντά στο παράθυρο.
Πράγματι, οι βερολινέζες που κατοικούσαν εδώ, είχαν μία κουλτούρα διαφορετική. Αγαπούσαν τις επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι για να δειπνήσουν ή να πάρουν ένα πλούσιο πρωινό. Ταυτόχρονα, φρόντιζαν για την δημιουργία υπογείων, όπου και μετέφεραν πολύτιμες πορσελάνες, ελαιογραφίες και οποιοδήποτε αντικείμενο αξίας. Η Φράου Μπάρχεν ανήκοντας στην οργάνωση Κόκκινη Ορχήστρα, συγκέντρωνε πληροφορίες από τους αδειούχους στα σπίτια των κοσμικών φίλων της και ας κοιμόταν κάθε βράδυ με τον εφιάλτη της αποκάλυψής της από την Γκεστάπο ή την SD. Το Βερολίνο γενικά συνέχιζε να ζει, με τους σκλάβους των εργοστασίων, με τα παλιά τραμ και μετρό να μεταφέρουν ένα γκριζωπό πλήθος, με τα αριστοκρατικά μπαρ και ξενοδοχεία, με τις ταμπέλες ΄΄απαγορεύονται οι Εβραίοι΄΄ να κείτονται πια κουρελιασμένες, μιας που Εβραίοι δεν υπήρχαν και με τους άνδρες από τα είκοσι ως τα πενήντα να είναι σπάνιοι. Ο χειμώνας του 42, ερχόταν για να σβήσει και την τελευταία φλόγα αισιοδοξίας. Γύρω από το Βερολίνο, ο κλοιός έσφιγγε και η κάρτα επισιτισμού είχε γίνει απαραίτητο διαβατήριο. Η πόλη-όνειρο του Χίτλερ, τώρα έμοιαζε ολοένα και περισσότερο με στρατώνα εργατών-σκλάβων, που ζούσαν σε παραπήγματα και η διατροφή τους αποτελούνταν περισσότερο από πατάτες, λαρδί ή kacha για τους Ρώσους.
Επιστρέφοντας στο σπίτι της εκείνη την ημέρα, η Κρίστα πετάχτηκε σε εκείνο της γειτόνισσας, για να πάρει τα δύο αγοράκια, ευχαριστώντας την θερμά. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, πως στον μικρό Όττο, θα έλεγε όλη την αλήθεια για την μητέρα του την Άννα. Το χρωστούσε τόσο στην ψυχή της, η οποία αγνοούταν σε κάποιο στρατόπεδο, όσο και στον μικρό. Όφειλε να γνωρίζει πως η μητέρα του τον αγαπούσε, πως ήταν ηρωίδα και πως υπήρξε κάπου ένας ΄΄θείος΄΄, λιγάκι διαφορετικός από τους υπόλοιπους, που βοήθησε να έρθει στην ζωή και που στάθηκε ως ο λόγος για να πάρει το όνομά του. Στην αρχή, είχε πέσει θύμα της παιδικής απορίας. Ο Όττο ρωτούσε διαρκώς πότε θα έβλεπε τη μητέρα του ή αν υπήρχε περίπτωση να ανταμώσουν ξανά. Έπειτα όμως, για εκείνον η Κρίστα ήταν η μόνη μητέρα που θυμόταν και ο Άλμπρεχτ ο αδερφός του. Κάπου εκεί, οι απορίες εξανεμίζονταν και επέστρεφε στο παιδικό του παιχνίδι.
Επιθυμώντας να κερδίζει περισσότερα για την οικογένειά της, η κοπέλα αποφάσισε να εργάζεται και τα Σάββατα το πρωί, σε ένα αρχοντικό, το οποίο ωστόσο απέπνεε έναν αέρα ζόφου, κάτι το αδιευκρίνιστα μακάβριο. Το υπόλοιπο προσωπικό έμοιαζε ανέκφραστο, τα πρόσωπά του γωνιώδη και αυστηρά, απόλυτα συνυφασμένα με το σπίτι και το ΄΄βαρύ΄΄ εσωτερικό του. Σύντομα η κοπέλα συστήθηκε στην υπεύθυνη του προσωπικού, μία γυναίκα κοντά στα πενήντα, η οποία της ζήτησε να αναλάβει αποκλειστικά το δωμάτιο της κυρίας του σπιτιού. Η Κρίστα όμως δεν είχε ιδέα πως θα αντίκριζε την Μάργκοτ, τη μικρή αδερφή του καλύτερου, παιδικού της φίλου. Κάνοντας μία τυπική υπόκλιση και έχοντας τυλίξει τα μακριά της μαλλιά σε σφιχτό κότσο, ξεκίνησε να ανεβαίνει τις σκάλες, παρατηρώντας πως οι βαριές κουρτίνες που πλαισίωναν τα παράθυρα, ήταν παραδόξως κλειστές, εμποδίζοντας το φως του ήλιου να εισέλθει. Ήταν λογικό, μονάχα που δεν το γνώριζε. Στην Κόλαση δεν ανατέλλει το φως. Δεν υπάρχει ίσως ούτε η αντανάκλαση της ψευδαίσθησής του. Τα βήματά της την οδήγησαν στο κατώφλι της κλειστής πόρτας. Διστακτικά χτύπησε, μα απάντηση δεν πήρε. Αργά άνοιξε, για να βρει μία γυναίκα καθισμένη στο κρεβάτι, κουλουριασμένη σαν φοβισμένο ζώο. Δίπλα της, ένα βρέφος έκλαιγε αδύναμα.
Ήταν τόσο όμορφο. Στο μικρό του κεφαλάκι, αχνοφαινόταν ένα ολόξανθο χνούδι. Πρέπει να ήταν το πολύ δύο μηνών. Τα μικρά, μα ολοστρόγγυλα ματάκια του, είχαν ένα χρώμα κυανό, σαν τον ουρανό της ελπίδας. Η καρδιά της σφίχτηκε. Ήταν ολοφάνερο πως πεινούσε, ή αναζητούσε ίσως την μητρική αγκάλη να το προστατέψει, να το κλείσει μέσα της στοργικά.
«Καλημέρα σας» ψέλλισε η Κρίστα και η κοπέλα στο βάθος του δωματίου αναδεύτηκε. Τη στιγμή που γύρισε το πρόσωπό της και κοίταξε την Κρίστα, μία σιγανή κραυγή, σαν σπαρακτικός λυγμός της ξέφυγε. Από την άλλη, η κοπέλα σαν να ζαλίστηκε στη θέα της Μάργκοτ. Ήταν αδύνατον. Τι γύρευε εκεί; Τι συνέβαινε; Και το μωρό; «Μάργκοτ;»
«Κρίστα μου! Κρίστα μου βοήθησέ με!» ξεκίνησε να κλαίει εκείνη, ενώ το σώμα της ολόκληρο παραδόθηκε σε σπασμούς φόβου.
«Μάργκοτ τι συμβαίνει; Τι σου συμβαίνει;» την ρώτησε τρέμοντας, προσέχοντας παράλληλα τυχόν ξένη παρουσία εκεί κοντά.
«Ζω με ένα τέρας! Ένα τέρας που μου ξεστόμισε πως έθαψε ζωντανό τον αδερφό μου! Αυτός! Αυτός με...Θεέ μου...με πίεσε! Ποτέ μου δεν ένιωσα έστω και ένα χάδι! Ασελγούσε βίαια επάνω μου! Ο Βίγκμπερτ! Αυτός ο σιχαμένος που με κρατά δέσμια με απειλές κατά της ζωής μου! Δεν με νοιάζει πια όμως! Πρέπει να σώσω τον γιο μου! Να σώσω το μωρό, προτού πέσει στα χέρια του! Σε παρακαλώ, μπορείς να το πάρεις;»
Η Κρίστα εξαιτίας της ταραχής της, έκλεισε την πόρτα και άφησε σχεδόν άψυχο το κορμί της να καταρρεύσει επάνω στο σκούρο ξύλο. Ήταν πολλές οι πληροφορίες. Υπερβολικά πολλές. Ο κολλητός της ήταν νεκρός και μάλιστα με απάνθρωπο τρόπο φονευμένος. Τα χέρια της είχαν αδέξια τυλιχτεί γύρω από τον λαιμό της σαν να πνιγόταν, σχεδόν νιώθοντας την ασφυξία αυτού του ανθρώπου, λίγα λεπτά πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Δάκρυα βουβά κύλησαν από τα μάτια της, σαν στράφηκε στο μωρό. Ήταν ίδιο εκείνος. Είχε το πρόσωπο του Σατανά, μα η ψυχούλα του ήταν αγγελική, όπως και του Έκπτωτου, λίγο πριν αποφασίσει να κατρακυλήσει στην Κόλαση.
«Χριστέ μου, τι θα απογίνεις εσύ τώρα;» ρώτησε ξέπνοα.
«Μη σε απασχολώ εγώ. Θέλω απλώς να αφήσεις τον γιό μου σε μία οικογένεια που θα σου πω. Θα τον αφήσεις στο κατώφλι. Σήμερα δεν μπορείς, σε λίγες ώρες αυτός θα έχει επιστρέψει. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει πως προσέλαβε εσένα. Όταν θα έρθεις την επόμενη εβδομάδα, τα πάντα θα είναι έτοιμα...Δεν είχα ιδέα βλέπεις για τον αδερφό μου. Όταν έμαθα, βυθίστηκα περισσότερο σε αυτόν τον βούρκο που με έχει για τα καλά ρουφήξει. Δεν είμαι πια το ίδιο άτομο, δεν έχω ζωή μέσα μου. Κάποτε κοιτάζω αυτό το πλάσμα και νιώθω αγάπη, μα και οίκτο. Η ψυχή μου δεν το αντέχει. Ο θεός να με συγχωρέσει γι' αυτό που θα πω, μα υπάρχουν φορές που τον κοιτάζω και βλέπω εκείνον» ένας λυγμός της ξέφυγε ξανά, σαν από ντροπή. Έκρυψε το πρόσωπό της, το χλωμό της πρόσωπο που μήνες είχε να αντικρύσει το φως του ήλιου και τη λαχτάρα των κήπων «Σεμπάστιαν. Έτσι θα ήθελα να ονομαστεί. Το σκέφτηκα μόνη μου, πίστεψα πως ήταν όμορφο γι' αυτό το κατά τα άλλα χαριτωμένο πλάσμα. Θα το γράψω στο γράμμα που θα αφήσω» η σιωπή την τύλιξε, το μυαλό και η λογική χάνονταν.
Η Κρίστα ξεκίνησε τη δουλειά της, εκτελώντας την άριστα και η Μάργκοτ θήλασε το μικρό, ανέφελο αγγελούδι, που στοργικά είχε κουρνιάσει στην μητρική φωλιά. Μαζί της για παρηγοριά, η νεαρή Κρίστα κουβαλούσε εκείνη τη φωτογραφία, τραβηγμένη από το παρελθόν. Δειλά την έβγαλε από την τσέπη της και την κοίταξε. Τα πρόσωπα του Λούκα και του Βίνφριντ της έμοιαζαν άξαφνα θολά. Ένα ακόμη αλμυρό δάκρυ έσταξε, μουσκεύοντας το παιδικό πρόσωπο του Λούκα. Άραγε, ποιοι θα έμεναν στο τέλος; Ποια μοίρα καρτερούσε τον Χανς και την Χέλγκα; Το ένστικτό της ωστόσο, παραδόξως, δεν έκρυψε ούτε για μία στιγμή από την ορατότητά της, τα ολοζώντανα χαρακτηριστικά τους.
----------------
Πίσω στην Πολωνία, στον Μπάλντερ είχε παραχωρηθεί ένα γραφείο. Από το παράθυρο έβλεπε τον ποταμό Σόλα και μία περιποιημένη μονοκατοικία, την οποία πλαισίωναν ψηλά δέντρα. Λίγο πριν εγκατασταθεί, έτρεξε προς τα έξω, προσπερνώντας προς μεγάλη του δυστυχία την αναστάτωση που είχε προκύψει από τον θάνατο του Όσκαρ. Στα κρυφά, παρατήρησε την νεαρή Σύλβια να δακρύζει, ενώ οι Ες-Ες κλοτσούσαν με μανία το σώμα του ΄΄δειλού΄΄. Ο Γιόαχιμ είχε παραμείνει στο αυτοκίνητο θορυβημένος, ξεφυσώντας στη θέα του αξιωματικού.
«Αιώνας μου φάνηκε η απουσία σας κύριε...Συμβαίνουν φριχτά πράγματα. Ένας...ακόμη σπαράζει» του έδειξε έναν κρατούμενο, με το διαλυμένο κρανίο του βυθισμένο στη λάσπη «Κατάφερα όμως να σώσω τη μικρή! Είναι πίσω κρυμμένη. Τέτοιο παιδί, με τόση πειθαρχία δεν έχω ξαναδεί»
Ο Μπάλντερ την κοίταξε. Βαστούσε ακόμη το βρώμικο παιχνίδι της.
«Οù est maman ? »(που είναι η μαμά) Ρώτησε αθώα.
«Ne t'enquiète pas mon ange. On vas la trouver!»(μην ανησυχέις Άγγελέ μου. Θα την βρούμε) της απάντησε ο Μπάλντερ. Μπορεί να μην μπορούσε να την κρατήσει, μα ο Γιόαχιμ είχε τις δικές του άκριες.
Το απόγευμα, επέστρεψαν πίσω στο σπίτι. Οι αξιωματικοί του στρατοπέδου που περνούσαν από εκεί, ή έμεναν, ήταν σχετικά νηφάλιοι και ψυχροί επαγγελματίες. Διασκέδαζαν παίζοντας μπιλιάρδο, πίνοντας βουλγάρικο κρασί και τρώγοντας καλά. Ο αρχίατρος της φρουράς, ήταν από τους συνομιλητές του Μπάλντερ εκείνο το βράδυ. Του μιλούσε διαρκώς για την πάλη του με τον τύφο που είχε τύχει να αποδεκατίσει πολλούς Ες-Ες και τις οικογένειές τους. Μάλιστα του έδειξε και τις αναφορές που είχε στείλει για τα διάφορα τμήματα του στρατοπέδου, γραμμένες με πλήρη ωμότητα. Δίπλα τους ο Γιόαχιμ έπινε το ένα ποτήρι κρασί μετά το άλλο, σε σημείο που ο Μπάλντερ αναγκάστηκε να του αρπάξει το τελευταίο, αγριοκοιτάζοντάς τον.
«Από πού να ξεκινήσω; Από την ανικανότητα ορισμένων Κάπο και αξιωματικών, ή από το γεγονός πως ορίζουν υπεύθυνους τους Ποινικούς Κρατούμενους; Είναι όλοι τους ψυχοπαθείς!» άρχισε να ωρύεται.
«Δηλαδή, θα προτιμούσατε ας πούμε τους κομμουνιστές;» ρώτησε ο Μπάλντερ αδιάφορα.
«Ασφαλώς! Έχουν μια κάποια κοινωνική συνείδηση, έστω. Δεν θα διαπράξουν ποτέ τις ωμότητες των άλλων, που το μόνο που γνωρίζουν είναι να δέρνουν. Ο γραμματέας μου είναι αυστριακός κομμουνιστής και τον εμπιστεύομαι περισσότερο από ορισμένους Ες-Ες»
«Και τι έχετε να πείτε για την διαδικασία της διαλογής κρατουμένων;» ρώτησε ξανά ο Μπάλντερ καπνίζοντας.
«Είναι αναγκαίο κακό. Τουλάχιστον τώρα που την κάνουν γιατροί, μοιάζει περισσότερο ανθρώπινη από πριν»
΄΄Περισσότερο ανθρώπινη΄΄ σκέφτηκε ο Μπάλντερ σαν βάδιζε το επόμενο πρωί στις εγκαταστάσεις του Μπίρκεναου, επεξεργαζόμενος το σύστημα απογραφής των κατασχεθέντων αγαθών. Τι είναι όμως ο άνθρωπος τελικά; Τι αξία έχει; Τόση άραγε; Σαν κοιτούσε τα αντικείμενα, από καροτσάκια βρεφών, ρούχα, γυαλιά, στιλό και ρολόγια, σκεφτόταν πόσο χαμηλά κοστολογούταν η ανθρώπινη αξία. Υπήρχαν μέχρι και κομμένα γυναικεία μαλλιά. Δυστυχώς, θα έπρεπε να επισκεφθεί και τους θαλάμους των φρουρών. Από εκεί μέσα, θα έβγαινε με μία ατελείωτη λίστα ονομάτων. Στο μυαλό του ήρθε ο Χανς. Δυστυχώς δεν είχε κατορθώσει να βρει σπίτι ώστε να τον πάρει στην υπηρεσία του, ωστόσο είχε καταλάβει πως θρεφόταν καλά.
Οι άνδρες των Ες-Ες, ανάμεσά τους και ο Χανς Φρίντριχ, βρίσκονταν ξαπλωμένοι σαν ζώα στους καναπέδες, με βλέμμα απλανές. Μερικές Εβραίες κρατούμενες δίχως ριγέ στολές, τους τηγάνιζαν λουκάνικα. Ήταν όλες όμορφες, χωρίς ξυρισμένα κεφάλια. Μάλιστα πρόσεξε πως όταν τους σέρβιραν, έδειχναν προς εκείνους μία οικειότητα. Η απόλυτη παράνοια του Ράιχ, με τις δήθεν απαγορεύσεις και την αχαλίνωτη υποκρισία, έκανε την εμφάνισή της μεγαλόπρεπα. Ο Μπάλντερ τις κοίταξε αυστηρά, καθώς αντιλήφθηκε ορισμένα λάγνα βλέμματα. Κανείς από τους φρουρούς δεν τον χαιρέτησε. Εκνευρισμένος, πλησίασε τους φοριαμούς τους και τους διέταξε να τους ανοίξουν. Ευθύς κραυγές ανυπακοής ξέσπασαν, μα όταν ανέφερε το όνομα του Χίμλερ, κάποιοι αναγκάστηκαν να σωπάσουν. Όπως το περίμενε ήταν γεμάτοι τιμαλφή.
«Τα ονόματά σας!» διέταξε και ήταν αυτό ακριβώς που επιθυμούσε να πετύχει.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro