Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ο Πρώτος Απολογισμός/ part 4

Όσοι ξεκίνησαν κάποτε από εκείνη τη γειτονιά του Βερολίνου, είχαν πλέον σκορπιστεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, με εξαίρεση την Κρίστα, η οποία πάλευε να σκεφτεί με ψυχραιμία απόλυτη το σχέδιο που της είχε προτείνει η Μάργκοτ. Η αλήθεια, δείλιαζε ως τώρα και ήταν και ο λόγος που είχε καθυστερήσει να πάρει μακριά το μωρό. Το χειρότερο ήταν πως ο Βίγκμπερτ είχε δώσει διαταγή να πηγαίνει συχνότερα, καθώς την τελευταία φορά είχε θεωρήσει πως ο γιος του ήταν παραμελημένος. Έκτοτε, είτε ερχόταν ο ίδιος, είτε το ζητούσαν από την Κρίστα που για καλή της τύχη, δεν είχε συναντηθεί ποτέ μαζί του. Βλέποντας τους δύο γιούς της, Όττο και Άλμπρεχτ να την κοιτάζουν μέσα στα μάτια, της ήταν αδιανόητο να σκεφτεί την ζωή και την πίκρα της Μάργκοτ, στην περίπτωση που έχανε τον μικρό της Σεμπάστιαν, ακόμη και αν θεωρούνταν αναγκαίο. Κάποτε, δούλευε μονάχα το Σάββατο, πλέον και κάθε Δευτέρα. Το Βερολίνο είχε αλλάξει, το ίδιο και η διάθεσή της. Υπήρχαν στιγμές που κατέβαινε με τα παιδιά στο καταφύγιο. Πλέον, ήταν βέβαιη πως οι Σύμμαχοι ολοένα και έσφιγγαν τον κλοιό. Φοβόταν. Γνώριζε καλά πως ο κόσμος δεν θα συγχωρούσε έτσι απλά τα εγκλήματά τους, οι στρατιώτες το ίδιο. Όταν θα έμπαιναν στη Γερμανία, δεν θα έμενε τίποτε όρθιο.

Για την ώρα και καθώς βάδιζε με κατεύθυνση την έπαυλη της Κολάσεως, το κορμί της έτρεμε. Είχε ήδη στη διάθεσή της τη διεύθυνση και είχε φτάσει η στιγμή να αφήσει το μωρό έξω από το σπίτι. Η πόρτα άνοιξε, η γνωστή βαριά επίπλωση την υποδέχτηκε, το ίδιο και το ανέκφραστο προσωπικό. Προχώρησε πλέον αμίλητη, έχοντας πλήρη γνώση της τοποθεσίας του δωματίου και του κάθε χώρου ξεχωριστά. Τα πόδια της έτρεμαν σε κάθε βήμα, σε κάθε σκαλί που ανέβαινε με μεγάλη δυσκολία. Ψέλλιζε προσευχές και κάθε παράκληση να πήγαιναν όλα καλά. Η Μάργκοτ, βρισκόταν στο γνωστό σημείο, σιμά στο παράθυρο, να κοιτάζει μελαγχολικά τον γαλακτερό ουρανό, πάντοτε με το μωρό στην αγκαλιά της. Τα δάκρυα στέγνωναν και άλλα έπαιρναν τη θέση τους. Ποτέ στη ζωή της δεν διανοήθηκε αυτήν την κατάληξη για τον εαυτό της. Από την μία μέρα στην άλλη, είχε μετατραπεί σε ένα κουφάρι άψυχο. Στο άκουσμα της πόρτας, αναπήδησε εξαιτίας του ενδόμυχου φόβου που χρόνια κατάτρωγε την ψυχή της.

«Εγώ είμαι» ψιθύρισε η Κρίστα, συγκλονισμένη στη θέα της νεαρής Μάργκοτ «Είσαι βέβαιη γι' αυτό;» την ρώτησε.

«Ο πόνος της μάνας που θα αναγκαστεί να αποχωριστεί το μωρό της, είναι δυσβάσταχτος. Αυτό το κενό δεν θα γεμίσει ποτέ, ωστόσο, θα γνωρίζω πως το παιδί μου θα μεγαλώσει μακριά από αυτόν τον Διάβολο!»

Η Κρίστα κοίταξε συγκινημένη το αγγελούδι. Τα αθώα του ματάκια είχαν καρφωθεί με απόλυτη λατρεία και εξάρτηση στη μητέρα του. Θεέ μου, πώς θα το απομάκρυνε; Πώς θα διέπραττε αυτό το κακό, αυτήν την ανομολόγητη αμαρτία; Ίσως και να ήταν πράγματι για καλό.

«Πώς θα βγω από εδώ, δίχως να με προσέξουν;» την ρώτησε.

«Μη σε μέλει. Σε δύο ώρες γευματίζουν, έστω και λιτά πλέον. Θα κατέβω να τους απασχολήσω για όσο εσύ θα εξέρχεσαι με τον Σεμπάστιαν. Θα φροντίσουμε να κοιμηθεί πρώτα, ώστε να μην ακουστεί. Θα σου δώσω εγώ ένα παλτό και μαζί θα κινηθούμε ως την πόρτα. Εκεί, θα ανακοινώσω στους φύλακες πως θα αποχωρήσεις νωρίτερα, καθώς δεν αισθάνομαι πολύ καλά»

Το σχέδιο φάνταζε πρόχειρο, ωστόσο κάποτε τα πιο απλά, μοιάζουν και πιο φυσικά και λιγότερο ύποπτα. Η Κρίστα εκείνη την ημέρα καθάρισε όπως πάντα, επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία μηχανικά. Η σκέψη της φτερούγιζε αλλού. Στην στιγμή που θα πατούσε το πόδι της έξω από αυτό το ασφυκτικό μέρος, με την τερατώδη αύρα, με τις σκιές της Κόλασης να σέρνονται σε κάθε γωνιά σαν το χταπόδι. Από την άλλη, η Μάργκοτ δεν έπαψε λεπτό να κοιτάζει τον Σεμπάστιαν πνιγμένη στις ενοχές. Όσο και αν έμοιαζε απόλυτα στον πατέρα του, δεν έπαυε να είναι απλώς μία αθώα ψυχή, η οποία αργά ή γρήγορα θα βανδαλιζόταν εξαιτίας του Βίγκμπερτ και ό,τι αυτός πρέσβευε. Έκανε το σωστό, δεν είχε καμία αμφιβολία. Πέραν όμως της φυγάδευσης του παιδιού της, έπρεπε σήμερα να λάβει και μία γενναία απόφαση. Να αφαιρέσει την ίδια της τη ζωή. Δεν ήταν εύκολη αυτή η αμαρτωλή απόφαση, ωστόσο η ανυπαρξία οποιουδήποτε μέλλοντος, το χάσιμο και της τελευταίας αχτίδας μίας έστω και πρόσκαιρης ελπίδας, βοηθούσαν αρκετά ώστε το αποτρόπαιο να μοιάζει λύτρωση.

Δύο ώρες αργότερα και με τις γυναίκες να μην έχουν ανταλλάξει ούτε μισή λέξη, η Μάργκοτ της έδωσε τον Σεμπάστιαν, τοποθετώντας τον κοντά στο στήθος της. Κατόπιν, τον τύλιξαν με σεντόνια, δένοντάς τα πίσω από την πλάτη της Κρίστα και ξεκίνησαν να τον νανουρίζουν.

΄΄Ήσουν πάντοτε ένα ήσυχο μωρό, ένα φωτεινό πλάσμα, ίσως ο μοναδικός λόγος για να δικαιολογήσω την ύπαρξή μου σε αυτόν τον μάταιο κόσμο. Η ευχή μου για μία ζωή όμορφη, θα σε συνοδεύει σαν μία ανάσα, σαν το απαλό, πρωινό αεράκι που θα σου ανακατεύει τα μαλλιά. Σε αγαπώ, τώρα και για πάντα....μωρό μου΄΄΄

Ο Σεμπάστιαν είχε αποκοιμηθεί. Η Κρίστα φόρεσε το παλτό κλείνοντάς το με προσοχή. Μαζί, κατέβηκαν αργά τις σκάλες, με την Μάργκοτ να έχει ήδη ξεκινήσει το θέατρο της αδιαθεσίας. Το προσωπικό εντός του σπιτιού, γευμάτιζε πρόχειρα στην κουζίνα.

«Καλύτερα να μην τους ενοχλήσουμε. Ας πάμε κατευθείαν στους φύλακες» πρόφερε η Κρίστα τρέμοντας.

«Ίσως και να έχεις δίκιο. Ας μην τραβήξουμε επιπλέον την προσοχή» πρόφερε και ξεκίνησαν να μετακινούνται προς την έξοδο. Ευθύς τις σταμάτησαν, ρωτώντας αν είχε συμβεί κάτι «Η δεσποινίς θα αποχωρήσει νωρίτερα σήμερα καθώς δεν νιώθω πολύ καλά. Θα ταΐσω τον μικρό και θα ξαπλώσω» τους είπε με απόλυτη φυσικότητα.

Τα χέρια των δύο χωρίστηκαν και ήταν σαν να κοβόταν ταυτόχρονα και ένα νήμα. Η Κρίστα ήταν ελεύθερη να καταρρεύσει και η Μάργκοτ, σαν αποσύρθηκε στην σιωπή του δωματίου της, στην κενή πλέον κούνια, στην παιδική απουσία, η σκληρή απόφαση, σαν αόρατος δικαστής ορθώθηκε μπροστά της. Στο συρτάρι της, είχε κρύψει ένα κομμάτι αιχμηρό, από ένα σπασμένο βάζο. Το άνοιξε και το κράτησε ανάμεσα στα τρεμάμενα δάχτυλά της. Θα άντεχε τον πόνο; Τι γεύση είχε ο θάνατος; 

Η πρώτη πίεση την σόκαρε. Έπειτα, η εικόνα του Βίγκμπερτ την στοίχειωσε. Όλες οι στιγμές που στην ουσία ασελγούσε ανελέητα στο κορμί της, όλος ο πόνος και το μαρτύριο καθώς και ο φρικτός, ατιμωτικός θάνατος του αδερφού της, παρέλασαν μπροστά της με θράσος. Πήρε μία ανάσα γρήγορη και παρακάλεσε να κατορθώσει να τραυματίσει τη σωστή φλέβα. Δυστυχώς όμως, ο θάνατος δεν επήλθε ακαριαία. Το προσωπικό την βρήκε μέσα σε μία άλικη λίμνη λίγο αργότερα. Το μωρό ήταν απόν. Αυτό τους συγκλόνισε, καθώς γνώριζαν καλά, πως αν κάτι είχε συμβεί στον Σεμπάστιαν, ο Βίγκμπερτ θα τους εκτελούσε όλους ως τον τελευταίο. Η απελπισία τους έκανε κατάληψη στην ψυχή τους. Κάποιοι, αποφάσισαν να φύγουν, εγκαταλείποντας το μαυσωλείο. Η τύχη ωστόσο δεν ήταν με το μέρος τους, δεν τους χαμογέλασε. Σαν από ένστικτο, η μαύρη μερσεντές με τον Άγγελο του Θανάτου στο κάθισμα του συνοδηγού, έφτασε ακριβώς έξω από την σιδερένια πόρτα. Η απουσία των φυλάκων του έκανε τρομερή εντύπωση. Το βήμα του έγινε ταχύτερο, προσπερνώντας μία γυναίκα μεγάλης ηλικίας, η οποία στη θέα του σωριάστηκε γονυπετής στη γη παρακαλώντας μάταια για έλεος.

«Πες μου τι διάολο συνέβη!» γρύλισε ο Βίγκμπερτ, ωστόσο εκείνη εξαιτίας του σοκ, αδυνατούσε να μιλήσει. Τα κυανά μάτια του δαίμονα, σχεδόν άψυχα, καρφώθηκαν επάνω της, ενώ το χέρι του την άρπαξε από τον λαιμό «Μίλα!» της ούρλιαξε.

«Η γυναίκα σας...η γυναίκα σας βρέθηκε νεκρή» ξεκίνησε.

«Σκασίλα μου γι' αυτήν!Το μωρό που είναι; Πού είναι ο γιος μου;»όταν δεν πήρε καμία απάντηση, η σφαίρα από το όπλο που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του, καρφώθηκε στον κρόταφό της.

Σαν σίφουνας έτρεξε στο δωμάτιο, διαλύοντας σχεδόν την πόρτα μπροστά του. Το σώμα της Μάργκοτ, ήταν καλυμμένο με ένα λευκό σεντόνι. Τα δικά του μάτια ωστόσο γυρνούσαν σαν λυσσασμένα δεξιά και αριστερά, αναζητώντας το μωρό. Με τα χέρια άρπαζε τα μωρουδιακά σεντονάκια, τινάζοντάς τα στον αέρα.

«Σεμπ! Πού είσαι μωρό μου; Σεμπάστιαν!» φώναζε με οργή, η οποία για πρώτη φορά, έσερνε μαζί της και ένα άλλο συναίσθημα.

Την απόγνωση, την ανημποριά. Ο Βίγκμπερτ μισούσε να τον καθιστούν αδύναμο. Δεν θα το επέτρεπε. Κανείς δεν είχε το καταραμένο δικαίωμα να τον φέρνει κοντά με τις ανθρώπινες αδυναμίες, οι οποίες τώρα τον είχαν πνίξει. Του είχαν αρπάξει το μωρό μέσα από τα χέρια και κανένας άχρηστος δεν έκανε τίποτε απολύτως. Οι γροθιές του σφίχτηκαν σε σημείο που άσπρισαν οι αρθρώσεις του. Το αιματοκύλισμα που θα ακολουθούσε δεν θα είχε προηγούμενο. Αν εξαγριώσεις έναν δαίμονα και τον αφήσεις έπειτα ελεύθερο, αυτομάτως θα μετατρέψει ολάκερη τη γη σε Κόλαση και ο Βίγκμπερτ αυτή τη στιγμή, ήταν έτοιμος να πάρει την εκδίκησή του. Στην ουσία είχε αποτύχει πολλές φορές. Είχε αποτύχει να συλλάβει τον Χανς, είχε αποτύχει να βγάλει από την μέση τον Όττο, ο οποίος καθώς γνώριζε θα πολεμούσε μάλλον με τους σιχαμένους Μπολσεβίκους, μα πάνω από όλα είχε αποτύχει να διαφυλάξει το ίδιο του το παιδί. Οι κραυγές του όργωσαν το σπίτι όλο. Τρελαμένος πυροβολούσε ανηλεώς, κομματιάζοντας όποιον έβλεπε μπροστά του. Έναν από τους φύλακες, τον πυροβόλησε τόσες πολλές φορές, σε σημείο που το κορμί του έφτασε να μετατραπεί σε μία άμορφη μάζα κρέατος. Το ερώτημα ήταν, ποιος θα σταματούσε επιτέλους εκείνον.

Η Κρίστα το συλλογιζόταν διαρκώς καθώς προχωρούσε σχεδόν τρέχοντας προς την διεύθυνση που της είχε αναφέρει η Μάργκοτ. Μη θέλοντας να αφήσει το μωρό στην τύχη του, χτύπησε την πόρτα της οικογένειας και κρύφτηκε στην γωνία. Ευτυχώς κανείς δεν περνούσε από εκείνο το στενό που είχε βομβαρδιστεί από τη R.A.F. Προς μεγάλη της ανακούφιση, η πόρτα άνοιξε και μία νεαρή γυναίκα φάνηκε στο κατώφλι να κοιτάζει το μωρό, τυλιγμένο με τις κουβέρτες. Δίχως σκέψη, το σήκωσε θεωρώντας πως ίσως ήταν ένα ακόμη ορφανό αγόρι. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της Κρίστα. Το αγγελούδι, ίσως και να είχε βρει έναν δρόμο καλύτερο, έναν δρόμο που δεν ανήκε στις σκιές. Άξαφνα, οι σειρήνες ξεσπάσανε. Αλαφιασμένη, προσπάθησε να τρέξει για να καλυφθεί. Ουρλιαχτά αντηχούσαν και η ίδια κατόρθωσε να εντοπίσει ένα υπόγειο. Μαζί με άλλους Βερολινέζους, στριμώχτηκε σε ένα μισοκατεστραμμένο κτίριο. Άπαντες βαστούσαν κεριά, εκείνη φοβόταν, έτρεμε. Ήθελε να ξεσπάσει επάνω τους και να τους ουρλιάξει πως αφού θέλησαν ένα τέρας στην εξουσία, τότε καλά να πάθουν. Σάμπως όμως δεν πίστευε και ο υπόλοιπος πλανήτης, πως και εκείνη το είχε επιλέξει;

Ο θόρυβος κόπασε κάπως και ο κόσμος δειλά ξεκίνησε να βγαίνει. Χαλάσματα και σκόνη και ένα κορίτσι με το αρκουδάκι της στο χέρι, καταπλακωμένο από τα ερείπια. Δεν ανάπνεε. Η Κρίστα ωστόσο δίχως να χάσει χρόνο, πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ήθελε να βρίσκεται κοντά στα παιδιά της τις δύσκολες ετούτες ώρες. Ταυτόχρονα, σκεφτόταν τους δικούς της ανθρώπους. Τον Βίνφριντ και τον Λούκα που δεν υπήρχαν πια, τον Χανς και τη Χέλγκα, ακόμη και τον Όττο. Κάποτε σκεφτόταν τον άνδρα της το συγχωρεμένο καθώς και ένα ακόμη αγαπημένο πρόσωπο, από το οποίο είχε καιρό να ακούσει νέα, τρέμοντας ίσως πως και εκείνο δεν βρισκόταν εν ζωή. Ήταν ο ξάδερφός της ο Κερτ, ο οποίος προς μεγάλη της έκπληξη, στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού της μπροστά. Είχε επιστρέψει από το Ανατολικό Μέτωπο, φυσικά όχι από το φονικό Στάλινγκραντ.

«Κρίστα!» της ούρλιαξε και οι δυο τους τρέχοντας, αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Ο ενθικοσοσιαλισμός είχε βάλει το άγαρμπο χεράκι του, χωρίζοντάς τους. Σαν παιδιά είχαν πολύ καλές σχέσεις, ωστόσο, ουδέποτε είχε αναφερθεί μπροστά του στις φιλικές της σχέσεις με τους δύο Εβραίους, τον Χανς και τη Χέλγκα.

«Κερτ! Θεέ μου επέστρεψες!» τσίριξε καθώς τον αγκάλιαζε.

«Ήθελα τόσο πολύ να έρθω! Μου είχες λείψει. Επιτέλους επέστρεψα αν και για λίγο. Αύριο θα με στείλουν στην Πολωνία» πήρε μία βαθιά ανάσα και το χαμόγελό του επανήλθε. Είχε καστανά μαλλιά, κουρεμένα ελαφρώς κοντά και κυανά έντονα μάτια. Είχε μία εφηβική γοητεία, καθώς αν και είκοσι τρία, εκείνη η παιδική ομορφιά δεν είχε ακόμη δώσει τη θέση της στην ανδρική και ώριμη «Έλεγα να πάμε μαζί να παραλάβουμε τα αγόρια σου, τι λες; Μου έλειψαν λιγάκι» της είπε, φυσικά μην έχοντας ιδέα πως ο μικρός Όττο ήταν Πολωνοεβραίος.

Το βραδάκι, κάθισαν μαζί στο μπαλκόνι ατενίζοντας τη σκοτεινή, παγωμένη πόλη. Το Βερολίνο είχε χάσει την αλλοτινή του λάμψη, για την ακρίβεια, κατακρημνιζόταν λεπτό με το λεπτό ολοένα και περισσότερο.

«Η σελήνη μοιάζει άσχημη πάνω στα ερείπια» άκουσε τη μελαγχολική φωνή της Κρίστα που επιθυμούσε να τον ρωτήσει για το Ανατολικό Μέτωπο, ωστόσο δίσταζε «Οι προβολείς παίζουν σαν ιστοί αράχνης πάνω στα σύννεφα. Κάθε λίγο μαθαίνω πως εγκαταλείπουμε και μία πόλη της Ρωσίας»

Ο Κερτ βαριανάσανε, καθώς κοίμιζε ταυτόχρονα τον μικρό Όττο στην αγκαλιά του.

«Τα πράγματα δεν πάνε καλά. Δεν ξέρω τι σας λέει ο φίλτατος Γκαίμπελς, μα ζήσαμε έναν εφιάλτη. Σε γενικές γραμμές κανείς δεν μπορεί να εκφράσει την απόλυτη αλήθεια. Ελπίζω πραγματικά να αντέξουμε καθώς αν χάσουμε, φοβάμαι για εσένα και τα παιδιά. Φοβάμαι τους Ρώσους. Βέβαια ας όψεται που έχουμε και προδότες σαν τον Σβάιγκερ» μούγκρισε «Δεν μπορεί να μην τα έμαθες. Έχει βουίξει ο τόπος μήνες τώρα»

Η Κρίστα τα έχασε.

«Όχι, ειλικρινά δεν γνωρίζω τίποτε. Βλέπεις η ζωή μου τον τελευταίο χρόνο ακολουθούσε μία άτεγκτη ρουτίνα και εγώ είχα απορροφηθεί από αυτήν απόλυτα. Εννοείς τον Όττο;»

«Ναι, τον αδερφό του φίλου σου του Λούκα. Στο Στάλινγκραντ έσωσε έναν Ρώσο. Εικάζουμε πλέον όλοι πως ήταν φίλοι από παλιά. Αρνήθηκε εντολές, πήδηξε από μία ερειπωμένη πολυκατοικία, σχεδόν στην απέναντι και έφαγες τρεις γερμανικές σφαίρες. Καθώς ακούγεται, επέζησε» Η κοπέλα είχε χλομιάσει. Είχε σαφώς καταλάβει πως ο Όττο δεν είχε έτσι και αλλιώς καμία σχέση με εκείνον του παρελθόντος, μα ποτέ της δεν περίμενε αυτήν την εξέλιξη. Ήταν τρελός. Όχι, ήταν ήρωας, όχι μάλλον ήταν απλώς ένας υπέροχος άνθρωπος «Μην πεις λέξη, καθώς είμαι βέβαιος πως θα είναι για καλό. Εντάξει και εμένα με εξέπληξε η θυσία του για τον εχθρό...Ας μην μιλήσουμε όμως άλλο γι'αυτό. Είσαι καλά εσύ; Τα παιδιά;»

Η Κρίστα του χάιδεψε το μάγουλο στοργικά.

«Κάποτε είναι δύσκολα, μα τα καταφέρνουμε. Λίγο ή πολύ είμαστε μαχητές» η αμηχανία συνεχιζόταν μέχρι που εκείνη αποφάσισε να την σπάσει. Ήταν ξάδερφός της στο κάτω-κάτω «Ο Χίτλερ ήταν λάθος!» του πέταξε και τον είδε να παραιτείται.

«Για αρκετούς φάνταζε σωστός. Πίστευαν πως θα έβγαζε τη Γερμανία από την μιζέρια, πως θα την έκανε ξανά αυτοκρατορία και πως θα εξουδετέρωνε όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς της»

«Πώς; Μισώντας τους ανθρώπους; Κερτ δεν είμαστε Άριοι. Είμαστε άνθρωποι, όπως όλος ο κόσμος. Ο Χίτλερ θεώρησε πως μονάχα η Γερμανία και οι καθαρόαιμοι Γερμανοί είχαν το δικαίωμα να ζήσουν. Τώρα όλοι αυτοί, αν χάσουμε, θα μας διαλύσουν» η φωνή της έτρεμε. Ο νεαρός την αγκάλιασε στοργικά.

«Μην φοβάσαι. Εγώ θα σε προστατέψω σε όποια θέση και αν βρίσκομαι. Θα πολεμήσω, θα δώσω τη ζωή μου, δεν με πειράζει. Τώρα με τις αναταραχές με στέλνουν Βαρσοβία»

«Να προσέχεις σε παρακαλώ»πρόφερε συγκινημένη.

«Μην ανησυχείς για εμένα, θα το κάνω» την καθησύχασε και φιλώντας τα δύο αγοράκια που κοιμούνταν σχετικά γαλήνια, αποχώρησε για να χορτάσει και την οικογένειά του λίγο πριν τους αποχωριστεί ξανά. 



Νέο πρόσωπο σας έχω, τον φίλτατο Κερτ. Ακόμη είναι νωρίς για γνώμες θαρρώ, θα τον δούμε και στην πορεία!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro