Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η βίλα της οδού Am Grossen Wannsee/ part 5

 Ο χρόνος σχεδόν σταμάτησε, πάγωσε. Ένα νοητό ρολόι, από αυτά που είναι τοποθετημένα σε εκρηκτικούς μηχανισμούς, μετρούσε αντίστροφα. Στάλες ιδρώτα ξεκίνησαν να σχηματίζονται στο μέτωπο του Άλεξ. Αυτό δεν έπρεπε να συμβεί, δεν έπρεπε να συναντηθούν ξανά οι δυο τους. Δίπλα του, ο Ντίμα κοιτούσε μία τον ίδιο και μία τον Γερμανό που δεν έκανε καμία κίνηση να προτάξει το όπλο εναντίον τους. Στεκόταν μισοβυθισμένος στο βάλτο, με ένα αγόρι αγκαλιά και το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει τον ξάδερφό του, με έναν τρόπο που του δημιουργούσε αμηχανία.

Τα σκληρά του χαρακτηριστικά σαν κοίταζε τον Άλεξ, είχαν γλυκάνει. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε κάποιος να κοιτάξει τον εραστή του, τον αδερφό του ή κάποιο πολύ αγαπημένο πρόσωπο. Ο αόρατος δεσμός τους φάνηκε αμέσως, ωστόσο ο κίνδυνος να τιναχτούν όλα στον αέρα καιροφυλαχτούσε ύπουλα και ανάλγητα, βάζοντας φρένο στον πειρασμό ύπαρξης ανθρώπινων συναισθημάτων. Ένιωσε τον Άλεξ δίπλα του να τρέμει. Τα κυανά του μάτια είχαν βουρκώσει.

΄΄Prosti menya΄΄(συγχώρεσέ με) ψιθύρισε και τον είδαν να υψώνει το όπλο του και να σημαδεύει τον Όττο.

Μπροστά σε αυτό το θέαμα, ο ξανθός νεαρός πάγωσε. Τα χείλη του άνοιξαν ελαφρώς στην προσπάθειά του να ψελλίσει μία κουβέντα, μα του ήταν αδύνατο. Κοίταξε γύρω του, τους άνδρες με τις σοβιετικές στολές να στέκουν αγέρωχα, καρτερώντας την κίνηση του Άλεξ, στο χέρι του οποίου το όπλο έτρεμε. Ο Όττο άφησε το αγόρι να απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης, ανασκουμπώθηκε και έκανε ένα βήμα μπροστά. Ταυτόχρονα, η καρδιά του βούλιαζε και αυτή σάπια και άχρηστη μέσα στα βρομόνερα των βάλτων, ενώ τα μάτια του αναζήτησαν να διαβάσουν εκείνα του φίλου του. Δεν μπορεί, είχε κάνει λάθος. Ο Άλεξ τον αγαπούσε. Ο νεαρός Ρώσος ωστόσο, είχε τρομοκρατηθεί. Έπρεπε να φανεί πειστικός. Έπρεπε να προκαλέσει κάποια αντίδραση εκ μέρους του Όττο. Δεν γινόταν να προδοθούν έτσι άσχημα. Ήξερε πως ήταν ταχύτατος, ήξερε πως μπορούσε να ξεφύγει, μα έπρεπε να το προσχεδιάσει. Όντας και ο ίδιος εκπληκτικός στο στόχο, σημάδεψε χιλιοστά μακριά από το κρανίο του φίλου του. Η σφαίρα έφυγε και σχεδόν έκαψε από την ταχύτητα τη στολή του Γερμανού. Ο Όττο σοκαρισμένος, παραπάτησε και έπεσε μέσα στους βάλτους. Ταχύτατα ξεκίνησε να οπισθοχωρεί, όταν ο Άλεξ είδε έναν από τους συντρόφους του να τον σημαδεύει.

«Nyet!» του φώναξε «Αφήστε τον. Είναι δικός μου» τους χαμογέλασε σαρδόνια και η επόμενη σφαίρα, πάλι αστόχησε επίτηδες.

Τότε, για πρώτη του φορά είδε τον Όττο να αντιδρά. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και επιβίωσης επιτέλους είχε ξυπνήσει. Τον είδε να πηδά ψηλά, να αρπάζεται από το κοντινό κλαδί και με ένα τίναγμα να αποφεύγει τον επόμενο πυροβολισμό. Καθώς όμως είχε καταλάβει πως ήταν πολλοί και οι πιθανότητες σωτηρίας του ήταν ελάχιστες, ευθύς έπεσε μπροστά παριστάνοντας τον πεθαμένο. Ο Άλεξ ανακουφίστηκε και υποχώρησε. Είχε αντιληφθεί το κόλπο και ευγνωμονούσε την τύχη του. Με γρήγορες δρασκελιές, επέστρεψε πίσω στην μονάδα του, η οποία συνέχισε την πορεία της μέσα στο δάσος. Όταν πλέον είχαν απομακρυνθεί, ο Ντίμα τον πλησίασε βαθιά μπερδεμένος.

«Τι ήταν όλο αυτό;» τον ρώτησε εξακολουθώντας να νιώθει ταραγμένος.

«Δεν θέλω να μιλήσω» του απάντησε απότομα ο Αλεξ, ενώ από μακριά, ο ήχος ενός ποταμού που αντιστεκόταν στο ψύχος, του τράβηξε την προσοχή. 

Η μονάδα του σταμάτησε για λίγο και ο Άλεξ βούτηξε ολόκληρο το κεφάλι του στο παγωμένο νερό. Μέσα σε εκείνο το τρεχούμενο, υγρό περιβάλλον που θαρρείς τον έκρυβε από τον έξω κόσμο, αφέθηκε να κλάψει, να ουρλιάξει. Τα λεπτά περνούσαν, το οξυγόνο του τελείωνε επικίνδυνα, όταν το χέρι του Ντίμα τον άρπαξε και τον έβγαλε έξω. Το βλέμμα τους ενώθηκε. Είχε καταλάβει απόλυτα πως ο ξάδερφός του υπέφερε, πως μία σκιά άμορφη, άπλωνε τα δίχτυα της γύρω του και μέσα του, ρουφώντας στάλα στάλα κάθε τι όμορφο. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω του, η αγκαλιά του ήταν σφιχτή, απαραίτητη. Το πρόσωπο του Άλεξ κρύφτηκε στον ώμο του, τα δάκρυα μπλέχτηκαν με το παγωμένο, λυτρωτικό νερό του ποταμού.

«Μίλησέ μου να πάρει! Κάτι σε στοιχειώνει....Είμαι εδώ για εσένα» προσπάθησε να τον πείσει.

«Είμαι ένας άχρηστος» ψιθύρισε ο Άλεξ «Δεν είμαι στρατιώτης, δεν μπορώ να γίνω. Το να πολεμάς εδώ, σημαίνει να σκοτώνεις από τραυματία, μέχρι να βιάζεις κα να στραγγαλίζεις νοσοκόμες που ακολουθούν το μέτωπο. Σημαίνει να είσαι ανάλγητος, σημαίνει να αρνείσαι τον πειρασμό να εξανθρωπιστείς, να κλείνεις τα μάτια στις κραυγές, στις σφαγές. Δεν μπορώ. Αυτός..» έδειξε προς μία κατεύθυνση «Ήταν ο Όττο. Ο Όττο...ήταν...διάολε! Γαμώτο!» ξεκίνησε να κλοτσά το χώμα βγάζοντας άναρθρες κραυγές «Ήταν φίλος μου να πάρει! Ήταν ο αδερφός που θα ήθελα να έχω μετά από εσένα. Τον είδα εκεί κάτω και ήθελα να τον κλείσω στην αγκαλιά μου, να τον ρωτήσω αν πεινά, αν έχει χτυπήσει, όμως μου απαγορευόταν! Μου απαγορευόταν να αγκαλιάσω γιατί έχω γεννηθεί άνδρας, γιατί πρέπει να είμαι στρατιώτης και να πολεμώ. Δεν θέλω! Το βλέμμα του, εκείνο της θλίψης και της οργής μου δημιούργησε ρωγμές στην καρδιά. Με έσωσε όταν ψοφούσα σαν το σκυλί, γεμάτος μύγες. Ο Όττο είχε τον θρήνο του για τον χαμό του συντρόφου του και όμως με βοήθησε. Ωστόσο, αυτός ο δεσμός θα μας δημιουργούσε πρόβλημα, τόσο σε εμένα όσο και στον ίδιο. Η αγάπη του για εμένα θα τον έβαζε στην θέση που τον είδες. Κοκαλωμένο, να στέκεται και να περιμένει το τέλος του. Θέλω να ζήσει. Μόνο αν βάλει την επιβίωσή του πάνω από την δική μας σχέση, μόνο τότε έχει πιθανότητες να τα καταφέρει μαχόμενος για τη ζωή του. Προτιμώ να με μισεί, παρά να στέκεται άπραγος απέναντι στους αντιπάλους του. Πιθανότητα να τον σκότωνα, δεν υπήρχε καμία, αλλά μία λάθος κίνησή μου, θα καταδικάσει τους δικούς μου και φοβάμαι. Μέσα σε όλα είμαι μάλλον και δειλός, έτσι;»

Ο Ντίμα δεν του απάντησε στην αρχή, ήθελε να σκεφτεί τα λόγια του.

«Κανένας μας δεν επιθυμεί να βρίσκεται εδώ, τουλάχιστον οι περισσότεροι. Η ιδιόμορφη φιλία σας θα σας έβαζε σε μεγάλους μπελάδες. Δεν ξέρω τι να πω, τι είναι σωστό, τι είναι λάθος. Ποτέ μου δεν άφησα την προπαγάνδα να με καταπιεί. Κάποτε βλέποντας πτώματα παγωμένα, είτε Γερμανών, είτε Σοβιετικών, πάντοτε σκέφτομαι πως τα σπίτια τους αδειάζουν, πως κάποια μάνα μία μέρα τους αποχαιρέτησε κλαίγοντας, ελπίζοντας πως θα ξαναγυρίσουν. Αρκετοί, είναι φανατικοί ναζί. Αυτούς δεν τους λυπάμαι. Ο νεαρός αυτός ωστόσο, παρά το γεγονός πως φορούσε μία επικίνδυνη στολή των Ενόπλων Ε-Ες, σε κοιτούσε με τον ίδιο τρόπο που θα σε κοιτούσα και εγώ. Σε αγαπούσε και φάνηκε, όμως έκανες το σωστό. Έχουμε πόλεμο και οι συναισθηματισμοί οφείλουν να μείνουν έξω. Το ξέρω πως είναι απάνθρωπο, μα αν επιθυμείς να μείνεις ζωντανός, πάλεψε γι' αυτό έστω»

Καμία κουβέντα ωστόσο δεν μπορούσε να τον παρηγορήσει. Σχεδόν αδυνατούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του γι΄αυτή του την απόφαση. Εικόνες με εκείνον και τον Όττο στο Βορονέζ ξεχύθηκαν αβίαστα, περιγράφοντάς του γλαφυρά πώς θα έπρεπε να είναι κανονικά η ζωή. Ένας κόσμος για όλους, δίχως να έχει σημασία η εθνικότητα ή τα πιστεύω. Μία αλάνα εξάλλου και μία πάνινη μπάλα τους ήταν αρκετά. Ο Όττο ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε απλώς να τρέχει κλοτσώντας την, παίζοντας σαν ένα νεαρό άτομο της ηλικίας του, ένα παιχνίδι που ποτέ πριν δεν είχε την ευκαιρία. Τώρα, συνέχιζε να τρέχει κόντρα στον παγωμένο άνεμο, με όλες του δυνάμεις, δίχως να δίνει σημασία στις κραυγές τις μακρινές, στους πυροβολισμούς ή στους καπνούς που ορθώνονταν παραμορφώνοντας τον χειμερινό ουρανό. Η εικόνα του Αλεξέι να σηκώνει το όπλο εναντίον του και να πυροβολεί τον είχε εξαγριώσει. Η αλήθεια είχε προσπαθήσει να αντιληφθεί αν πράγματι το εννοούσε, ωστόσο η σκληρή του έκφραση του είχε δημιουργήσει αμφιβολίες. Οι πυροβολισμοί που είχε δεχτεί ήταν απανωτοί και αν δεν είχε παραστήσει τον νεκρό, ίσως πράγματι να έπεφτε από τα πυρά του.

Τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά δίχως να νιώθει κούραση. Η αδρεναλίνη είχε πάρει το πάνω χέρι, οδηγώντας τον σε έναν δικό της προορισμό. Η αμφιβολία είχε αργά φυτευτεί μέσα του και δεν είχε ιδέα τι θα ήταν σωστό να κάνει.

΄΄Σήκωσε το όπλο εναντίον μου΄΄ σκέφτηκε και κοίταξε γύρω του ΄΄Εδώ που έχω φτάσει, πρέπει να αγωνιστώ ως το τέλος. Ο πόλεμος αυτός είναι μία τρέλα, μα δεν έχω επιλογή άλλη. Θέλω να ζήσω, θέλω να μείνω πιστός στο στόχο μου να βοηθήσω ανθρώπους σαν τον Χανς και τη Χέλγκα, πρέπει να μάθω για εκείνους, πρέπει να φτάσω στο Βερολίνο και να πάρω τα στοιχεία. Από εδώ όμως για να γλιτώσω, η λύση είναι μία. Να γίνω ο ανηλεής πολεμιστής που υπήρξα. Κανένας κυνηγός της Σιβηρίας δεν θα με βάλει κάτω, κανένας Σοβιετικός΄΄

Οι εικόνες τώρα εναλλάσσονταν γρήγορα. Γύρισε πίσω στην προπολεμική Γερμανία, στην προπόνηση, στην τρύπα που ήταν ικανός να ανοίξει σε νόμισμα, όσα μέτρα μακριά και αν το τοποθετούσαν. Όχι. Το κέλυφος του ήταν απαραίτητο. Η αποκάλυψη της πλευράς εκείνης της συναισθηματικής, ήταν επικίνδυνη. Σήμερα θα μπορούσε να του κοστίσει τη ζωή. Εκείνος όμως είχε δώσει όρκο. Το όπλο στον κρόταφο θα το κολλούσε την ημέρα που θα μάθαινε πως η Χέλγκα ήταν νεκρή και επίσημα. Μέχρι τότε θα ήλπιζε πως η αγκαλιά του θα γέμιζε με το λεπτοκαμωμένο της κορμί, μέχρι τότε θα φανταζόταν να της κάνει έρωτα και η ένωσή τους να είναι όχι μόνο σαρκική, μα βαθιά ψυχική. Ήταν ο κόσμος του, εκείνο το παραθυράκι από όπου μπορούσε να αγναντεύει την ελπίδα όταν ήταν μικρός και ας το έβγαζε σε αντίδραση απέναντί της. Από την τσέπη του έπιασε τη φωτογραφία της παρέας του Βερολίνου. Τότε που όλοι χαμογελούσαν και καμία σκιά δεν στοίχειωνε τα μάτια τους, τότε που οι ρυτίδες σχηματίζονταν ολοζώντανες, που δεν τρεμόπαιζαν σε μία προσπάθεια να φανούν πειστικές. Το τρέξιμό του συνεχίστηκε, όταν συγκρούστηκε με ένα σώμα βίαια, για να καταλήξουν στο έδαφος και οι δύο.

«Ολόκληρη στέπα και επάνω μου έπεσες;» έκρωξε ένας νεαρός. Ο Όττο ζαλισμένος ακόμη, σηκώθηκε με κόπο. Τα γερμανικά που άκουσε του έφεραν ανακούφιση για πρώτη φορά. Ο άνδρας απέναντί του σηκώθηκε. Φορούσε στολή της Βέρμαχτ «Κοχ Μίκαελ Μίλλερ, υπολοχαγός»

«Όττο Σβάιγκερ, λοχαγός πλέον»

«Ανήκεις στα Ες-Ες;» τον ρώτησε ο Κοχ.

«Μάλιστα. Ξεκίνησα την συμμετοχή μου με την Leibstandarte, έπειτα με τοποθέτησαν στα Τάγματα Θανάτου, ωστόσο συνέβη μία επίθεση, τραυματίστηκα, χάθηκα και αναζητούσα τον στρατό μου»

«Με όλο το σεβασμό, δεν επιθυμώ προσωπικά την άμεση συνεργασία μου με τα Τάγματα. Είμαστε στρατιώτες όχι εκτελεστές»

«Δεν ανήκω πλέον εκεί, ούτε πρόλαβα να συμμετάσχω σε εκτελέσεις. Ανήκα στα Ένοπλα Ες-Ες και έκανα τη δουλειά του στρατιώτη με αξιοπρέπεια» απάντησε ο Όττο.

«Καλώς. Υπάρχει ακόμη ένας, ένας αξιωματικός, ένας Μπάλντερ Χάουσντορφ. Συμμετέχει στις επιχειρήσεις μας εδώ και δύο μέρες. Χαίρομαι που είσαι καλά και που κατόρθωσες να μας εντοπίσεις. Για την ώρα βρισκόμαστε σε αυτό εδώ το ερείπιο. Οι απώλειες είναι τρομερές, δίνουμε μάχη για ένα κωλόστενο και βλέπεις τους Ρώσους να μην υποχωρούν με τίποτε. Κάθε βοήθεια είναι θεμιτή»

«Δεν αστοχώ ποτέ. Δεν μου έχει τύχει ως τώρα. Θα σας βοηθήσω να πάρετε το κωλόστενο» απάντησε ο Όττο.

«Αμήν σύντροφε γιατί τα πράγματα είναι άσχημα και το ηθικό λίγο πεσμένο. Σκάβουμε και χωνόμαστε εκεί, στις λάσπες. Περιμένουμε τον χειμερινό ιματισμό και το λευκό καμουφλάζ για τα χιόνια. Έτσι, κάνουμε αντίθεση και μας εντοπίζουν αμέσως»

Ο Κοχ τον καλωσόρισε και για λίγο ένιωσε σαν να είχε ταξιδέψει σε έναν άλλο κόσμο και είχε επιστρέψει πίσω. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, μα δεν είχε σημασία. Χαιρόταν που θα έβλεπε τον Μπάλντερ. Είχε ορισμένα πράγματα να του παραδώσει που ανήκαν στον Στάινερ. Η χρονιά του 41, έφευγε, μα εκείνη που ερχόταν, βαστούσε στα χέρια της όπλα, απανθρωπιά κραυγές και κλάματα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro