Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Είμαστε όλοι στο ίδιο πλοίο/ part 2

Σε μία εποχή που όφειλες να επιλέξεις μία πλευρά, μία ιδέα έστω και ας μην συμφωνούσες ολοκληρωτικά μαζί της, η έννοια της ελευθερίας έμοιαζε με πουλί τσακισμένο, το οποίο αργά καταποντιζόταν από έναν καθάριο ουρανό που διαρκώς μάτωνε. Στο άκουσμα των λεγομένων του Ιωσήφ, ο Όττο είχε για πρώτη φορά στερέψει από λόγια, αφού ένα πλήθος συναισθημάτων όργωνε κάθε κύτταρο του κορμιού του. Τα μάτια του βρίσκονταν σε απόλυτη συμμετρική απόσταση από εκείνα του Ιωσήφ. Χάνονταν μέσα σε μία λαβυρινθώδη καλοσύνη, εκείνη την καλοσύνη που θα αντιστοιχούσε σε έναν πατέρα που νοιαζόταν. Ο Ιωσήφ ήξερε πως κάποτε είχε στερήσει την ελευθερία του γιού του, μα δεν είχε επιλογή. Στην περίπτωση του Όττο και των χρόνων που θα ακολουθούσαν, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Γερμανός, ψηλός, αγέρωχος, άντρας σωστός, κοιτούσε τον Ρώσο με μία παιδική συγκίνηση. Για πρώτη φορά, ένιωσε πως είχε βρει το λιμάνι του, το απάγκιο εκείνο που χρόνια αποζητούσε, την κατανόηση, την στήριξη, την ανιδιοτελή αγάπη και τον σεβασμό.

«Σε αγαπώ» του είπε κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια, νιώθοντας πως μεταμορφωνόταν στιγμιαία σε εκείνο το μικρό, ξανθό αγόρι, που για πρώτη φορά του δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσει σε μία πατρική φιγούρα, την αγάπη του και τα συναισθήματά του.

«Στην ζωή μαθαίνω από την πρώτη κιόλας στιγμή που γεννήθηκα. Έμαθα σαν παιδί, σαν έφηβος, σαν σύζυγος, σαφώς σαν πατέρας, μα εσύ ήρθες για να μου διδάξεις πράγματα αλλιώτικα. Είναι εύκολο να μιλάς για τρυφερά συναισθήματα, όταν αυτά αγκαλιάζουν τους φίλους και την οικογένεια. Είναι τελείως διαφορετικό όμως να μπορείς να τα αισθανθείς για τον μέχρι πρότινος εχθρό σου, να μπορείς να υπερβείς τα βαθιά ριζωμένα σου πιστεύω και να καταλήγεις πράγματι να τον αγαπήσεις. Κοντά σου διδάχτηκα πολλά. Τη θυσία, τη φιλία και την εμπιστοσύνη. Σε ευχαριστώ γι' αυτό, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω» του χαμογέλασε και ο Άλεξ δεν θα μπορούσε να νιώσει πιο περήφανος για τον πατέρα που είχε μπροστά του, για το πρώτο και τελευταίο πιο σημαντικό είδωλο της ζωής του.

«Νομίζω πως ο γιος σου, έχει κάτι να σου πει. Θα φύγω εγώ τώρα, οφείλω να ετοιμαστώ καθώς λίαν συντόμως αναχωρούμε για...δυτικά»

Ο Ζούκοφ αποσύρθηκε επίσης και πατέρας με γιο, έμειναν να παρατηρούν την τελευταία αναπνοή του ήλιου.

«Μπουκίτσα έχεις κάτι να μου πεις;» του χάιδεψε τα μαλλιά. Ο Αλεξέι για πρώτη του φορά ένιωσε αβεβαιότητα «Ντρέπεσαι τον πατέρα σου;» τον κοίταξε με πονηριά.

«Η αλήθεια είναι πως μπορεί να νιώθεις περήφανος για έναν γιο στρατιώτη, μα όχι για έναν γιο χορευτή» του είπε μονομιάς.

«Θα ντρεπόμουν αν είχα γιο βιαστή ή εγκληματία. Το να χορεύεις δεν είναι έγκλημα Αλεξέι, πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις κάτι τέτοιο;»

«Το θεώρησα ίσως θηλυπρεπές...» ψέλλισε και ο Ιωσήφ τεντώθηκε δυσανασχετώντας.

«Ειλικρινά, ας τελειώσει όλο αυτό, να είμαι και εγώ βέβαιος πως τίποτε κακό δεν θα σου συμβεί και αν το θελήσεις, γίνε από βοσκός, μέχρι χορευτής. Το μόνο πράγμα που με απασχολεί αληθινά σε αυτόν τον κόσμο, είναι η υγεία σου και η ευτυχία σου. Δεν σου έδωσα ζωή για να πραγματοποιήσεις τα δικά μου όνειρα, αλλά για να βαδίσεις στο δικό σου μονοπάτι. Θα είμαι πίσω σου ακριβώς, ώστε να σε αρπάξω εγκαίρως αν τυχόν ποτέ γλιστρήσεις»

Ο Αλεξέι τον αγκάλιασε. Ο Ιωσήφ καθώς και η υπόλοιπη οικογένειά του ήταν ο λόγος που σαν άτομο και χαρακτήρας έκρυβε μία ισορροπία. Ποτέ του σχεδόν δεν αμφέβαλε για τον εαυτό και τα πιστεύω του, δεν αμφιταλαντεύτηκε ούτε μία στιγμή. Οι ετοιμασίες ξεκίνησαν για ακόμη μία φορά. Η τοποθέτηση τεράστιων αριθμών ναρκών, με σκοπό τη διοχέτευση των γερμανικών επιθέσεων σε περιοχές που πρόσφεραν ένα τέλειο πεδίο βολής, καθώς και η συνεργασία του τοπικού πληθυσμού, ήταν το πρώτο βήμα. Διοικητής ξανά ο Στρατάρχης Ζούκοφ. Σε αυτήν την καλοκαιρινή επίθεση με την κωδική ονομασία Zitadelle, οι Γερμανοί παρέταξαν τον μεγαλύτερο αριθμό τεθωρακισμένων. Ήταν μία από τις πιο κρίσιμες καμπές του πολέμου και έτσι ακόμη και αδοκίμαστα όπλα χρησιμοποιήθηκαν.

Μία φρικτή μάχη βρισκόταν προ των Πυλών. Ο Σεργκέι έδειχνε ψυχικά κουρασμένος. Η γνώμη του για τον νεαρό Γερμανό αδυνατούσε να αλλάξει. Το μόνο που αποζητούσε, ήταν να δει επιτέλους ελεύθερα τα εδάφη τους, με όποιο κόστος. Ο φίλος του είχε αποδεκατιστεί μπροστά στα μάτια του. Ο ίδιος ήταν πρόθυμος να αναλάβει ακόμη και επίθεση αυτοκτονίας αν ήταν να πάρει μαζί του στην Κόλαση τους Γερμανούς. Ο Γκαμπριέλ, η αλεπού της στέπας, εξακολουθούσε να κινείται με διακριτικότητα, καρτερώντας ώρες ολόκληρες τον εχθρό να πλησιάσει. Οι συνθήκες της φύσης δεν έδειχναν να τον αποπροσανατολίζουν ούτε στο ελάχιστο, με εξαίρεση την ζέστη που ολοένα και πλησίαζε. Αυτή τη στιγμή βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος, αναπολώντας την ήσυχη ζωή του πίσω στη Σιβηρία. Υπήρχαν στιγμές, που στο μυαλό του έφερνε την Τσάρλη, ωστόσο σαν άνθρωπος κινούνταν πάντοτε σύμφωνα με τα ρεύματα της ζωής. Αν ήταν γραφτό να τη συναντήσει ξανά, είχε καλώς.

Τα εντυπωσιακά του χαρακτηριστικά κέντριζαν σχεδόν πάντοτε το ενδιαφέρον, ενώ κάποτε προκαλούσαν τρόμο. Είχε τύχει οι αντίπαλοι, ως τελευταία τους στιγμή, να θυμούνται τα κρυστάλλινα, κυανά του μάτια, που συχνά λαμπύριζαν από την έξαψη της μάχης. Η προσοχή τους είχε στραφεί προς το Κούρσκ το οποίο βρισκόταν περίπου στην ίδια ευθεία με το Βορονέζ. Η παρέα είχε αποφασίσει να σμίξει εκεί ακριβώς, λίγο πριν το ξέσπασμα της μάχης. Υπήρχε κάτι το ειδυλλιακό σε εκείνον τον μικρό οικισμό, κάτι το μαγικό, μία σιωπηλή ιεροτελεστία αναμνήσεων. Ο καιρός όσο οι μήνες περνούσαν, γινόταν θερμότερος. Ο Άλεξ μαζί με τον Ντίμα, την Όλγα και τον Όττο, πλησίαζαν από τα ανατολικά, ενώ ο Σεργκέι με τον Γκαμπριέλ από τα δυτικά. Η γη κατέβαλε προσπάθειες ισχυρές να επανέλθει, μα η θέα των χαλασμάτων ήταν αποκαρδιωτική. Σαν ενώθηκε η παρέα, υπήρχε στα μάτια της μία ανείπωτη, κρυφή σκοτεινιά. Δεν ήταν ίδια πια εκείνα τα μάτια. Είχαν ωριμάσει κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, είχαν μάθει να επιβιώνουν σκοτώνοντας, είχαν φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων τους και είχαν δοκιμάσει ως το τέρμα την ανθρωπιά τους.

Στη θέα του Όττο, τα μάτια του Σεργκέι σκοτείνιασαν.

«Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ» του γρύλισε πλησιάζοντάς τον.

«Το ξέρω» απάντησε ο νεαρός, μονάχα για να δει τον Αλεξέι να οργίζεται.

«Κάνεις λάθος. Ο Όττο είναι κομμάτι της παρέας μας πλέον, το κέρδισε με την θυσία του» αντέτεινε στην άποψη του Σεργκέι.

«Τι έχεις πάθει; Κάποτε δεν άντεχες ούτε να τους βλέπεις! Ίσως αν έχανες τον Ντίμα από το χέρι τους να άλλαζες και εσύ άποψη»

«Σεργκέι....» προσπάθησε να τον συγκρατήσει.

«Θέλω να σεβαστείς την επιλογή και τα συναισθήματά μου! Με τον Νικήτα ήμασταν σαν αδέρφια!» έκανε παύση «Θέλω να με αφήσεις μόνο μου, θα κάνω μία βόλτα στην περιοχή»

«Όμως είσαι φίλος μου. Αυτός ο τόπος υπήρξε καταφύγιο και για τους δύο» συνέχισε ο Αλεξέι.

«Έχεις δίκιο. Υπήρξε πράγματι προτού μετατραπεί σε αποκαΐδια, προτού βιαστούν και εξοντωθούν οι γυναίκες και τα παιδιά από τα χέρια ανθρώπων σαν και του λόγου του! Ξέρω ποιος είναι ή μάλλον τι είναι. Παραδέχομαι την καλή του πράξη, μα δεν μπορώ να τον συγχωρέσω και δεν θέλω να βρίσκεται στο πλάι μου» ήταν η τελευταία του κουβέντα προτού αποχωρήσει με κατεύθυνση το ποτάμι.

Όταν ήταν έφηβοι, κάθονταν τα καλοκαίρια στις όχθες, παρατηρώντας τα ολοκάθαρα νερά του Ντον να χορεύουν ρυθμικά, σραφταλίζοντας κάτω από την ηλιακή λάμψη. Όταν οι έγνοιες έκαναν κατάληψη στην ψυχή τους, καθώς και οι ασήμαντες σκοτούρες της νεαρής ηλικίας, πίστευαν πως ο ποταμός είχε την δύναμη να παρασύρει τα προβλήματα μακριά. Με το ηλιοβασίλεμα, τα είχε σχεδόν καταφέρει. Στο σήμερα, ο Σεργκέι μάταια αναζητούσε τη λύτρωση. Ο θάνατος του φίλου του, είχε αφήσει πίσω ένα ανυπολόγιστο κενό. Δεν ήθελε να ακούσει καμία κουβέντα παρηγοριάς, δεν επιθυμούσε να του ασκηθεί η παραμικρή κριτική σε μία στιγμή συναισθηματικής αδυναμίας. Αφέθηκε λοιπόν να κλάψει πικρά για ένα μέλλον που αδυνατούσε να δει πέραν ίσως της καθαρτικής εκδίκησης. Τα νύχια του μπήγονταν στο χώμα εξαιτίας της συσσωρευμένης οργής. Μία παρέα νεαρών παιδιών ξεκίνησε  από το Βορονέζ, όπως κάποτε και από το Νοικέλν. Ο πόλεμος όμως σάρωσε όνειρα, γέμισε τα πρόσωπα σκληρές ρυτίδες φόβου και μίσους, άδειασε από συναίσθημα τα μάτια. Όλα αυτά και ακόμη περισσότερα φανέρωνε ο χάρτης του προσώπου του Σεργκέι.

Από την άλλη ο Αλεξέι δεν επιθυμούσε να καταπλακωθεί από τα αρνητικά συναισθήματα. Μία μέρα όλα θα χτίζονταν από την αρχή και εκ νέου θα φιλοξενούσαν τις όμορφες στιγμές του. Πλησιάζοντας τον πικραμένο φίλο του, τον σκούντησε μία φορά.

«Σεργκέι, είσαι αδερφός μου και εσύ, όπως κάθε μέλος της παρέας. Θα σε σεβαστώ απόλυτα αν μου υποσχεθείς πως η σχέση μας δεν θα υποστεί ποτέ αλλοίωση»

Ο μελαχρινός νεαρός ξεφύσησε.

«Εντάξει» πρόφερε για να νιώσει ακόμη ένα σκούντημα «Είπα εντάξει!» κρυφογέλασε για να δει και τον Άλεξ να χαμογελά.

Ο Όττο είχε απομακρυνθεί σχετικά από όλους, όταν ένιωσε τη χαμηλή, χρυσαφένια βλάστηση να λικνίζεται. Για δευτερόλεπτα μαζεύτηκε αμυντικά. Ο θόρυβος ολοένα και πλησίαζε, τον τριγυρνούσε επίμονα, ώσπου αστραπιαία πήδηξε μπροστά, μόνο για να δει τον Γκαμπριέλ να προσγειώνεται με την πλάτη στο ξερό χώμα.

«Λοιπόν, εσύ είσαι αστραπή. Ως ελεύθερος σκοπευτής οφείλω να διδαχτώ από εσένα πολλά»

«Θα μπορούσα να σε σκοτώσω εξαιτίας του αιφνιδιασμού» γρύλισε ο Όττο.

«Δεν με είχες δει. Τώρα λέγε, από πού διδάχτηκες να αφουγκράζεσαι τόσο καλά τους θορύβους;» τον είδε να το σκέφτεται.

«Από τον κακοποιητικό πατέρα μου. Σαν παιδί δεν φοβόμουν απλώς για την δική μου ασφάλεια, μα και για εκείνη της μητέρας και του αδερφού μου. Αναγκαζόμουν σχεδόν πάντα να βαστώ την ανάσα μου, πιέζοντας τον εαυτό μου να ακούσει ακόμη και το αλαφροπάτητο βάδισμα του πατέρα μου δίχως παπούτσια. Από τότε, είμαι πάντοτε σε διαρκή εγρήγορση, η οποία απορρέει μάλλον από ψυχικά τραύματα. Σπάνια χαλαρώνω, για την ακρίβεια, αμφιβάλλω αν ποτέ με έχετε δει χαλαρό»

«Λυπάμαι που αυτό το χάρισμα έχει τόσο σκοτεινές ρίζες. Κάποτε, έχασα και εγώ τον μικρό μου αδερφό από πνιγμό. Θεώρησα πως έφταιγα, πως δεν ήμουν υπεύθυνος για εκείνον όταν με χρειαζόταν. Αυτό με έκανε σιωπηλό και μονόχνοτο, χαμένο σε έναν δικό μου κόσμο. Η αλήθεια, δεν επιθυμούσα να πολεμήσω. Η Σιβηρία είναι η πατρίδα μου και οι κατακτητές με βεβαιότητα δεν θα έφταναν ποτέ τους εκεί. Είχα μάθει να βοηθώ τον πατέρα μου, ήμουν κυνηγός. Ελάχιστα γράμματα γνωρίζω, για την ακρίβεια με το ζόρι ξέρω να γράφω το όνομά μου. Ο Στάλιν μας κάλεσε, οφείλαμε να ανταποκριθούμε» τον κοίταξε ξανά «Το πόδι σου λειτούργησε άριστα»

«Γι' αυτό το έκανες!» διαπίστωσε ο Όττο.

«Πέτυχε;» τον ρώτησε πλαγίως.

«Ίσως»

«Είσαι έτοιμος να πολεμήσεις για εμάς;» τον ρώτησε ξανά.

«Ναι, καθώς γνωρίζω ποιους θα έχω αντίπαλους»

Ένα αεράκι φύσηξε, τα χρυσόξανθα χορτάρια σάλεψαν χορευτικά, ο Ντον τραγουδούσε λίγο πιο πέρα. Όλα έμοιαζαν τρομακτικά ειδυλλιακά. Σαν μία βενετσιάνικη μάσκα που αναπαριστά τον θρήνο. Πίσω τους, ξεπρόβαλε το κατεστραμμένο χωριό. Νεκρό, δίχως γέλια, δίχως ζωή. Γέλιο. Είχε εδώ και πέντε χρόνια αποδημήσει από τον κόσμο.


Πολωνία, Βαρσοβία

Οι γροθιές του είχαν σφιχτεί γύρω από τα σεντόνια. Από τα δόντια του συριγμοί τρόμου έβγαιναν στην ανάμνηση μέσω της ονειρικής διάστασης, σφαγών αθώων πολιτών. Θυμόταν τον τρόμο μίας εγκύου, η οποία παρίστανε την πεθαμένη, ενώ οι Γερμανοί της έκλεβαν ένα ρολόι που φορούσε. Θυμόταν ακόμη τη θέλησή της για ζωή, την προσπάθεια καταπολέμησης της ναυτίας για χάρη του αγέννητου μωρού της. Σωροί από πτώματα, ύψους τριών μέτρων του έκοβαν τη θέα. Οι άνδρες των Ες-Ες, τα Τάγματα Θανάτου είχαν πιάσει δουλειά. Πυροβολούσαν τα θύματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού ανά τέσσερα, κατόπιν τα σώματά τους έπεφταν αναίσθητα επάνω στα προηγούμενα και τη θέση τους έπαιρναν οι επόμενοι. Καθώς ανήκε στη Βέρμαχτ, οι δολοφονίες δεν ήταν δική του δουλειά και ας συμμετείχαν εθελοντικά πολλά μέλη της. Εκείνη η δύστυχη έγκυος που έσερνε το κορμί της, πλέον είχε τοποθετηθεί σε ομάδα για εκτέλεση. Την είχαν ανακαλύψει. Ο Κερτ προσπάθησε να σκεφτεί δικαιολογία για να την σώσει. Στάθηκε μπροστά της και της ζήτησε ευθαρσώς τα κοσμήματα που φορούσε, σε αντάλλαγμα της ζωής της, μήπως έτσι τη γλίτωνε. Οι Ες-Ες δεν το δέχτηκαν. Μαζί της βρισκόταν ακόμη ένα αγόρι, ορφανό, γύρω στα επτά.

«Προχώρα!» της φώναξε ένας άλλος άνδρας. Δίπλα της παρατάχτηκαν μαζί με το αγόρι, ακόμη δύο γυναίκες.

Ο πρώτος πυροβολισμός σκότωσε το ορφανό. Η γυναίκα είχε τρομοκρατηθεί. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό της, τα χείλη της είχαν μελανιάσει. Ο Κερτ της έκανε νόημα με τα μάτια να κινηθεί μισό χιλιοστό δεξιά. Έτσι, ο πυροβολισμός δεν ήταν μοιραίος. Η σφαίρα μπήκε από το πίσω μέρος του κεφαλιού της, από τα δεξιά και έπειτα βγήκε περνώντας από το μάγουλο. Η γυναίκα κατέρρευσε φτύνοντας δόντια και αίμα. Τριάντα ώρες έμεινε στον λάκκο, με πτώματα και τραυματισμένους που άφηναν την τελευταία τους πνοή σκούζοντας. Καθώς ο στρατός βρισκόταν εκεί κοντά, ο νεαρός μέσα στο σκοτάδι αναζητούσε τον λάκκο μάταια. Τα κλάματα όμως των ετοιμοθάνατων, βοήθησαν ώστε να οδηγηθεί στο σωστό σημείο. Την βρήκε προτού να την εντοπίσουν οι δολοφόνοι που θα επέστρεφαν για να σβήσουν κάθε σημείο ζωής. Ποτέ του δεν το ξέχασε. Έπειτα από αυτό, το ποτό του κράτησε πολλά βράδια συντροφιά.

Μέσα στο σκοτάδι, σηκώθηκε κουτσαίνοντας για να βρει αλκοόλ. Το δωμάτιο το είχε κλειδώσει, μα ανακάλυψε πως ούτε και η Άζια κοιμόταν.

«Υπνοβατείς;» τον ρώτησε, μα όταν άναψε μία λαμπίτσα και είδε το ιδρωμένο του πρόσωπο, συνοφρυώθηκε «Είσαι εντάξει;»

«Εφιάλτης» πρόφερε εκείνος κοφτά.

«Ένας από τους πολλούς. Μονάχα που εσύ τα βλέπεις ως θύτης, εμείς ως θύματα» πρόφερε σκληρά.

«Άζια προσπάθησα πολύ...»

«Είσαι ένας παλιοδειλός! Ας πέθαινες! Είμαι βέβαιη πως θα μου μιλήσεις για κάποιο θύμα, ένα από τα πολλά, που δεν κατόρθωσες να σώσεις από τα χέρια αυτών! Δεν καταλαβαίνεις. Δεν έχουν καρδιά. Ποιος άνθρωπος με καρδιά σκοτώνει παιδιά; Ορφανά; Ποιος δεν λυπάται; Ποιος δεν ζητά έστω έλεος για την ψυχή του; Δεν είναι ένα το τέρας, αλλά πολλά»

«Γιατί δεν κοιμόσουν;» άλλαξε το θέμα.

«Γιατί δεν σε εμπιστεύομαι! Δεν σε γνωρίζω, δεν γνωρίζω τις προθέσεις σου. Ασέλγησαν επάνω μου οι όμοιοί σου! Τι είδους ευχαρίστηση αντλεί ένας άνθρωπος, όταν βιάζει σώμα και ψυχή; Όταν τσακίζει στα μυτερά βράχια την έννοια του έρωτα;»

«Πήγες να με σκοτώσεις στο τρένο. Με ξεγέλασες»

«Κάθε μέρα με σκοτώνουν άνθρωποι σαν εσένα, άνθρωποι που δεν υπολογίζουν τίποτε» σηκώθηκε και τον κοίταξε «Φεύγω. Θα σου επιστρέψω ευθύς το πουκάμισο και θα πάρω τα κουρέλια μου» του γρύλισε η Άζια.

«Στάσου! Εντάξει, θα φύγω...Τι σε έπιασε;»

«Με χτύπησε η αλήθεια. Η πατρίδα μου υποφέρει και εγώ πλαγιάζω στο σπίτι ενός φασίστα, φορώντας το πουκάμισό του!»

«Άζια...»

«Φύγε Κερτ. Κλείσαμε τους λογαριασμούς μας, σε παρακαλώ»

Τίποτε άλλο δεν ειπώθηκε. Εκείνος κλείστηκε στο δωμάτιό του και άκουσε απλώς την πόρτα του διαμερίσματος να ανοίγει και να κλείνει με πάταγο δέκα λεπτά αργότερα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro