Δεν υπάρχει γη για μας πίσω από τον Βόλγα/ part 3
Στη φωτό ο Μπάλντερ
Ήταν η πρώτη φορά που επέστρεψαν στο κατάλυμα του Μπάλντερ, βυθισμένοι στην απόλυτη σιωπή. Ο Γιόαχιμ σχεδόν έτρεμε. Τα χέρια του αδυνατούσαν να κρατήσουν σταθερό το τιμόνι. Πίσω ακριβώς, οι σκιές πότε πότε έπεφταν επάνω στο πρόσωπο του αξιωματικού με την επιβλητική στολή των Ες-Ες. Το δυστύχημα ήταν όμως, πως πλέον είχε απόλυτη γνώση της καταγωγής του. Πώς μπόρεσε να φερθεί τόσο αδέξια; Κουβαλούσε πάντοτε μαζί του τη φωτογραφία του πατέρα του, καθώς του έδινε κουράγιο. Τον είχε χάσει εδώ και έναν χρόνο, όταν εκείνος και η πεντάχρονη αδερφή του, κατόρθωσαν να κρυφτούν στο κλειστοφοβικό υπόγειο της πολυκατοικίας που έμεναν, ακούγοντας τις κραυγές των γονιών τους τη στιγμή που τους έσερναν έξω από το διαμέρισμα χτυπώντας τους. Εκείνος ήταν είκοσι χρονών. Τον μεσαίο αδερφό, τον είχαν χάσει από ασθένεια. Κανένας γιατρός δεν τους βοήθησε εγκαίρως, γιατί ήταν Εβραίοι. Έκτοτε, ζούσε με ένα ζευγάρι μόνο καλά ρούχα, στολή της δουλειάς και τη βοήθεια μίας γηραιάς γειτόνισσας, η οποία είχε διασυνδέσεις και κατόρθωσε να του βγάλει άλλη ταυτότητα, τόσο σε εκείνον, όσο και στο κοριτσάκι, την Άστριντ. Απόψε θα γυρνούσε πάλι στο υπόγειο. Φοβόταν να νοικιάσει, έστω και ένα μικρο διαμέρισμα και ας έβγαζε χρήματα από την δουλειά του.
Μόλις έφτασαν, εκείνος έτρεξε και άνοιξε την πόρτα του Μπάλντερ. Ο νεαρός άνδρας κατέβηκε και τον κοίταξε εξεταστικά.
«Έτσι θα σε έχω τώρα; Εκτιμούσα την έλλειψη φλυαρίας, μα όχι και την πένθιμη διάθεση. Μου αρκούν αυτά που περνώ τις τελευταίες μέρες»
«Συγγνώμη κύριε» πρόφερε ο Γιόαχιμ τρέμοντας.
«Κοίταξε νεαρέ. Σου έδωσα τον λόγο μου, πως το μυστικό σου θα μείνει ανάμεσά μας, με αντάλλαγμα τη συνεργασία σου, σε ό,τι σου ζητήσω και φυσικά τη σιωπή σου. Αν ήθελα να σε εκτελέσω, θα το είχα κάνει, πίστεψέ με. Έχω περάσει και από εκείνη τη φάση της ζωής μου, όταν οι ηθικές μου αναστολές κυριολεκτικά ήταν ανύπαρκτες. Άλλαξα όμως από τότε....» κόμπιασε.
«Μου επιτρέπετε να σας ρωτήσω, τι σας άλλαξε;»
Ο Μπάλντερ το σκέφτηκε για λίγο.
«Η κόρη μου...εκείνη με άλλαξε. Ξέρεις, αν μέσα σου κοιμάται έστω και βαθιά η ανθρωπιά, ένα παιδί είναι ικανό να στην ξυπνήσει. Γιατί ένα παιδί εξακολουθεί να κρύβει τον Θεό, την ατόφια αγνότητα. Δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις. Σε αγαπά ή σε μισεί γι' αυτό που είσαι. Επομένως, αν καταβάθος φωλιάζει η ανθρωπιά μέσα σου και επιθυμείς να αγαπηθείς από ένα παιδί, τότε αλλάζεις. Εγώ ήθελα να με αγαπήσει η κόρη μου. Το ήθελα τόσο πολύ....»
Ο Γιόαχιμ ντροπαλά του έδειξε μία φωτογραφία.
«Αυτή είναι η Άστριντ, η πεντάχρονη αδερφή μου. Μόνος την μεγαλώνω και όποτε λείπω, η γειτόνισσα την προσέχει. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που δεν φεύγουμε από εκεί....από το υπόγειο»
Το κοριτσάκι με τις καστανές μπουκλίτσες, τον έκανε να χαμογελάσει.
«Αφήνεις ένα μωρό σχεδόν να κοιμάται στο υπόγειο; Βγάζεις λεφτά, έχεις φαντάζομαι ταυτότητα γερμανική και από όσο αντιλαμβάνομαι, έχεις δουλέψει με άτομα σαν εμένα ως τώρα δίχως προβλήματα. Είναι κρίμα....»
«Φοβάμαι...» πρόφερε ο νεαρός Γιόαχιμ.
«Τότε πρέπει να σταματήσεις. Αύριο φεύγουμε για Πολωνία. Θα χρειαστεί να επισκεφτούμε στρατόπεδα. Πρέπει να είσαι ψύχραιμος»
«Κάπου εκεί, σε αυτά τα μέρη, κείτονται σαν στάχτη μάλλον τα κόκκαλα του πατέρα και της μητέρας μου. Όπως είπατε, έχω δουλέψει με πολλούς και έχω ακούσει πολλά. Καλό σας βράδυ»
Στο δωμάτιο, ο Ντόμινικ και ο Χορστ κρυφογελούσαν.
«Καλώς τον Χάουσντορφ. Σκεφτόμασταν να φέρουμε καμιά ομορφούλα. Ξέρεις, εργένηδες όλοι μας, είναι κρίμα να πάει χαμένη η ευκαιρία» πρόφερε ο Χορστ.
«Φέρτε αύριο. Θα έχω φύγει για Πολωνία» τους απάντησε ο Μπάλντερ ξαπλώνοντας και ας τους άκουγε να σκούζουν δύσθυμα.
Πρώτη τους στάση, θα ήταν η Κρακοβία για μία σύσκεψη. Ο Μπάλντερ είδε το Όπελ παρκαρισμένο να τον καρτερά, με τον νεαρό Εβραίο να έχει ακουμπήσει στο αυτοκίνητο. Έμεινε σιμά στο παράθυρο να κοιτάζει αυτό το άτομο, που υπό άλλες συνθήκες κάποτε, είτε θα συλλάμβανε, είτε μπορεί και να εκτελούσε. Η εικόνα του η αθώα, κάτι του είχε ξυπνήσει. Ήταν ένα παιδί πρόσχαρο αν και λιγομίλητο. Η αύρα του έκρυβε μία θετικότητα, μία ανεμελιά. Όλα αυτά κάποιον του θύμιζαν. Όλη αυτή η αθωότητα, η θετικότητα...κάποιον καθρέπτιζαν. Κάποιον που δεν υπήρχε πια. Σε αυτές τις περιπτώσεις δύο πράγματα μπορούσαν να συμβούν. Είτε να μισήσει το άτομο που του θύμιζε το παρελθόν, είτε να το αγαπήσει. Ο Γιόαχιμ του θύμιζε τον Στάινερ. Ήταν σαν να έβλεπε τον αδερφό του μέσα από τις απαλές κινήσεις του παλικαριού, μέσα από εκείνο το ντροπαλό χαμόγελο, την απουσία συννεφιάς από τα χαρακτηριστικά του. Ωστόσο, όφειλε να προσέχει. Καλύτερα η σχέση τους να παρέμενε επαγγελματική. Η καρδιά του μετά και από τον χαμό του Στάινερ, ίσα που χτυπούσε. Είχε πολλές φορές κομματιαστεί και επανασυνδεθεί. Ακόμη βρισκόταν σε κατάσταση ίασης, δεν είχε χώρο υποδοχής επιπλέον προσώπων, εκτός της Ντάρια και της Έστερ.
«Καλημέρα κύριε» του χαμογέλασε ο Γιόαχιμ.
«Καλημέρα νεαρέ. Λοιπόν, ξεκινάμε για Κρακοβία»
«Μάλιστα»
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ο Μπάλντερ μελετούσε τις ατελείωτες, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το δίκτυο των Κολαστηρίων. Έτρεμε στην ιδέα πως τα χειρότερα ακόμη δεν τον είχαν βρει, μιας που η Πολωνία ήταν γεμάτη με στρατόπεδα εξόντωσης, τα οποία θα έμεναν στην ιστορία. Αν όμως επιθυμούσε να κάνει σωστή δουλειά, αν επιθυμούσε να φάει ένα γερό χαστούκι και να συγκρουστεί με μία αλήθεια στην οποία κάποτε άπαντες θα προσπαθούσαν να γυρίσουν την πλάτη, όφειλε να δει από κοντά τα όσα συνέβαιναν. Όχι δηλαδή πως η εμπειρία του με τα Τάγματα Θανάτου δεν ήταν ήδη μία γερή γεύση σαπίλας.
Για λίγο θα έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα, μακριά από αξιωματικούς. Λίγο πριν ξεκινήσει με την πρώτη σύσκεψη, αποφάσισε να γράψει δειλά, ένα γράμμα στην Ντάρια. Αυτή τη φορά είχε άνθρωπο εμπιστοσύνης και ο Γιόαχιμ, ήταν παραπάνω από πρόθυμος να της το ταχυδρομήσει ο ίδιος για όσο ο Μπάλντερ θα έμενε εκεί, όντας απασχολημένος με τις διάφορες συναντήσεις. Ήταν νωρίς το πρωί, όταν ο Εβραίος ξεκίνησε με προορισμό το Μπύντγκοτς. Πλέον το απόγευμα είχε μαζί του φέρει και τη φθινοπωρινή δροσούλα. Ο Μπάλντερ επισκέφθηκε την παλαιά εβραϊκή συνοικία το Καζιμίερζ. Οι κάτοικοι που ήταν πλέον Πολωνοί, έμοιαζαν ωχροί και αρρωστιάρηδες, βασανισμένοι από τον υποσιτισμό και τις ψείρες. Οι Συναγωγές εξακολουθούσαν να στέκουν άδειες και ο τόπος έμοιαζε σαν να είχε σταματήσει σε ένα παράξενο πριν, προτού περάσει στο παράλογο μετά. Ο νεαρός με την επιβλητική, τρομακτική στολή, προχώρησε προς την πλατεία Σερόκα. Εκεί βρισκόταν η Παλαιά Συναγωγή που χρονολογούταν από τον 15ο αιώνα. Πλέον χρησίμευε στη Βέρμαχτ, για να αποθηκεύει εκεί τρόφιμα και ανταλλακτικά. Με μία γρήγορη ματιά, το κτήριο είχε μία βενετσιάνικη χάρη. Ξεφύσησε. Ακόμη θυμόταν τις μέρες που ξέσπαγε σε εβραϊκά μαγαζιά. Που χτυπούσε αθώους. Τότε ακόμη κόχλαζε ένα άσβεστο μίσος για την αναίτια δυστυχία του από δύο Εβραίους και σε συνδυασμό με την απόλυτη προπαγάνδα, έβλεπε κάθε άνθρωπο εβραϊκής καταγωγής, σαν μελλοντικό, εκκολαπτόμενο εχθρό. Ωστόσο, τα πρώτα εκείνα χρόνια, όλα έμοιαζαν με συμμετοχή σε μία συμμορία. Η συμμορία όμως είχε εξελιχθεί σε κάτι μεγάλο, σε κάτι παγκόσμιο, σε γενοκτονία καλά οργανωμένη. Είχε πια ξεφύγει από τα όρια, ακόμη και της απανθρωπιάς.
Το λεπτοκαμωμένο κοτσανάκι μίας παπαρούνας, αναδύθηκε μπροστά του και τα φουρτουνιασμένα μάτια του, ακολούθησαν την κίνησή του, για να συγκρουστούν με ένα χαμόγελο. Η Ντάρια στεκόταν μπροστά του και η εικόνα τους έμοιαζε βγαλμένη από κάπου αλλού, από ένα σύμπαν όπου ένας ένστολος Ες-Ες, σχεδόν ούρλιαζε από χαρά στη θέα μίας κοπέλας απλής, με ένα φόρεμα φαγωμένο από τα χρόνια και τη φτώχια. Η νεαρή μόλις έλαβε το γράμμα του, παρακάλεσε τον Γιόαχιμ να την πάρει μαζί του. Η Έστερ θα έμενε στην κολλητή της για ένα βράδυ. Tα ακροδάχτυλά του χάιδεψαν το πάλλευκο μάγουλό της, κατηφορίζοντας στα χείλη της. Τρομαγμένος, έριξε μία ματιά τριγύρω.
«Φοβάμαι μήπως μας δουν..»
«Φοβάμαι μήπως δεν κατορθώσουμε να δούμε εμείς τον εαυτό μας, όπως αληθινά τον επιθυμούμε» απάντησε η Ντάρια και ένα παιχνίδι ξεκίνησε να ξετυλίγεται ανάμεσά τους.
Βάδιζαν παράλληλα, διατηρώντας μεταξύ τους μία απόσταση. Τα χέρια τους απαλά τεντώθηκαν στο πλάι, σαν να βαστούσαν ο ένας τον άλλο. Ένα χαμόγελο φωτεινό, αυλάκωνε το πρόσωπο του Μπάλντερ, ο οποίος κρατούσε ανάμεσα στα χέρια του εκείνη τη μικρή, άλικη παπαρούνα. Ένα ψήγμα αθώας ομορφιάς, ενός κόσμου που κατέρρεε. Τα γέλια τους αντηχούσαν στους άδειους, άψυχους δρόμους. Σαν έφτασαν μπροστά από το κτήριο όπου νοίκιαζε για λίγες μέρες ένα διαμέρισμα, ο Μπάλντερ ανέβηκε πρώτος και έπειτα εκείνη. Δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο ωστόσο, Γερμανοί στρατιώτες ή των Ες-Ες να πραγματοποιούν ακόμη και όργια με Πολωνές.
Σαν έμειναν οι δυο τους, ο Μπάλντερ ευθύς ξεφορτώθηκε τη στολή, μένοντας με ένα μισάνοιχτο, λευκό πουκάμισο, καθισμένος σε μία καρέκλα, κοιτώντας με μάτια που άστραφταν από έρωτα και τρυφερότητα, την κοπέλα με το φτωχικό φόρεμα. Μαζί είχαν διανύσει μία μεγάλη απόσταση, ωστόσο τον γνώριζε καλά. Είχε δει όλα του τα πρόσωπα, αποδεχόμενη ένα σκοτεινό παρελθόν, το οποίο πάλευε εκείνος να αποτινάξει. Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στα πλούσια, εβένινα σχεδόν μαλλιά του. Το κεφάλι του αργά έγειρε προς τα πίσω, τα μάτια του έκλεισαν και τα χέρια του τύλιξαν απαλά την λεπτή της μέση, προσκαλώντας την στην αγκαλιά του.
«Φίλησέ με...» ψέλλισε ξέπνοα, καθώς εκείνη βασανιστικά, άγγιζε με την άκρη των χειλιών της τον δυνατό του λαιμό που μοσχοβολούσε ανδρικό άρωμα. Το κορμί του αντιδρούσε διαρκώς στο άγγιγμά της, τα ρούχα του ξαφνικά έμοιαζαν υπερβολικά στενά. Έχοντας αφεθεί στην γλυκιά της γεύση, ξεκίνησε να χαμηλώνει το φόρεμά της, αφήνοντας σε θέα τα νεανικά της στήθη «Θεέ μου είσαι πανέμορφη, σε αγαπώ Ντάρια. Μην με αφήσεις ποτέ, σε παρακαλώ. Θα πεθάνω αν μία μέρα δεν έχω την δυνατότητα να σε αγγίξω, να σε γευτώ, να νιώσω την μυρωδιά σου. Ό,τι έχει πια απομείνει από αυτήν την σάπια καρδιά, είναι δικό σου. Μην μου τη ραγίσεις, σε ικετεύω...Σε έχω αυτή τη στιγμή στην αγκαλιά μου και φοβάμαι. Φοβάμαι γιατί όλα αυτά που αισθάνομαι, μοιάζουν με ποτάμι χειμαρρώδες, έτοιμα να διαλύσουν κάθε φράγμα και φραγμό. Μην με εγκαταλείψεις, καλύτερα κάρφωσέ μου ένα μαχαίρι»
Δάκρυα συγκίνησης κύλησαν από τα μάτια της, βλέποντας αυτόν τον άνδρα, να μετατρέπεται σε ένα εύθραυστο παιδί που εκλιπαρούσε για την αγάπη της. Δίχως λέξεις, άφησε το φόρεμα να πέσει στη γη και εν συνεχεία, τον βοήθησε να απαλλαγεί από οποιοδήποτε ύφασμα εμπόδιζε την άμεση, σαρκική τους επαφή. Καθιστός όπως ήταν, την έκλεισε στην αγκαλιά του, όταν ένιωσε την ένωσή τους. Όσο και αν το πάθος του έκαιγε τα σωθικά, στο τέλος κυριαρχούσε ο έρωτας. Πάντοτε ήθελε να της κάνει έρωτα, να την φιλά όσο την κατακτούσε, μα η κατάκτηση για εκείνον δεν υπήρχε σαν έννοια. Η Ντάρια δεν ήταν τρόπαιο. Ήταν το οξυγόνο του, ήταν η γυναίκα της ζωής του, που με απόλυτη θέληση, του χάριζε ένα κομμάτι της.
«Σ' αγαπώ» του ψιθύρισε καθώς πλησίαζαν στην κορύφωση.
Μαζί, πήραν και την τελευταία, κοφτή ανάσα. Το πάθος έδωσε τη θέση του στην τρυφερότητα, στην ζεστή του αγκαλιά έτοιμη να την υποδεχτεί και στην αίσθηση των χτύπων της καρδιάς του, που διαλαλούσαν την πληρότητα. Καθώς τα μάτια της έκλειναν, τα δικά του έριξαν μία ματιά στον συννεφιασμένο ορίζοντα. Πώς θα αντιμετώπιζε την ανθρώπινη φύση; Γιατί τις φρικτές αυτές πράξεις, άνθρωποι τις διέπρατταν.
Η Πολωνία ήταν μία όμορφη χώρα. Έκρυβε στους ορίζοντές της μία μελαγχολική γοητεία. Ο αποχωρισμός τους πονούσε. Φρόντισε να της δώσει χρήματα, για εκείνη και την μικρή.
«Πες της πως την αγαπώ πολύ και πως μία μέρα, θα με δει όπως επιθυμεί. Έναν απλό πατέρα δίχως στολές. Την ευχαριστώ κάθε στιγμή μονάχος μου, για την μεγαλοψυχία της να με συγχωρέσει...Να συγχωρέσει αυτό που υπήρξα. Απλώς, όταν κόβεις τα δεσμά σου από κάτι τέτοιο, δεν ξέρω πώς συνεχίζεις να ζεις με τις τύψεις. Η δουλειά μου, θα με οδηγήσει στα στρατόπεδα. Προσπαθώ να συγκεντρώσω ονόματα εγκληματιών, ώστε μία μέρα να έρθουν αντιμέτωποι με την ανάλογη ποινή. Ο Σβάιγκερ το ξεκίνησε πρώτος, νομίζει πως κανείς δεν γνωρίζει τη δουλειά του. Εγώ τον παρακολουθούσα όμως και μία μέρα, κατόρθωσα στα κρυφά να διαβάσω μία σελίδα. Είναι ηρωικό αυτό και θέλω να τον βοηθήσω»
«Κάνεις το σωστό» του είπε η Ντάρια.
«Πότε όμως θα πιάσει τόπο; Όταν όλοι θα έχουν πεθάνει με φρικτούς τρόπους;»
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. Είχε ο Θεός για όλους.
Στη διαδρομή, ο Μπάλντερ χάζευε τα πολωνικά χωράφια, που τα διέκοπταν αρδευτικά κανάλια. Σε λίγα λεπτά μέσα, το σκηνικό άλλαζε και πευκοδάση τους σκέπαζαν, σκοτεινά και βουβά, φυλακισμένα στην φθινοπωρινή αγκάλη. Ο Γιόαχιμ οδηγούσε με σιγουριά τώρα. Ένιωθε ασφάλεια που είχε στο πλάι του τον αξιωματικό και ας μην γνώριζε την δουλειά του. Εκπλήρωνε όλα του τα καθήκοντα με μεθοδικότητα, απευθυνόμενος πάντοτε στον πληθυντικό. Στο Λουμπλίν, εγκαταστάθηκε στο τοπικό Deutsche Haus*, όπου του είχαν κρατήσει δωμάτιο, ενώ ο Γιόαχιμ θα κοιμόταν σε έναν θάλαμο για στρατιώτες. Ήταν συνηθισμένος πλέον εξαιτίας της δουλειάς. Το μπαρ ήταν γεμάτο, ο Μπάλντερ ανέβηκε στο δωμάτιό του και ζήτησε να του φέρουν ζεστό νερό για να πλυθεί, όταν λίγο αργότερα εισήλθε μία Πολωνή υπηρέτρια με δύο αχνιστούς κουβάδες. Ο Μπάλντερ αμήχανα της έδειξε την πόρτα του μπάνιου, συνεχίζοντας να διαβάζει τις αναφορές του και συνειδητοποιώντας πως η κοπέλα αργούσε.
΄΄Πέθανε;΄΄ σκέφτηκε μα όταν πλησίασε, την βρήκε μισόγυμνη να τον καρτερά.
«Θα ήθελες να σε πλύνω;» τον ρώτησε σε σπαστά γερμανικά.
«Ντύσου και φύγε τώρα!» ήρθε η προσταγή για να την δει να εξαφανίζεται, με τον ίδιο επιτέλους να επιτρέπει στο κορμί του να καλωσορίσει το ζεστό νερό.
Κατευθείαν, συνάντησε τον Γιόαχιμ στο μπαρ.
«Λοιπόν, ας δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε. Θα είμαστε φιλικοί, θα κερνάμε αλκοόλ και εσύ θα σημειώνεις ονόματα, ανάλογα με τα όσα φρικτά θα μας αφηγηθούν»
«Δηλαδή, κύριε, εμείς ξεσκεπάζουμε εγκληματίες;» ρώτησε.
«Ακριβώς και φυσικά, η αποστολή είναι μυστική. Εδώ επιβάλλεται η εχεμύθειά σου. Το μπαρ είναι το κατάλληλο μέρος για ψάρεμα»
Οι δυο τους πράγματι είχαν επιτυχία. Αρκεί που φορούσαν την στολή των Ες-Ες και η φλυαρία από τους θαμώνες θα ξεκινούσε. Ένας ανθυπολοχαγός, ήταν και το πρώτο θύμα, κολακευμένος από την συμπεριφορά ενός ανώτερου αξιωματικού όπως ο Μπάλντερ. Ο συγκεκριμένος βρισκόταν στο Χάρκοβο, στις ειδικές επιχειρήσεις.
«Και εγώ εκεί ήμουν, μα δεν σας θυμάμαι. Ήσασταν στα Τάγματα Θανάτου;» ρώτησε ο Μπάλντερ.
«Όχι κύριε. Ήμουν σε κάτι άλλο. Σας μιλώ για το πρόγραμμα ευθανασίας Τ-4. Ξεκίνησα από ένα ίδρυμα στην Γερμανία, το οποίο έκλεισε και έπειτα με έστειλαν στη Ρωσία ως ειδικό επί του θέματος. Χρησιμοποιήσαμε τα καμιόνια αερίων»
«Ωστόσο, εκεί βρισκόμουν και εγώ, μα ποτέ δεν σας είδα, μήτε εσάς, μήτε τα καμιόνια σας» συνέχισε ο Μπάλντερ και τον είδε να κατεβάζει μία γενναία ποσότητα αλκοόλ.
«Ο λόγος είναι, γιατί δεν αγγίζαμε τους Εβραίους. Ασχολούμασταν με τραυματίες»
«Ρώσους;» ρώτησε ξανά ο Μπάλντερ.
«Γερμανούς. Μας έστειλαν για να σκοτώσουμε όσους τραυματίες δεν τους ήταν πλέον χρήσιμοι. Αυτοί έδωσαν τη ζωή τους για το Ράιχ και δείτε πώς τους το ξεπλήρωσε»
«Αποτρόπαιο» απάντησε ο Μπάλντερ και η πένα του νεαρού Εβραίου από δίπλα, είχε πιάσει φωτιά.
Deutsche Haus* : γερμανικά σπίτια
Καλησπέρα σε όλους! Πρέπει να βρισκόμαστε περίπου στη μέση του βιβλίου και οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ καθώς σύμφωνα με τα βιουζ ως τώρα, το διαβάζετε αρκετοί. Ευχαριστώ διπλά αυτους που αφηνετε ένα σχόλιο, σε ένα βιβλίο που έχει γραφτεί με τρομερό κόπο και πολύ διάβασμα. Μακάρι να μπορούσα να πείσω και τους γκοστ ρίντερ, να μου αφήσουν μία άποψη, μα κάτι τετοιο μάλλον είναι αδύνατον...
Πώς σας έχει φανεί το τρίτο βιβλίο; Υπάρχει καποιος από τους καινούργιους που σας έχει κερδίσει;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro