Δεν υπάρχει γη για μας πίσω από το Βόλγα/ part 2
Βερολίνο
Καθόλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, ο Μπάλντερ είχε βρεθεί μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα, μα όχι ηθικό. Από τη μία σκεφτόταν να δεχτεί το πόστο του Χίμλερ και από την άλλη, δεν ήταν βέβαιος πως θα επιθυμούσε να μπαινοβγαίνει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ερχόμενος σε επαφή και μάλιστα στενή, με τον πρώην μαθητή του, τον Βίγκμπερτ. Σε καμία περίπτωση δεν αισθανόταν φόβο, μα αυτός ο νεαρός κουβαλούσε μαζί του μία αύρα τόσο βαριά, θαρρείς και η κατάρα όλων των θυμάτων τον ακολουθούσε σαν πηχτό, εβένινο σύννεφο. Μέσα σε όλα, έπρεπε να σκεφτεί και την διαμονή του. Τελικά τοποθετήθηκε σε ένα κατάλυμα των Ες-Ες για εργένηδες αξιωματικούς, καταβάλλοντας ένα πολύ μικρό αντίτιμο και στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και τα γεύματα. Μπορεί να μην ήταν η καλύτερή του, μα για την ώρα δεν επιθυμούσε να κάνει πολλά έξοδα. Έχοντας τα απολύτως απαραίτητα μαζί του, προχώρησε στο δωμάτιο όπου θα έμενε για λίγο, μιας και η δουλειά του, αν τελικά την επέλεγε, θα σήμαινε πως θα μετακινούταν ξανά προς την Πολωνία στο μέλλον.
Ο ένας συγκάτοικος απουσίαζε, ενώ ο άλλος ξεφύλλιζε ένα παλαιό ημερολόγιο. Σαν τον είδε, σηκώθηκε ελαφρώς νωχελικά και τον χαιρέτησε με τον κλασσικό τρόπο. Κατόπιν συστήθηκε.
«Είμαι ο Χορστ Στραμ»
«Μπάλντερ Χάουσντορφ»
Στο άκουσμα του επιθέτου, ο Obersturmfuhrer, κοινώς ο υπολοχαγός σε βαθμό των Ες-Ες, μειδίασε.
«Το όνομά σου είναι σχετικά γνωστό εξαιτίας του Τρίμπιχ Χάουσντορφ, του μποξέρ. Δίδασκε στα ΝΑPOLA, μα είχε κακή κατάληξη. Οι κακές οι γλώσσες, τον ήθελαν να διατηρεί σχέσεις με την Εβραία υπηρέτρια. Ο Ράιχσφύρερ* μας, όπως ήταν άλλωστε προφανές, δεν ανέχτηκε κάτι τέτοιο και τον έπαψε με συνοπτικές διαδικασίες»
«Για την ακρίβεια, αναφέρεσαι στον πατέρα μου και αν θες την άποψή μου, σαφώς και του έκαναν καλά. Να μάθει να μην προδίδει το γερμανικό αίμα. Εγώ εκείνο το διάστημα, έμενα στην Σχολή, επομένως είχα πλήρη άγνοια για τις προθέσεις και τη συμπεριφορά του» απάντησε ο Μπάλντερ.
«Μάλιστα. Πολύ σωστά τα είπες. Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος, τι δουλειά κάνεις;» τον ρώτησε.
«Μπορώ να πω μονάχα, πως εργάζομαι για τον Ράιχσφυρερ μας τον ίδιο. Η δουλειά που μου έχει ανατεθεί, είναι σχετική με την οργάνωση εργασίας των στρατοπέδων. Αυτό μπορώ να σχολιάσω μονάχα»
«Τότε, θα πρέπει να είσαι σπουδαίος και εδώ που τα λέμε και εμφανίσιμος. Πώς έμεινες δίχως μία καλή και όμορφη κοπέλα; Εγώ δυστυχώς είμαι δύστροπος και γκρινιάρης και μάλλον καμία γυναίκα δεν μπόρεσε να με ανεχτεί εύκολα» γέλασε ο Χορστ.
«Μία από τα ίδια» πρόφερε ο Μπάλντερ με νόημα.
Η αλήθεια δεν ήταν βέβαιος για το αν η απόφασή του να μείνει σε κατάλυμα αξιωματικών, ήταν σωστή. Όφειλε να είναι υπερβολικά προσεκτικός με τα πράγματά του καθώς οι πληροφορίες που έμελλε να κρατήσει στα χέρια του, θα ήταν απόρρητες. Το αμέσως επόμενο ερώτημα ήταν, πώς θα συναντούσε τον Όττο και αν τελικά είχε νόημα να μεταφέρει όλα αυτά στο Στάλινγκραντ. Το δυστύχημα ήταν πως εξαιτίας του κλειστού του χαρακτήρα, δεν είχε χτίσει ένα δίκτυο γνωριμιών, όπως ο νεαρός. Αν ο Όττο δεν βρισκόταν αυτή τη στιγμή στα Ένοπλα Ες-Ες, αυτή η αποστολή θα ήταν η ιδανική για εκείνον. Ήταν ένας άριστος ηθοποιός που είχε φτάσει σε σημείο, όχι μόνο να ξεγελάσει τον Χίτλερ, αλλά και τη νυφίτσα τον Χίμλερ και τον Χάιντριχ και φυσικά τον Γκαίμπελς. Από μικρό που τον θυμόταν, δεν άφηνε να φανεί καμία ευαισθησία, ενώ είχε πατήσει επάνω σε συγκυρίες, προκειμένου να λάμψει και να πείσει το Κόμμα πως ήταν ο μεγαλύτερος ακόλουθος. Αν χρειάζεται μία φορά δύναμη, για να υποστηρίξεις τα πιστεύω σου, τότε πόση περισσότερη χρειαζόταν για να υποκρίνεσαι μία ζωή το αντίθετο;
Έχοντας πάρει την απόφαση και ευχόμενος να είχε κάνει το σωστό, συνάντησε για ακόμη μία φορά τον Βίγκμπερτ και μαζί κατευθύνθηκαν στο παλαιό ξενοδοχείο, όπου είχε συναντήσει και τον Χίμλερ. Εκεί, ο νεαρός του υπέδειξε ένα μικρό γραφείο και του άφησε μία ατελείωτη στοίβα αναφορών. Μάλιστα, είχε και γραμματέα, η οποία κάθε λίγο εισερχόταν και με ένα νέο πακέτο εγγράφων. Ο Μπάλντερ όμως, ήταν ευτυχώς πολύ καλός στο να γράφει και να διαβάζει αναφορές, επομένως στρώθηκε στη δουλειά με ενδιάμεσα διαλείμματα για τσιγάρο. Από τη σοφίτα, είχε θέα το καλοκαιρινό Βερολίνο, το οποίο αργά άλλαζε. Μέσα του επικρατούσε μία θύελλα συναισθημάτων. Από την μία του έρωτα για την Ντάρια και την κόρη του και από την άλλη της θλίψης και του θυμού. Συχνά, λίγο πριν κοιμηθεί, έπλαθε εικόνες φυσιολογικής ζωής. Μόλις όμως ξυπνούσε και αντίκριζε την πραγματικότητα, οργιζόταν. Στην τελική, ποιοι ήταν εκείνοι που θα απαγόρευαν στον κόσμο την ελεύθερη έκφραση; Ποιοι ήταν εκείνοι που θα τον κρατούσαν μακριά από το παιδί του;
Μαζί με τη γραμματέα, είχε αποκτήσει και οδηγό. Έναν νεαρό Βερολινέζο, τον Γιόαχιμ. Πάντοτε σιωπηλός και λιγομίλητος, τον καρτερούσε με το Όπελ τα βράδια, μπροστά από το ξενοδοχείο, προκειμένου να τον γυρίσει σπίτι. Ο Μπάλντερ γενικά εκτιμούσε τη σιωπή του καθώς και το γεγονός πως μιλούσε ευγενικά, μονάχα όταν του απηύθυναν τον λόγο. Έμοιαζε να ήταν μικρότερος και από τον αδερφό του, ένα όμορφο παλικάρι, με καστανόξανθα μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια. Εκείνο το βράδυ, ο Μπάλντερ βγήκε από το ξενοδοχείο ζαλισμένος εξαιτίας του διαβάσματος. Την επομένη θα επισκεπτόταν την έδρα της Υπηρεσίας Επιθεώρησης Στρατοπέδων Συγκέντρωσης στο Οράνιεμπουργκ. Προτού ωστόσο βρεθεί εκεί, είχε συνάντηση στο εστιατόριο Neva Grill, με τον Βίγκμπερτ, προκειμένου να μιλήσουν για το σύστημα των στρατοπέδων καλύτερα.
«Είναι απορίας άξιον πόσο ενημερωμένος είναι ο γερμανικός λαός για όλα αυτά, τα δήθεν απόρρητα, για τα οποία συζητάμε, το πρόγραμμα ευθανασίας, την εξόντωση των Εβραίων, τα στρατόπεδα στην Πολωνία, τα δηλητηριώδη αέρια. Εσύ στη Ρωσία, μπορεί να μην γνώριζες πολλά πράγματα, αλλά εδώ και ο τελευταίος οδηγός τραμ, μπορώ να πω, πως σαφώς γνωρίζει πως καίμε τους κρατούμενους. Το Βερολίνο και όχι μόνο, μοιάζει με ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών. Διέδωσε κάτι και θα δεις σε πόσες ώρες θα φτάσει μέχρι την άλλη άκρη της Γερμανίας. Είναι ενθαρρυντικό πάντως, πως παρόλα αυτά, οι άνθρωποι εξακολουθούν να εμπιστεύονται το Κόμμα»
΄΄Όπως το πάρει κανείς΄΄ σκέφτηκε ο Μπάλντερ. Άτομα σαν τον Όττο, καθώς είχε περάσει σχεδόν όλα του τα χρόνια στην Ανατολή, ίσως και να μην γνώριζαν λεπτομέρειες, αν και είχαν δει τις μονάδες Ταγμάτων Θανάτου στα μετόπισθεν. Επομένως, οι δικαιολογίες άγνοιας ολοένα και λιγόστευαν. Ο Βίγκμπερτ, ήπιε μία γουλιά κρασί και συνέχισε.
«Λοιπόν, αξιωματικέ, έχετε μία πολύ σημαντική θέση, μα δεν σας ζηλεύω και πολύ. Θα έλεγα πως η κατάστασή σας, μοιάζει σαν να σας έχουν τοποθετήσει σε ένα κλουβί με λιοντάρια. Αν δεν προσέξετε, φοβάμαι πως θα σας δαγκώσουν. Το ζω καθημερινά με τη διαφορά, πως πλέον δεν φοβάμαι κανέναν. Αντιθέτως, αισθάνομαι την ανατριχίλα και ίσωςτη δυσαρέσκεια όσων έχουν να κάνουν μαζί μου και αυτό με ενθουσιάζει μπορώ να πω. Στα δικά μας τώρα. Τι γνωρίζετε για την εσωτερική πολιτική κατάσταση;» τον ρώτησε ο Βίγκμπερτ.
«Όχι και πολλά. Έλειπα αρκετό καιρό»
«Θα έπρεπε να γνωρίζετε. Ας πούμε, ο αγαπητός Χέρμαν Γκέρινγκ, κοντεύει να πεταχτεί στο περιθώριο. Θες τα ναρκωτικά, θες οι δολιοφθορές, κανείς δεν του δίνει σημασία. Ο αγαπητός Γκαίμπελς εξακολουθεί να παίζει το παιχνίδι του, μα θαρρώ πως η κατάσταση στο Στάλινγκραντ θα μας αποκαλύψει πολλά. Ανερχόμενο αστέρι, μυρίζομαι τον Σπέερ. Επίσης, ο Χάιντριχ ήταν μία ιδιοφυΐα. Μία αληθινή δύναμη. Ως και εγώ στο πλάι του, ένιωθα ένα δέος. Ωστόσο, μεταξύ μας, πιστεύω πως ο Χίμλερ ανακουφίστηκε με τον θάνατό του. Η απόφασή του να τον στείλει στην Πράγα, δεν ήταν τυχαία. Η τάση του να ενεργεί αυτόνομα, τον έκαψε. Τελοσπάντων. Η Υπηρεσία Επιθεώρησης ζέχνει από τη μπόχα. Καταλαβαίνετε τι εννοώ. Θα χρειαστεί διπλωματία, αξιωματικέ»
Ο Μπάλντερ μειδίασε. Εντάξει, γνώριζε πως δεν ήταν άριστος διπλωμάτης, μα έπρεπε να το δουλέψει αρκετά. Πίσω στο κατάλυμα, είχε φανεί και ο δεύτερος συγκάτοικος, ο Ντόμινικ. Ευτυχώς τους πετύχαινε αργά το βράδυ, με αποτέλεσμα, είτε κοιμούνταν, είτε να είχαν βγει έξω, είτε απλώς να αντάλλασσαν ελάχιστες κουβέντες. Την επομένη το πρωί, προτού μεταβεί στο Οράνιενμπουργκ, αποφάσισε να πάει μία βόλτα στο Τιεργκάρτεν, το οποίο είχε γεμίσει με λουλούδια, με ολοπράσινα δέντρα και με μία πνοή χαρούμενη κόντρα στην μουντάδα της πόλης. Ο Γιόαχιμ βάδιζε δίπλα του. Του είχε δώσει εκείνος το δικαίωμα, ώστε να μην τον καρτερά στο αυτοκίνητο.
«Πού θα πάμε, κύριε;» ρώτησε δίχως να τον κοιτάζει. Ο Μπάλντερ, με τα σκούρα κυανά του μάτια να αστράφτουν κόντρα στον ήλιο του πρωινού, τον κοίταξε πλαγίως. Αντιλαμβανόταν πως ο νεαρός τον φοβόταν. Διατηρούσε πάντοτε μία απόσταση ευγενείας, αλλά και φόβου.
«Στο Οράνιενμπουργκ, κοντά στο στρατόπεδο Σάξενχαουζεν» έκανε μία παύση «Είναι όμορφη η πόλη αυτόν τον καιρό, δεν νομίζεις;»
«Είναι. Είμαι τυχερός που εργάζομαι σε αυτό ο πόστο» απάντησε ο νεαρός.
«Έχεις οικογένεια;» τον ρώτησε ο Μπάλντερ καπνίζοντας, παρατηρώντας μία ελαφριά αμηχανία.
«Έχω, μα δεν τα πηγαίνουμε και πολύ καλά. Καλύτερα να μην μιλήσουμε γι' αυτό κύριε. Όποτε επιθυμείτε να αναχωρήσουμε, το αυτοκίνητο είναι έτοιμο»
Πράγματι, τα κτίρια του στρατοπέδου, μακριά και λευκά, με τις δεντροστοιχίες χαραγμένες με το υποδεκάμετρο, έδιναν την κάλπικη εντύπωση πως τα πράγματα δεν ήταν και τόσο φριχτά. Αρχικά μίλησε με έναν υπερφλύαρο Ταξίαρχο, ο οποίος του πρόσφερε γλυκίσματα και ένα ποτήρι γαλλικό κονιάκ. Ο Μπάλντερ σημείωσε το όνομά του, τόσο στην αναφορά, όσο και στην προσωπική του λίστα. Τελικά, εκείνος τον οδήγησε στον υπασπιστή του που μάλλον τα ήξερε καλύτερα και του οποίου το όνομα εξίσου σημειώθηκε. Μίλησαν για τα προβλήματα των ιατρικών μονάδων, τα οποία ήταν λογικά, αφού ο προϊστάμενος ήταν και αλκοολικός αλλά και αντλούσε καθημερινά από το απόθεμα της μορφίνης. Πώς στο καλό παρέμενε στα Ες-Ες, ήταν απορίας άξιον. Έχοντας συγκεντρώσει τα στοιχεία που χρειαζόταν για τον Χίμλερ και έχοντας μιλήσει με ένα ακόμη πρόσωπο, ο Μπάλντερ φάνηκε ικανοποιημένος καθώς είχε στη διάθεσή του, τα ονόματα είδη τριών στελεχών, τα οποία αργότερα και με την προϋπόθεση πως το Τρίτο Ράιχ θα έχανε τον πόλεμο, θα μπορούσε ίσως να τα χρησιμοποιήσει για τη δικαιοσύνη.
Επιστρέφοντας στο Βερολίνο, έκλεισε συνάντηση με ένα πρόσωπο από τα παλιά, τον Άντολφ Άιχμαν. Ο Γιόαχιμ πάντοτε σιωπηλός τον μετέφερε όπου του ζητούσε. Ο Άιχμαν, τον υποδέχτηκε στο κτήριο που στεγαζόταν το τμήμα του, φορώντας μπότες ιππασίας.
«Ελάτε, ελάτε» ήταν ιδιαίτερα προσηνής και πιθανότατα είχε εντυπωσιαστεί από τη συνεργασία του Μπάλντερ με τον Χίμλερ «Να ξέρατε πόσο ωραίο πράγμα είναι να υπηρετείς στο μέτωπο. Εδώ στα μετόπισθεν, σπάνια παίρνουμε προαγωγή. Φράου Βέρλμαν! Φέρτε στο κύριο καφέ, σας παρακαλώ!» φώναξε και κατόπιν στράφηκε ξανά στον Μπάλντερ. «Ξέρετε είχα προσφερθεί και εγώ κάποτε, να υπηρετήσω εθελοντικά σε ένα Τάγμα Θανάτου, μα ο Χάιντριχ με διέταξε να μείνω εδώ. Δεν είχα φυσικά κανένα περιθώριο επιλογής»
«Ωστόσο, έχετε μία καλή θέση» παρατήρησε ο Μπάλντερ.
«Δίχως δυνατότητα ανέλιξης. Πάνω από τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, αποκλείεται να φτάσω. Εσείς, ήσασταν στις εκκαθαρίσεις;» τον ρώτησε και ο Μπάλντερ είχε αρχίσει να ενοχλείται.
«Όχι, θέλω να πω, δεν ανέλαβα ποτέ δράση ο ίδιος, ωστόσο έστελνα τις αναφορές μου εδώ στο Βερολίνο. Αυτές έτυχε να δει και ο Ράιχσφύρερ μας και μου ανάθεσε τη δουλειά»
«Εμένα ο αδερφός μου πρόσφατα έμαθα πως σκοτώθηκε στο Στάλινγκραντ. Ήταν μικρότερος από εμένα και ελπίζω, πως αυτή του η θυσία δεν θα πάει χαμένη, πως θα κερδίσουμε τη μάχη. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε κάτω από τα μεγάλα μυωπικά του γυαλιά.
«Θα ήθελα να έχω μία συνολική εικόνα για τις μεταφορές των Εβραίων και τις μελλοντικές προοπτικές» απάντησε ο Μπάλντερ.
«Το παν είναι σε κάθε χώρα να συνεργάζονται οι αρχές. Για παράδειγμα στην Γαλλία, συνεργάστηκαν άψογα, μα όταν έφτασε η στιγμή των δικών τους Εβραίων, αυτών δηλαδή που θεωρούσαν Γάλλους πολίτες, αρνήθηκαν τη συνεργασία, ενώ υπάρχουν χώρες όπως η Ελλάδα και η Κροατία, που επίσης προστατεύουν τους Εβραίους όλους. Ελάτε μαζί μου» του ζήτησε και κατευθύνθηκαν σε ένα άλλο γραφείο, ενός κατώτερου αξιωματικού, του οποίου το όνομα και η ιδιότητα σημειώθηκαν επίσης.
Ο Μπάλντερ στην κυριολεξία κολυμπούσε στην φλέβα χρυσού των κεφαλών της Τελικής Λύσης. Εκεί, στο γραφείο του κατώτερου αξιωματικού, υπήρχε ένας αναλυτικός πίνακας προόδου για κάθε χώρα, σχετικά με την εκκαθάριση των Εβραίων. Αυτό ονομαζόταν γενοκτονία και άπαντες μιλούσαν λες και επρόκειτο για έντομα. Ο Άιχμαν τον συμπάθησε τόσο, που τον κάλεσε στο σπίτι του το βράδυ, καθώς αμέσως μετά, υπήρχε ακόμη ένα μεγάλο κεφάλι στην εφαρμογή της Τελικής Λύσης, ο Όσβαλντ Πολ, του Κεντρικού Γραφείου για την Οικονομία και Διοίκηση που αφορούσε τα στρατόπεδα. Τα ονόματα τελειωμό δεν είχαν και τελειώνοντας μαζί του, ο Μπάλντερ κάπνιζε ολομόναχος το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Ο Γιόαχιμ τον παρακολουθούσε από απόσταση.
«Θα θέλατε λίγο νερό;» τον ρώτησε.
«Βότκα μάλλον, αλλά καλό και το κονιακ αν βρούμε» απάντησε και τον είδε να μειδιά.
Τελικά τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το Ράιχ λειτουργούσε σαν μία καλογυαλισμένη φονική, παγκόσμια μηχανή. Επίσης, δεν ήταν ο Χίτλερ το μόνο πρόβλημα, αλλά οι χιλιάδες ακόλουθοί του που κυριολεκτικά έκαναν μαραθώνιο για το ποιος θα ξεπεράσει σε φρίκη τον άλλο. Στην ουσία, αν κανείς ξεκινούσε από τα στελέχη των γραφείων, μονάχα των σημερινών, από τα μεγάλα κεφάλια ως τη γραμματέα που έφερνε τον καφέ και κατόπιν πήγαινε σε όλους τους εργαζόμενους εντός των στρατοπέδων, των Ταγμάτων Θανάτου, εκείνων της Βέρμαχτ και των Ενόπλων Ες-Ες, των Στρατηγών και των απλών στρατιωτών που είχαν διαπράξει εγκλήματα, σχεδόν κατέληγε πως τα δύο τρίτα της Γερμανίας, έπρεπε να συλληφθούν και μαζί και ο ίδιος.
«Γιατί δηλαδή, ο οδηγός των τρένων που μεταφέρει τους Εβραίους στα στρατόπεδα, είναι αθώος;» διερωτήθηκε φωναχτά.
«Τι είπατε κύριε;» πετάχτηκε ο Γιόαχιμ.
«Τίποτε. Άσε, φταίει ο καφές. Είχε ληγμένο γάλα μάλλον»
Ο νεαρός χαμογέλασε.
«Επίσης κύριε, μου έδωσαν αυτό για εσάς» του είπε και του έδωσε έναν φάκελο. Μέσα υπήρχαν λεπτομερείς αναφορές από τον Άιχμαν.
«Ευχαριστώ» του είπε και ετοιμάστηκε για το σπίτι του άνδρα, το οποίο βρισκόταν κοντά στο γραφείο του.
Εκεί τον υποδέχτηκε σχεδόν όλη η οικογένεια. Ο νεαρός άνδρας δε, όντας αντικοινωνικός, απεχθανόταν όλες αυτές τις συναθροίσεις, ωστόσο εξαιτίας της δουλειάς που είχε αναλάβει, δεν γινόταν διαφορετικά. Ο Άιχμαν του σύστησε τη Βέρα, τη σύζυγό του και δύο από τα τρία του μικρά παιδιά. Ο Μπάλντερ είχε βάλει τον Γιόαχιμ να αγοράσει και μία ανθοδέσμη, την οποία τώρα την πρόσφερε στη γυναίκα. Αρκετοί από το τμήμα του Άιχμαν ήταν καλεσμένοι. Ο Μπάλντερ όφειλε να θυμηθεί τα ονόματα και να τα σημειώσει και αυτά. Η βραδιά κύλησε με βιολί και φαγητό, σπάνιο για τους καιρούς εκείνους, καθώς και η Γερμανία είχε ξεκινήσει να αντιμετωπίζει προβλήματα στα δικά της εδάφη. Ο Μπάλντερ παρατήρησε επάνω στον μπουφέ, τη φωτογραφία του αδερφού του Άιχμαν που είχε σκοτωθεί στο μέτωπο.
«Βγαίνοντας από το σπίτι, είδα έναν τύπο με ένα αστέρι κοντά στο στέρνο και φώναξα : μα πώς γλίτωσε αυτός από τα αέρια!» χαχανητά και επιφωνήματα, με τον Άιχμαν να έχει πνιγεί από τα γέλια, ακούστηκαν σε όλο το σπίτι.
΄΄Αυτός ο άνθρωπος, μεγαλώνει τρια μικρά παιδιά και δεν δίνει δεκάρα για το αν ένα αντίστοιχο πλασματάκι, πεθάνει από μία σφαίρα, ή πνιγμένο στα αέρια. Είναι ένα τέρας! Είναι όλοι άρρωστοι΄΄ σκέφτηκε ο νεαρός όταν η φωνή του Άιχμαν τον διέκοψε.
«Ελάτε λίγο μαζί μου» είπε στον Μπάλντερ «θέλω να σας δείξω κάτι»
Με κομμένη την ανάσα, τον ακολούθησε μέχρι το υπνοδωμάτιό του. Κάθισε έπειτα σε μία καρέκλα και τον είδε να βγάζει ένα κλειδί από την τσέπη του. Κατόπιν, άνοιξε ένα συρτάρι και τράβηξε από μέσα ένα χοντρό, μαύρο, δερματόδετο λεύκωμα. Με βλέμμα που άστραφτε, του το έδωσε. Ο Μπάλντερ ξεκίνησε να το ξεφυλλίζει. Αυτό ήταν! Μέσα περιείχε αναφορές, άλλες σε χαρτί μπρίστολ, άλλες σε συνηθισμένο, καθώς επίσης και φωτογραφίες από την Grosse Aktion, κοινώς τις εκτελέσεις Εβραίων, στο Κίεβο συγκεκριμένα.
«Τι είναι;» Τον ρώτησε ο Μπάλντερ σοκαρισμένος.
«Οι αναφορές του Ταξίαρχου Στρόουπ για τις εκτελέσεις των Εβραίων. Μου το έστειλε ο Ράιχσφυρερ να το μελετήσω. Είναι εκπληκτικό»
''Είναι αηδιαστικό΄΄ σκέφτηκε ο νεαρός μα τώρα είχε όλο το χρυσάφι, όλο το θησαυρό μπροστά του ΄΄Όλα αυτά τα μάτια που παρακαλάνε, που πονάνε...'' έκανε μία παύση. Σαν σφήνα πήγε να μπει στο μυαλό του, η ευθύνη των δύο Εβραίων για το δικό του δράμα, μονάχα που εκεί υπήρξε μία διαφορά επιτέλους. Πως μεμονωμένα του έφταιγαν αυτά τα άτομα. Όχι, δεν θα μπορούσε να βασανίσει και να κάψει και να χτυπήσει. Όχι, η βία δεν του έδινε ευχαρίστηση. Οποιαδήποτε αντίθετη άποψη, ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Δεν υπήρχε δικαιολογία καμία. Όλοι αυτοί, έπρεπε να κρεμαστούν. Ξαφνικά η Ρωσία είχε σβήσει. Ο εχθρός ήταν μπροστά του για την ώρα. Μία λάθος κίνηση όμως, θα τον πρόδιδε.
«Σας πειράζει να αποχωρήσω;» ρώτησε τον Άιχμαν.
«Είστε κουρασμένος, λογικό. Αν μπορείτε όμως, εσείς που έχετε κάποια μόρφωση, σκεφτείτε να μου πείτε τη γνώμη σας για την κατηγορική προσταγή του Καντ. Έχω μία διαφωνία με έναν γνωστό μου»
«Θα την μελετήσω ενδελεχώς και θα σας πω»
Βγαίνοντας επιτέλους, πήρε μία βαθιά ανάσα. Η κρίση πανικού δεν ήταν πολύ μακριά. Το βραδινό Βερολίνο, έμοιαζε σκοτεινό, σαν στοιχειωμένο με κατάρες. Κοιτώντας στα γύρω σπίτια, φανταζόταν να σέρνουν έξω από αυτά τους ιδιοκτήτες. Να τους πετούν στην άσφαλτο κλωτσώντας τους, με το άλικο αίμα να ρέει στο πεζοδρόμιο. Ποιος είχε τοποθετήσει τον εαυτό του στη θέση του δικαστή; Μονάχα ο Θεός μπορούσε να δικάζει, μα ο Θεός αγάπη εστί και ο άνθρωπος είχε προ πολλού κατρακυλήσει στην Κόλαση. Το Όπελ τον περίμενε με τον Γιόαχιμ άγρυπνο φρουρό. Καθώς ετοιμαζόταν να εισέλθει, πρόσεξε μία φωτογραφία πεταμένη στο πεζοδρόμιο. Απεικόνιζε έναν άνδρα, αγκαλιά με ένα αγοράκι μπροστά από μία Συναγωγή. Τα μάτια του κάρφωσαν τον νεαρό.
«Σου έπεσε κάτι» του είπε και τον είδε να κοιτάζει τη φωτογραφία παλεύοντας να κρύψει τον πανικό του.
«Δεν είναι δική μου, κύριε»
«Ο άνδρας σου μοιάζει. Είναι ο πατέρας σου. Πάρε την» τον πρόσταξε.
«Δεν θα με...καταγγείλετε;» τον ρώτησε βραχνά.
«Όχι. Μάλλον τον εαυτό μου πρέπει να καταγγείλω. Πήγαινέ με στο κατάλυμά μου, αλλά θα κάνουμε μία συμφωνία. Δεν θα πω λέξη, όμως από εσένα θέλω απόλυτη πίστη και υπακοή σε εμένα. Μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη σε αυτό;»
«Ό,τι θέλετε» ψέλλισε τρέμοντας ο Γιόαχιμ.
«Για την ώρα, δεν θα γνωρίζεις τίποτε. Η εμπιστοσύνη μας θα καλλιεργηθεί με τον καιρό, Εβραίε. Άντε, πήγαινε τώρα και γύρνα σπίτι σου ή όπου μένεις. Αύριο έχουμε ταξίδι στην Πολωνία»
* Ράιχσφυρερ : Eίναι ο Χίμλερ
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro