Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Δεν υπάρχει γη για μας πίσω από το Βόλγα/ part 1

Στη φωτό το σπίτι της οδού 61, το σπίτι-στόχος

Ελλάδα, Κεφαλονιά

Δεν πίστευε με τίποτε πως ακόμη θα ζούσε μαύρους καιρούς, πως από τότε που πήρε τον δρόμο της επιστροφής κρυφά, τίποτε δεν είχε τελειώσει. Ο μικρός του αδερφός θα έμενε πίσω για πάντα. Ο Νικόλας του, ο Νικολάκης του, είχε ξεψυχήσει υπό άθλιες συνθήκες. Ο Θεός και η Μεγαλόχαρη ίσως που λάτρευε, τον είχαν λυπηθεί και ο αδερφός του ο Πέτρος, παρά τον τραυματισμό του, είχε βρεθεί ζωντανός. ΄΄Έλληνας ήταν νησιώτης΄΄ του είχαν πει ΄΄η θάλασσα ήταν το στοιχείο του, κυλούσε στο αίμα του. Πάλεψε με το υγρό θεριό και το τιθάσευσε΄΄ του είχε ψελλίσει ο Μενέλαος και ο Γρηγόρης ευθύς κατάλαβε, πως μερικές φορές, αρκούσαν ένα δύο λόγια παρηγοριάς, αρκεί να προέρχονταν μέσα από την καρδιά ενός ανθρώπου καλοσυνάτου. Ο Μενέλαος, ήταν με βεβαιότητα εκείνος ο καλοσυνάτος άνθρωπος, ένας πατέρας στοργικός που φρόντιζε την κόρη του σαν μπουμπούκι, προκειμένου μία μέρα να ανθίσει και να μοσχοβολήσει περισσότερο και από το γιασεμί την Άνοιξη.

Η Διώνη. Αχ, η γλυκιά Διώνη, την οποία ο Γρηγόρης θα κουβαλούσε πάντα στην καρδιά του. Ήθελε να την ξαναδεί, θα φρόντιζε να ανταμώσουν, μα για την ώρα σημασία είχε η επιστροφή στην πατρίδα. Με όλες τις κακουχίες, αγνώριστος και ψειριασμένος σχεδόν, έφτασε στον μικρό και ταπεινό του τόπο. Όχι μονάχος του. Από την μία βάδιζε ο Πέτρος περήφανα αν και ελαφρώς κουρασμένος και από την άλλη, ο Μαρτσέλο, ο Ιταλός αιχμάλωτος που επάνω του έφερε εκείνη τη ντροπιαστική εντολή του τουφεκισμού του, σε περίπτωσης υποχώρησης. Το πώς είχαν ανταμώσει ξανά; Μεγάλη ιστορία και φυσικά ο Ναγής, θα ήταν ο πρώτος ακροατής της, που σαν είδε τα εγγόνια του, σκίρτησε η γεροντική του καρδούλα, κάνοντάς τον να νιώσει έφηβος ξανά. Ο νεαρός Μαρτσέλο, ήταν ντροπαλός. Σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε, ενώ κοκκίνιζε συχνά κάθε φορά που οι γείτονες τον κοίταζαν έντονα. Όσο για την είδηση του θανάτου του Νικολή, η οικογένεια το γνώριζε. Ο πόνος ήταν μεγάλος, είχε θρήνο και διάρκεια. Αυτή η είδηση, είχε γεράσει και χαράξει ακόμη περισσότερο το ηλιοψημένο πρόσωπο του Ναγή του άρχοντα.

Από το βάθος του ορίζοντα, αχνά το φως του πρωινού έκανε την εμφάνισή του. Ο Γρηγόρης πλέον ξυπνούσε από τους πρώτους, από τα χαράματα. Τα πράγματα στο νησί ήταν δύσκολα, ενώ σε έναν χρόνο, κάπου γύρω στον Σεπτέμβριο του 43, η Κόλαση θα τους καλωσόριζε. Ο Γρηγόρης το αγνοούσε ακόμη, είχε την νεανική ελπίδα πως ίσως ο εφιάλτης θα τελείωνε, πως ίσως οι άνθρωποι αναθεωρούσαν σχετικά με τις αξίες τους και αντιλαμβάνονταν, πως η ζωή είχε μεγαλύτερη αξία από τα σάπια τους συμφέροντα. Οι πρώτες αχτίδες άρχισαν να ξετρυπώνουν.Οι γύρω λοφίσκοι ήταν λουσμένοι σε μία γκρίζα αχλή, εξαιτίας της πρωινής υγρασίας. Το σκοτάδι όμως θα χανόταν αργά ή γρήγορα, γιατί το φως του παντοκράτορα ήλιου θα ξεχυνόταν, χαρίζοντας λάμψη σε κάθε μικρή, κρυφή γωνιά. Οι αστερισμοί που τα τρία αγόρια χάζευαν τα βράδια, για λίγο θα ξεχνιούνταν, όπως και οι υπέροχες αφηγήσεις της Σκάλας, σχετικά με μύθους και θρύλους που κατά το σούρουπο θα στοίχειωναν ξανά τις ανθρώπινες ζωές.

Ο Μαρτσέλο δεν ήξερε ελληνικά, μα δυσκολευόταν εξίσου και με τα αγγλικά. Ο Γρηγόρης πολλές φορές του ζωγράφιζε τις αφηγήσεις του, προκειμένου να του χαρίσει μία γεύση από τις ελληνικές, λαϊκές παραδόσεις. Η Γραδού ήταν μία περιοχή ανάμεσα στη Σκάλα και στον Πόρο. Δένδρα φυτρωμένα στην άνυδρη πέτρα, που πήγαιναν να βουτήξουν στο κύμα, αιωνόβιες ελιές, κρυφά ρυάκια που κυλούσαν για να αναβλύσουν μέσα από τη θάλασσα, αγριοπερίστερα που έβγαιναν από τις θαλασσοσπηλιές και χάνονταν στο πουθενά, ενώ υπήρχαν και πολλά βράχια, όμοια με σουρεαλιστικά γλυπτά. Ο μύθος έλεγε, ότι οι ανθρωπόμορφες αυτές πέτρες, είναι ο Πετρωμένος Βασιλιάς και η οικογένεια του, μιας πολιτείας που καταποντίσθηκε. Οι θρύλοι του τόπου μιλούσαν για νεράιδες που κατοικούσαν στις ρεματιές και στις νεραϊδοσπηλιές και που τις αφέγγαρες νύχτες έρχονταν να συναντήσουν τους ανθρώπους.

Παντοτινός αιθεροβάμων, όπως πίστευε ο Πέτρος, ο Γρηγόρης δεν είχε σταματήσει ούτε για μία μέρα να γράφει στο ημερολόγιό του, για τον Γερμανό γνωστό του. Ως και ο Μαρτσέλο κάποτε απορούσε. Φοβόταν τους Γερμανούς. Στα μάτια του έμοιαζαν με ατσάλινους ιππότες, άτεγκτους δήμιους εμφανισιακής τελειότητας. Ο Γρηγόρης συμφωνούσε, μα δεν τους φοβόταν. Μισούσε την ιδέα του ναζισμού, μα ξεχώριζε τους ανθρώπους. Ο Όττο δεν έμοιαζε τότε με ναζί και ο Όττο επίσης του είχε στείλει γράμμα, προκειμένου να τον ειδοποιήσει για το κακό που ερχόταν. Όπως συνήθιζε να αναφέρει στον Μαρτσέλο ο πόλεμος ήταν κακό πράγμα. Δεν είχε νικητές ή ηττημένους. Μονάχα πόνο, θάνατο, φρίκη, ραγισμένες καρδιές σε χιλιάδες κομμάτια, πτώματα σε σωρούς, οδύνη, ορφάνια και ερημιά. Ερημιά γαλήνης, ερημιά ψυχής και ερημιά που μύριζε σαπίλα μέσα από τα κλεισμένα σπίτια των ξεκληρισμένων οικογενειών. Ο Γρηγόρης ήταν ένας απλός στρατιώτης, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους που ξεκίνησαν με περηφάνια στην καρδιά, να σταματήσουν τους Ιταλούς στην Αλβανία. Ένας φτωχός νέος ήταν, τίποτε το σπουδαίο, που είχε μία όμορφη οικογένεια και έναν παππού που αγαπούσε το ψάρεμα. Η χώρα του η εξίσου φτωχή όμως, πάλεψε και εξακολουθούσε να αγωνίζεται για τις αξίες του πολιτισμένου κόσμου

Στάλινγκραντ, Σοβιετική Ένωση

Πλάι σε έναν νεαρό λοχία, ο Αλεξέι και ο Ντίμα σέρνονταν στους υπονόμους, προκειμένου να αποφύγουν τα πεδία των μαχών. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ και οι μάχες διαδραματίζονταν ανάμεσα στα ερείπια. Το κρύο τα βράδια είχε ξεκινήσει να γίνεται τσουχτερό.

«Ελπίζω να καταφέρουμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. Βάστα πιο χαμηλά τον φακό» ψιθύρισε ο Ντίμα στον νεαρό. Προορισμός και των τριών, ήταν το Αρχηγείο της 13ης Μεραρχίας Φρουρών, όπου θα συναντούσαν αντίστοιχα και τον Σεργκέι με τον Γκαμπριέλ. Ο λοχίας που τους συνόδευε γνώριζε αρκετά καλά τους υπονόμους και την κατεστραμμένη πόλη, τα βήματά του ήταν αεικίνητα.

Πράγματι, περίπου μία ώρα αργότερα, η ξύλινη πόρτα, η οποία είχε επενδυθεί εσωτερικά με τομάρια ζώων για να κρατά μακριά την παγωνιά, άνοιξε και οι τρεις τους στάθηκαν στο κατώφλι. Ένας ψυχρός αέρας εισέβαλε με ορμή, σβήνοντας ορισμένα από τα αυτοσχέδια φανάρια στο ημιυπόγειο αμπρί*.

«Κλείστε επιτέλους τη γαμημένη την πόρτα!» ακούστηκε μία φωνή εξαγριωμένη από το εσωτερικό.

Ο Ντίμα την έκλεισε και το ψυχρό ρεύμα αέρα έπαψε να βασανίζει τους παρευρισκόμενους. Τα φανάρια άναψαν ξανά και το βλέμμα των τριών πλανήθηκε στο πρόχειρο τραπέζι εκστρατείας και σε όσους βρίσκονταν εκεί γύρω μαζεμένοι. Στη θέα τους ο Γκαμπριέλ χαμογέλασε και τους πλησίασε. Ακόμη δεν είχε εξοικειωθεί πλήρως με το πλήθος των στρατιωτών. Πίσω του ο Σεργκέι τινάχτηκε και έπεσε με φόρμα επάνω τους.

«Τα χάλια σας έχετε» τους πείραξε.

«Σερνόμασταν στους υπονόμους» μούγκρισε ο Ντίμα.

Ένας υπολοχαγός από το βάθος, σηκώθηκε από την καρέκλα του, πήγε στο σαμοβάρι που έκαιγε και έβαλε σε μία βρόμικη τσάσκα*, λίγο πηχτό ζουμί, που μόνο τσάι δεν μπορούσε να το αποκαλέσει κάποιος.

«Ελάτε σύντροφοι. Πιείτε μία γουλιά και πείτε πώς έχουν τα πράγματα» ακούστηκε η ελαφρώς βραχνή φωνή του υπολοχαγού.

Ο Άλεξ ούτε που διανοήθηκε να το αγγίξει. Και μόνο στη θέα του, το στομάχι του διαμαρτυρόταν υπόκωφα. Ο λοχίας από την άλλη, όντας πιο διπλωμάτης, δέχτηκε καλύτερα ένα βαρύ, ρωσικό τσιγάρο, από εκείνα που μπορούσε κάποιος να καπνίσει μέχρι τη μέση περίπου, αν επιθυμούσε να μην εγκαταλείψει τα επίγεια. Ησυχία απόλυτη επικράτησε μέσα στο καταφύγιο για τουλάχιστον τρία λεπτά. Όλοι κοιτούσαν τους τρεις νεαρούς με προσμονή και αφοσίωση. Κρέμονταν κυριολεκτικά από τα χείλη τους. Ο λοχίας, έπιασε τελικά με τα δυο του χέρια την τσάσκα που έκαιγε, φύσηξε τρεις φορές και κατόπιν ρούφηξε ηχηρά το περιεχόμενό της. Τα δάχτυλα των χεριών του, όπως και των υπόλοιπων, ήταν κατάμαυρα και τα γάντια του κομμένα. Τα πρόσωπά τους στο ημίφως των φαναριών, δεν φαίνονταν καθαρά.

«Σύντροφοι, έχετε όρεξη για αστεία; Τελειώνετε!» ο υπολοχαγός στρίγκλισε.

«Αφήστε τους, μην τους πιέζετε» ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή του Διοικητή της 13ης Μεραρχίας, Ροντίμτσεβ, ενώ ένα μειδίαμα, ίσα που έκανε την εμφάνισή του κάτω από το μακρύ του μουστάκι. Μαζί τους στο καταφύγιο ήταν και ο Τσουικόφ της 62ης Στρατιάς.

«Φεντόροφ είσαι σκληρό καρύδι» είπε ο Τσουικόφ στον Άλεξ. Φυσικά γνώριζε πολύ καλά τον Ιωσήφ, τον πατέρα του «Είσαι επίσης και παράτολμος» άφησε στο τέλος το υπονοούμενο με τον νεαρό να αποφεύγει να σχολιάσει. Αντί αυτού, πλησίασε το τραπέζι, όπου επάνω του ήταν απλωμένοι δύο χάρτες της πόλης. Ο ένας έδειχνε τους δρόμους και τις πλατείες και ο άλλος το σύστημα των υπονόμων της πόλης. Ο Αλεξέι ήταν τρομερός στην απομνημόνευση δρόμων και περιοχών. Αν τον άφηνες σε ένα οποιοδήποτε σημείο τη Σοβιετικής Ένωσης, ήταν απολύτως ικανός στο να κατατοπιστεί. Ο Τσουικόφ και ο Ροντίμτσεβ πλησίασαν φωτίζοντας με τα φανάρια.

«Ούτε ένα βήμα πίσω» ψιθύρισε με πίκρα ο Τσουικόφ στον Ροντίμτσεβ καθώς και οι δύο βαθιά μέσα τους, γνώριζαν πάρα πολύ καλά την διαταγή του Στάλιν «Λοιπόν, σύντροφε λοχία Γιάκοβ Παβλόφ, σύντροφε αξιωματικέ Αλεξέι Φεντόροφ και Ντίμα Βόβοτσκα, εάν είστε έτοιμοι εσείς, είμαστε και εμείς»

«Οι τρεις μας βρισκόμαστε εδώ, έχοντας επιστρέψει από μία επικίνδυνη αποστολή. Προσωπικά, ήμουν τραυματίας και ανάρρωνα στο νοσοκομείο, όταν δεχτήκαμε τους πρώτους βομβαρδισμούς. Βγήκα ευθύς αμέσως, άρπαξα το πρώτο όπλο που βρήκα διαθέσιμο και εισχώρησα μαζί με τους συντρόφους μου πίσω από τις ναζιστικές γραμμές στην πλατεία της ενάτης Ιανουαρίου, στο κέντρο της πόλης. Εκεί, βρίσκεται ένα κτήριο, που ονομάζεται Σπίτι της Δόξας του Στρατιώτη και που πριν το πόλεμο, όπως με ενημέρωσε ο Γιάκοβ, φιλοξενούσε κρατικούς αξιωματούχους. Τώρα, είναι στα χέρια των Γερμανών. Πρέπει να το πάρουμε πίσω. Έχει τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα και καλύπτει ένα κομβικό σημείο της όχθης του Βόλγα. Εξαιτίας της θέσης του, μας δίνει τεράστιο πλεονέκτημα γιατί είναι πάνω σε διασταύρωση και στα χέρια μας αν βρεθεί, θα μας αποφορτίσει από ένα τεράστιο βάρος» τελείωσε ο Άλεξ.

«Σύντροφοι» είπε τώρα ο Γιάκοβ «Θεωρούμε με λίγα λόγια πως οι Φρίτσιδες δεν του έχουν δώσει τη δέουσα προσοχή. Ίσως μπορέσουμε να το ανακαταλάβουμε. Από όσο γνωρίζω, στο εσωτερικό του σπιτιού έχει εγκατασταθεί μία ομάδα Γερμανών Ανιχνευτών και έχουν μαζί τους και τον ελεύθερο σκοπευτή τους, τον Όττο Σβάιγκερ. Πρέπει να είναι περίπου σαράντα άτομα. Το χρησιμοποιούν για κατάλυμα. Επίσης είμαι στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε βοήθεια. Γνωρίζω πολύ καλά τα κατατόπια και ο Φεντόροφ από εδώ, είναι άριστος στον προσανατολισμό»

Ο Αλεξέι ωστόσο κοιτούσε πλαγίως τον Ντίμα, που επίσης τον κοιτούσε σαν να του έλεγε ΄΄Ε, θα ερχόταν αυτή η κακιά στιγμή αφού στον ίδιο τόπο πολεμάτε΄΄

Ο Ροντίμτσεβ , όση ώρα ο λοχίας εξηγούσε πώς κατάφερε να περάσει από τις γραμμές των Γερμανών, για τις ελάχιστες μάχες που έδωσε με κάποιες διάσπαρτες μονάδες των ναζί και για την επιστροφή της ομάδας του από τους υπονόμους, κοίταζε τον φάκελό του: «Μα είναι δυνατόν;» σκέφτηκε δυνατά. «Παβλόφ, είσαι παπάς;»

Ο λοχίας στάθηκε προσοχή πάλι: «Μάλιστα, σύντροφε Στρατηγέ. Είμαι αρχιμανδρίτης και είμαι και κομμουνιστής»

Εκείνο το μακρύ βράδυ οι δύο στρατηγοί διαφώνησαν σε πολλά σημεία σχετικά με την κατάσταση όπως διαμορφωνόταν στο Στάλινγκραντ. Συμφώνησαν όμως σε ένα. Το σπίτι έπρεπε να περάσει πάλι σε χέρια Σοβιετικών...

Ξημέρωμα 27ης Σεπτεμβρίου 1942, χαρακώματα 13ης Μεραρχίας Φρουρών

«Φεντόροφ, Βόβοτσκα και Παβλόφ! Ξυπνήστε και σας ζητούν αμέσως»

Ο Άλεξ άρπαξε το όπλο του ευθύς αμέσως. Του ήταν υπερβολικά δύσκολο να κοιμηθεί. Παρά τη διάλυση του Βορονέζ, παρά τη συντριβή του ίδιου του του σπιτιού, υπήρχε μία ηθική δύναμη που τον κρατούσε πίσω στο να σκοτώσει εν ψυχρώ τον Όττο. Οι εξομολογήσεις του σχετικά με τα βάσανά του, η αγάπη του για τον Χανς και τη Χέλγκα, ήταν εκείνα που τον ξεχώριζαν από τη ναζιστική ιδεολογία. Αν μπορούσε να θυμηθεί τις μάχες σχεδόν σώμα με σώμα, τα κλάματα και τις κραυγές των νεαρών εχθρών που έτρεμαν κάποτε από τον φόβο τους, κατέληγε να εκνευρίζεται με τις κυβερνήσεις. Γιατί εκείνος, είχε δει στον Όττο κάτι παραπάνω. Κάτι πίσω και μέσα και πάνω από τη στολή του, κάτι βαθύτερο. Για ακόμη μία φορά θα ερχόταν όχι απλώς σε δύσκολη θέση, μα σε μία οριστική σύγκρουση. Ο πόλεμος αυτός, εντός των ερειπίων, εντός αυτής της Κόλασης που είχε ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά της, σε τρέλαινε. Φορώντας μαζί με τους υπόλοιπους, το γούνινο καπέλο του με το κόκκινο αστέρι μπροστά, προχώρησε προς τον λόχο διοικήσεως.

Εκεί τους περίμενε ο νευρικός υπολοχαγός, ο οποίος τους είχε σερβίρει εκείνο το απίστευτα εύγεστο τσάι, στην σκέψη του οποίου ένιωθε ακόμη ανατριχίλα.

«Σύντροφοι, είχατε δηλώσει και ειδικά εσύ λοχία, πως θα θέλατε να λάβετε μέρος στη μάχη για το Σπίτι της Δόξας του Στρατιώτη. Ισχύει ακόμη;»

Και οι τρεις χαιρέτισαν στρατιωτικά.

«Μάλιστα σύντροφε υπολοχαγέ. Ισχύει!» απάντησαν με μία φωνή.

«Διστακτικό σε άκουσα» σχολίασε ο Ντίμα δίπλα από τον Άλεξ, με τον νεαρό να τον σκουντά έντονα.

«Φεύγουμε αμέσως!» πρόφερε ο υπολοχαγός Αφανάσεφ, όπως ήταν το όνομά του.

Μέσα σε λίγες ώρες και πριν να χαράξει ο ήλιος, οι τρεις τους, μαζί με τον υπολοχαγό Αφανάσεφ, όπως ήταν το όνομά του, τον Σεργκέι και τον Γκαμπριέλ, πέρασαν από όλα τα χαρακώματα για εθελοντές. Ο Γκαμπριέλ το ευχαριστιόταν κάθε φορά που ένας στρατιώτης από τη Σιβηρία, ερχόταν εθελοντικά μαζί τους. Ελέγχοντας τα όπλα τους, ξεκίνησαν να εισέρχονται στους υπονόμους, προκειμένου να περάσουν κάτω από τις γερμανικές γραμμές. Αν τυχόν συναντούσαν Γερμανούς φρουρούς στις στοές, το έσκαγαν και έβγαιναν ξανά στο φως. Δίπλα τους αρκετές φορές, βάδιζαν λασπωμένοι, βρόμικοι αρουραίοι που ροκάνιζαν τα βράδια τα χιλιάδες πτώματα που σάπιζαν ανάμεσα στα ερείπια. Η ομάδα κατόρθωσε να εισέλθει για ακόμη μία φορά στους υπονόμους της οδού Κχαλτούριν. Προχώρησε ως το σημείο που είχε στήσει ο Πάουλους το στρατηγείο του και έστριψε ανατολικά. Μέσα από τα χαλάσματα και τους κατεστραμμένους δρόμους, ο Άλεξ και η ομάδα του έσκυψαν και έτρεξαν με την ανάσα τους κρατημένη ως την οδό Ρεσπουμπλικάνσκαγια. Εκεί εξολόθρευσαν μία μικρή ομάδα Γερμανών, με τον Γκαμπριέλ να είναι ειδικός στον στόχο, ίσως ένα σκαλοπάτι πάνω από τον Άλεξ και συνεχίζοντας, έφτασαν πια στην πλατεία της ενάτης Ιανουαρίου. Στο νούμερο 61, έστεκε σκοτεινό και επιβλητικό το κτήριο- στόχος. Από το σημείο που βρίσκονταν μπορούσαν να διακρίνουν και το τεράστιο κτήριο του «Αλευρόμυλου». Το μοναδικό κτήριο με την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο να κυματίζει ανάμεσα σε μια θάλασσα κτηρίων που είχαν καταληφθεί από τους ναζί.

Ο Όττο σε μία γωνιά, ανάμεσα από τα χαλάσματα, κοιτούσε διαρκώς προς τα έξω. Ορισμένα ύπουλα σουρσίματα από το υπόγειο, του μαρτυρούσαν μάλλον πως κρύβονταν πολίτες. Είχε μάθει να ξεχωρίζει τους ύπουλους ήχους μεταξύ τους. Με τους υπόλοιπους δεν είχε πολλές επαφές. Αν πραγματικά τους εξέφραζε όλα όσα πίστευε, θα τον αποκαλούσαν ηττοπαθή. Ήξερε όμως πως εδώ που είχαν φτάσει, γυρισμός δεν υπήρχε.΄

΄΄Θέλω να προσέχεις τον εαυτό σου και να τον αγαπάς΄΄΄ήχησε η φωνή του Λούκα στο κεφάλι του. Ήταν τα τελευταία του λόγια, προτού ξεψυχήσει.

΄΄Μακάρι να μπορούσα. Μακάρι να είχα έστω έναν φίλο μαζί μου ή τη Χέλγκα, για να μπορώ να συζητάω θέματα που μία ζωή με απασχολούσαν, μα εγώ δεν έδινα σημασία. Ένα από αυτά, ήταν η σχέση μου με τη μαμά. Πάντοτε προτιμούσα να ρίχνω το φταίξιμο σε εμένα. Πως εγώ δεν πάλεψα για την αγάπη της. Πλέον όμως σκέφτομαι, πως στην ηλικία που ήμουν, έπρεπε εκείνη να παλέψει για τη δική μου. Δεν θα γλιτώσουμε από εδώ αδερφέ. Αυτή η μάχη θα χαθεί. Τα βράδια κάνει κρύο, έχω μέρες να κοιμηθώ... Και επίσης, κάτι που ποτέ μου δεν ομολόγησα ως τώρα, είναι πως σαν πέφτει το σούρουπο φοβάμαι. Δεν γνωρίζω το μέρος, δεν βλέπεις τίποτε ζωντανό και οι Ρώσοι πετάγονται μέσα από τα ερείπια. Δίχως να το ξέρουμε, τους δώσαμε ένα πολύ ισχυρό όπλο΄΄

Ήταν τότε, εκείνο το σούρουπο, που το μάτι του έπιασε τους τριάντα σχεδόν εθελοντές Ρώσους να σέρνονται προς το μέρος τους. Τον Άλεξ τον αναγνώρισε αμέσως. Ταραγμένος, κοίταξε τον Κοχ που κάπνιζε σχετικά ήρεμος και ανίδεος. Τι έπρεπε να κάνει; Αν έδινε εντολή για επίθεση και ο φίλος του πέθαινε μπροστά του;

΄΄Γαμώτο!΄΄ σκέφτηκε ΄΄Συγγνώμη Άλεξ΄΄ ήταν η τελευταία του σκέψη προτού ουρλιάξει στους δικούς του : «Δεχόμαστε επίθεση! Ετοιμαστείτε!»


* αμπρί : στρατιωτικός όρος που σημαίνει καταφύγιο

*τσάσκα : σημαίνει στα ρωσικά κούπα

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro