Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Δεν θα μείνει λίθος για λίθο/ part 3

Εκείνο το πρωινό, τα πάντα άλλαξαν εκτός φυσικά από την αιώνια, παγερή ομίχλη που εμπόδιζε την ορατότητα. Ο Όττο στεκόταν εκεί ψηλά, βλέποντας στρατιώτες να πηγαινοέρχονται, πότε Γερμανούς, πότε Ρώσους. Τα λόγια του Αλεξ ηχούσαν ακόμη στα αφτιά του. Ώστε η Σοβιετική Ένωση ετοίμαζε αντεπίθεση. Η μοίρα του Χίτλερ θα άλλαζε και στη σκέψη του διαστρεβλωμένου από την οργή προσώπου του, ένα χαμόγελο χαιρεκακίας εμφανιζόταν. Η ώρα είχε φθάσει, η αρχή του τέλους πλησίαζε και αυτό ήταν το σωστό. Ο ίδιος ωστόσο βρισκόταν σε δύσκολη θέση, καθώς ανεξάρτητα από τους καθαρούς, ψυχρούς εγκληματίες που άνθιζαν φυσικά και ανάμεσα στους στρατιώτες της Βέρμαχτ, ήξερε πως υπήρχαν παιδιά που φοβούνταν, που είχαν μετανιώσει και που είχαν συνειδητοποιήσει την ματαιότητα αυτού του πολέμου. Άλλοι είχαν λιποτακτήσει, άλλοι είχαν αυτοτραυματιστεί και άλλοι συνέχιζαν μάταια την πάλη με τον ίδιο τους τον εαυτό. Η επικείμενη συνάντηση με τον Πάουλους πλησίαζε, το ίδιο και η ώρα να προδώσει τη Γερμανία.

΄΄Η Γερμανία έπαψε να είναι σπίτι σου εδώ και χρόνια. Έχει πέσει στα χέρια των εγκληματιών, κάνεις το σωστό΄΄ ψιθύριζε η μία φωνή.

΄΄Αν τελικά οι Ρώσοι κερδίσουν και φθάσουν στην πατρίδα σου, θα τη μετατρέψουν σε ένα νέο Στάλινγκραντ για εκδίκηση. Αθώα γυναικόπαιδα θα βασανιστούν στα χέρια τους και εσύ θα έχεις βάλει το χέρι σου σε αυτό΄΄ ακούστηκε η άλλη.

΄΄Τότε πρέπει να αναλογιστώ τι έχει μεγαλύτερη σημασία και αυτό είναι το τέλος του Χίτλερ. Καμία λύση δεν θα επιτευχθεί αναίμακτα. Κάποτε, είχα ένα σχέδιο. Να γίνω ένα ίνδαλμα για τους Ναζί, προκειμένου να τους καταστρέψω εκ των έσω. Απόψε, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, καλούμαι να το κάνω πράξη. Θα κοιμίσω περισσότερο τον Πάουλους και ας δυσκολευτώ να κοιτάξω στα μάτια τους συντρόφους μου στρατιώτες. Ας με συγχωρέσουν οι αθώοι, μα ο κύβος ερρίφθη '' 

Στις αρχές του φθινοπώρου, οι περισσότεροι Γερμανοί στρατηγοί, παρ' όλο που δεν πίστευαν ακλόνητα την άποψη του Χίτλερ, περί τελειωμένου Κόκκινου Στρατού, θεωρούσαν πως τουλάχιστον βρισκόταν στα όριά του. Οι επιτελικοί ωστόσο αξιωματικοί έδειχναν πιο προβληματισμένοι. Φυσικά, γνωρίζοντας τις επιδόσεις και τη φήμη του Όττο, τον είχαν καλέσει για πληροφορίες και εκτίμηση, με τον επιχειρησιακό χάρτη μπροστά του να καρτερά ανάγνωση. Ο Αντισυνταγματάρχης  Niemeyer, πέταξε τις πρώτες του αμφιβολίες, μιλώντας εμμέσως για περικύκλωση, με τον Όττο να αρνείται φυσικά να επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο και με τον Πάουλους να γέρνει προς την δική του άποψη, θεωρώντας τον Αντισυνταγματάρχη υπερβολικό. Τα χέρια του Όττο έτρεμαν ασταμάτητα και ο ίδιος προτίμησε να τα κρύψει πίσω από την πλάτη του. Έπειτα από εκείνη τη συνάντηση, ο Πάουλους θεωρούσε πως από τη στιγμή που το επιτελείο της έκτης Στρατιάς είχε μεταβιβάσει τις αναφορές του, τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να γίνει. Η παθητικότητά του αυτή, ήταν εντελώς αντίθετη με την πρωσική παράδοση και ασυγχώρητη. Ο Όττο το είχε καταλάβει αυτό και φρόντισε να διανθίσει τα λεγόμενά του με επιπλέον λεπτομέρειες που θα βοηθούσαν ακόμη περισσότερο σε αυτήν την παθητικότητα.

Ο Μπάλντερ όπως ήταν φυσικό δεν είχε ιδέα για την επερχόμενη τιμωρία. Κλεισμένος σε ένα πρόχειρο γραφείο, πάλευε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του σε μία πόλη έρημη. Η πραγματικότητα ήταν πολύ σκληρή, σκληρότερη από κάθε μέτωπο στο οποίο είχε βρεθεί ως τώρα και στην ουσία, δεν είχε σχεδόν καμία δουλειά να κάνει προκειμένου να απασχολεί το μυαλό του. Συχνά, έβλεπε έναν εφιάλτη. Βρισκόταν μπροστά σε μία χαράδρα σκοτεινή. Από το βάθος ακούγονταν κραυγές, ενώ μπροστά του, εμφανιζόταν ένας εβένινος Άγγελος βαστώντας ένα πυρακτωμένο σίδερο. Παρά το γεγονός πως δεν διέθετε χαρακτηριστικά, η αύρα του ήταν οργισμένη. Ο Μπάλντερ τον κοιτούσε με δέος και....μετάνοια. Ήταν βέβαιος πως είχε έρθει για να κάψει την αμαρτωλή του ψυχή. Εκείνος εξακολουθούσε να στέκεται στητός, ήρεμος, ακόμη και όταν οι φλόγες, σε συνδυασμό με το σίδερο, κατέτρωγαν λαίμαργα κάθε σημείο του κορμιού του.

Βγαίνοντας έξω για να αναπνεύσει, σε έναν δρόμο γεμάτο με κατεστραμμένα καμιόνια, είδε έναν στρατιώτη να πασχίζει να στηριχτεί πάνω σε έναν σχεδόν διαλυμένο φανοστάτη. Φορούσε κουρέλια, ενώ το δεξί του πόδι ήταν κομμένο από το γόνατο. Από την ανοιχτή πληγή κυλούσε αίμα, το οποίο εκείνος πάλευε να μαζέψει σε ένα κονσερβοκούτι, γλείφοντάς το μόλις γέμιζε έστω και λίγο, πιστεύοντας πως έτσι θα κέρδιζε πίσω την χαμένη ποσότητα. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του και ξεκίνησε να τρέχει προς το θέατρο και το νοσοκομείο που είχε στηθεί, πέφτοντας τελικά επάνω στη Χέλγκα. Τα μάτια του γούρλωσαν με τρόμο, μα καθώς κατάλαβε, προσπάθησε να την τραβήξει μέχρι τον Γερμανό τραυματία. Σαν έφτασαν εκεί ωστόσο, εκείνος βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος αργοπεθαίνοντας. Από την πληγή πλέον έτρεχε πύον. Είδε με θαυμασμό τη Χέλγκα να τρέχει, να πέφτει σχεδόν δίπλα του και με το ψυχρό θάρρος που χαρακτήριζε έναν γιατρό, να περιποιείται αυτές τις εστίες φρίκης, όταν του ίδιου τα πόδια είχαν σχεδόν κοπεί.

«Δεν θα αντέξει. Όμως εγώ θα πρέπει να του δώσω την ελπίδα της ανακούφισης» άκουσε τη Χέλγκα να σιγομουρμουρίζει «Είναι οι τελευταίες στιγμές της ζωής του»

«Είναι Γερμανός» ψιθύρισε έκπληκτος θαρρείς, μέσα από τα δόντια του ο Μπάλντερ, απορώντας με τη συμπεριφορά της.

«Είναι άνθρωπος και είμαι γιατρός» του απάντησε εκείνη δίχως να τον κοιτάζει.

«Αν ήξερε για εσένα την αλήθεια, δεν θα σου φερόταν με τον ίδιο τρόπο» της είπε ξανά και την είδε να σηκώνεται με χέρια ματωμένα.

«Πέρασα χρόνια μισώντας. Το μίσος απλά μου έφαγε την ψυχή. Όταν ήρθα ως νοσοκόμα στο μέτωπο, μισούσα όλους τους Γερμανούς και τις αντίστοιχες νοσοκόμες. Ζώντας ωστόσο κάθε μέρα δίπλα σε ασθενείς, λέγοντας μία κουβέντα, ακούγοντας ένα ευχαριστώ, σκέφτηκα πως ίσως όλοι μας να ήμασταν ενωμένοι δίχως την προπαγάνδα. Ξέρω πως φταίνε γιατί την πίστεψαν, μα ο καθημερινός πόνος, τα δάκρυα, οι κραυγές, μου φανέρωσαν την ματαιότητα όλης αυτής της τρέλας και αποφάσισα απλώς να πάψω να μισώ»

«Χαίρομαι που είσαι καλά» της χαμογέλασε ο Μπάλντερ δίχως να σχολιάσει.

«Χαίρομαι που έχεις αλλάξει και που...χαμογελάς» ανταπάντησε η Χέλγκα κλείνοντας τα μάτια του δύστυχου νεαρού. Κατόπιν, εκείνη στράφηκε προς το νοσοκομείο και ο Μπάλντερ συνέχισε το δρόμο του ρισκάροντας τυχόν επίθεση στο πρόσωπό του.

Λίγα περισσότερα βήματα και ένιωσε χαμένος. Το μέτωπό του ζεματούσε, σημάδι πως ο πυρετός είχε χτυπήσει και εκείνον τελικά. Τα διάτρητα, σαν δαντέλα θανατερή κτίρια, ξεκίνησαν να στροβιλίζονται. Για λίγο, λύγισε τα γόνατά του. Η όρασή του θαρρείς και χανόταν κάποτε, μα συνέχισε το βάδισμα προς την κατεύθυνση του παγωμένου Βόλγα. Ήταν τότε που κάτι σφύριξε δίπλα του και σταγόνες αίματος μούσκεψαν τα δάχτυλά του. Έπειτα, το απόλυτο κενό τον τύλιξε και εκείνος ο αδυσώπητος Άγγελος που καραδοκούσε να αρπάξει και να βασανίσει την ψυχή του. Η τελευταία του εικόνα, ήταν δύο Γερμανοί στρατιώτες, τυλιγμένοι με τις χλαίνες τους, να του κάνουν σήμα να φύγει από εκεί. Ο ίδιος εξαιτίας του πυρετού και της ζαλάδας, δεν το αντιλήφθηκε. Τα επόμενα δευτερόλεπτα, ήταν η αναμέτρησή του με την σκληρή μοίρα.

--------------------

Στην πολύπαθη Πολωνία, ο Χανς, καρτερούσε με μία ελπίδα μικρή, σαν φλογίτσα που τρεμόπαιζε, να πιάσουν τόπο τα λόγια του προς το ναζιστικό κτήνος που έφερε το όνομα Γουίλεμ. Παρακαλούσε βαθιά μέσα του, να μην επιστρέψει ο Αρχάγγελος του θανάτου, ο Βίγκμπερτ, καθώς έτσι θα του ήταν αδύνατον να φεύγει από το στρατόπεδο για να εργάζεται στο αρχοντικό του Γουίλεμ. Τα πόδια του ήταν πρησμένα και τον πονούσαν, το δέρμα κοντά στον ώμο του είχε σχεδόν πάθει έγκαυμα και ο ίδιος συνέχιζε ντυμένος με τα κουρέλια του, την ατελείωτη δουλειά, σχεδόν απαθής. Τις τελευταίες μέρες, είχε φτάσει σε σημείο να φοβάται πως πράγματι, είχε μετατραπεί στον αριθμό εκείνο που αναγραφόταν ως φρικτό τατουάζ στο κορμί του.

Κάποτε, κατά την διάρκεια της νύχτας, θύμωνε με τον ίδιο του τον εαυτό που τόσο γρήγορα, είχε αφεθεί να ξεχάσει ίσως, τον χαμό της οικογένειάς του, της κοπέλας του της Άντα, της Μάρτα και του Ιτσχάκ αλλά ακόμη και του Άντριου. Σε αντίθεση με την Χέλγκα και ζώντας σε αυτές τις συνθήκες καθημερινής φρίκης, με τις αναθυμιάσεις του καμένου ανθρώπινου σώματος, του ήταν αδύνατο να συγχωρέσει τους Γερμανούς. Το μίσος είχε φωλιάσει μέσα του και σιγά σιγά τον μετέτρεπε σε ένα ύπουλο κτήνος, το οποίος απλώς αναζητούσε την κατάλληλη στιγμή για να δράσει. Παραδόξως, είχε αγαπήσει την Πολωνία για όσο ζούσε ελεύθερος, καθώς και τα αδέρφια Πάβελ και Άντριου. Αν μπορούσε, ίσως μετακόμιζε μόνιμα εκεί, αν αυτό ήταν εφικτό μετά τον πόλεμο, αν τελικά εκείνο το κομμάτι γης τον χωρούσε.

Ξημέρωνε για ακόμη μία φορά στο Κολαστήριο, όταν έλαβε τα καλύτερα νέα της ζωής του. Πως τα πρωινά θα εργαζόταν στο σπίτι του Γουίλεμ, σε δουλειές κήπου. Φυσικά, οτιδήποτε φάνταζε καλύτερο, από το κουβάλημα της πέτρας και του χαλικιού. Με απόλυτη υπακοή και ταπεινότητα ακόμη, ακολούθησε τους Ες-Ες που θα τον συνόδευαν ως εκεί. Ο Γουίλεμ στεκόταν στην πόρτα της αυλής, αυστηρός, με τα μαλλιά του χτενισμένα και περιποιημένα, με το χαμόγελο το αιώνιο και τη στολή της ανωτερότητας. Μέχρι να βεβαιωθεί πως κανείς δεν τους κοιτούσε, ούτε καν οι Πολωνές υπηρέτριες εντός του σπιτιού, τον πλησίασε.

«Εγώ, κράτησα τον λόγο μου, μα να ξέρεις πως ίσως σου ζητηθούν ανταλλάγματα. Τίποτε δεν παρέχεται δωρεάν» πρόφερε και ο Χανς ίδρωσε καθώς ορισμένες, διεστραμμένες υποψίες, είχαν αρχίσει να γεννιούνται μέσα στο μυαλό του. Παρ' όλα αυτά δεν είπε τίποτε. Είχε ένα σχέδιο και δεν θα επέτρεπε στον παρορμητισμό και την απέχθεια που αισθανόταν για το φρικτό πρόσωπο απέναντί του, να του το χαλάσουν. Αρκέστηκε σε ένα θετικό νεύμα.

Ο νεαρός Ες-Ες του έδειξε τις σαφώς ελαφρύτερες δουλειές που είχε να πραγματοποιήσει στον κήπο και κατόπιν έμεινε να τον παρατηρεί καθώς πηγαινοερχόταν κάτω από το αρρωστημένο φως του χειμωνιάτικου ουρανού. Παρά τις κακουχίες, ήταν όμορφος. Όσο και αν επιθυμούσε να τον σαπίσει στο ξύλο για όλα τα συναισθήματα που του είχε ξυπνήσει, άλλο τόσο είχε ανάγκη να φιλήσει εκείνες τις φρέσκιες πληγές στους ώμους, που αχνοφαίνονταν μέσα από τα κουρέλια. Οι γροθιές του σφίγγονταν διαρκώς και μεταφερόμενος στην κουζίνα, ξεκίνησε να ανοίγει οποιοδήποτε αλκοολούχο ποτό έπεφτε στα χέρια του. Παίρνοντας φόρα, διέλυσε το ένα στο πάτωμα κάνοντας την υπηρέτρια να αναπηδήσει, εξαιτίας του τρόμου. Οργισμένος με τον ίδιο του τον εαυτό, με τις φλέβες κοντά στους κροτάφους του να πάλλονται και τα συναισθηματικά αδιέξοδα να τον πνίγουν, βγήκε έξω αναζητώντας τον Χανς, ο οποίος εργαζόταν σιωπηλός στο πλάι. Δίχως να χάσει χρόνο τον πλησίασε, τον άρπαξε και κόλλησε στο μέτωπό του το όπλο.

«Ανάθεμά σε!» του γρύλισε σχεδόν έχοντας παραδοθεί στην δική του εσωτερική Κόλαση.

Ο Χανς δεν μίλησε. Ο ιδρώτας παρά το κρύο, έτρεξε από το μέτωπό του, ίσια στη μύτη του για να καταλήξει στα χείλη του. Τα μάτια του Γουίλεμ ακολούθησαν την υγρή διαδρομή και άξαφνα σταμάτησαν. Το όπλο τραβήχτηκε στο πλάι, εκείνος κινήθηκε απότομα μπροστά, μέχρι που επιτέλους έσβησε εκείνον τον πόθο στο σωστό σημείο. Ο Χανς τρομοκρατήθηκε σαν ένιωσε τα βελούδινα χείλη αυτού του φρικτού νεαρού, να διεκδικούν τα δικά του με πάθος και μία ανείπωτη λατρεία. Η κίνηση τον στοίχειωσε, η αίσθηση επίσης και άξαφνα φοβήθηκε πως όλα αυτά, θα ήταν μονάχα η ζοφερή αρχή.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro