Δεν θα μείνει λίθος για λίθο/ part 2
Πραγματοποιώντας ένα διάλειμμα, η Τσάρλη ελαφρώς αβέβαιη, ξεκίνησε να ανεβαίνει τα μισογκρεμισμένα σκαλοπάτια. Ο φόβος είχε φωλιάσει στην ψυχή της, η δυσοσμία της προκαλούσε ανατριχίλα, ενώ κάθε μέρα, σχεδόν με την μορφή ιεροτελεστίας, προσπαθούσε να αγναντέψει τον μονίμως ομιχλώδη ορίζοντα που ξερνούσε στάχτες, μήπως και κατόρθωνε να διακρίνει μία ηλιαχτίδα ελπίδας. Τα πιστεύω της, τα είχε αφήσει πίσω της. Η μάσκα της απανθρωπιάς, αργά σκαρφάλωνε για να θρονιαστεί περίτρανα στο πρόσωπο του πολέμου που διεξαγόταν. Νέα από τον σύζυγό της δεν είχε, ωστόσο εδώ και καιρό είχε πάψει να την ενδιαφέρει. Χημεία μεταξύ τους αληθινή, δεν είχε υπάρξει ποτέ και η φίλη της, η μαυρομάλλα Χέλγκα, την είχε βοηθήσει να το παραδεχτεί στον εαυτό της. Αυτό καθώς και τη διάσωσή της από έναν Σοβιετικό. Η καρδιά της τώρα φτερούγιζε, εξαιτίας του φόβου. Αν ήταν παγίδα και επιθυμούσαν να την πιάσουν αιχμάλωτη; Αν έπεφτε θύμα ομαδικού βιασμού; Όμως εκείνος ο παράξενα όμορφος νεαρός, θα μπορούσε να της είχε κάνει κακό και τότε, όταν κανείς άλλος δεν βρισκόταν τριγύρω.
Φτάνοντας στην διαλυμένη αίθουσα της παράστασης, κοίταξε προσεκτικά γύρω της. Ο Γκαμπριέλ έστεκε κρυμμένος ακόμη, αβέβαιος επίσης γι' αυτό που η καρδιά τον πρόσταζε, μα η λογική αντιστεκόταν. Την παρακολουθούσε να βαδίζει σκεβρωμένη, βρώμικη και αδυνατισμένη. Το κρύο περόνιαζε το λεπτοκαμωμένο της κορμί και τα ξανθά της μαλλιά, ήταν τυλιγμένα σε έναν σχεδόν ατημέλητο κότσο. Μέσα στην ησυχία της σκοτεινής αίθουσας, είδε μία ογκώδη σκιά να κινείται και κατόπιν, να προσγειώνεται μπροστά της. Εξαιτίας του αρχικού τρόμου, η κοπέλα αναπήδησε. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι, με μόνες πηγές φωτός, τη δακρύβρεχτη σελήνη που αχνοφαινόταν πίσω από τα λεπτά σύννεφα του χιονιά, αντίκρισε δύο μάτια που φεγγοβολούσαν σαν διαμάντια. Αναμφίβολα ήταν εκείνος. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, δεν θα μπορούσαν να ξεχαστούν έτσι εύκολα. Η δυσκολία της γλώσσας ήταν ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο. Επιθυμούσαν τόσο πολύ να εκφραστούν, ωστόσο τα λόγια δεν θα γίνονταν κατανοητά.
Η Τσάρλη, έβγαλε από την τσέπη της εκείνο το χαρτί με το ζωγραφισμένο χαμόγελο και του το έδειξε. Εκείνος, κάνοντας ένα βήμα μπροστά το πήρε. Μειδίασε για λίγο, πράγμα σπάνιο για εκείνον καθώς έπειτα από τον χαμό του αδερφού του, σε συνδυασμό με τις δύσκολες και μοναχικές συνθήκες ζωής στην Σιβηρία, σπάνια χαμογελούσε. Σήκωσε το χέρι του και την έδειξε.
«Υοu, ok?» ήταν ίσως οι μόνες δύο λέξεις στα αγγλικά που γνώριζε προσπαθώντας να ρωτήσει αν ήταν καλά.
Εκείνη το κατάλαβε και ένευσε θετικά. Τον πλησίασε και ξεκίνησε να εξετάζει το κορμί του για τυχόν πληγές. Ήταν τότε που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα συναισθήματά της και οι λυγμοί αναδύθηκαν, έτσι απλά, έτσι εύκολα. Ο νεαρός κατάλαβε πως όλο αυτό οφειλόταν στην τεράστια συναισθηματική πίεση, τις κακές συνθήκες και τον καθημερινό τρόμο. Διστακτικά, την σκούντησε για να την υποδεχτεί στην αγκαλιά του, όπως εκείνη την ημέρα, μονάχα που τότε είχε λίγη περισσότερη ζέστη.
«Δεν αντέχω άλλο. Μακάρι να μπορούσες να με καταλάβεις. Νομίζω πως χάνω την ζωή μου, πως μου ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια. Στην ηλικία μου, επιθυμούσα απλώς να απολαμβάνω τον έρωτα και την ξεγνοιασιά μίας ήρεμης ζωής. Τότε δεν καταλάβαινα. Δεν καταλάβαινα πού μας οδηγούσαν όλα αυτά τα μεγαλεία που μας έταζαν. Ήμουν συνένοχη όμως. Ποτέ δεν νοιάστηκα για την τύχη των Εβραίων γνωστών μου, μέχρι σήμερα μάλλον, που ένιωσα έλξη για κάτι απαγορευμένο. Άδικα μιλώ...Εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτε....»
«Μακάρι να καταλάβαινα...» της απάντησε στα ρωσικά «Όμως ο θρήνος σου με αγγίζει, ακόμη και αν η γλώσσα εκτός από μισητή, μου είναι και άγνωστη. Είναι αμαρτία αυτό που κάνω, είναι προδοσία στην πατρίδα μου, μα στο τέλος σκέφτομαι πως αν ένα συναίσθημα μας καθιστά όλους ίσους μπροστά του, είναι η αγάπη. Όταν αγαπάς, δεν παρατηρείς καμία διαφορά στον άλλο»
Η σωματική επικοινωνία πήρε για λίγο τη σκυτάλη. Καθώς την είχε στην αγκαλιά του, ακούμπησε το πηγούνι του, τρυφερά στα μαλλιά της. Το δικό της πρόσωπο, κρύφτηκε στον γυμνό του λαιμό νιώθοντας μία ζεστασιά. Έμειναν για λίγο ακίνητοι, αγκαλιασμένοι μέσα στα ερείπια και τη σαπίλα, μέχρι που ο Γκαμπριέλ έκανε ένα βήμα πίσω. Την κοίταξε κάπως τρυφερά και κατόπιν απλώνοντας το χέρι του, χάιδεψε με το ένα του δάχτυλο το μάγουλό της. Κατόπιν, ξεκίνησε να αποχωρεί αργά με την σιωπηλή υπόσχεση πως ίσως και να συναντούσε ξανά ο ένας τον άλλο. Καμία περαιτέρω κίνηση δεν πραγματοποιήθηκε. Ήταν νωρίς και ακόμη μάθαιναν ο ένας τον άλλο. Αν τελικά επιβίωναν, ίσως την επόμενη φορά να έκλεβαν μία γεύση ο ένας του άλλου.
Στον δρόμο της αποχώρησης ωστόσο, βρισκόταν ήδη και ο Άλεξ, ο οποίος είχε πνιγεί στις ίδιες του τις τύψεις. Ο λόγος ήταν, πως είχε συναντήσει τον Γερμανό φίλο του και κουβέντα δεν είχε πει για μία μυστική αντεπίθεση που οργανωνόταν, με σκοπό την περικύκλωση της έκτης Στρατιάς. Την αλήθεια, του την είχε εκμυστηρευτεί ο πατέρας του με φόβο καρδιάς, ορκίζοντάς τον να μην πει κουβέντα, μιας και μονάχα τέσσερα ακόμη άτομα το γνώριζαν και ανάμεσα σε αυτά, ο Στάλιν. Όλα είχαν ξεκινήσει περίπου δύο μήνες πριν, όταν συνέλαβαν εκείνος, ο Ζούκοφ και ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ο Βασιλιέφσκι, το σχέδιο αντεπίθεσης στους Γερμανούς, που ονομάστηκε Επιχείρηση Ουρανός.
Η σύλληψη της ιδέας πραγματοποιήθηκε γύρω στις 12 Σεπτεμβρίου του 42, όταν ο Πάουλους βρισκόταν σε μία συνάντηση με τον Χίτλερ στη Βίνιτσα και ο Ιωσήφ, με τον Ζούκοφ και τον Βασιλιέφσκι, είχαν κληθεί στο Κρεμλίνο μετά τις αποτυχημένες επιθέσεις εναντίον της βόρειας πτέρυγας του Πάουλους. Ο Ιωσήφ ήταν ήδη προετοιμασμένος ψυχολογικά για την κακή διάθεση και το νευρικό προσωπάκι του συνονόματου.
«Αγαπητέ σύντροφε Ζούκοφ» ακούστηκε η φωνή του Στάλιν «Μπορείς να εξηγήσεις στους παρευρισκόμενους πού έχουν κάνει λάθη;» ο Ζούκοφ ένευσε θετικά, εξηγώντας για χιλιοστή φορά τα ίδια «Ωραία, απαιτώ να μάθω τι πρέπει να γίνει από εδώ και μπρος» πρόφερε ψυχρά.
«Πρέπει να οργανώσουμε μία ακόμη στρατιά πλήρους δύναμης» τόνισε την λέξη πλήρους «Η οποία να υποστηρίζεται από ένα Σώμα Τεθωρακισμένων, τρεις Τεθωρακισμένες ταξιαρχίες και τουλάχιστον τετρακόσια οβιδοβόλα. Φυσικά όλα αυτά με επιπλέον την αεροπορική κάλυψη.
«Συμφωνούμε» ακούστηκαν ταυτόχρονα οι φωνές του Ιωσήφ και του Βασιλιέφσκι, ενώ ο Στάλιν από την άλλη δεν είπε λέξη.
΄΄Τι να πεις και εσύ; Σάμπως και κατάλαβες;΄΄ σκέφτηκε ο Ιωσήφ.
Τον είδε τότε να παίρνει τον χάρτη μόνος του και να αρχίζει την μελέτη. Οι τρεις τους αποτραβήχτηκαν αφήνοντάς τον και ξεκίνησαν να συζητούν χαμηλοφώνως το πρόβλημα. Τελικά συμφώνησαν πως ίσως και να έπρεπε να βρεθεί μία άλλη λύση. Αυτό που δεν υπολόγισαν, ήταν η οξυμένη ακοή του Στάλιν, ο οποίος φαινόταν πάντοτε να κάνει καλή χρήση των δύο αφτιών και δύο ματιών που διέθετε.
«Μία άλλη λύση;» έκρωξε από το βάθος και οι άλλοι τρεις αναπήδησαν «Πηγαίνετε στο Γενικό Επιτελείο και σκεφτείτε καλά. Σύντροφε και συνονόματε, μην με απογοητεύσεις. Θέλω μία καλή εξήγηση και στρατηγική για την περιοχή του Στάλινγκραντ»
Φυσικά τα λόγια του τηρήθηκαν κατά γράμμα και το επόμενο κιόλας βράδυ, οι τρεις επέστρεψαν στο γραφείο του, όπου και χαιρετήθηκαν τυπικά, εκτός του Ιωσήφ που αποτελούσε εξαίρεση, εξαιτίας του παρελθόντος και των ατελείωτων χρόνων γνωριμίας και προσωπικών πληροφοριών που μονάχα εκείνοι είχαν μοιραστεί για τα παιδικά τους χρόνια.
«Λοιπόν, τι σκεφτήκατε;» τους ρώτησε «Ποιος εισηγείται το σχέδιο;»
«Και οι τρεις» απάντησαν ταυτόχρονα «Έχουμε την ίδια άποψη και συμφωνήσαμε σχεδόν αμέσως» συνέχισε ο Ζούκοφ «Η πόλη του Στάλινγκραντ θα πρέπει να κρατηθεί μέσω μίας μάχης φθοράς. Την ώρα που οι Γερμανοί θα έχουν στραμμένη την προσοχή τους στην κατάληψη της πόλης, η Στάβκα, θα συγκεντρώσει μυστικά, καινούργια στρατεύματα πίσω από τις γραμμές, προετοιμάζοντας μία μεγάλη περικύκλωση, εξαπολύοντας επιθέσεις πολύ πιο πίσω από την πρώτη γραμμή του εχθρού» έβαλε τελεία με τον Στάλιν να μην δείχνει ενθουσιασμό στην αρχή.
«Δεν θα πρέπει να χαθεί το Στάλινγκραντ» γρύλισε σκεφτόμενος τον εξευτελισμό αν συνέβαινε κάτι τέτοιο «Ίσως οι επιθέσεις να μην ξεκινήσουν τόσο πίσω, αλλά πιο κοντά στην πόλη»
«Μα, εκεί είναι ο κύριος όγκος της έκτης Στρατιάς....» τον έκοψε ο Ιωσήφ και τότε η επιφοίτηση του ήρθε και άρχισε να βλέπει όντως το πλεονέκτημα αυτό «Ξέρετε κάτι σύντροφοι; Δέχομαι. Ωστόσο, για την ώρα, μονάχα εμείς οι τέσσερις θα το γνωρίζουμε και κανείς άλλος» τους είπε και συμφώνησαν.
Ο Ζούκοφ δεν ήταν μόνο πολύ καλός στον σχεδιασμό, αλλά εξίσου καλός ίσως και ο καλύτερος στην εφαρμογή σχεδίων. Ο Στάλιν είχε εντυπωσιαστεί μαζί του και με την σκληρότητά του. Η εκπαίδευση των νέων στρατιωτών ξεκίνησε άμεσα. Με άκρα μυστικότητα, ο Ζούκοφ και ο Ιωσήφ άρχισαν τις επισκέψεις στην βόρεια πτέρυγα της γερμανικής εξέχουσας. Έπρεπε να επισκεφθούν κάθε διοικητή μονάδας για να ενημερωθούν για την θέση του εχθρού και οι δυο τους δεν θα άφηναν τίποτε στην τύχη. Παρ' όλο βέβαια που η μυστικότητα και η παραπλάνηση αποτελούσαν το απαραίτητο καμουφλάζ των προετοιμασιών, ο Κόκκινος Στρατός είχε δύο πλεονεκτήματα. Το πρώτο ήταν η άρνηση του Χίτλερ πως η Σοβιετική Ένωση είχε εφεδρικές δυνάμεις και το δεύτερο ήταν πως την θεωρούσε ανίκανη να οργανώσει μία τόσο επικίνδυνη επίθεση, πόσο μάλλον περικύκλωση όλης της έκτης Στρατιάς.
Ο Ιωσήφ που δεν κρατούσε ποτέ μυστικά από τον Άλεξ, του το είχε εκμυστηρευτεί. Του είχε εκμυστηρευτεί το σχέδιο της Επιχείρησης Ουρανός, το οποίο φυσικά τον έβρισκε σύμφωνο. Μέσα σε όλα όμως, υπήρχε εκείνο το αγκάθι. Ένα αγκάθι που δεν κατόρθωσε ποτέ του να αφαιρέσει από το πετσί του και που τώρα πια, τον πονούσε καθώς του έσκιζε απαλά και αργά το σημείο της καρδιάς. Μέσα στο χαράκωμά του, μετά την επιστροφή του από το θέατρο και την χιλιοστή αναμέτρηση με Γερμανούς, είχε για ακόμη μία φορά απομονωθεί. Για κάποιον λόγο, στο μυαλό του ήρθε η εικόνα του Βορονέζ. Έπειτα, συνάντησε στα δρομάκια των αναμνήσεών του, τον δεκάχρονο εαυτό του, που θεωρούσε παιχνίδι να μιμείται τον πατέρα του, πατώντας επάνω στα ίχνη που άφηνε σαν βάδιζε στον χωματόδρομο. Ο Ιωσήφ τον είχε προσέξει και σταμάτησε για λίγο το βάδισμα. Ο Άλεξ τον κοίταξε ενοχικά.
«Κάποια μέρα, θα αφήσεις τα δικά σου ίχνη, θα ακολουθήσεις τον δικό σου δρόμο» του είχε πει τρυφερά και ο μικρός είχε χαμογελάσει.
«Πώς θα ξέρω όμως πως είναι ο σωστός;» τον είχε ρωτήσει.
«Πώς ξέρεις, αν ο δικός μου είναι;» του επέστρεψε την ερώτηση.
«Μα, είσαι ο μπαμπάς μου! Εσύ τα ξέρεις όλα» χαμογέλασε το αγόρι.
«Και όμως κάνεις λάθος. Εγώ βαδίζω σε ένα μονοπάτι, σύμφωνα με τα δικά μου πιστεύω και τις δικές μου εμπειρίες. Αυτό δεν σημαίνει πως είμαι σωστός. Μπορεί λόγω ηλικίας, να αποφεύγω ευκολότερα τα λάθη, μα δεν σημαίνει πως δεν κάνω καθόλου. Να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου Αλεξέι. Θα σε οδηγήσει στο σωστό μονοπάτι. Μπορεί να συναντήσεις εμπόδια, μπορεί κάποιοι να παλέψουν να σου κόψουν τα φτερά, όμως μην τους αφήσεις, ούτε καν εμένα»
Η ανάμνηση του έφερε ξανά δάκρυα. Θλίψη για το σπίτι του που κάηκε συθέμελα, για το αγαπημένο του χωριό, για τις εικόνες αυτές που ήταν αμφίβολο αν θα επέστρεφαν. Η τιμωρία των Ναζί πλησίαζε επικίνδυνα. Θυμήθηκε ξανά τον Όττο. Τον είχε προσκαλέσει τις γιορτές, όμως ήταν ζήτημα αν θα προλάβαινε ως τότε. Θα τους είχαν περικυκλώσει.
«Αλεξ!» η φωνή του Ντίμα τον έκανε να αναπηδήσει «Είσαι ράκος» διέκρινε ο ξάδερφός του, ο οποίος δεν γνώριζε για το σχέδιο Ουρανός.
«Νιώθω πως βρίσκομαι σε ένα σταυροδρόμι και δεν μπορώ να αποφασίσω προς τα πού θα κινηθώ. Όλα μοιάζουν λάθος»
Ο Ντίμα κάθισε δίπλα του και πέρασε το χέρι του στους ώμους του.
«Και όμως, ένας δρόμος θα είναι ο σωστός. Σκέψου το. Δεν ξέρω τι σε απασχολεί, ωστόσο γνωρίζεις πως μπορείς να με εμπιστευτείς»
«Ντίμα, θέλω να προσέχεις. Αν σε χάσω, θα τρελαθώ! Προτιμώ να πεθάνω εγώ» τον έσφιξε στο στήθος του ο Άλεξ.
«Τι είναι αυτά που λες; Εδώ θα είμαστε άπαντες να γιορτάσουμε την νίκη μας απέναντι στους Φρίτσιδες! Όλη η Ευρώπη θα υποκλιθεί, θα ανασάνει μαζί μας. Αρκετά» του απάντησε και σύρθηκε έξω, καθώς οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν. Η μάχη τον κράτησε ως τα χαράματα που ακόμη και αυτά, ίσα που διακρίνονταν, μελανά πλέον δίχως νόημα. Τα παγωμένα νερά του Βόλγα, δημιουργούσαν μία εικόνα απόκοσμη. Ήταν τότε, που πήρε μία απόφαση. Μία απόφαση ριψοκίνδυνη, μα τα πάντα σχεδόν είχαν ήδη κριθεί. Σκεπτόμενος τη σοφίτα στην οποία είχε κάνει αναφορά ο Όττο, ξεκίνησε να κινείται μέσα στα ερείπια και κάτω στους υπονόμους, ώσπου να έβρισκε την κρυψώνα που πιθανολογούσε πως ήταν σωστή.
Όλο το βράδυ, ο Όττο συνομιλούσε με τον Μπάλντερ που του είχε εξηγήσει το σχέδιό του. Μάλιστα, του παρέδωσε όλα τα σημειωμένα ονόματα. Αυτή η κίνηση τους έφερε πιο κοντά.
«Τελικά κατάλαβα, πως είσαι χειρότερος από εμένα» του είπε ο Όττο μόλις τελείωσαν τις σημειώσεις.
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Μπάλντερ.
«Είσαι κλειστός, δεν αφήνεις κανέναν να σε δει, σχεδόν όπως και εγώ»
«Ίσως τελικά, αυτός να είναι και ο λόγος που ποτέ μας δεν ταιριάξαμε. Ξέρουμε να αφοσιωνόμαστε ολόψυχα, μονάχα σε εκείνους που επιλέγουμε» κατέβασε το κεφάλι «Μου λείπει ο αδερφός μου και αυτό το κενό θα το διαπιστώσω, αν ποτέ η τρέλα αυτή λήξει και επιστρέψω δίχως εκείνον. Δίχως το γέλιο του, δίχως την αθωότητά του που γέμιζε αυτό το Μαυσωλείο που έχω για σπίτι, με φως»
Ο Όττο τον κοίταξε.
«Εδώ σε καταλαβαίνω. Χάνοντας τον Λούκα, έχασα πράγματι ένα κομμάτι της ψυχής μου. Άλλο ένα ήταν ο Στάινερ. Τον αγαπούσα πολύ, ήταν ο σύντροφός μου στη μάχη, στη ζωή, στις ιδέες και όμως εγώ, τον εμπιστεύθηκα προς το τέλος» Κοίταξε έξω. Ξημέρωνε άλλη μία μέρα στην Κόλαση, στο κρύο, στην δυστυχία «Φεύγω...» του είπε για να βρεθεί και πάλι στη θέση εκείνη, στη σοφίτα.
Φτάνοντας, κουλουριάστηκε σε ένα σημείο. Αυτό που δεν είχε καταλάβει, ήταν πως το κρύο έμοιαζε τόσο υπερβολικό, σε σημείο που έφτασε στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Ξαπλωμένος και ακίνητος, πάγωνε ολοένα και περισσότερο. Κάπου μέσα του, τα ψυχικά αποθέματα τελείωναν. Για κάποιον λόγο πίστευε πως οι μέρες του ήταν μετρημένες. Το είχε πάρει απόφαση. Έβγαλε τη φωτογραφία την αναμνηστική του Νοικέλν και την κοίταξε με χέρια που έτρεμαν.
΄΄Εύχομαι εσείς να τα καταφέρετε. Θα πείσω και τη Χέλγκα να εγκαταλείψει το νοσοκομείο. Αγαπημένε μου Λούκα, όπου να ναι θα σμίξουμε, το νιώθω και ξέρεις κάτι; Χαίρομαι. Εδώ που έφτασα δεν υπάρχει γυρισμός, μήτε σωτηρία. Οι περισσότεροι είναι άρρωστοι και χτυπημένοι. Ούτε εγώ νιώθω καλά. Πονά συχνά το κεφάλι μου, μολύνθηκε το αφτί μου, κρυώνω και ίσως ανεβάζω πυρετό. Μακάρι να αναπαυθώ πια. Το θέλω τόσο πολύ, μα δειλιάζω να βάλω ο ίδιος τέλος στη ζωή μου. Θέλω να πεθάνω ηρωικά, όχι σαν ένας δειλός΄΄
«Όττο;» η φωνή η ψιθυριστή του Άλεξ, τον έκανε να ανασηκωθεί.
«Πώς;»
«Πώς ήξερα ότι ήσουν εδώ; Τυχαία διαίσθηση, μα πέτυχε» κοιτάχτηκαν για λίγο. Τα πρόσωπά τους ήταν χλωμά, τα χείλη τους ξεραμένα, μαύροι κύκλοι πλαισίωναν τα κυανά, νεανικά μάτια τους και ένα πέπλο θλίψης που σαν το σαράκι κατάτρωγε την ψυχή τους.
«Πες μου. Το βλέπω πως θέλεις να μου πεις κάτι»
Ο Ρώσος δίστασε. Δαγκώθηκε. Βρισκόταν στο μεταίχμιο μίας τεράστιας απόφασης. Μίας ουσιαστικής προδοσίας για την πατρίδα του, μα το ένστικτο του έλεγε πως ο Όττο δεν θα πρόδιδε εκείνον.
«Η έκτη Στρατιά σύντομα θα στραγγαλιστεί. Η Σοβιετική Ένωση ετοιμάζει την αντεπίθεση και θα τα καταφέρει...» ξεκίνησε. Ο Γερμανός φίλος του τον κοίταξε κουρασμένος. Κάπου, ένα αδιόρατο χαμόγελο εμφανίστηκε.
«Μακάρι» ήρθε η απάντηση και ο Άλεξ τον κοίταξε έντρομος.
«Δεν καταλαβαίνω...»
«Άλεξ για να τερματίσει όλος αυτός ο πόνος, ο Χίτλερ πρέπει να χάσει, εμείς πρέπει να χάσουμε. Το Τρίτο Ράιχ, πρέπει να διαλυθεί...αδερφέ» πρόφερε για πρώτη φορά στη ζωή του μετά τον Λούκα και τις λιγοστές φορές που είχε μιλήσει έτσι στον Χανς.
«Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι το Βορονέζ, τυλιγμένο στις φλόγες και τους φασίστες να διαλύουν τα πάντα στη γη μου. Επιθυμώ όσο τίποτε να διαλύσουμε τους Φρίτσιδες, όμως...δεν θέλω εσύ να πάθεις κακό, δεν θέλω να σε περικυκλώσω, μήτε να σε τιμωρήσω. Ήθελα να σου το πω μήπως...δεν ξέρω. Φύγεις. Αυτή τη στιγμή σπάω μία τεράστια υπόσχεση, ένα απόρρητο της πατρίδας μου, όμως όταν η ίδια η ζωή μου βρέθηκε στα χέρια σου κάποτε, δεν με πρόδωσες»
«Ούτε τώρα θα το κάνω. Γύρνα πίσω και δώσε αυτή τη μάχη. Λυπάμαι μονάχα για εκείνους τους νεαρούς στρατιώτες που βρίσκονται εδώ μετανιωμένοι και φοβισμένοι, για κανέναν άλλο. Όμως, είμαι υπεύθυνος των επιλογών μου και των συνεπειών τους. Μην νιώθεις τύψεις για εμένα, δεν αξίζει τον κόπο. Είχα κάτι καταλάβει πως δεν πάει καλά, απλά επιβεβαιώνομαι. Αύριο, είμαι καλεσμένος στο Στρατηγείο της έκτης Στρατιάς. Θα φροντίσω να μην καταλάβουν τίποτε. Προχώρα μπροστά, οι ναζί πρέπει να χάσουν, ακόμη και αν αυτό περιλαμβάνει και εμένα»
Ο Άλεξ τον κοίταξε βουρκωμένος. Η πρόσκληση για τις γιορτές στο θέατρο, ίσχυε. Αν τα κατάφερναν. Τουλάχιστον, του είχε αφήσει το περιθώριο να φύγει ίσως, ή να προστατευτεί προτού σφίξει ο κλοιός. Ο Όττο έβλεπε το τέλος να έρχεται και πολύ χαιρόταν γι' αυτό. Ακόμη και αν το κορμί του έπεφτε νεκρό, ο κόσμος θα έκανε ένα βήμα πιο κοντά στη νίκη. Στην νίκη των ανθρώπων ενάντια στον φασισμό του Τρίτου Ράιχ και των Συμμάχων του.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro