
Δεν θα μείνει λίθος για λίθο/ part 1
΄΄Η ιστορία γραφόταν, ένδοξα ή άδοξα, ωστόσο το μελάνι που αφορά έναν πόλεμο, πάντοτε έχει το χρώμα του εβένου. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για Ρώσους σκαπανείς, που με θρυμματισμένα χέρια, τραβούσαν τις περόνες των χειροβομβίδων με τα δόντια. Για το πείσμα των Σιβηριανών που εξασθένισε σταδιακά τις γερμανικές επιθέσεις, για την ριψοκίνδυνη απόφαση του Τσουικόφ και του Ιωσήφ Φεντόροφ να αποσύρουν στρατεύματα από τον Τύμβο του Μαμάγιεφ, τοποθετώντας τα στον βόρειο τομέα με απόλυτη επιτυχία, για το διάσημο σπίτι του Παβλόφ και τις ηρωικές μάχες προκειμένου να κρατηθεί σε ρωσικά χέρια. Όλα αυτά, αποτελούσαν τα κούφια χρυσά γράμματα μίας ιστορίας ματωμένης. Πίσω από τις ένδοξες στιγμές όμως, κρύβονται πάντοτε θύματα, κρύβεται η θλίψη, κρύβεται η αρρώστια, η χαμένη ελπίδα και η καθημερινή Κόλαση Γερμανών και Ρώσων. Κρύβονται τα χιλιάδες νεαρά κορμιά και των δύο πλευρών σε έναν πόλεμο δίχως λογική. Κρύβονται τα αδειανά σπίτια που άφησαν πίσω, οι χωρισμένες οικογένειες, η προσφυγιά και τα δάκρυα΄΄
Ο Ιωσήφ είχε μεταβεί όπως ήταν αναμενόμενο στο Στρατηγείο του Τσουικόφ το οποίο διαρκώς κινδύνευε. Η ομάδα προστασίας τους ριχνόταν συχνά στην μάχη, παρά το γεγονός πως ο Ιωσήφ δεν επιθυμούσε να νιώθει ανώτερος ή αντικείμενο προστασίας. Οι περισσότεροι τον σέβονταν εξαιτίας του παρελθόντος φιλίας του με τον Στάλιν. Ο συνονόματος ήταν από τους λίγους ανθρώπους που ήξεραν καλά πώς να τον χειρίζονται. Ο Τσουικόφ ζήτησε την άδεια ώστε να μεταφερθεί ένα μέρος του Στρατηγείου στα μετόπισθεν, στην αριστερή όχθη του Βόλγα, ωστόσο, ο Ιωσήφ γνωρίζοντας πολύ καλά τον Στάλιν και τις διαταγές του, του ζήτησε να την ξεχάσει τη σκέψη. Με την 62η Στρατιά αντιμετώπιζαν πολλές φορές προβλήματα επικοινωνίας και ο Ιωσήφ νυχθημερόν σκεφτόταν τόσο τον γιό του, όσο και τον Ντίμα. Το τρίτο άτομο που σκεφτόταν παραδόξως, μα σε συνδυασμό με τα άλλα δύο, ήταν ο Όττο. Γνωρίζοντας τον συναισθηματισμό του Άλεξ, καθώς και τις αρχές του, δεν επιθυμούσε ούτε να φαντάζεται πιθανή συνάντηση των παράδοξων φίλων.
΄΄Αχ, αυτά τα δύο παιδιά σε συνδυασμό με τον Τόμας, θα με στείλουν εθελοντικά στα Γκουλάγκ, όπου θα αναζητήσω μόνιμη καταναγκαστική εργασία!΄΄ σκέφτηκε.
Ως πρώην Κομισάριος, καθώς εδώ και μήνες επιθυμούσε και είχε λάβει ενεργό, μαχητικό ρόλο, προσπαθούσε να έχει την προσοχή του συγκεντρωμένη σε ορισμένα γράμματα στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, οι οποίοι κινδύνευαν να κατηγορηθούν μέχρι και για προδοσία ή αντεπαναστατικές ιδέες. Η πλειονότητα βεβαίως των στρατιωτών, έμοιαζε να έχει κρύψει κάθε προσωπικό συναίσθημα κάτω από τον μανδύα του σκοπού του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Φυσικά φοβούνταν την λογοκρισία, περισσότερο και από τους Γερμανούς. Το χειρότερο ήταν ο υποσιτισμός, σε σημείο που κάποτε ορισμένοι στρατιώτες έψαχναν στα σκουπίδια. Ευτυχώς υπήρχαν και πολλοί σκληραγωγημένοι, όπως ο Γκαμπριέλ, του οποίου οι αντοχές τόσο στο κρύο, όσο και στην έλλειψη φαγητού, ήταν εκπληκτικές. Όντας ένας από τους πιο σκληρούς, ελεύθερους σκοπευτές, είχε βάλει στοίχημα με τον Ζάιτσεφ*, πως μέχρι την ημέρα της Οκτωβριανής Επανάστασης, θα σκότωνε εκατόν πενήντα Φρίτσιδες. Τελικά ο μεγάλος νικητής, αναδείχτηκε ο Ζάιτσεφ για έναν περισσότερο, με αποτέλεσμα να κορδώνεται ορισμένες φορές δήθεν προκλητικά, μπροστά στον Σιβηριανό, την Αλεπού της Στέπας.
Ο Γκαμπριέλ τον συμπαθούσε γιατί ήταν λιγομίλητος, όπως και ο ίδιος και φυσικά μεγαλωμένος κοντά στη φύση, στα Ουράλια. Τα νέα των θανατηφόρων επιτυχιών και των δύο, διαδίδονταν από στόμα σε στόμα, αυτά και η ικανότητα του Σβάιγκερ, για τον οποίο είχε καιρό να μάθει νέα, μέχρι εκείνο το απόγευμα όπου επιτέλους τον εντόπισε. Τον έβλεπε να κινείται ύπουλα, μα του έκανε εντύπωση το γεγονός πως δεν φαινόταν να έχει την πρόθεση να επιτεθεί σε κάποιον. Αποφάσισε να τον ακολουθήσει και καθώς ήταν σχεδόν αθόρυβος, κινούνταν παράλληλα ανάμεσα από τα ερείπια. Ήταν τότε που άκουσε τις κραυγές του νεαρού Ρώσου στρατιώτη και είδε τον Όττο να σταματά, προκειμένου να τον ανακουφίσει. Από εκείνη τη στιγμή μπερδεύτηκε. Έχοντας μάθει, όχι μονάχα εξαιτίας της προπαγάνδας, αλλά και της πραγματικότητας, να αντιμετωπίζει τους Γερμανούς σαν ΄΄τεμάχια΄΄ και όχι σαν ανθρώπους, αυτή η σκηνή που ούρλιαζε ανθρωπιά, έμοιαζε σαν ένα κλειδί που με τρόπο είχε ανοίξει ένα μικρό συρτάρι συναισθημάτων. Στον πόλεμο, βιώνοντας καταστάσεις άγχους και φρίκης, βλέποντας τους Γερμανούς να αφανίζουν χωριά ολόκληρα, αλλάζεις. Μαθαίνεις να μισείς και καταλήγεις τελικά να μισείς για πάντα.
Σιωπηλός και μπερδεμένος, τον ακολούθησε με πολύ προσοχή μέχρι το Δημοτικό Θέατρο. Τελικά η ΄΄παράσταση΄΄ που παρακολούθησε τον άφησε για ακόμη μία φορά εμβρόντητο. Ο Άλεξ στην σκηνή ολομόναχος χόρευε και ο Γερμανός στη θέα του είχε χαρεί τόσο, σε σημείο που ανέβηκε και εκείνος πάνω κάνοντας άτσαλες φιγούρες. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μία νοσοκόμα, την οποία θυμόταν από το παρελθόν, εκείνη η γνωστή του Ντίμα, είχε τρέξει για να αγκαλιάσει τα δύο αγόρια. Φυσικά όλα αυτά δεν έβγαζαν κανένα απολύτως νόημα, μα από τα λίγα που κατόρθωσε να ακούσει, οι συνομιλίες τους κάθε άλλο, παρά κάποια συνωμοσία αφορούσαν. Έχοντας πιαστεί κυριολεκτικά, δεν πρόσεξε την επόμενη κίνηση, η οποία οδήγησε μία σαπισμένη τάβλα στο κενό και κατόπιν τον ίδιο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των τριών τους. Τα δικά του ψυχρά, συνάντησαν ελαφρώς πονεμένα εκείνα του Άλεξ, για να συγκρουστούν με τα οργισμένα του Γερμανού.
«Γκαμπ; Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε ο Άλεξ.
«Γκαμπριέλ!» του φώναξε προσπαθώντας να σηκωθεί. Τινάζοντας όπως όπως τη σκόνη, σημάδεψε τον Όττο, ο οποίος αφού χασμουρήθηκε επιδεικτικά, τον μιμήθηκε.
«Κόψτε το!» πετάχτηκε ο Άλεξ.
«Εσύ ειδικά, μας έχεις καταστρέψει!» του φώναξε ο Γκαμπριέλ «Εξαιτίας σου, αυτός εδώ είναι ακόμη ζωντανός!»
«Λες ψέματα!» του απάντησε ο Όττο ξαφνιάζοντάς τον, ενώ ένα βλέμμα ειρωνείας καθρεπτίστηκε στο πρόσωπό του «Άκουσε προσεκτικά Σιβηριανέ. Μπορεί εσύ και το σκυλί ο Ζάιτσεφ, να περνιέστε έξυπνοι και θαυματουργοί, μα εγώ δεν μασάω. Με ακολούθησες ως εδώ, με έχεις δει ώρες τώρα, από τη στιγμή που βοήθησα στην ανακούφιση του Βασίλι που αργοπέθαινε»
«Μα, πώς...Διάολε! Πώς με άκουσες;»
«Έχω απλώς καλή και οξυμένη ακοή, η οποία με εγκαταλείπει βέβαια και αυτή, καθώς εδώ και μία εβδομάδα πονάω φρικτά. Ήταν και ο λόγος που ήρθα εδώ, για να ζητήσω βοήθεια. Εσύ όμως, με είδες εκεί έξω. Θα μπορούσες να με σκοτώσεις. Δεν το έκανες γιατί δεν ήθελες. Επομένως, σταμάτα να δημιουργείς ενοχές στον Άλεξ!» η Χέλγκα είχε παραμείνει μετέωρη ανάμεσα στους αρσενικούς που έμοιαζαν με λιοντάρια που γρύλιζαν για τον τόπο κυριαρχίας τους «Επίσης, έχω μάθει τα κόλπα σου. Σατανικά, αλλά σε εμένα δεν με πιάνουν» του γρύλισε και ο Γκαμπριέλ για πρώτη φορά μειδίασε.
Μαζί με έναν Ουζμπέκο, ο Γκαμπριέλ, λειτουργούσε κάποτε μέσα σε ένα δίκτυο τριών χαρακωμάτων. Το ένα για να κοιμάται και τα άλλα δύο για βολές. Επιπλέον, έσκαβαν ψεύτικες θέσεις στα πλάγια των χαρακωμάτων τους, μπροστά από τις θέσεις των εχθρικών διμοιριών, στερεώνοντας λευκές σημαίες πάνω σε μοχλούς, τους οποίους κουνούσαν από απόσταση. Οι Γερμανοί δεν αντιστέκονταν και έβγαιναν από τα δικά τους χαρακώματα φωνάζοντας ΄΄Rus Komm'', με αποτέλεσμα ο Γκαμπριέλ και ο Ουζμπέκος να τους πυροβολούν υπό γωνία. Ο Γκαμπριέλ γενικά δεν φοβόταν την Κόλαση του Στάλινγκραντ, Μπορούσε ακόμη και γυμνός να βουτήξει στα παγωμένα νερά του Βόλγα.
«Περίεργο πηγαδάκι σχηματίσαμε...»μουρμούρισε.
«Ας συστηθούμε όλοι μαζί τότε» πρότεινε ο Άλεξ.
«Καλώς. Εσείς, από πού γνωρίζεστε;» ρώτησε τον Όττο ο Γκαμπριέλ, δείχνοντας τη Χέλγκα.
«Υπήρξαμε γείτονες. Τα σπίτια μας τα χώριζε μία μάντρα, μα προτού κρίνεις, τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται» έκανε την εισαγωγή ο Όττο «Το προφίλ μου, είναι περίπου όπως το έχεις στο μυαλό σου. Ο πατέρας μου ήταν Ναζί μέχρι το κόκαλο που αμφιβάλω με τόσα εγκλήματα, αν έχει κατορθώσει να λιώσει. Εγώ λοιπόν, μαζί με τον δίδυμο αδερφό και την μητέρα μου, μέναμε στον διπλανό σπίτι της, στο Νοικέλν, στο Βερολίνο» πήρε μία ανάσα «Η Χέλγκα είναι Εβραία. Όταν την είδα για πρώτη φορά, ήμουν εφτά και εκείνη το πιο όμορφο κορίτσι της γειτονιάς» κοκκίνισε «Θύμωσα ωστόσο, γιατί πίστεψα πως εξαιτίας της, ο πατέρας μου θα γίνει πιο βίαιος, πως εξαιτίας των Εβραίων γειτόνων μας, θα μας χτυπά περισσότερο»
«Σε χτυπούσε; Ο πατέρας σου χτυπούσε το επτάχρονο παιδί του;» τον ρώτησε.
«Και το τρίχρονο και το δίχρονο....Μεγάλωσα με ναζιστικές ιδεολογίες, απολύτως στρεβλά. Ο αδερφός μου ήταν επαναστάτης, αντίθετος των Ναζί. Εγώ ήμουν πιο αδύναμος. Αποτέλεσμα, κάπου χάθηκα. Κάπου αναγκάστηκα να υπακούσω στον πατέρα μου, θεωρώντας πως έτσι θα προστάτευα τους δικούς μου και κάπου, εξαιτίας του φόβου μου για εκείνον, προσχώρησα στη Χιτλερική Νεολαία για να αποκτήσω δύναμη, μισώντας τους Εβραίους που λανθασμένα θεωρούσα πως ευθύνονται για τη δυστυχία μου. Όταν όμως δολοφονήθηκε ο αδερφός μου, οι μόνοι που μου στάθηκαν ήταν οι Εβραίοι γείτονές μου. Η Χέλγκα και ο Χανς. Ξεκίνησε ο σκοπός μου να αλλάζει. Μέσα στο Κόμμα, θεώρησα πως όσο πιο βαθιά εισχωρούσα, τόσο πιο νωρίς θα μάθαινα πληροφορίες για να τους προστατέψω ή για να βγάλω άλλους Ναζί από την μέση. Πέτυχα να σκοτώσω τρεις εγκληματίες, ανάμεσά τους και τον πατέρα μου. Πλάι μου, είχα τον ίδιο τον Χίτλερ και ακόμη απορώ γιατί δεν τον σκότωσα. Ίσως γιατί αν πέθαινα και εγώ, οι γείτονές μου θα βρίσκονταν εκτεθειμένοι. Έπειτα, ξέσπασε ο πόλεμος. Όντας μέλος των Ναζί και αντιπαθώντας τους Ρώσους, έφτασα ως εδώ, βοηθώντας άμαχους και Εβραίους να γλιτώσουν όποτε μπορούσα. Δεν έχω διαπράξει ούτε ένα έγκλημα πολέμου, δεν έχω χτυπήσει ποτέ άμαχο. Μέσα σε όλα, γνώρισα τον Άλεξ και η γνώμη μου για την Ρωσία άλλαξε. Ωστόσο, πλέον είναι δύσκολο να ξεφύγω ή τουλάχιστον ήταν. Είμαι εδώ και για να μην σκοτώσω κρύβομαι στα ερείπια, σε μία σοφίτα» τελείωσε και ο Γκαμπριέλ είχε μείνει άφωνος.
«Απίστευτη η ιστορία σου...Θέλω να πω, προστατεύεις Εβραίους...Η αλήθεια είναι πως σε πιστεύω για έναν λόγο. Σε είδα πώς αντιμετώπισες δικό μας τραυματία και επίσης, μία φορά είχε τύχει να σε παρακολουθήσω να αγνοείς Ρώσους στρατιώτες που δεν σε είχαν δει. Επιπλέον, η...Όλγα με ενημέρωσε πως σκότωσες δικούς σου για να προστατέψεις γυναικόπαιδα....Τελοσπάντων, Σβάιγκερ»
Οι τέσσερίς τους κοίταξαν μέσα από ένα άνοιγμα. Ερείπια και καπνοί ήταν το μοναδικό θέαμα που απλωνόταν μπροστά τους. Βορειότερα, βρισκόταν εν εξελίξει μία σφοδρή επίθεση. Η Χέλγκα προσπαθούσε να εντοπίσει τον Βόλγα, μα εκείνος παρέμενε κρυμμένος στα ερείπια. Το πατάρι ήταν αδειανό, η νύχτα είχε πέσει για τα καλά.
«Έλα κάτω, πρέπει να δούμε το αυτί σου» είπε η Χέλγκα στον Όττο «Οι συνθήκες είναι κυριολεκτικά άθλιες και μην πλησιάζεις τα πτώματα» πρόφερε, όταν είδε τον Άλεξ να την πλησιάζει.
«Χέλγκα...» κοίταξε τον Όττο «Πρέπει να φύγεις από τους Γερμανούς» εκείνη δεν μίλησε «Άκουσέ με...τα πράγματα για εκείνους δεν πάνε καλά και αν περικυκλωθούν ή θα παραδοθούν ή θα πεθάνουν. Αν πέσεις στα χέρια των Σοβιετικών, δεν θα έχεις καλή κατάληξη ως Γερμανίδα νοσοκόμα. Κανείς δεν γνωρίζει την αλήθεια και κανέναν δεν θα νοιάξει ιδιαίτερα. Κινδυνεύεις...»
«Το ξέρω» του απάντησε «Όμως έχω και την Τσάρλη. Τι θα απογίνει; Εντάξει, είναι Γερμανίδα αλλά την πονάω. Δεν είναι κακός άνθρωπος...»
Τσάρλη;» ακούστηκε η φωνή του Γκαμπριέλ ψιθυριστά «Εμ, είναι εδώ...;» ρώτησε κοιτάζοντας το κενό και ο Άλεξ ευθύς συνειδητοποίησε το ενδόμυχο ενδιαφέρον.
«Είναι κάτω..» απέφυγε να τον φέρει σε δύσκολη θέση η κοπέλα «Όττο, θα έρθεις;» τον ρώτησε και εκείνος για λίγο στάθηκε μπροστά από τον Άλεξ. Κατόπιν κοιτάχτηκαν μέχρι που τελικά αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
«Παραμονή Χριστουγέννων, έλα εδώ. Ελπίζω να τα καταφέρω και εγώ» του είπε στο αυτί ψιθυριστά.
«Εντάξει» συμφώνησε ο Γερμανός και ακολούθησε την Χέλγκα. Ο Γκαμπριέλ ωστόσο, δεν σκόπευε να φύγει ακόμη. Με ένα πήδημα βρέθηκε επάνω από τη διαλυμένη στέγη, ενώ ο Αλεξ δίχως σχόλια, αποχώρησε στα κρυφά.
Ο Όττο σαν βρέθηκε μονάχος του επιτέλους με τη Χέλγκα, την σταμάτησε σε μία σπασμένη σκάλα, κλέβοντας ένα φιλί. Τα δάχτυλα του βυθίστηκαν μέσα στα μαύρα της μαλλιά, τα οποία ελευθέρωσε επιτέλους. Τα χείλη του, στάθηκαν για λίγα παραπάνω δευτερόλεπτα στο μέτωπό της.
«Σ' αγαπώ τόσο πολύ πριγκίπισσα» ψέλλισε κοιτάζοντάς την τρυφερά. Την είδε να βουρκώνει «Μην κλαις σε παρακαλώ. Εξαιτίας μου βρίσκεσαι εδώ και υποφέρεις σε αυτήν την Κόλαση» της είπε.
«Ήταν δική μου η απόφαση. Κόλαση είναι κάθε μέρος μακριά από εσένα. Το ΄΄μαζί΄΄ οπουδήποτε στον κόσμο, αυτό είναι ο δικός μου Παράδεισος»
Την σήκωσε στην αγκαλιά του στριφογυρνώντας την. Με χέρια ενωμένα, έφτασαν ως το φουαγιέ, όπου ανάμεσα στα σπασμένα μάρμαρα και τις γκρεμισμένες κολόνες, κείτονταν δεκάδες πτώματα, τα οποία ανέβαζαν οι τραυματιοφορείς από το υπόγειο και τα άφηναν εκεί για να τα κάψουν. Μία αφόρητη δυσοσμία αναδυόταν από κάτω, πλημμυρίζοντας τον μεγάλο χώρο. Κατεβαίνοντας, η μυρωδιά τους τύλιξε σαν ζωντανός οργανισμός που εισχωρούσε στα ρουθούνια τους, ένας οργανισμός φτιαγμένος από γάγγραινα, αίμα, ανοιχτές και μολυσμένες πληγές, εμετούς και υγρές κουβέρτες ποτισμένες με ούρα. Ο Όττο αναρωτιόταν για τις αντοχές της Χέλγκα, τη στιγμή που ο ίδιος έπαιρνε ανάσες από το στόμα. Τραυματίες και ασθενείς ήταν αραδιασμένοι σε κουβέρτες ή στο πάτωμα. Οι θολωτές οροφές των δωματίων μεγέθυναν τις κραυγές και τους σπαραγμούς. Η Τσάρλη με λερωμένη ποδιά, έτρεχε ανάμεσα στους ετοιμοθάνατους. Οι δυο γυναίκες μίλησαν και η Χέλγκα της έδειξε προς τα πάνω. Ο Όττο προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, όταν την είδε να πλησιάζει χαμογελώντας.
«Μου εκμυστηρεύτηκε κάτι εδώ και καιρό...»
«Τι;» την ρώτησε
«Γυναικεία υπόθεση, Σβάιγκερ και τώρα κάθισε να δούμε το αυτί σου, να σε περιποιηθούμε και φεύγεις»
«Τώρα που ξέρω πως είσαι εδώ, θα έρχομαι συνέχεια» της χαμογέλασε.
«Δεν θα ρισκάρεις!» τον αποπήρε»
«Ω, Χέλγκα. Η αγάπη μας ήταν το μεγαλύτερο και πιο πολύτιμο ρίσκο που πήρα ποτέ, έτσι και αλλιώς» της απάντησε προτού αφεθεί στις νοσοκομειακές περιποιήσεις.
* Ζάιτσεφ: Για όποιον έχει δει το ΄΄Εχθροί προ των πυλών΄΄, τον ενσαρκώνει ο Jude Law. Ωραία ταινία, εμένα μ αρεσε και ας μην ήταν η αγαπημένη μου του Στάλινγκραντ!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro