Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ή Endsieg ή θάνατος/ part 4

Αυτήν την αναμέτρηση ένιωθε και ο Όττο να πλησιάζει επικίνδυνα. Μαζί με αυτήν ωστόσο, έφτασε για ακόμη μία φορά, η χειρότερη μέρα της ζωής του, τα γενέθλιά του. Η αυγή τον βρήκε στο Χάρκοβο μαζί με την έκτη στρατιά, για την απόλαυση των μπαλέτων λίγο πριν ξεκινήσουν για το μέτωπο. Οι χορευτές παρά το γεγονός πως δεν είχαν πληρωθεί, είχαν επιβιώσει τον χειμώνα, εξαιτίας του συσσιτίου που τους παρείχε η Βέρμαχτ. Ο Όττο προτιμούσε να τον καταπιεί η γη καλύτερα παρά να στριμωχτεί μέσα στο θέατρο με αυτήν τη στολή και με χιλιάδες άλλους ιδρωμένους αξιωματικούς και στρατιώτες. Έτσι, μιας που οι γύρω περιοχές δεν είχαν καταστραφεί πλήρως, προτίμησε να περπατήσει μόνος του, ολομόναχος. Έχοντας εντοπίσει ένα παρκάκι, κάθισε οκλαδόν και κατόπιν αφέθηκε να ξαπλώσει πίσω, μα ο ήλιος τον ενοχλούσε και γύρισε μπρούμυτα. Από την τσέπη του, έβγαλε μία φωτογραφία, εκείνη τη μία και μοναδική που απεικόνιζε την παρέα του αδερφού του.

΄΄Χρόνια μας πολλά. Αυτή η φορά για εμένα, μοιάζει ακόμη πιο μοναχική. Δεν έχω κανέναν. Έχασα και τον τελευταίο φίλο μου, τον Στάινερ. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, θα ξημέρωνε ηλιόλουστα σήμερα, η μαμά θα μας ετοίμαζε την αγαπημένη μας τούρτα, οι θείες όλο και κάτι θα μας έραβαν, ο Χανς με τη Χέλγκα από τα χαράματα θα μας καρτερούσαν, πριν το Πανεπιστήμιο και το απόγευμα, θα ήταν το γλέντι στην αυλή. Εγώ όμως, θα είχα και άλλους καλεσμένους. Θα έφερνα τον Άλεξ, τον οποίο θα φιλοξενούσα στο Βερολίνο και ίσως με συμπαθούσε και ο στριφνός του ξάδερφος. Εσένα θα σε αγαπούσαν σίγουρα. Όλοι μαζί θα τραγουδούσαμε, θα χορεύαμε, θα ήμασταν ευτυχισμένοι΄΄

Δάκρυα κύλησαν ξανά, από τα μάτια του, όταν ένιωσε κάποιον να τον σκουντά. Ήταν δύο αγόρια, κοντά στα επτά και στα χέρια βαστούσαν μία πάνινη, βρώμικη μπάλα.

«Γιατί κλαις;» ρώτησαν στα ρωσικά.

«Πονά η κοιλιά μου, γι' αυτό. Μην ανησυχείτε» χαμογέλασε.

«Είναι τόσο άσχημο; Η μαμά μας γνωρίζει τρόπους για να μας κάνει καλά» κάθισαν δεξιά και αριστερά του. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε το ένα αγόρι κοιτώντας τη φωτογραφία και ο Όττο χαμογέλασε.

«Είναι μία φωτογραφία με τους φίλους μου, όταν ήμασταν και εμείς μικροί. Ζούσαμε σε μία ήσυχη γειτονιά, πίσω στη Γερμανία»

«Σου λείπουν;» ρώτησε το άλλο αγόρι.

«Κάθε μέρα» απάντησε ο Όττο.

«Και εμάς οι δικοί μας φίλοι. Με όλα αυτά που γίνονται, φοβόμαστε πολύ»

«Κάποια μέρα, η ειρήνη θα γυρίσει. Καμία κατάσταση δεν διαρκεί για πάντα, κανένας κακός δράκος δεν ζει αιώνια»

Τα αγοράκια χαμογέλασαν. Ο Όττο παρέμενε ξαπλωμένος στο γρασίδι και τα παιδιά ξεκίνησαν παιχνίδι γύρω του και πάνω του. Η αθωότητά τους δεν τα ώθησε να δουν έναν στρατιώτη, έναν εχθρό, ειδικά από τη στιγμή που τους είχε δώσει σημασία. Φυσικά όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που η γιαγιά τους τα φώναξε, φοβούμενη πως θα πάθουν κακό.

«Τα αφήνετε για λίγο; Έχω σοκολάτα και θα ήθελα να την μοιραστώ μαζί τους» ακούστηκε η φωνή του νεαρού και η γυναίκα τον κοίταξε καχύποπτα «Έχω γενέθλια και δυστυχώς δεν ξέρω με ποιον να τα γιορτάσω. Μπορούν να μείνουν ως καλεσμένοι μου;» εκείνη μαλάκωσε το βλέμμα και ένευσε θετικά.

«Μα, δεν σου πήραμε δώρο» τρίφτηκε το ένα στο πόδι του.

«Δεν θέλω, δεν χρειάζεται. Μου χαρίζετε ένα παιχνίδι;» τους έδειξε την μπάλα και για λίγο, βγήκαν σε ένα στενάκι, όταν άκουσαν μία φωνή. Ήταν ο Μπροκ.

«Θέλετε τερματοφύλακα; Παραλίγο στα μπαλέτα να με πάρει ο ύπνος» ο Όττο χαμογέλασε και τον δέχτηκε, μέχρι που απέκτησαν κοινό την γειτονιά γύρω τους. Σαν έληξε ο αγώνας και ο Όττο χάιδεψε τα κεφάλια τους τρυφερά, είδε το ένα αγόρι να τον πλησιάζει και να του δίνει ένα σπασμένο αυτοκινητάκι.

«Χρόνια πολλά» του είπε και εκείνος πάλεψε να μην κλάψει.

Ο Μπροκ τον συνόδεψε, μιας που ήταν το ίνδαλμά του από όλες τις πλευρές.

«Δεν ήξερα πως είχες γενέθλια» του είπε.

«Δεν χρειαζόταν Μπροκ» απάντησε ο Όττο μελετώντας το σπασμένο παιχνίδι.

«Σου κόστισε ο Στάινερ, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.

«Πολλά μου έχουν κοστίσει» πρόφερε όσο πιο λακωνικά μπορούσε.

«Πάντως αρχηγέ, είμαι εδώ αν κάτι χρειαστείς. Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια τώρα» ο Μπροκ χαμογέλασε.

«Νομίζω πως στην ουσία δεν με γνωρίζεις. Εκείνοι που πράγματι με ξέρουν, δεν βρίσκονται δίπλα μου» ο Όττο αποχώρησε και ο νεαρός Γερμανός, όπως πάντα, τον ακολουθήσε σιωπηλά. Ήθελε να τον πλησιάσει, μα φαινόταν απόμακρος και ψυχρός προς όλους. Πάντα έτσι ήταν. Μονάχα ο Στάινερ φάνηκε να γνωρίζει καλύτερα τον αληθινό του χαρακτήρα.

Τα κακά νέα ήταν, πως τον επόμενο καιρό πλησίαζαν προς ένα σημείο που στον Όττο ήταν απολύτως γνωστό. Το Βορονέζ. Ήξερε πολύ καλά πλέον πού βρισκόταν ο οικισμός του φίλου του και είχε ορκιστεί πως ό,τι και να γινόταν, δεν θα περνούσε ποτέ από εκεί. Την υπόσχεσή του την κράτησε και η μάχη η δική του δόθηκε στον ποταμό Ντονέτς μαζί με την έκτη στρατιά του Πάουλους. Αυτή τη φορά, οι εχθρόφιλοι δεν έμελλε να συναντηθούν, πράγμα ανακουφιστικό και για τους δύο. Ο Όττο που έπαιζε και τον ρόλο του ελεύθερου σκοπευτή εξαιτίας της ευστοχίας του, είχε διαταχθεί μαζί με τον Μπροκ και μερικούς ακόμη, να προβούν σε εκκαθαρίσεις μέχρι να φτάσουν στο δάσος. Εκεί όμως καθηλώθηκαν από τα πυρά δύο σοβιετικών αντιαεροπορικών πυροβόλων. Όταν οι άνδρες προσπάθησαν να αμυνθούν δέχτηκαν πυρά ελαφρών όπλων, αλλά και όλμων.

«Το δάσος είναι γεμάτο Ρώσους κύριε υπολοχαγέ», είπε ένας υπαξιωματικός στον διοικητή τους.

Ο Όττο είδε είκοσι εφτά άρματα μάχης Τ-34, πλήρως καμουφλαρισμένα, να κατευθύνονται προς το μέρος τους. Ευθύς πήραν θέση άμυνας, όταν σοβιετικά αεροσκάφη άρχισαν να απογειώνονται και να πλήττουν τις θέσεις τους. Ο Όττο έστρεψε τα πυρά του εναντίον των αεροσκαφών, τη στιγμή ακριβώς της απογείωσης, κατορθώνοντας να καθηλώσει αρκετά. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι στην απεραντοσύνη της στέπας, τα T-34 έκαναν την εμφάνισή τους με τους αρχηγούς του πληρώματος, να είναι εκτεθειμένοι στους πύργους τους, παλεύοντας να δουν καλύτερα. Δίπλα στον Όττο, ο Μπροκ κρυμμένος στις σκιές του δάσους, σκότωσε τρεις, με αποτέλεσμα, να κρυφτούν ευθύς οι υπόλοιποι στο εσωτερικό και να ματαιωθεί για λίγο η σοβιετική αντεπίθεση.

«Απομακρύνθηκαν» ψιθύρισε στον Όττο ο Μπροκ, εξακολουθώντας να είναι κρυμμένος στις σκιές.

«Μην κουνιέσαι και πολύ» τον συμβούλεψε ο νεαρός, μα ήταν αργά. Ένα βήμα του Μπροκ, έγινε αντιληπτό στους ελεύθερους σκοπευτές, οι οποίοι άνοιξαν πυρ.

Ο Όττο τινάχτηκε ευθύς μπροστά, όταν είδε τον Μπροκ να πέφτει  δίπλα του, με το πρόσωπο στη γη. Δίχως να το σκεφτεί, σταμάτησε απότομα παλεύοντας να τον αρπάξει, μα η επόμενη σφαίρα βρήκε τον λαιμό του αποτελειώνοντάς τον. Το αίμα του τινάχτηκε στο πρόσωπο του Όττο και ένας επιθανάτιος ρόγχος δευτερολέπτων ακούστηκε, προτού τα μάτια του παγώσουν ορθάνοιχτα, εμπρός στον τρόμο της μάχης. Οι Ρώσοι είχαν αναπτύξει ελεύθερους σκοπευτές επάνω στα δέντρα. Ο Όττο ωστόσο δεν δίστασε. Ο πολεμιστής, εκείνος ο αδίστακτος βγήκε από μέσα του, οι κινήσεις του έγιναν ταχύτατες, έπεφτε και σηκωνόταν με τρομερή ταχύτητα και καθώς ήταν βράδυ, έμοιαζε με δαιμονική σκιά, άπιαστη και άφταστη. Μέχρι και οι γυναίκες, ελεύθερες σκοπεύτριες του Κόκκινου Στρατού, απορούσαν για τον συγκεκριμένο, αν και η φήμη του, λίγο ή πολύ, είχε διαρρεύσει.

Τρέχοντας μαζί με τους δικούς του, χώθηκε σε ένα χωράφι από ηλίανθους και καλαμπόκι. Ίσα που χάραζε στον ορίζοντα και τα ζώα της εξοχής ξυπνούσαν κράζοντας και τραγουδώντας, με φόντο μία λεπτή λωρίδα ώριμου ροδάκινου, μέσα στο μαβή της νυχτιάς. Αρκετοί από τους Ρώσους, εξαιτίας της ταχύτατης ανάπτυξης των Γερμανών, ξεγλιστρούσαν και αποκόβονταν από τους υπόλοιπους, με αποτέλεσμα να τους επιτίθενται από τα πλάγια, ή να παριστάνουν δήθεν τους πεθαμένους και να καταλήγουν να πυροβολούν τους Γερμανούς από κοντινή απόσταση. Τόσο ο Κοχ, όσο και ο Όττο, είχαν διδαχθεί από αυτήν την παγίδα, μα έμοιαζε σχεδόν αδύνατο να σταματάς μπροστά από τον καθένα και να πυροβολείς. Χάος επικρατούσε, κυρίως στην σοβιετική πλευρά, με τις επικοινωνίες να είναι κάκιστες και τους επιτελικούς αξιωματικούς και διοικητές, να πετάνε με διπλάνα πάνω από το μέτωπο για να εντοπίσουν τα στρατεύματά τους. Από την άλλη, υπήρχε ανησυχία και στην γερμανική πλευρά με την ολοένα και μακρύτερη προώθησή τους στην ενδοχώρα και τα προβλήματα ανεφοδιασμού.

Για λίγο σταμάτησαν κοντά στα χωράφια, καθώς πεζοπορούσαν εδώ και αρκετή ώρα, γεμάτοι σκόνη και ιδρώτα, παλεύοντας να συμβαδίσουν με τους μηχανοκίνητους σχηματισμούς. Μπροστά τους η στέπα έμοιαζε με ένα παράξενο, θαλάσσιο ορίζοντα, ενώ από το βάθος ξεπρόβαλε ο τρούλος μίας εκκλησίας, στρογγυλός σαν κρεμμύδι, με τα συντρίμμια του χωριού ολόγυρα να σιγοκαίνε. Οι άνδρες κινήθηκαν ταχύτατα ως εκεί, παλεύοντας να βρουν νερό μέσα στην έρημο της Ρωσίας, μα τα περισσότερα πηγάδια, ήταν ήδη δηλητηριασμένα από τους Σοβιετικούς. Μερικά πτώματα, κείτονταν ολόγυρα και ο Όττο για λίγο απομακρύνθηκε γνωρίζοντας πως κανένα πηγάδι εκεί κοντά δεν θα ήταν ασφαλές. Ευτυχώς για εκείνον, μικρά ποταμάκια υπήρχαν κρυμμένα ανάμεσα από τη χαμηλή βλάστηση, μα κάθε απομάκρυνση ήταν ριψοκίνδυνη. Η Όλγα με τη Μαρούσια, μία ακόμη ελεύθερη σκοπεύτρια που είχαν αναλάβει την αναχαίτιση των Γερμανών από αυτήν την πλευρά και που τώρα παρίσταναν τις σκοτωμένες, παραμονεύοντας, παρακολουθούσαν τα βήματά του.

Ο Όττο ωστόσο, εμφανώς γοητευμένος από το παγωμένο νερό του ποταμού, δεν έδωσε την παραμικρή σημασία, ενώ κατευθυνόταν στις όχθες. Η Μαρούσια σκούντησε την Όλγα με τρόπο, δείχνοντάς της τον νεαρό, ο οποίος κατά πώς φαινόταν δεν είχε εγκαταλείψει εκείνον τον παράδοξο τρόπο ψαρέματος, όπως τότε στην Ουκρανία. Έχοντας βουτήξει το κεφάλι του ολόκληρο για να δροσιστεί, είχε αφαιρέσει το επάνω μέρος της στολής του αφήνοντας τους πρησμένους, ηλιοκαμένους μύες του κορμιού του να πάρουν μία ανάσα.

«Φαίνεται υπερβολικά βέβαιος για τον εαυτό του» ψιθύρισε στην Όλγα η Μαρούσια «Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν και όμως εκείνος, έχει παρατήσει το όπλο του στο πλάι» η Όλγα δεν απαντούσε, μονάχα έστεκε και τον κοίταζε, θέλοντας να γελάσει «Γιατί δεν μου μιλάς; Τον ξέρεις;» τη ρώτησε, όταν τον είδαν να σηκώνεται και να κατευθύνεται προς το μέρος τους.

Ευθύς πάγωσαν, όταν ένιωσαν την μπότα μία ανάσα μακριά τους και άξαφνα είδαν ένα ποτήρι να προσγειώνεται μπροστά τους. Η Μαρούσια ετοιμάστηκε να πυροβολήσει, μα ο Όττο την είχε προλάβει.

«Σηκωθείτε και οι δύο οι νεκραναστημένες επάνω» πρόφερε και τις είδε να υπακούνε. Κατόπιν, έκανε νόημα στη Μαρούσια να παραδώσει το όπλο της. Εκείνη έστεκε και τον κοιτούσε με μίσος και κατόπιν περήφανα πίεσε το μέτωπό της στο κρύο μέταλλο του όπλου του. «Άλλη όρεξη δεν έχω» της μούγκρισε ο Όττο και κατέβασε το όπλο μιας και η Όλγα δεν είχε προλάβει να τραβήξει το δικό της «Εσύ, όπως είσαι τσακίζεσαι, αυτή μένει»

«Δεν την αφήνω» αντέδρασε η Μαρούσια.

«Τα ανήλικα οφείλουν να υπακούνε. Πόσο είσαι; Δεκαέξι;»

«Δεκαεφτά» του απάντησε.

«Στρίβε τότε και χωρίς να κοιτάξεις πίσω» την διέταξε.

«Πήγαινε Μαρούσια, σε παρακαλώ» ακούστηκε η φωνή της Όλγας και η μικρή απομακρύνθηκε. Τότε, η ματιά του Όττο άλλαξε σαν να έβλεπε μία παλαιά γνωστή.

«Σου έφερα την απόδειξη του ταλέντου μου, σπαρταριστή αν και άνοστη. Καλύτερη από τα γογγύλια και τις πατάτες δεν τις θέλω» της έδειξε το ποτήρι και την είδε να αναστενάζει.

«Όττο τι στο ανάθεμα πλέον;»

«Το νερό μπήκε στο αυλάκι Όλγα. Προσπαθώ να αποφεύγω τα πολλά δράματα, σχεδόν πολεμώ για την επιβίωση»

«Εδώ πέρα γιατί βρίσκεσαι; Αρκετά προκάλεσες στον Άλεξ! Μπορεί να μην είναι η θέση μου, αλλά ο Άλεξ δεν είναι αυτός που ήταν....»

«Ούτε εγώ είμαι αυτός που ήμουν, όμως θέλω να ζήσω. Θέλω να γυρίσω πίσω μία μέρα και να βρω τους φίλους μου, πρέπει να τα καταφέρω. Δεν περνάνε όλα από το χέρι μου...προσπαθώ να σκεφτώ»

«Ο δικοί σου πολεμούν στο Βορονέζ, ο Άλεξ πολεμά εκεί για το σπίτι του και την πατρίδα του. Όλα του τα πήρες....Μας τα πήρες. Ευτυχώς οι δικοί μας είναι ασφαλείς, όμως εμείς εκεί μεγαλώσαμε, εκεί ενηλικιωθήκαμε, ερωτευτήκαμε για να τα βρούμε όλα στάχτη. Δεν ξέρω αν είσαι φίλος του, δικός μου δεν θα γίνεις» πήγε να απομακρυνθεί «Καλύτερα να με σκότωνες, θα ήταν μεγαλύτερη τιμή για εμένα»

Ο Όττο άφησε έναν αναστεναγμό.

«Δεν του τα πήρα εγώ, δεν ήθελα, ποτέ δεν το θέλησα!»

«Τότε, απλά σταμάτα!» του φώναξε καθώς η σιλουέτα της θόλωνε, από τη σκόνη που σηκωνόταν.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro