Ή Endsieg ή θάνατος/ part 3
Ένα μήνα περίπου πριν την συνάντηση του Μπάλντερ με τον Βίγκμπερτ, στα τέλη Απριλίου του 42, το τρένο του Μπενίτο Μουσολίνι, έφτανε στο σταθμό του Σάλτσμπουργκ στην Αυστρία. Ο Ιταλός δικτάτορας, έβλεπε τώρα τις γερμανικές και τις ιταλικές σημαίες να ανεμίζουν, ενώ δέχτηκε μία επίσημη υποδοχή. Σε λίγα λεπτά εκείνος και η συνοδεία του, κατευθύνονταν προς την πρώην θερινή κατοικία των Αρχιεπισκόπων στο Σλος Κλεσχάιμ. Κατεβαίνοντας, αντίκρυσε τις αχανείς, παγωμένες αίθουσες, οι οποίες είχαν ανακαινιστεί με λάφυρα από τη Γαλλία. Οι δύο δικτάτορες, ο Χίτλερ και εκείνος, μαζί με τον Ρίμπεντροπ, τον Στρατάρχη Κάϊτελ, τον Στρατηγό Γιόντλ, τον γαμπρό του Μουσολίνι Γκαλεάτσο Τσιάνο, τον Ιταλό πρέσβη στο Βερολίνο Αλφιέρι και άλλους Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς, διπλωμάτες και πολιτικούς, συναντήθηκαν για να πάρουν την απόφαση ακόμη μίας ανθρωπιστικής καταστροφής. Την επίθεση στη Νότια Ρωσία.
Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι κοιτάχτηκαν με εκείνο το υποκριτικά πλατύ χαμόγελο, κάνοντας σκέψεις υποτιμητικές ο ένας για τον άλλο. Ο Μουσολίνι ας πούμε, σκεφτόταν πως ο Χειμώνας είχε στοιχίσει ιδιαίτερα στη Γερμανία μιας και είχε ηττηθεί έξω από ην Μόσχα. Αυτή η ήττα είχε φανεί και στο πρόσωπο του Γερμανού δικτάτορα, μιας και τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει, οι μαύροι κύκλοι πλαισίωναν μεγαλοπρεπώς τα μάτια του, ενώ η όψη του έμοιαζε βλοσυρότερη και πιο χλωμή από ποτέ. Ξεροβήχοντας, πάλεψε να αποφύγει περαιτέρω σκέψεις, δίχως να γνωρίζει πως και ο Χίτλερ δεν τον έβλεπε με καλύτερο μάτι.
΄΄Σε πέντε χρόνια αυτός θα έχει γεράσει. Τα πόδια του θα κοντύνουν και άλλο, η κοιλιά του θα φουσκώσει και...τελοσπάντων, ας το ξεχάσω΄΄ συνέχισε να χαμογελά, κάνοντας στον Ντούτσε μία δήθεν φιλοφρόνηση.
Η συζήτηση ξεκίνησε με την χειμερινή εκστρατεία και με τον Μουσολίνι να έχει παγώσει και μόνο στη σκέψη του ρωσικού χειμώνα. Μην ξέροντας τι να πει, συνεχάρη αμήχανα τον Χίτλερ, για το γεγονός πως την έβγαλαν οι στρατιώτες του σχετικά καθαρή και άντεξαν. Τώρα πλέον που ο ρωσικός χειμώνας είχε τελειώσει, θα γονάτιζαν για τα καλά τους Κόκκινους, θα διέκοπταν την προμήθεια πετρελαίου στα εργοστάσια στα Ουράλια, αφήνοντας τον στρατό και την αεροπορία δίχως καύσιμα.
«Οι Σοβιετικοί έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες» είπε ο Αδόλφος στον Μουσολίνι «Δεν λαμβάνουν πια προμήθειες σιταριού από την Ουκρανία, το Λένινγκραντ είναι κάτω από τον συνεχή βομβαρδισμό του πυροβολικού και τα κράτη της Βαλτικής έχουν αποσπαστεί από την Ρωσία. Οι γερμανικές στρατιές έχουν προελάσει πολύ πιο πέρα από τον Δνείπερο. Γερμανικά μαχητικά πετούν πάνω από τη Μόσχα, ενώ οι Σοβιετικοί έχουν χάσει τη Λευκορωσία, το μεγαλύτερο μέρος της Κριμαίας και πολλές επαρχίες στην καρδιά της χώρας» έκανε μία παύση «Το μόνο που απομένει, είναι να δώσουμε το τελικό χτύπημα!» φώναξε.
Οι Στρατηγοί θεωρούσαν πως θα ήταν λάθος να επιτεθούν σε δύο μέτωπα, κοινώς στο Στάλινγκραντ και στον Καύκασο. Ο Χίτλερ ωστόσο, επαρμένος από τις αλλεπάλληλες διεξαγωγές πολέμου ταυτόχρονα σε πολλά σημεία, δεν έβλεπε τον λόγο να διστάσει. Ποτέ ίσως στην ιστορία δεν θα συγκεντρωνόταν τόσο πυροβολικό, τόσες μεραρχίες αρμάτων μάχης και πεζικού, τόσα βομβαρδιστικά. Ήταν το τελικό, καθοριστικό στάδιο της προέλασης του Εθνικοσοσιαλισμού. Θα καθοριζόταν για πάντα η μοίρα του κόσμου. Ο Ιταλικός στρατός θα έπαιζε μεγάλο ρόλο στην επίθεση, καθώς και η ιταλική βιομηχανία και γεωργία. Ο Μουσολίνι το είχε καταλάβει πια, πως κάθε συνάντηση με τον Χίτλερ, συνοδευόταν και από υλικές απαιτήσεις. Μάλιστα στην τελευταία τους συνάντηση, είχε απαιτήσει την αποστολή χιλιάδων Ιταλών στρατιωτών στο Ανατολικό Μέτωπο, αλλά και την στρατολόγηση Ιταλών εργατών σε γερμανικές εταιρείες.
Έπειτα από την συζήτηση και τη βαριά ατμόσφαιρά της, ο Μουσολίνι μαζί με τον Χίτλερ, βάδισαν για λίγο πλάι-πλάι. Ένα τσίμπημα ζήλιας έπιασε τον Ιταλό δικτάτορα, στη θέα των καλοντυμένων και αψεγάδιαστων Γερμανών φρουρών, αλλά και της καπαρντίνας της μουντής του Χίτλερ. Σχεδόν δεν τον αναγνώριζε αν γυρνούσε πίσω, σε εκείνη την κωμική στιγμή, πριν από περίπου οκτώ χρόνια στην Βενετία, όπου ο Χίτλερ σκόνταψε αδέξια κατά την διάρκεια της παρέλασης της Φρουράς και των Καραμπινιέρηδων, κάνοντας τον κόσμο να βάλει τα γέλια. Τότε φορούσε ένα λευκό αδιάβροχο, παλαιά παπούτσια και ένα τσαλακωμένο μαύρο καπέλο, που τον έκανε να μοιάζει με περίεργο και απένταρο καλλιτέχνη. Η δύναμη και η επιτυχία του Χίτλερ δεν έπαψαν ποτέ να καταπλήσσουν τον Μουσολίνι. Υπήρχε κάτι εξωπραγματικό, κάτι που δεν είχε λογική στον θρίαμβο αυτού του ψυχοπαθή. Στο βάθος της ψυχής του, ο Ιταλός έβλεπε την επιτυχία του Χίτλερ σαν μία παράδοξη τερατογένεση, μια απόκλιση από πλευράς της παγκόσμιας ιστορίας.
Το ίδιο βράδυ, μαζί με τον γαμπρό του τον Τσιάνο, βγήκαν για μία βόλτα στον χαριτωμένο κήπο. Ο καιρός ήταν γλυκός σχετικά, μα υπήρχε πάντοτε η σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού τους, μήπως οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει μυστικά μικρόφωνα της Ζίμενς στα δωμάτια και στους διαδρόμους του ανακτόρου.
«Δεν μου φαίνεται και πολύ καλά αυτός» ακούστηκε η φωνή του Τσιάνο, αναφερόμενος στον Χίτλερ. Εμένα ωστόσο, άλλα με απασχολούν. Πως οποιαδήποτε αποτυχία του, θα είναι και δική μας. Έχω πολλές αμφιβολίες και τις έχω εδώ και καιρό»
«Ας μην το πολυσκεφτόμαστε» μουρμούρισε ο Μουσολίνι και εν συνεχεία αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, καθώς την επομένη με το πρωινό ακόμη στο στομάχι του, έπρεπε να ανεχθεί το λογύδριο του Χίτλερ, ο οποίος μιλούσε ακατάπαυστα για σαράντα συνεχόμενα λεπτά δίχως ανάσα, ενώ κάπου κάπου έγλειφε τα ξεραμένα του χείλη. Ωστόσο, μονάχα μία φορά χαμογέλασε σαρδόνια.
«Σύντομα το γέλιο των Εβραίων θα σωπάσει για πάντα» ύψωσε τα χέρια του απότομα στον αέρα σε σχήμα γροθιάς, μα σύντομα την χαλάρωσε.
Ο Μουσολίνι συνοφρυώθηκε καθώς οι εκρήξεις θυμού του Χίτλερ τον τρόμαζαν.Όλη αυτήν την ώρα, ο Στρατηγός Γιόντλ λαγοκοιμόταν, ο Κάϊτελ ήθελε να αποκοιμηθεί και εκείνος, μα δυστυχώς βρισκόταν απέναντι από τον Αδόλφο, ενώ ο Ντούτσε για ακόμη μία φορά ένιωσε ως ο κατώτερος εταίρος, πράγμα που το σιχαινόταν. Τον νευρίαζε που όλες οι διαταγές προέρχονταν πάντα από το Βερολίνο. Ο Χίτλερ στην ουσία είχε κουραστεί από τον πόλεμο και είχε αρχίσει να τον φοβάται, μολαταύτα δεν μπορούσε πια να τον ελέγξει και έπρεπε να τον τελειώσει όποιο και αν ήταν το τίμημα. Ακόμη και μεγάλο.
Πράγματι το τίμημα αυτό έπεφτε βαρύ σε όλων τους ώμους. Με την οικογένεια του Άλεξ να βρίσκεται στη Μόσχα, πατέρας και γιος βρέθηκαν στο Βορονέζ, στον οικισμό για την ακρίβεια που βρισκόταν κοντά του, μιας και ο εχθρός ετοιμαζόταν να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Ακόμη ο Άλεξ θυμόταν το χαρτί της επιστράτευσης. Πλέον, κανένας νέος άνδρας δεν είχε μείνει στο χωριό. Για λίγο εισήλθαν στο σπίτι τους. Ξαφνικά έμοιαζε άδειο, άψυχο και η εγκατάλειψή του πονούσε. Ο Ιωσήφ και ο Άλεξ έπλαθαν εικόνες από τα παλιά, σε κάθε του μικρή ή μεγάλη γωνιά. Οι λευκές κουρτίνες στα παράθυρα έστεκαν ακίνητες, κρύβοντας τις ανοιξιάτικες, απογευματινές ηλιαχτίδες. Το βλέμμα και των δύο στάθηκε στο τραπέζι. Εδώ, ολόκληρη η οικογένεια είχε μαζευτεί γελώντας, ή οι φίλες των κοριτσιών ή ο Άλεξ με τους δικούς του φίλους.
Το κυανό βλέμμα του νεαρού ταξίδεψε μακριά, στον λόφο πίσω από το χωριό και έπειτα πιο κοντά στον μοναδικό, φαρδύ του δρόμο και στις γύρω καλύβες με τις πολύχρωμες και ζωηρές αυλές τους. Εδώ είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Εδώ σε αυτά τα φτωχικά κτίσματα με τα γλυκά τους χωραφάκια.Από την άλλη ο Ιωσήφ επιθυμούσε μία ζωή γεμάτη φως. Δεν ήταν βέβαιος για το αν η τυχαία του γνωριμία με τον Στάλιν, θεωρούνταν τελικά τύχη ή ατυχία. Ίσως βέβαια χάρη σε αυτήν, ο γιος του να ήταν ζωντανός.
«Ήθελα να έχετε μία όμορφη ζωή όλοι σας. Έκανα μικρός οικογένεια, όμως λάτρεψα την ιδέα και την αίσθησή της. Είμαι κάθε μέρα ευγνώμων γι' αυτό. Σας αγαπώ και ορισμένες φορές καταριέμαι τον εαυτό μου που αντί να με βλέπεις σαν πατέρα, με ζεις σαν έναν στρατιώτη» ξεφύσησε και τον κοίταξε. Ο Άλεξ δεν έπαψε λεπτό να τον κοιτάζει στα μάτια «Θεέ μου, αυτό που θα πω, δεν ξέρω, θα ακουστεί περίεργο, μα ακόμη και αν είσαι είκοσι πέντε, ακόμη και αν στο ύψος κοντεύεις να με ξεπεράσεις, μόλις σε κοιτάξω λιώνω. Σε αγαπώ τόσο πολύ, που σιχαίνομαι να σε βλέπω να πολεμάς και μισώ όταν στεναχωριέσαι. Ξέρω πως τελευταία δεν είσαι καλά και νομίζω πως γνωρίζω και τον λόγο. Είσαι ένα καλόψυχο παιδί, έτσι σε μεγάλωσα και είμαι περήφανος για εσένα»
Ο Αλεξ κρύφτηκε ξανά στη αγκαλιά του. Ο πατέρας του ήταν πολλά πράγματα για εκείνον. Ήταν στήριγμα και ίσως ο καλύτερός του φίλος.
«Παραλίγο να στοιχίσει όλο αυτό τη ζωή του Σεργκέι. Δεν μπορώ να τον σκοτώσω. Απλά δεν γίνεται» ψιθύρισε εννοώντας τον Όττο.
«Άσε τότε τα γεγονότα να σε οδηγήσουν. Εδώ που φτάσαμε, έχουμε καταπατήσει κάθε ίχνος ανθρωπιάς. Ό,τι και να γίνει, αν είναι η ζωή μας να τελειώσει, τότε ας συμβεί με τις δικές μας προδιαγραφές» του χάιδεψε εκ νέου τα μαλλιά.
Το σπίτι τους, τους αγκάλιαζε σφιχτά σαν να ήξερε πως από στιγμή σε στιγμή θα τους έχανε. Το καθετί εκεί μέσα τους συγκινούσε βαθιά. Η σιφονιέρα η καλυμμένη με ένα πλεχτό πετσετάκι, δημιούργημα της Ούλια, οι παλιές του μπότες που είχε μπαλώσει άπειρες φορές, το εκκρεμές πάνω από το φαρδύ κρεβάτι και οι φωτογραφίες της οικογένειάς του, όλα εκεί, ανέγγιχτα. Τα περισσότερα πράγματα ευτυχώς τα είχαν πάρει. Ψάχνοντας, ο Ιωσήφ βρήκε ένα μικρό, ξεθωριασμένο, γαλάζιο παντελονάκι.
«Χωρούσα κάποτε σε αυτό;» χαμογέλασε ο Άλεξ.
«Το προτιμούσα. Σε έβαζα στην αγκαλιά μου και όλα ήταν εντάξει, ήσουν ασφαλής» ξαφνικά δάκρυσε.
«Ει, μπαμπά. Είμαι εδώ και είμαι εντάξει. Θα προσέχω, όμως έχουμε μπροστά μας την υποχρέωση της προστασίας του τόπου μας. Θα τα καταφέρουμε όμως» τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη καθώς λίγο αργότερα είδαν τον Ντίμα να εισέρχεται.
Ο Ιωσήφ του χαμογέλασε. Ο Άλεξ συχνά τον πείραζε, λέγοντάς του πως είναι πολύτεκνος, με πολλούς γιους και κόρες. Ο Ντίμα ας πούμε, ήταν σαν δεύτερος γιος, ενώ αγαπούσε εξίσου και τον νεαρό Αμερικάνο, τον Τόμας, παρά το γεγονός πως οι σκανταλιές του τον στοίχειωναν μέχρι σήμερα.
«Θείε σε βλέπω συγκινημένο» τον σκούντησε ο Ντίμα «Ετοιμαζόμαστε για μεγάλη μάχη και αυτή τη φορά, για το Βορονέζ. Απίστευτο μου φαίνεται. Αν πάθουν κάτι οι γείτονες;»
«Τους έχω ειδοποιήσει όλους σχεδόν να εγκαταλείψουν τον οικισμό» ακούστηκε μία φωνή έξω από την καλύβα. Ήταν με βεβαιότητα του Γκαμπριέλ.
«Μην στέκεσαι εκεί έξω. Έλα» του φώναξε ο Άλεξ.
Άναψαν μία τσιμπλιασμένη λάμπα από κηροζίνη και κάθισαν στο μισοσκόταδο του δειλινού. Ο πόλεμος βρισκόταν ξανά προ των πυλών για μία αναμέτρηση άνευ προηγούμενου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro