Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ένα καλό Κομάντο/ part 3

Στη φωτό ο Όττο

Το βράδυ της άφιξής του, ήταν τρομερά κουρασμένος. Ακόμη δεν ήταν βέβαιος για τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριζόταν τη σχέση του με την Ντάρια. Αρχικά ετοιμάστηκε να κατευθυνθεί προς ένα διαφορετικό δωμάτιο, ωστόσο την είδε να τον πλησιάζει ελαφρώς αμήχανα και να στέκεται μπροστά του. Στα μάτια της καθρεπτιζόταν ένας δισταγμός. Δεν του άρεσε αυτό. Δίχως λέξεις, τα χέρια του αγκάλιασαν το πρόσωπό της και τα χείλη του ακούμπησαν το μέτωπό της τρυφερά.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι. Πώς είναι δυνατόν να είμαι βάρβαρος εκεί έξω και κάτι άλλο εδώ μέσα. Καταβάθος, ακόμη με φοβάσαι και είναι κατανοητό» πρόφερε.

«Δεν είναι έτσι...»

«Έτσι είναι. Διστάζεις να μου ζητήσεις αυτό που θέλεις και που το θέλω και εγώ. Θέλω να κοιμηθούμε μαζί απόψε και αύριο και κάθε μέρα...» ψιθύρισε κοιτώντας τη στολή του με τα φαρμακερά σήματα των Ες-Ες, να κείτεται στο πάτωμα. Σιωπηλοί εισήλθαν στο δωμάτιο της κοπέλας, κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.

Ημίγυμνος, ο Μπάλντερ κάθισε στο κρεβάτι βαριανασαίνοντας. Είχαν συμβεί πολλά εκεί έξω, καλά και κακά, αξιομνημόνευτα ή και όχι. Πλέον είχε στα χέρια του τα πράγματα του αδερφού του, μα κάθε φορά που τα έβλεπε, τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα, παραλύοντάς τον. Ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τους λυγμούς του και για ακόμη μία φορά, του είχε συμβεί το ίδιο, καθώς ψαχούλευε το στρατιωτικό του σακίδιο. Έχοντας την πλάτη του γυρισμένη, κάλυψε τα βουρκωμένα του μάτια.

«Το μωρό μου χάθηκε...» ψέλλιζε ξανά «Εγώ φταίω για όλα» συνέχιζε, όταν ένιωσε τα χέρια της να τυλίγονται γύρω από την γυμνή του πλάτη.

«Όλα μπορούν να αλλάξουν, αν αποφασίσεις να ελαφρύνεις επιτέλους την ψυχή σου και να την αποδεσμεύσεις από τη ναζιστική ιδεολογία. Μπάλντερ, κοίταξέ με λίγο» του είπε η κοπέλα και εκείνος στράφηκε εξ ολοκλήρου προς τη μεριά της «Πιστεύεις πως οι Ναζί έχουν δίκιο; Πως εγώ ως Πολωνή είμαι κατώτερη, η κόρη σου μία άρρωστη κοπέλα με εβραϊκό αίμα και πως σε όλους τους ανατολικούς λαούς, αξίζει να αφανιστούν; Αν το πιστεύεις πράγματι, είσαι επικίνδυνος και συνεργός σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας»

Πάγωσε. Για πρώτη του φορά σκέφτηκε σοβαρά πως πράγματι, ήταν συνεργός σε εγκλήματα. Διευκόλυνε ένα αρρωστημένο σύστημα, μία φονική μηχανή, να συνεχίζει το έργο της.

«Πρέπει να σου μιλήσω. Είναι όμως βράδυ και εσύ σίγουρα είσαι κουρασμένη»

«Δεν μας κυνηγά κανείς. Έχουμε μία αυλή πίσω και πλέον βρισκόμαστε στην άνοιξη. Υπάρχει πάντα και η λύση του να μείνουμε εδώ»

«Προτιμώ να βγω έξω» πρόφερε εκείνος και τελικά, όσο πιο αθόρυβα γινόταν, οι δυο τους βγήκαν έξω, με θέα τον νυχτερινό ουρανό και την αχνή λάμψη ενός μελαγχολικού μισοφέγγαρου «Είναι πολλά αυτά που σκέφτομαι τελευταία. Στη Σοβιετική Ένωση, έγιναν πολλά, είδα πολλά. Στα μετόπισθεν και όχι μόνο, επικρατεί το θέατρο του παραλόγου. Η SD, και τα Τάγματα Θανάτου, σφαγιάζουν κατά χιλιάδες τους Εβραίους, τους οποίους ξεγελούν αφισοκολλώντας διαταγές στις πόλεις και κατόπιν, αφού τους συγκεντρώσουν σε ένα σημείο, τους εκτελούν σε χαράδρες και ομαδικούς τάφους. Έχω τα στοιχεία, όχι πλέον στα χέρια μου. Έχω σκεφτεί όμως, να βρεθώ στο Βερολίνο και από όσο ξέρω, δεν είμαι ο μόνος. Ο φίλος του αδερφού μου, ο Όττο Σβάιγκερ, ήταν μαθητής μου στο ναζιστικό ίδρυμα, πριν τον πόλεμο. Μπορεί οι δυο μας να μην κάνουμε παρέα, ωστόσο γνωρίζω για εκείνον πολλά περισσότερα από όσα πιστεύει. Ξέρω τι πρεσβεύει, ο Στάινερ τον λάτρευε. Ξέρω πως οι δυο τους αναγκάστηκαν να φτάσουν ένα βήμα πριν την ομαδική εκτέλεση και πως ο Στάινερ, ως ήρωας ανθρωπιάς, εκτέλεσε τους Ες-Ες. Από εκείνη τη στιγμή, υπάρχει ένα κενό γνώσης μου, σχετικά με την τύχη του Όττο, μα από τα λεγόμενα ενός Ρώσου, κατάλαβα πως βρέθηκαν μαζί, κάπου στη στέπα και πως έγιναν φίλοι. Αν έχεις οξυδέρκεια, αντιλαμβάνεσαι την αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων. Ο Ρώσος όταν μίλησε για εκείνον, είχε ένα βλέμμα τελείως διαφορετικό, ενώ ο Όττο στο πεδίο της μάχης και με τις σφαίρες να πέφτουν βροχή γύρω του, πάγωσε, μόλις είδε αυτόν τον κοκκινομάλλη Σοβιετικό. Ήθελα να τον συμβουλέψω να προσέχει και να μην τραβά τη προσοχή. Όσο για εμένα, γλίτωσα μία αντάρτισσα πιτσιρίκα από βιασμό και...έπαιξα σε ένα νεογέννητο φυσαρμόνικα...Πριν από αυτό, βρέθηκα μία ανάσα μακριά από την μαζική δολοφονία Εβραίων στο Μπάμπι Γιαρ, στο Κίεβο. Η συγκεκριμένη μονάδα Ταγμάτων Θανάτου εκτέλεσε περίπου τριάντα τρεις χιλιάδες ανθρώπους. Δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτό. Εγώ όμως, συντάσσω τις αναφορές αυτές για να γλιτώσω τη συμμετοχή»

Η Ντάρια τον άκουγε συγκλονισμένη. Έπρεπε ωστόσο να τον πιέσει και άλλο. Έβλεπε μπροστά της εκείνον τον έφηβο που πάγωσε στον χρόνο, έπειτα από το περιστατικό με την Χάνι. Ο ναζισμός για χρόνια τον είχε απομονώσει από τον κόσμο, χτίζοντάς του μία ιδεολογική φυλακή μοναξιάς, που κανέναν άλλο δεν χωρούσε.

«Άγγελέ μου...» ψέλλισε εκείνη χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά.

«Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να παίξω φυσαρμόνικα; Κάποτε, όταν δεν προσπαθούσα να εντυπωσιάσω έτσι αυτήν την φθονερή γυναίκα, ανέβαινα στη σκεπή ενός εγκαταλελειμμένου αρχοντικού, ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου το πατρικό και έπαιζα. Τα καλοκαίρια, μαζεύονταν τα γειτονόπουλα, Γερμανοί, Εβραίοι, τότε δεν είχε σημασία και τραγουδούσαν συνοδεύοντας εμένα. Μετά από εκείνο το περιστατικό, έπαψα να με αναγνωρίζω. Έπαθα κρίση ανασφάλειας, θύμωνα με τον μικρό που αγαπούσε την Εβραία υπηρέτριά μας, ενώ είχα πιαστεί από εκείνον τον θαυμασμό του πατέρα μου, εξαιτίας των ικανοτήτων μου στο μποξ, όπως και εκείνος. Προσπάθησα να ανοικοδομήσω το τσαλαπατημένο μου εγώ, μέσω της ναζιστικής ιδεολογίας και υπεροχής. Αν δεν έβρισκα την Έστερ, δεν θα άλλαζα ποτέ. Είναι εύκολο να παρασυρθείς, αρχικά δίχως να παρατηρείς τις αλλαγές που συντελούνται επάνω σου και μέσα σου. Στην πορεία όμως, όταν θα κοιταχτείς ξανά στον καθρέπτη, θα είναι αδύνατον να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου»

«Χαίρομαι που σώθηκες. Μπορεί να μην το συνειδητοποιούσες, μα δεν αντέδρασες ρατσιστικά σε κάτι που επιθυμούσε η καρδιά σου. Σου άρεσα από την αρχή και με διεκδίκησες και ας ήμουν Πολωνή. Με προστάτευσες και σε πυροβόλησαν. Έχεις ελπίδες. Μην τις πετάξεις. Όσο για τον Όττο, στήριξέ τον. Έχουν διαρρεύσει ορισμένα θετικά για εκείνον, ανάμεσα στους δικούς μου κύκλους όμως» πρόφερε εκείνη κοιτώντας τον πονηρά.

«Κατάλαβα. Γκρέμισε μία και καλή την εικόνα των σκληρών και ατσάλινων στρατιωτών» χαμογέλασε.

«Ενώ εσύ; Παλεύεις να την διατηρήσεις;» τον σκούντησε.

«Με εσένα; Ούτε λεπτό» απάντησε εκείνος αφήνοντας τον εαυτό του ελεύθερο να καταρρεύσει στο μαλακό στρώμα και προσκαλώντας την να πάρει τον έλεγχο του κορμιού του.

Τα σκούρα κυανά του μάτια φουρτούνιασαν στο λεπτό. Τα ακροδάχτυλά του σάρωσαν τη ζεστή της επιδερμίδα, με τα ρούχα της να αφαιρούνται σταδιακά. Στο ημίφως, μονάχα το βλέμμα του ξεχώριζε, λάμποντας σαν του αρπακτικού. Ο Μπάλντερ ήταν άνδρας. Είχε ξεφύγει από την νεανική ομορφιά του Όττο και είχε πλέον ενταχθεί σε εκείνη την εντυπωσιακή γοητεία του νεαρού τριαντάρη. Τα χαρακτηριστικά του είχαν ωριμάσει υπέροχα και οι χρωματικές αντιθέσεις του τόνιζαν όλα του τα δυνατά σημεία. Μεθυσμένοι και οι δύο, δεν αντιστάθηκαν στην σωματική και ψυχική ανάγκη της ένωσής τους. Εκείνη η φορά ήταν αλλιώτικη. Είχε την ένταση μίας κάθαρσης παράξενης, σαν να είχε γυρίσει εκείνος σελίδα, ή σαν να είχε πάρει επιτέλους την απόφαση να γυρίσει. Εικόνες από ουρλιαχτά παιδιών και γυναικών όμως, λίγο πριν τον θάνατό τους, πάλευαν να αναδυθούν, σαν τους πληγωμένους που σέρνονταν άδικα έξω από τους βρομερούς λάκκους του θανάτου τους.

Η ολοκλήρωση ήρθε, μα ήταν τρομακτική. Έδωσε μία σουβλιά στην καρδιά και στην συνείδησή του. Δεν μπορούσε να κάνει έρωτα, ενώ στην Ανατολή πέθαιναν κατά δεκάδες αθώοι. Το σκοτάδι του δωματίου έπαιρνε μορφή, χέρια άυλα τον άρπαζαν, χέρια που άλλοτε ικέτευαν και άλλοτε στέκονταν ως τιμωροί, έτοιμοι να του ξεσκίσουν τη σάρκα. Τα αθώα, γεμάτα παράπονο μάτια ενός πατέρα που πάλευε να εξηγήσει στο μικρό του γιο, τον λόγο που οι ένστολοι τους οδηγούσαν στη χαράδρα, τις θυσίες των μανάδων που αγκάλιαζαν τα σπλάχνα τους λίγο πριν το τέλος, τα γενναία νήπια που ξάπλωναν μπρούμυτα, πάνω από τους πεθαμένους, για να δεχτούν και εκείνα τη σφαίρα στο σβέρκο.

«Ντάρια, αύριο θα φύγω»της ανακοίνωσε ιδρωμένος, εξαιτίας της έντασης.

«Η αλήθεια δεν φαίνεσαι καλά» του ψιθύρισε εκείνη φιλώντας το γυμνό του στέρνο.

«Άκουσέ με, αφού ξυπνήσει το παιδί μου, θα φύγω και θα πάω στο Βερολίνο. Δεν μπορώ άλλο να μένω άπραγος. Στέλνω τις αναφορές σε ένα γραφείο. Ίσως πρέπει να το επισκεφθώ, να μάθω ό,τι μπορώ. Από τον Ιανουάριο υπάρχει μία εντολή, η Τελική Λύση. Δεν ξέρω τι θα ακολουθήσει, δεν έχω ιδέα, μα κάποτε φοβάμαι»

«Τώρα φοβάμαι και εγώ» πετάχτηκε η Ντάρια.

«Είμαι μέσα στους κύκλους, μην ανησυχείς. Θέλω απλώς να γνωρίζω όσα περισσότερα γίνεται. Από εκεί και πέρα βλέπουμε»

Ντύθηκαν και οι δυο αργά. Είχε σχεδόν ξημερώσει. Η Άνοιξη δεν είχε πλέον τη γλύκα την αλλοτινή, στάχτες, ουρλιαχτά, κλάματα, στοίχειωναν τις γλυκιές ανασεμιές της. Στη θέση της παπαρούνας, έρρεε άλικο το αίμα, στολίζοντας αλλόκοτα τα λιβάδια, όπου δεν έτρεχαν πλέον παιδιά. Το χαμόγελο κάποτε, τύχαινε να ξεγλιστρήσει πριν το καταπιούν ξανά οι πολεμικές ιαχές. Έξω ακριβώς από το δωμάτιο, βρήκαν την Έστερ να κοιμάται ακουμπισμένη στον τοίχο. Ο Μπάλντερ γονάτισε και τη σκούντησε απαλά. Η κοπέλα τον αγκάλιασε σφιχτά. Πλέον είχε περάσει το κατώφλι της εφηβείας και ο Μπάλντερ φούσκωνε από περηφάνια παρατηρώντας την ομορφιά της και την μεταξύ τους ομοιότητα.

«Σε αγαπώ» της είπε κοιτώντας την στα μάτια.

«Μπαμπά, θα είμαστε ποτέ μας ευτυχισμένοι;» τον ρώτησε με μάτια βουρκωμένα.

«Νομίζω, πως στην ζωή μας δεν υπάρχει απόλυτη ευτυχία, μήτε απόλυτη δυστυχία. Υπάρχουν πράγματα που πάντοτε θα μας αποσπούν την προσοχή από αυτές τις δύο ακραίες πραγματικότητες. Εμείς οι άνθρωποι, είμαστε μάλλον φτιαγμένοι για να ζούμε στο ενδιάμεσο και ίσως τελικά αυτό να είναι και η ισορροπία. Υπόσχομαι να προσπαθήσω να ξεγυμνώσω το πρόσωπο του ναζισμού. Στην παρούσα φάση είναι εύκολο. Θα καθόμουν και άλλο εδώ, ξέρεις πόσο μου λείπεις, μα αισθάνομαι πως αν δεν κάνω κάτι, θα οδηγηθώ στην τρέλα»

Η Έστερ τον κοίταξε τώρα πια διαφορετικά. Αυτός ήταν πράγματι ο πατέρας που θα ήθελε. Όχι ο ανθρωποκτόνος φονιάς.

«Τότε να φύγεις. Όσο και αν μου λείψεις, θα ξέρω πως ο πατέρας μου υπήρξε ίσως ήρωας»

Ο Μπάλντερ ξαφνιάστηκε.

«Όχι, μη με αποκαλείς έτσι. Ο θείος σου ήταν ήρωας και μόνο σε εκείνον αξίζει ο τίτλος. Έβαλε τον άνθρωπο και την αξία του πάνω από τον εαυτό του, πάνω από τη ζωή του, για να του δώσει το δικαίωμα να επιστρέφει κάποτε στο σπίτι του, σε πρόσωπα φιλικά, να θυμάται, να γελά ξανά, να ερωτεύεται και να μην χαθεί μέσα στις λάσπες, χωρίς όνομα, χωρίς καμία αξία»

Τα τελευταία του λόγια της έμειναν. Ο άνθρωπος δεν έπρεπε να χαθεί. Κάθε ένας είχε ένα όνομα, μία ταυτότητα, μία διαφορετικότητα. Όλα αυτά γέμιζαν τον κόσμο, όλα αυτά του έδιναν αξία, όλα αυτά ετοιμάζονταν να γίνουν στάχτη, που σαν θεριό θα σκορπιζόταν στον άνεμο, χορεύοντας ανάμεσα από τους γκρίζους καπνούς της μπόχας των κρεματόριων. Κάτι άλλαζε. Μικρό, μα τα θεμέλια για να ήταν γερά δεν ήθελαν βιάση. Ο χρόνος κυλούσε αντίστροφα.


Με μία μικρή αναμονή θα σας αφήσω καθώς γυρνάμε σελίδα αργά με κατεύθυνση μία πόλη στον Βόλγα. Το Στάλινγκραντ έμεινε στα σίγουρα στην ιστορία, οι ήρωές μας παίρνουν τις αποφάσεις τους για να τους δούμε σε μία κορύφωση.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro