Ένα καλό Κομάντο/ part 2
Στον ίδιο χώρο με τον παλαιό του συμμαθητή, τα πράγματα για τον Χανς έμοιαζαν περίπλοκα και πιεστικά. Ο Βίγκμπερτ δεν θα τον άφηνε για πολύ στην ησυχία του, μήτε στα καθήκοντα του δήθεν γιατρού. Ανάμεσά τους περιέργως, υπήρχε ο ρόλος του Γουίλεμ ο αμφιλεγόμενος. Θέλοντας να τον φέρει ένα βήμα πιο κοντά στον θάνατο, ο Βίγκμπερτ, τον διέταξε να εργαστεί σε μία ομάδα, της οποίας η δουλειά ήταν να θάβει τα πτώματα που είχαν πεθάνει έπειτα από την έκθεσή τους στο δηλητηριώδες αέριο Zyklon B, στα δύο Καταφύγια, δηλαδή στο Μικρό Κόκκινο και στο Μικρό Λευκό Σπίτι. Το μόνο εύκολο τελικά, ήταν να σκοτώσεις κάποιον με αέριο. Αρκούσε να σφραγίσεις τα παράθυρα και τις πόρτες και να αφήσεις στο εσωτερικό το δηλητήριο.
Οι Ες-Ες, έβγαζαν τα πτώματα έξω στις τρύπες, όπου δούλευε ο Χανς. Έριχνε αρχικά κονιορτοποιημένο ασβέστη και από πάνω χώμα, ίσα ίσα για να μην φαίνονται. Η αίσθηση της διαρκής παρουσίας του θανάτου, από ένα σημείο και μετά, γινόταν κομμάτι της καθημερινότητας. Αυτά τα γυμνά, σκελετωμένα, πληγιασμένα κορμιά, άρχισαν να μην απασχολούν το μυαλό του νεαρού, πέραν της ακατανίκητης επιθυμίας να μη βρεθεί στη θέση τους. Έπρεπε να επιβιώσει. Η δική του ιστορία δεν θα είχε αυτό το τέλος, δεν έπρεπε. Όσο όμως πλησίαζαν οι καλοκαιρινοί μήνες, τόσο πιο εφιαλτικό και απόκοσμο θα γινόταν το θέαμα, με τα πτώματα να αποσυντίθενται ταχύτατα και να ξεπροβάλουν μέσα από τους επιφανειακούς λάκκους, γεμίζοντας τον τόπο με αίμα και με σαπίλα. Τότε, θα έπρεπε να τα τραβάνε με τα ίδια τους τα χέρια, με αποτέλεσμα άλλοτε να έπιαναν ένα κρανίο, ή ένα χέρι μόνο. Η μυρωδιά θα ήταν ανυπόφορη.
Ο Βίγκμπερτ ωστόσο, προχωρούσε ανάμεσα στους εργάτες, σαν βαρόνος. Συνήθως επέβλεπε το Άουσβιτς και μερικά ακόμη στρατόπεδα, ενώ υπήρχαν και μήνες που επέστρεφε στο Βερολίνο για να δώσει αναφορά. Όπου και αν βρισκόταν όμως, πάντοτε προκαλούσε πόνο. Όταν ένα πρωινό, ο Χανς και εκείνος αντάμωσαν, ο νεαρός Εβραίος σαν κοίταξε τα παγερά του μάτια, ήταν λες και ζωντάνεψαν μέσα τους όλες οι φρικαλεότητες στις οποίες είχε συμμετάσχει. Ουρλιαχτά θυμάτων, αίμα βρωμερό και πηχτό, πανικός. Όλα αυτά υπήρχαν ζωγραφισμένα στους κυανούς πυθμένες ενός δολοφόνου. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ του το άνοιγμα ενός θαλάμου αερίων και την εικόνα των ποδοπατημένων πτωμάτων. Οι γηραιότεροι, είχαν σπρωχτεί από τους νεότερους, ενώ κάποιες μανάδες πετούσαν τα παιδιά τους ψηλά, στην προσπάθεια να τα βοηθήσουν να αναπνεύσουν. Το χειρότερο όμως ήταν, πως κανέναν Ες-Ες δεν φάνηκε να αγγίζει ένα τέτοιο θέαμα. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, με μοναδική εξαίρεση τον Όσκαρ και αυτό εξαιτίας του ρατσισμού των υπολοίπων στην δήθεν ατέλεια των ματιών του, είχαν μπει στις θέσεις αυτές απολύτως συνειδητοποιημένοι.
«Παλαιέ μου συμμαθητή» άκουσε την ειρωνική χροιά του Βίγκμπερτ. Ο Χανς συνέχισε να τον κοιτάζει, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει την φρικτή ιστορία που αντικατοπτριζόταν στο βλέμμα του «Κοίταξε πού βρίσκεσαι, πώς κατάντησες» τον πλησίασε φτύνοντάς τον «Κάποια στιγμή, θα απολαύσω την εικόνα του να σε θάβω ζωντανό, εσένα και τον Σβάιγκερ» μούγκρισε.
«Ποτέ μου δεν κατάλαβα την εμμονή σου μαζί του» ακούστηκε η φωνή του Χανς.
«Είναι απλό. Κάποτε, πίστεψε πως ήταν καλύτερός μου. Στο σήμερα, είναι ένας προδότης και απλώς μένει να βρω στοιχεία εναντίον του. Γνωρίζω πως καταβάθος, είναι ενάντια στον Φύρερ μας, μα δεν έχω αποδείξεις και ο λόγος μου απέναντί του συγκεκριμένα, αμφιβάλω αν θα μετρήσει. Μην φοβάσαι όμως, δίπλα δίπλα θα σας θάψω» γρύλισε και κατόπιν μία γροθιά προσγειώθηκε στο πρόσωπο του Χανς πετώντας τον κάτω, ενώ με το πόδι του τον έσπρωξε σε έναν λάκκο με πτώματα «Κάνω πρόβες από τώρα. Σου ταιριάζει το περιβάλλον» χαμογέλασε και έφυγε, καθώς ήταν η μέρα επιστροφής του στην έπαυλή του και στην γυναίκα που ανυπομονούσε να παντρευτεί με την ενηλικίωσή της και παρά τη θέλησή της.
Η Μάργκοτ ζούσε μία Κόλαση, κλεισμένη εκεί μέσα, σε αυτήν την πολυτελή φυλακή, σκέτο κολαστήριο. Προσευχόταν μερόνυχτα να μην επιστρέψει ποτέ του Αυτός. Αυτός ο Σατανάς, αυτή η υποχθόνια ψυχή που άνετα μπορούσε να συγκριθεί με την τρέλα του μανιακού Χίμλερ. Ο Βίγκμπερτ όπως ήταν λογικό, δεν έκανε έρωτα. Δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό, δεν είχε αγαπήσει ποτέ και κανέναν και ας μην προερχόταν από οικογένεια ακραίων δολοφόνων. Υπάρχουν φορές, που οι ίδιοι οι άνθρωποι αποφασίζουν για τον δρόμο που θα ακολουθήσουν. Οι οικογένεια του Βίγκμπερτ ήταν στα σίγουρα πιστή στο Κόμμα, ωστόσο ο ίδιος, είχε πάει αυτήν την πίστη, ένα βήμα παρακάτω. Την είχε φτάσει στο σαδισμό, σε σημείο που ακόμη και οι δικοί του κάποτε, ένιωθαν ελαφρώς άβολα. Φυσικά ποτέ του δεν αποκάλυπτε πλήρως τις πράξεις ή τυχόν μελλοντικά του σχέδια. Ένα από τα σκοτεινά μυστικά του, ήταν και η σχέση του με την ανήλικη Μάργκοτ, την οποία κρατούσε με απειλές, ενώ του χρησίμευε και ως πηγή ευχαρίστησης. Γνωρίζοντας πολύ καλά την ανάγκη οι Ες-Ες να δημιουργούν οικογένεια και απογόνους, η Μάργκοτ, ήταν η κατάλληλη ευκαιρία. Τελευταία, ένιωθε αδιαθεσία έντονη και ζαλάδα, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που άδειαζε το ελάχιστο περιεχόμενο του στομαχιού της. Σαν έμαθε πως ο Βίγκμπερτ επέστρεψε, πανικός κατέκλυσε την ψυχή της. Όχι, δεν ήθελε να το περάσει πάλι. Δεν ήθελε να πονέσει, δεν ήθελε να μετατραπεί σε αυτό το άψυχο αντικείμενο ευχαρίστησης του σαδιστή.
Αρπάζοντας ένα βάζο, το πέταξε στο πάτωμα με φόρα και κατόπιν, στα χέρια της πήρε ένα κοφτερό του κομμάτι, φέρνοντάς το κοντά στις φλέβες της. Εδώ και ένα μήνα, είχε καταλάβει πως είχαν συντελεστεί αλλαγές στον οργανισμό της. Ήταν έγκυος. Αυτό το πλάσμα όμως, θα ήταν καταδικασμένο είτε να γίνει σαν τον πατέρα του, είτε να υποφέρει στην περίπτωση που κατέληγε το αντίθετο. Με χέρι τρεμάμενο, στάθηκε μπροστά στον καθρέπτη. Ήθελε ίσως να δει το κατακερματισμένο της είδωλο για μία τελευταία φορά, πριν την οριστική πτώση, πριν τη διάλυσή του. Το αιχμηρό κομμάτι ακούμπησε στο τρυφερό της δέρμα. Η πίεση ξεκίνησε, η πρώτη άλικη σταγόνα έκανε την εμφάνισή της. Πήρε μία βαθιά ανάσα και πίεσε. Όλα σκοτείνιασαν και ήταν βέβαιη πως επιτέλους, το γλυκό φιλί του θανάτου, θα την απάλλασσε από το μαρτύριο. Είχε κάνει λάθος όμως. Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρισκόταν και πάλι στο κρεβάτι με Αυτόν να την κοιτάζει γεμάτος μίσος και απέχθεια. Το χέρι του τύλιξε βίαια τον λαιμό της, κόβοντάς της σχεδόν το οξυγόνο. Είχε ειδοποιήσει γιατρό έγκαιρα, μόλις την βρήκε αναίσθητη.
«Είσαι μία διαστροφική πουτάνα!» της ούρλιαξε «Νόμιζες πως μπορούσες να με εκδικηθείς, σκοτώνοντας και το παιδί μου;» της φώναξε ξανά και εκείνη ξεκίνησε να βήχει.
«Σε...άσε με...» ψέλλισε.
«Μην ανησυχείς. Όσο κυοφορείς τον γιό μου, θα σε καλομεταχειρίζομαι. Τον θέλω ζωντανό, είναι δικός μου» γρύλισε.
«Πώς...πώς ξέρεις ότι είναι...»
«Γιος; Δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Είμαι βέβαιος, το νιώθω. Θα είναι αρσενικό αυτό το μωρό και θα μου μοιάζει κιόλας. Δεν θέλω να πάρει τίποτε από τη ράτσα σου, τίποτε από εσένα. Μόλις θα τον έχω στα χέρια μου, εσύ θα πας στο ανάθεμα. Μπορώ να βρω και άλλες να πηδάω, καλύτερες και πιο έμπειρες από ένα κορίτσι»
Τα λόγια του, τη χτυπούσαν σαν μαχαίρι. Σχεδόν έχανε το μυαλό της, βυθιζόταν στην παράνοια. Αυτός ο νεαρός που είχε ερωτευτεί κάποτε, ο όμορφος και τυπικά ευγενικός, έδειξε ευθύς τον τερατώδη του χαρακτήρα. Τόσους μήνες, ήλπιζε κάπου μέσα της, πως έστω και ένα ψήγμα συμπάθειας, θα μπορούσε να το είχε νιώσει για εκείνη. Έστω και για ένα αναθεματισμένο κλάσμα του δευτερολέπτου.
«Με αγάπησες ποτέ σου;» τον ρώτησε με τα υγρά της μάτια να κοιτάζουν κάτω «Υπήρξε έστω και μία καλή σκέψη για εμένα, μέσα σε αυτό το άρρωστο μυαλό;»
Η ερώτησή της, τον έπιασε απροετοίμαστο. Οποιαδήποτε αναφορά σε ανθρώπινα συναισθήματα, πάντοτε του προκαλούσε αμηχανία, γιατί πολύ απλά δεν την περίμενε, δεν ήταν καμωμένη για τον δικό του αρρωστημένο κόσμο.
«Όχι» ήρθε η ψυχρή απάντηση «Δε έχω αισθήματα για κανέναν, μόνο για εμένα» τελείωσε.
«Ούτε καν για το...παιδί σου;»
«Σαν θαυμάσιο εργαλείο; Σαφώς. Δεν χρειάζεται να εμπλέκονται τα συναισθήματα. Περιπλέκουν τα πράγματα δίχως κανέναν λόγο» έκανε μία παύση «Έχω στραγγαλίσει βρέφος με τα χέρια μου. Πιστεύεις ακόμη, πως διαθέτω καρδιά; Και αν ναι, ποια νομίζεις πως είσαι εσύ, για να την κάνεις να σκιρτήσει; Ένα τίποτε είσαι, όπως και η καρδιά μου» ολοκλήρωσε και μέσα στο σκιώδες δωμάτιο, είδε την ψιλόλιγνη σιλουέτα του να κατευθύνεται στην πόρτα «Θα σε παρακολουθώ. Αν διανοηθείς να κάνεις κάποια ηλίθια κίνηση, θέτοντας σε κίνδυνο τον γιο μου, σου υπόσχομαι μόλις γεννηθεί, να σε χώσω εγώ ο ίδιος ζωντανή στους φούρνους στο Άουσβιτς»
«Ποτέ δεν θα γίνει γιος σου!» βρήκε το θάρρος να τον απειλήσει.
«Αυτό, θα το δούμε!» έσφιξε τις γροθιές του και ανατρίχιασε η Κόλαση, μπροστά στο γεμάτο τρέλα, γυάλινο και άψυχο βλέμμα του.
Η πατρότητα κάποτε ή η μητρότητα, ήταν ένα θαύμα που δεν άξιζαν μερικοί άνθρωποι. Τρεις μήνες στο μέτωπο και με άριστες αναφορές προς το Βερολίνο, ο Μπάλντερ είχε πλέον άδεια για δύο εβδομάδες. Η Άνοιξη έμπαινε και πολλά ήταν τα μαθήματα και οι εικόνες που πλαισίωναν την ψυχή του. Ο νεαρός άνδρας είχε μέσα του τραύματα, τα οποία εξακολουθούσαν να τον δυσκολεύουν. Σαν τον Όττο, κάθε βήμα του προς την εμπιστοσύνη τον γέμιζε φόβο. Αν υπήρχε όμως μία σχέση που αποτελούσε το καταφύγιό του, αυτή ήταν η Έστερ. Γυρνώντας προς την Πολωνία, έμοιαζε πιο κουρασμένος από ποτέ. Τα χιλιάδες πτώματα Σοβιετικών, οι αναφορές του σχετικά με τα Τάγματα Θανάτου, οι παράνομες διαταγές που είχε εκδώσει η Βέρμαχτ εναντίον των αιχμαλώτων, μα και η απέχθεια του Στάλιν για το Διεθνές Δίκαιο, είχε μεταμορφώσει το Ανατολικό Μέτωπο σε αγώνα επιβίωσης του ισχυρότερου, δίχως τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αυτό που έμελλε να ακολουθήσει βέβαια, ήταν φρικτότερο.
Με τη στολή των Ες-Ες ακόμη, βάδιζε προς το φτωχικό παράπηγμα, στα σπλάχνα του οποίου μεγάλωνε η κόρη του. Στο διάβα του οι άνθρωποι ζάρωναν με φόβο ή μίσος, κάποτε και τα δύο. Κάπου κάπου, έβλεπε οικογένειες με τα παιδιά τους και σκεφτόταν, πόσο δύσκολο θα ήταν να αποκτήσει και εκείνος μία τέτοια ζωή. Αν μαθευόταν ποτέ πως η Έστερ είχε πατέρα, αξιωματικό των Ενόπλων Ες-Ες, η ζωή της θα καταδικαζόταν για πάντα, μαζί και της Ντάρια. Θα στιγματίζονταν από την κοινωνία και αργά ή γρήγορα θα έπεφταν νεκρές. Αυτός ήταν και ο λόγος που συνήθως τις επισκεπτόταν τα βράδια με την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Εκείνο το βράδυ, έβρεχε καταρρακτωδώς. Η αυλή είχε μετατραπεί σε έδαφος λασπώδες, τα φώτα του σπιτιού ήταν κλειστά. Για λίγο φοβήθηκε. Φοβήθηκε μήπως είχαν φύγει, μήπως τον είχαν εγκαταλείψει. Χτυπώντας την πόρτα απαλά, δεν πήρε καμία απάντηση. Χλόμιασε. Η καρδιά του ξεκίνησε να χτυπά, η υπομονή του ευθύς τελείωσε, το βλέμμα του σκλήρυνε και η γροθιά του έστειλε πιο δυνατό χτύπημα. Προς μεγάλη του ανακούφιση, υποχώρησε αμέσως και στο κατώφλι εμφανίστηκε η Ντάρια που τον κοιτούσε σαστισμένη. Είχε αδυνατίσει αρκετά από την τελευταία φορά.
«Θεέ μου» ψέλλισε μόλις τον είδε και λυγμοί της έκοψαν την ανάσα.
«Έλα εδώ» την πήρε μία σφιχτή αγκαλιά.
«Θεέ μου, Μπάλντερ. Δεν έχω καμία επικοινωνία μαζί σου, δεν ξέρω αν ζεις και απλά προσμένω σαν το φάντασμα να φανείς μία μέρα, σαν αυτή, στο κατώφλι μου. Όμως τίποτε δεν είναι σίγουρο και εγώ δεν αντέχω να ζω έτσι»
Τα χείλη του άφηναν ένα φιλί στο κεφάλι της καθώς έκλειναν την πόρτα.
«Να ξέρεις, πως όπου και να είμαι, θα παλεύω πάντα για να επιστρέψω εδώ. Είστε η μόνη οικογένεια που έχω, εσύ και η κόρη μου. Η μητέρα σου ξέρω πως...»
«Δεν ζει πια. Αρρώστησε βαριά. Απομείναμε οι δυο μας» του είπε, χωμένη πάντα σε εκείνη τη θέρμη που τόσο λαχταρούσε «Κράτα με. Δεν έχω άλλο στήριγμα πια»
«Ποτέ δεν θα σε αφήσω μωρό μου, αγάπη μου...Ποτέ....»
«Εκείνη κοιμάται» του είπε για την μικρή.
«Μην την ξυπνήσεις, μα θα ήθελα να τη δω, να την χαζέψω. Χρειάζομαι την εικόνα της για να μπορώ να με συγχωρώ κάθε φορά, για όλα όσα κάνω» ψέλλισε δίχως να δώσει επιπλέον λεπτομέρειες.
Με βήμα αργό, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της μικρής, η οποία πλέον είχε ψηλώσει. Γινόταν κοπέλα, έφηβη σιγά σιγά και εκείνος έχανε στιγμές, συμβουλές και στήριξη. Κάποια στιγμή όμως, θα βρισκόταν σε ένα σταυροδρόμι και θα έπρεπε να επιλέξει, τι ήταν τελικά πιο σημαντικό. Ο εθνικοσοσιαλισμός, τον είχε αρπάξει κάποτε από εκείνο το πηγάδι, στο οποίο είχε βρεθεί μετά τις πράξεις τις επονείδιστες της Χάνι. Η παράλογη βία και ο αντισημιτισμός έβγαζαν νόημα απόλυτο στον λαβύρινθο του μυαλού του. Το Ανατολικό Μέτωπο όμως, είχε αρχίσει αργά και χάραζε τον δρόμο προς κάποιες αποφάσεις. Παρά το γεγονός πως ουδέποτε είχε συζητήσει με τον Όττο αυτό το θέμα, ήξερε πως είχαν αναπτυχθεί σχέσεις σε κάποια στιγμή, ανάμεσα σε εκείνον και τον νεαρό Ρώσο που του μίλησε για τον αδερφό του. Αυτοί οι δύο έκρυβαν κάτι και αυτό το κάτι ήταν συγκλονιστικό. Είχαν σταθεί πάνω από κάθε προκατάληψη, είχαν κερδίσει ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου και είχαν φτάσει σε ένα επίπεδο σχέσης, που ούτε το πιο θανατηφόρο όπλο δεν μπορούσε να καταστρέψει. Ο Μπάλντερ δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες, μα ο Όττο επίσης δεν γνώριζε πως τον είχε δει στη μάχη να τα χάνει, μπροστά στη θέα του Άλεξ και κατόπιν να πυροβολείται, όντας πλήρως αποσυντονισμένος εξαιτίας αυτής της συνάντησης. Ίσως λοιπόν να κέρδιζε τελικά ο άνθρωπος και αυτό ο Μπάλντερ σύντομα θα το διαπίστωνε και ο ίδιος.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro