Ένα καλό Κομάντο/ part 1
Η μέρα εκείνη, έμελλε να είναι διαφορετική, καθώς για πρώτη φορά στο Άουσβιτς, θα έφταναν γυναίκες και συγκεκριμένα από τη Σλοβακία. Για τον Όσκαρ αυτή η είδηση αποτελούσε τραγωδία, σε συνάρτηση και με το χθεσινό περιστατικό ενός Κάπο, ο οποίος όρμησε σε έναν Εβραίο κρατούμενο, τον χτύπησε με το φτυάρι στο κεφάλι και κατόπιν, σπάζοντάς του τον λαιμό, άρπαξε τα δύο χρυσά δόντια του. Σήμερα η αλλαγή στο ίδρυμα, θα ήταν η άφιξη των γυναικών. Τις είδε να κατεβαίνουν από το τραίνο, συνοδευόμενες από δύο άνδρες. Δίπλα του ακριβώς, ο Βίγκμπερτ επιτηρούσε, μαζί με τον Γουίλεμ και τον Xανς Φρανκ. Ο Όσκαρ τους αποκαλούσε συχνά, το Σατανικό Τρίγωνο. Είδε τον Βίγκμπερτ να πλησιάζει και να ρωτά κάτι τους άνδρες, οι οποίοι στη θέα του άρχισαν να τραυλίζουν. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να πέσουν νεκροί με μία σφαίρα στο κεφάλι. Οι γυναίκες γύρω τους ξεκίνησαν να κλαίνε, μα εμφανέστατα, ήταν ένα θέαμα που κανέναν δεν συγκινούσε.
Από τα βαγόνια τις κατέβαζαν κυριολεκτικά με κλοτσιές. Βάδισαν μέχρι το κεντρικό στρατόπεδο του Άουσβιτς, προσπερνώντας την Πύλη με εκείνο το ισοπεδωτικό μήνυμα. Οι περισσότερες, ανάμεσά τους και η Σύλβια, πίστεψαν πως είχαν έρθει για να δουλέψουν. Η επόμενη διαταγή, ήταν να γδυθούν και αυτή η κίνηση της έκθεσης του σώματός τους στα αδηφάγα μάτια των Ναζί, ήταν το πρώτο ταπεινωτικό χαστούκι. Κατόπιν, διατάχθηκαν να παραδώσουν ό,τι πολύτιμο είχαν επάνω τους, από ρούχα ή κοσμήματα. Ο Βίγκμπερτ τις κοιτούσε αηδιασμένος. Δεν θα άγγιζε ποτέ του μία τέτοια γυναίκα, παρά μονάχα για να την βασανίσει. Η χαρά του ήταν τεράστια βλέποντας τους κουρείς να τις ξυρίζουν, αφαιρώντας τους κάθε θηλυκό χαρακτηριστικό, ενώ διέταξε έναν γιατρό να ξεκινήσει να τις εξετάζει. Ο συγκεκριμένος ωστόσο Ναζί γιατρός, είχε την απορία για το αν αυτές οι Εβραίες-Σλοβάκες ήταν παρθένες και φυσικά για το αν ήταν καθαρές. Αυτό που ακολούθησε ήταν φρικτό. Οι περισσότερες από τις κοπέλες, εκείνη την ημέρα ξεπαρθενεύτηκαν, καθώς αυτός ο άνδρας που τις εξέταζε, χρησιμοποιούσε τα δάχτυλά του βίαια. Ήταν μία σαδιστική τιμωρία, στερώντας τους την πρώτη φορά ενός αληθινού έρωτα. Ο Όσκαρ ήταν απόλυτα ενημερωμένος, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Αυτό που θα ακολουθούσε μελλοντικά, θα ήταν ακόμη χειρότερο για τα κορίτσια του γυναικείου Μπλοκ 10. Σύντομα επίσης, θα ξεκινούσαν οι διαλογές των κρατουμένων και η θανάτωση η άμεση των άχρηστων. Τα δύο φρικτά μέρη, το Μικρό Κόκκινο Σπίτι και το Μικρό Άσπρο Σπίτι, όπως ήταν η κωδική ονομασία, θα υποδέχονταν στους θαλάμους τους τουλάχιστον, χίλια διακόσα άτομα την κάθε φορά, πνίγοντάς τα με το θανατηφόρο αέριο Zyklon B.
Ο Χανς από την άλλη, περίμενε με ακόμη δύο κρατούμενους, όταν ρωτήθηκαν από έναν Ες-Ες, αν ήταν γιατροί. Με την καρδιά του να βροντοχτυπά, απάντησε θετικά. Αν αυτό το σιχαμένο σκουλήκι είχε πάρει την απόφαση να τον βοηθήσει, τότε ο ίδιος δεν υπήρχε λόγος να κλοτσήσει την τύχη του. Ο Ες-Ες τους στραβοκοίταξε, ωστόσο τους έκανε σήμα να τον ακολουθήσουν. Πέρασαν από όλα τα κτήρια και έφτασαν στο Μπλοκ 28. Ήταν ένας μακρύς, τσιμεντένιος διάδρομος με ασβεστωμένους τοίχους και πόρτες και στις δύο πλευρές. Στις πόρτες υπήρχαν πινακίδες που αφορούσαν τα εξωτερικά γραφεία, το χειρουργείο ή το ακτινολογικό. Στα μισά του διαδρόμου υπήρχε μία τσιμεντένια σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Ένας άνδρας με λευκή στολή τους πλησίασε και τους οδήγησε στο τέλος του διαδρόμου, σε μία αίθουσα που έγραφε Εισαγωγές. Ήταν ένα μεγάλο, ελαφρώς απόκοσμο δωμάτιο, σαν θάλαμος, που από τη μία μεριά είχε κουκέτες και από την άλλη, δύο πάγκους, μία ζυγαριά και ένα τραπέζι με έγγραφα και βιβλία. Εδώ καταχωρούνταν όποιος έμπαινε στο νοσοκομείο, είτε ως προσωπικό, είτε ως ασθενής. Ένας χοντρός Γερμανός τους υποδέχτηκε, βάζοντάς τους τις φωνές πως ήταν βρώμικοι και κατόπιν τους διέταξε να γδυθούν και να ξαπλώσουν γυμνοί στις κουκέτες με το άχυρο.
Τον Χανς τον τσιμπούσαν παντού τα άχυρα. Το συγκεκριμένο Μπλοκ ήταν προς την μεριά του φράχτη και είχε πάντα φως. Ένιωσε στα ξαφνικά φόβο, παρόλο που το συγκεκριμένο στρατόπεδο, σε σχέση με το Μπίρκεναου, ήταν Παράδεισος. Η μοναξιά τον τύλιξε επικίνδυνα, καθώς και η αίσθηση πως στην ουσία δεν είχε από πουθενά να πιαστεί. Ακόμη και οι Πολωνοί κρατούμενοι ή άλλων εθνικοτήτων, ήταν σε κάπως καλύτερη μοίρα από τους Εβραίους, οι οποίοι θεωρούνταν ως ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Στη σκέψη αυτή, ένιωσε τα δάκρυά του να κυλούν, από μία ψυχή που τον είχε προδώσει εκδηλώνοντας την αδυναμία της. Η κούραση ωστόσο, δεν του άφησε πολλά περιθώρια. Ο ύπνος τον τύλιξε και αυτή η διακοπή και απομάκρυνση από την πραγματικότητα, φάνταζε Παράδεισος. Ήταν μάλλον η ώρα της προσωπικής του ευτυχίας, που η ψυχή εγκατέλειπε τον κόσμο, έκοβε το συρματόπλεγμα και ελεύθερη ξεχυνόταν στον ορίζοντα και συναντούσε αγαπημένα πρόσωπα. Στον ονειρικό κόσμο, αν οι εφιάλτες δεν είχαν κάνει κατάληψη, τη διαχείριση την είχες προσωπικά εσύ και κανείς άλλος.
Το πρωινό κουδούνι, τίναξε τον Χανς στον αέρα. Από το κρεβάτι του, μπορούσε να παρακολουθήσει τους πρώτους ασθενείς να εισέρχονται, να γδύνονται, να κάνουν ένα κουβάρι τα ρούχα τους με τον αριθμό πάντα να φαίνεται και να σημειώνεται έπειτα στο στήθος τους και κατόπιν να πηγαίνουν στα ντους για να επιστρέψουν για εξέταση. Φυσικά ο υπεύθυνος γιατρός έφτασε στις δέκα και εκείνοι ακόμη περίμεναν, δίχως κανείς να τους δίνει σημασία. Στις εννέα και μισή, παρατάχτηκε και ο Χανς. Ήταν ένας περίεργος τρόπος να συστηθεί σε μισή ώρα στο αφεντικό του μπροστά, ολόγυμνος.
΄΄Καλύτερα ίσως από το να φοράς τα κουρέλια΄΄ σκέφτηκε
«Υποψήφιοι γιατροί, παραταχτείτε!» άκουσε τη φωνή του υπεύθυνου με πρώτους ασθενείς φυσικά τους Γερμανούς κρατούμενους και τελευταίους τους Εβραίους.
Ο Χανς τους παρακολουθούσε. Προσπαθούσε να μιμηθεί τους διπλανούς του και επίσης να δώσει ιδιαίτερη βάση στους Εβραίους, οι οποίοι βρίσκονταν στη χειρότερη κατάσταση εξαιτίας της σκληρής εργασίας. Όλη τη μέρα φρόντιζαν κρατούμενους, ρίχνοντας κλεφτές ματιές και απλώς διαβάζοντας την καρτέλα τους, άντε εξετάζοντάς τους γρήγορα και βγάζοντας το πόρισμα είτε να εισαχθούν είτε να ξεκουραστούν στο Μπλοκ τους. Η δουλειά για τον Χανς φάνηκε εύκολη. Αν περνούσε έτσι την υπόλοιπη διαμονή του εκεί, ίσως και να είχε πολλές πιθανότητες να τη βγάλει καθαρή. Έξω ακριβώς από τις Εισαγωγές, ο Χανς πρόσεξε νοσοκόμους να ψάχνουν τα ρούχα των ασθενών για παν ενδεχόμενο και να τον διατάζουν, εκείνον και έναν Πολωνό να τα πάνε για απολύμανση. Καθώς τα σήκωναν για να κατευθυνθούν εκεί σιωπηλοί, ο νεαρός πρόσεξε τον Όσκαρ να πλησιάζει σοβαρός.
«Κρατούμενε, άσε λίγο αυτό και ακολούθησέ με» τον πρόσταξε και ο Χανς υπάκουσε. Μόλις για δευτερόλεπτα κρύφτηκαν πίσω από μερικά οικοδομικά υλικά, η έκφραση του προσώπου του Όσκαρ άλλαξε «Δεν είμαι εχθρός σου. Ξέρω πως η θέση μου είναι από τις χειρότερες»
«Τότε γιατί την πήρες;» τον ρώτησε ο Χανς.
«Δεν είχα ιδέα πως θα στελνόμουν εδώ. Ήθελα να βρεθώ στο μέτωπο και να πολεμήσω, μα τελικά βρέθηκα εγκλωβισμένος εδώ μέσα γιατί πολύ απλά, δεν μου επιτρέπουν να φύγω. Ο...Βίγκμπερτ με εμποδίζει κάθε φορά που το ζητώ και εδώ που τα λέμε, το ίδιο κάνουν και οι κρατούμενοι. Με έχουν βρει καλό και παίρνουν κουράγιο από τον ελάχιστο χρόνο μαζί μου, έχοντάς με επιτηρητή. Τελοσπάντων, αυτό σου ανήκει» τραύλισε και τα μάτια του Χανς καρφώθηκαν επάνω του.
Με ενδοιασμό πήρε τη φωτογραφία και την κοίταξε. Όλοι του οι φίλοι χαμογελούσαν πλέον λυπημένα. Όλα τα χαμόγελα είχαν περάσει στη λήθη της ανύπαρκτης χαράς. Στην θέση του Λούκα, σκέφτηκε τον Όττο. Πού να ήταν; Θα αντάμωναν ποτέ; Θα μπορούσαν να είναι κάποτε φίλοι; Οι ρόλοι θα αντιστρέφονταν. Πλέον θα ήταν εκείνος το τέρας, ο ναζί που ο κόσμος θα πετροβολούσε. Πάλι μία τέτοια σχέση θα ήταν απαγορευμένη. Όμως όχι. Ο κόσμος θα μάθαινε. Ο Όττο δεν ήταν δολοφόνος σαν τους άλλους. Έπρεπε να το μάθουν όλοι αυτό. Μετά τον πόλεμο, οι δυο τους θα ήταν επιτέλους φίλοι σε όποια ζωή τους δινόταν η ευκαιρία. Τους το χρωστούσε η μοίρα από καλοσύνη έστω, που πήγαζε από τον οίκτο για τον μαρτυρικό τους δρόμο.
«Καλή και δακρύβρεχτη η ιστορία σου, μα δεν με αφορά» είπε τελικά κοιτώντας επικριτικά τον Όσκαρ «Εγώ έχασα σε μία μέρα όλη μου την οικογένεια και την κοπέλα μου. Τους θανάτωσαν, γιατί πολύ απλά ήταν Εβραίοι. Δεν ήμασταν εγκληματίες, δεν σκοτώσαμε. Ένα αναθεματισμένο τσαγκάρικο είχαμε και μαζί, φτιάχναμε εμείς οι ίδιοι παπούτσια, σε διάφορα σχέδια. Αυτό ήταν όλο. Τόσο κακό και αμαρτωλό για να καταλήξω εδώ λες και σας χρωστώ»
«Δεν χρωστάς σε κανέναν»
«Τότε ελευθέρωσέ με!» του φώναξε «Φέρε πίσω την μάνα μου και τους δικούς μου από τα αέρια! Είχαν μαζί τους και ένα μικρό κορίτσι...Ξέρεις τι παθαίνουν εκεί μέσα; Μέσα σε εκείνα τα φορτηγά με τα αέρια; Το είχα ακούσει να ψιθυρίζεται στο γκέτο. Άλλοι κάνουν εμετό, άλλοι αποκτούν ακράτεια από τον φόβο τους και σαν τα ζώα τους πνίγουν μέσα στις ακαθαρσίες τους. Είναι δυνατόν; Άνθρωποι να διαπράττουν μαζικά αυτά τα εγκλήματα; Και όμως είναι... Είμαι τυχερός που δουλεύω στο Άουσβιτς Ι. Είμαι ακόμη πιο τυχερός για τον ρόλο μου, μα δεν έχουν όλοι αυτήν την τύχη» σταμάτησε. Έπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι τους και τον είχαν βάλει τώρα να κουβαλήσει από ένα βαγόνι κάτι χάρτινα σακιά με δηλητήριο κατά της ελονοσίας.
«Πρόσεξε με αυτά τα σακιά. Η σκόνη που περιέχουν είναι αδίστακτη. Μην αγγίξεις τα μάτια σου» τελείωσε και αποχώρησε, με τον Χανς να πλησιάζει τρέχοντας το βαγόνι και να φορτώνει το πρώτο σακί στην πλάτη.
Καθώς ήταν πενήντα κιλά, προσπάθησε να το τοποθετήσει όσο αυτό ήταν δυνατό, περίπου στο κέντρο, ωστόσο καθώς φοβόταν μήπως χυθεί το περιεχόμενο, το τοποθέτησε στον ώμο του, με αποτέλεσμα εκείνη η πράσινη σκόνη, να ξεκινήσει να απελευθερώνεται και να τρυπώνει αργά στα ρουθούνια του. Σύντομα η φαγούρα έγινε ανελέητη και τα μάτια του ξεκίνησαν να δακρύζουν, ενώ κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην αγγίξει το πρόσωπό του. Οι Ες-Ες ούρλιαζαν στους κρατούμενους να βιαστούν. Αποτέλεσμα μίας τέτοιας μέρας, ήταν πως το βράδυ, σχεδόν όλοι είχαν επιστρέψει άρρωστοι, με ναυτίες, κρυάδες και άπειρα δερματικά προβλήματα. Ο Χανς φυσικά βρισκόταν στην ίδια κατάσταση. Εξουθενωμένος, με ένα δέρμα κατακόκκινο σε όλα τα σημεία που είχε αγγίξει η σκόνη.
Ο Όσκαρ βρισκόταν σε έναν χώρο, μία αποθήκη, που ονομαζόταν «Καναδάς» και εκεί στην ουσία κατέληγαν τα ρούχα των κρατούμενων λίγο πριν σταλούν στους θαλάμους αερίων. Όσοι εργάζονταν εκεί, ήταν πιθανότερο να επιβιώσουν, ενώ οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να αφήσουν τα μαλλιά τους να μακρύνουν. Η Σύλβια βρισκόταν ήδη μία εβδομάδα σε καταναγκαστικά έργα κατεδάφισης ενός παλαιού κτιρίου, έχοντας γίνει μάρτυρας θανάτων πολλών γυναικών, εξαιτίας των ερειπίων που κατέρρεαν και έπεφταν επάνω τους. Οι Ες-Ες τους απαγόρευαν να απομακρυνθούν. Στο Μπλοκ 10, είχε γίνει μάρτυρας των αποτελεσμάτων, ορισμένων πειραμάτων στείρωσης, με τα κορίτσια να επιστρέφουν σφαδάζοντας και ουρλιάζοντας. Από μία ευδιάθετη κοπέλα, είχε καταλήξει φοβική, σκυθρωπή, αμίλητη και αγέλαστη. Ευτυχώς, η μοίρα την λυπήθηκε και κατέληξε στην αποθήκη του Καναδά, να τακτοποιεί ρούχα και αντικείμενα. Παρά το γεγονός πως η ναζιστική προπαγάνδα, διατυμπάνιζε την διατήρηση της καθαρότητας του γερμανικού αίματος, ακόμη και αυτή δεν στάθηκε αρκετή για να σταματήσει τους βιασμούς. Ειδικά στις περιπτώσεις που αρκετοί από τους Ες-Ες περνούσαν ως και είκοσι ώρες την ημέρα με γυναίκες, η προπαγάνδα έμπαινε κάποτε σε δεύτερη μοίρα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι γυναίκες της αποθήκης να γίνονται στόχος, καθώς βρίσκονταν υπό την ευθύνη τους.
Η Σύλβια είχε διαταχθεί να φέρει καφέ στον Όσκαρ, που βρισκόταν στο γραφείο του και κοιτούσε το κενό. Σιχαινόταν τη θέση του, σιχαινόταν το βλέμμα των κρατούμενων, εκείνο της απέχθειας επάνω του. Η πόρτα άνοιξε με τρόπο και μέσα μπήκε μία κοπέλα, βαστώντας ένα φλιτζάνι στο χέρι της, το οποίο έτρεμε. Κρυμμένος στις σκιές του χώρου, ο Όσκαρ δεν έκανε τον κόπο να την κοιτάξει, μήτε να γυρίσει προς το μέρος της. Ένας εκκωφαντικός ήχος, συνόδευσε την πτώση του φλιτζανιού. Ο καφές χύθηκε και η κοπέλα γονάτισε δουλικά σχεδόν, ζητώντας συγγνώμη διαρκώς, πιστεύοντας πως θα την σκότωνε στο ξύλο.
«Σας παρακαλώ, συγγνώμη, δεν το έκανα επίτηδες» σχεδόν ετοιμάστηκε να κλάψει.
Ήταν τότε που γύρισε το κεφάλι του και πλησιάζοντας, στάθηκε μπροστά της.
«Ένας καφές ήταν, φύγε και θα πω πως τον έχυσα εγώ» της απάντησε σοκάροντάς την. Πίστευε μέχρι εκείνη την ημέρα, πως οι Ες-Ες μονάχα γρύλιζαν ή ούρλιαζαν. Αδυνατούσε να πιστέψει πως άκουγε μία ανθρώπινη φωνή. Εκείνος κοιτούσε το πάτωμα, εκείνη στράφηκε να τον κοιτάξει. Είδε τα μάτια του να πέφτουν επάνω της και η διαφορετικότητά τους, της τράβηξε την προσοχή. Ήταν πολύ έντονη, μα τόσο υπέροχα παράξενη. Τον κοιτούσε και δεν ήταν βέβαιη ποιος από τους δύο αισθανόταν χειρότερα από τον άλλο.
«Είμαι η Σύλβια» συστήθηκε.
«Όσκαρ. Φύγε τώρα, θα βρεις μπελά» της είπε και εκείνη ευθύς, κάνοντας μερικά βήματα πίσω, άνοιξε την πόρτα νευρικά και εξαφανίστηκε. Ο νεαρός βυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι και στην μοναξιά. Το προτιμούσε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro