Dόbry Molodets/ part 5 (γενναία νιάτα)
Τίποτε δεν έμοιαζε εύκολο σε αυτήν τη μάχη. Με την επιστροφή του Άλεξ ο δρόμος μονάχα μία κατεύθυνση έδειχνε. Ευθεία μπροστά. Ένας οικισμός, σχεδόν διαλυμένος, υπό γερμανική κατοχή, κάπνιζε ευθεία μπροστά. Η οβίδα η ρωσική έγλειψε τα ερείπια, ενώ από την κούρσα των αρμάτων σηκωνόταν χώμα και σκόνη. Εκρήξεις ακολούθησαν και ο εχθρός δεν τολμούσε να σηκώσει καν το κεφάλι του από το καταφύγιο. Τα ΄΄ούρρα΄΄ πλημμύρισαν τον αέρα, όσοι και αν χάνονταν, διαρκώς ανανεώνονταν με νέους. Ο Όττο έτρεχε δίπλα από δύο Τ-34 σοβαρά χτυπημένα. Είχε πάρει στο κατόπι τους τελευταίους της οπισθοφυλακής και το ηθικό των Γερμανών είχε κατρακυλήσει ξανά. Μέσα στην αιθαλομίχλη άναψαν τα πρόσωπά τους. Το πυροβολικό πλέον ισοπέδωνε κάθε προηγούμενη γερμανική θέση. Ο Χαλς με τον πονεμένο ώμο και το σπασμένο χέρι, βρισκόταν ανάμεσα στα τελευταία ερείπια, χτυπημένος από θραύσματα. Οι ρωσικές φωτοβολίδες υψώνονταν μπροστά και πάνω από τα χαρακώματα των όλμων. Στρατιώτες ετοιμοθάνατοι ξεψυχούσαν στο κελάρι, σε μία ψευδή ασφάλεια.
Οι ερπύστριες από τα τεθωρακισμένα τα ρωσικά φάνηκαν μπροστά του.
«Καπούτ Γερμανοί» ακούστηκε μία ρωσική φωνή και ο Χαλς με ό,τι δύναμη του είχε απομείνει ξεκίνησε απλώς να τρέχει.
Οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις έπεφταν ασταμάτητα. Εκείνος άφηνε κάποτε το κορμί του να σωριαστεί και έπειτα σηκωνόταν ξανά και συνέχιζε. Ήταν τότε που μέσα στη σκόνη, φάνηκε η σιλουέτα η ψηλή του Γκαμπριέλ. Τα ιδιόμορφα μάτια του που αντανακλούσαν εκείνη την κοκκινωπή ατμόσφαιρα της σκόνης, σε συνδυασμό με το ύφος του και ανάστημά του, προκαλούσαν τρόμο. Δεν υπήρχε ούτε ένα μειδίαμα στο αψεγάδιαστο, σχεδόν παγωμένο πρόσωπό του. Έμοιαζε με τον γιο του βοριά ίσως, έτσι όπως ατένιζε τους αλλόφρονες αντιπάλους του. Ο Χαλς τον κοίταξε ικετευτικά όταν άκουσε τον πυροβολισμό του και ταυτόχρονα μία κραυγή. Με τρόμο έστρεψε προς τα πίσω το κεφάλι για να δει έναν συμπολεμιστή του να βαστά το στομάχι του. Οι εικόνες που ακολούθησαν, θα μπορούσαν κάλλιστα να διαδραματιστούν στο πάτωμα ενός σφαγείου. Πώς στο ανάθεμα εξακολουθούσε να στέκεται όρθιος με όλα του τα εσωτερικά μέλη χυμένα στο πάτωμα;
Με μάτια ολοκόκκινα, ο Χαλς στράφηκε προς τον Γκαμπριέλ, μα ο Σιβηριανός είχε εξαφανιστεί. Αυτό τον ανατρίχιασε. Έμοιαζε με στοιχειό που είχε εμφανιστεί για να αφαιρέσει μία ζωή και κατόπιν η Κόλαση το είχε ρουφήξει πίσω.
«Υποχωρήστε! Έρχονται μιλιούνια οι Ιβάν!» ακουγόταν και ο Όττο έκανε διαρκώς μετάφραση στον Άλεξ.
«Αδερφέ κοίτα το τζιπάκι!» του φώναξε ο Ρώσος βλέποντας έναν πιτσιρικά Γερμανό στο τιμόνι «Ωραίο μοιάζει, ανέβα να τους κυνηγήσουμε καλύτερα» του είπε «Τα βρέφη κατεβαίνουν» γρύλισε στον χλωμό νεαρό που έσπευσε να το παρατήσει.
«Πρόσεχε τους κρατήρες! Μην βρεθούμε να προσκυνάμε ευλαβικά ενώ δεν αρχίσαμε» τον μάλωσε ο Όττο.
«Είμαι καλός οδηγός ακόμη και για τα γερμανικά τερατουργήματά σας» περηφανεύτηκε ο κοκκινομάλλης, ο οποίος κυριολεκτικά πυροβολούσε ό,τι γερμανικό κινούνταν.
Έχοντας αναπτύξει ταχύτητα, κινούνταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, όταν άξαφνα ο Άλεξ πάτησε φρένο σταματώντας μπροστά σε έναν κρατήρα. Εκεί μέσα εντόπισαν ακόμη ένα παρόμοιο όχημα, το οποίο φαινόταν βυθισμένο κατά το ήμισυ στη λάσπη. Το παρμπρίζ ήταν σπασμένο και ένα πτώμα κρεμόταν άψυχα, έχοντας περάσει από μέσα του. Μπροστά ακριβώς, ο Χαλς εξακολουθούσε να πασχίζει να σκαρφαλώσει, μα το εξαρθρωμένο του χέρι και τα κοψίματα από τα γυαλιά δεν του άφηναν πολλά περιθώρια. Ο Όττο τον αναγνώρισε. Ήταν καιρό στο Ανατολικό Μέτωπο, μα είχαν χωριστεί πριν τη μάχη του Στάλινγκραντ. Πλέον έμοιαζε με ένα κουρέλι, με κάποιο χτυπημένο νεογνό που σερνόταν στο χώμα για να επιβιώσει. Το θέαμα ήταν απάνθρωπο. Ο Όττο ύψωσε το όπλο για να του δώσει έστω τη χαριστική βολή. Εκείνος σαν να το είχε νιώσει, σταμάτησε να προσπαθεί. Αφέθηκε ξαπλωμένος σε μία γωνιά, εκλιπαρώντας ίσως για το τέλος του.
Ο Όττο και ο Άλεξ κατέβηκαν μαζί, πλησιάζοντάς τον. Ο πόνος του ώμου του αντανακλούσε μέσα στο κρανίο του δημιουργώντας του ναυτία. Για ακόμη μία φορά έκανε εμετό, πνιγμένο στο αίμα.
«Θ-θέλω να πάω σπίτι....» ψέλλισε. Ως και το φως του ήλιου τον τύφλωνε και ας ήταν αρρωστημένο.
Πίσω τους φάνηκε ο Γκαμπριέλ.
«Τι ανακαλύψατε και το κοιτάτε με τέτοια προσήλωση;» ρώτησε μα όταν πρόσεξε τον Χαλς, ξεφύσησε «Μάλιστα. Το σκουλήκι κατέληξε στην τρύπα του» μούγκρισε και ο Χαλς τον κοίταξε τρέμοντας.
Το όπλο του Σιβηριανού τον σημάδεψε και του έκανε νόημα να σηκωθεί. Εκείνος υπάκουσε, μα τα τρεμάμενα πόδια του ίσα που τον κρατούσαν. Το χέρι κρεμόταν στο πλάι, τα χείλη του και ο λαιμός του ήταν ματωμένα. Τα μάτια του έπεσαν επάνω στον Όττο και τον Άλεξ, για να μαζευτούν ξανά πίσω. Ο Γκαμπριέλ τον πλησίασε αμίλητος, με εκείνον τον αέρα της έπαρσης με τον οποίο είχε διαλύσει τον σύντροφό του λίγες ώρες πριν. Στάθηκε ευθυτενής μπροστά του και τον κοίταξε στα μάτια. Ο Χαλς μπορούσε να δει το χρώμα του πάγου να τον διαπερνά σαν το πιο φρικτό δικαστήριο. Δίχως προειδοποίηση, άρπαξε τον ώμο του και με μία μόνο κίνηση που προκάλεσε ουρλιαχτό, τον είχε βάλει στη θέση του. Ο Χαλς είχε ιδρώσει και χλομιάσει, ωστόσο πραγματοποιώντας μία μετατόπιση δειλή, κατάλαβε πως μπορούσε να το κουνήσει. Η επόμενη αντίδραση ήταν να ξεσπάσει σε κλάματα. Όταν έχεις φιλότιμο, όταν αυτός που πολεμάς δίχως αιτία φερθεί μεγαλόψυχα, η ένταση των τύψεων σου στραγγαλίζει την ψυχή. Εκείνος που απλώς ονειρευόταν να ξαναδεί την καταπράσινη κοιλάδα της πατρίδας του, που πλέον άκουγε Ανατολικό Μέτωπο και πάθαινε κρίση πανικού, που χιλιάδες μέρες και νύχτες έβριζε και σκότωνε τους Ιβάν, τώρα στεκόταν μπροστά από έναν που πριν λίγες στιγμές φάνταζε τρομερός, ενώ αυτή τη στιγμή σαν ένας νεαρός της ηλικίας του.
«Κάποτε, όλα αυτά τα σώματα θα βρεθούν κάτω από τόνους κοπριάς, πάνω στην οποία θα φυτευτούν ηλιοτρόπια. Η ζωή θα πάει μπροστά και ο κόσμος θα ξεχάσει. Ο πόλεμος πραγματοποιείται μακριά από την δική μου φτωχή καλύβα και ίσως γι' αυτό με βλέπεις ψυχρό και ήρεμο. Με λένε Γκαμπριέλ, αγαπώ το ψάρεμα τα δειλινά και το κυνήγι τα μεσημέρια στην παγωμένη γη της Σιβηρίας. Η μόνη περιουσία που έχω, είναι ένα ξύλινο σπίτι στη μέση του πουθενά. Το χέρι σου θα είναι εντάξει. Φύγε και μην επιστρέψεις ξανά. Επίσης, πες στα φιλαράκια σου πως το κυνήγι τώρα ξεκινά και πως ο Δνείπερος, όσο και αν μοιάζει με φυσικό εμπόδιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δεν θα σταθεί αρκετός για να μας σταματήσει»
«Εγώ, ευχ....» πήγε να πει μιας και ο Όττο έκανε μετάφραση όση ώρα μιλούσε ο νεαρός στα ρωσικά.
«Μην πεις λέξη. Σήκω και φύγε! Αιχμαλώτους δεν θέλουμε, μας καθυστερούν» βρόντηξε ο Γκαμπριέλ και κατά πώς φάνηκε κάθε του κουβέντα ήταν προφητική.
Σεπτέμβριο μήνα πια, το Χάρκοβο περνούσε οριστικά στα χέρια των Σοβιετικών τρέποντας σε υποχώρηση διαρκή τους Γερμανούς. Η Ιστορία γραφόταν, μα όχι όπως θα έπρεπε σύμφωνα με τον Όττο που λεπτό δεν είχε πάψει να ΄΄μιλά΄΄ στον Γρηγόρη, εξηγώντας εκ των έσω τις ανείπωτες αλήθειες. Για την σαρωτική απόγνωση όλων, όταν κατάλαβαν πως ακόμη ένας Χειμώνας, εκείνος του 43-44 θα τους έβρισκε πολεμώντας, για τις ανθρώπινες γέφυρες που στήθηκαν στον Δνείπερο, για ολόκληρα συντάγματα παγωμένων ανθρώπων που αφέθηκαν στην τύχη τους, για τις περιουσίες που διαλύθηκαν, για την γη που κάηκε, για την εσωτερική ερήμωση ενός στρατιώτη μπρος σε ένα απάνθρωπο πεπρωμένο ή στην παράδοση στο εσωτερικό μαρτύριο, με αποτέλεσμα την ανικανότητα κάθε είδους ενσυναίσθησης.
΄΄Ελευθερία αδερφέ δεν υπάρχει΄΄ του έγραψε ΄΄Αυτό που στην ουσία υπάρχει είναι το στυγνό έγκλημα του πολέμου και το μασκαρεμένο ηθικό έγκλημα της ειρήνης. Κάτι ξέρανε οι πρόγονοι δίχως να το συνειδητοποιούν. Ναι, αυτοί που ζούσαν στα σπήλαια. Πως η ελευθερία έχει νόημα στα όρια του ρόπαλου που κραδαίνουν. Πιο πέρα επικρατεί μονάχα ο πόλεμος. Ακόμη και εγώ δεν αισθάνομαι ελεύθερος και ας έσπασα ένα σημαντικό δεσμό΄΄ για λίγο σταμάτησε.
Βρίσκονταν σε ένα αχαρτογράφητο χωριουδάκι, με ξύλινες πανομοιότυπες καλύβες. Ο άνεμος πλέον έμοιαζε πιο δροσερός και αυτός ήταν ένας λόγος που ο Γκαμπριέλ χαμογελούσε συχνότερα, μία γκριμάτσα σχετικά σπάνια για τα δικά του δεδομένα. Η σκόνη είχε σχεδόν κάνει κρούστα επάνω τους, είχαν δώσει μάχη στο Κονοτόπ και τα βήματά τους θα τους οδηγούσαν στον Δνείπερο και από εκεί πίσω από όπου όλα ξεκίνησαν. Στην Πολωνία. Ο ουρανός είχε άξαφνα σκοτεινιάσει, όταν μία δυνατή μπόρα ξέσπασε. Ο Σιβηριανός δεχόταν το φυσικό λουτρό σαν ευλογία. Διαπερνούσε τον γιακά του, ξέπλενε τα μαλλιά και τα τραύματά του. Το μίσος δεν είχε χώρο αυτή τη στιγμή και ο Όττο παρατηρούσε τον τρόπο αντιμετώπισης του φυσικού αυτού φαινομένου από την σοβιετική του παρέα. Τόσο τα ξαδέρφια, όσο και ο Γκαμπριέλ τινάζονταν με χαρά παίζοντας με το νερό. Ο ίδιος μούσκευε σαν το αιλουροειδές που ανατρίχιαζε καθώς δεχόταν την υγρή αίσθηση του φαινομένου στο τρίχωμά του. Κάπου εκεί ένιωσε μία εξίσου υγρή σφαλιάρα από τον κολλητό του, που τους οδήγησε να ξεσπάσουν σε ασυγκράτητα γέλια.
Στο βάθος βρίσκονταν ορισμένοι Γερμανοί αιχμάλωτοι, νηστικοί. Γνωρίζοντας τον Όττο, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, ένιωσαν έναν απροσδιόριστο θαυμασμό. Τελικά, ίσως αυτό να ήταν το πιο σωστό. Μπροστά στα μάτια τους, αυτοί οι δύο νεαροί έμοιαζαν αχώριστοι. Έπαιζαν με τη βροχή και τις λάσπες και γελούσαν μέχρι τελικής πτώσης. Το περιστατικό του Στάλινγκραντ τους είχε οδηγήσει στο σήμερα. Πριν από αυτό όμως; Η ανθρωπιά. Μία γουλιά νερό και το βλέμμα που δεν προσπέρασε τον ετοιμοθάνατο αντίπαλο-άνθρωπο. Ταυτόχρονα, ορισμένα χιλιόμετρα παρακάτω, οι Γερμανοί έβλεπαν τις όχθες του Δνείπερου τις δυτικές, σαν την σανίδα σωτηρίας. Αναγκασμένοι να πνίξουν και να ποδοπατήσουν συντρόφους για μία θέση στη διαλυμένη φορτηγίδα, προσεύχονταν να διασχίσουν το ποτάμι. Άλλοι παρατούσαν πίσω τους τα πάντα, παλεύοντας μέσα στα γκρίζα νερά, να ακουμπήσουν την απέναντι όχθη, πνιγμένοι στον παραλογισμό και την τρέλα τους.
Για όλους αυτούς, το ότι πατούσαν στην πολυπόθητη δυτική όχθη, σήμαινε και το τέλος στα βάσανά τους. Τα κουρασμένα τους μυαλά είχαν αφεθεί λανθασμένα στην εξιδανίκευση. Ο Δνείπερος όμως, στάθηκε αδύνατο να ανακόψει το μένος και την πορεία των Σοβιετικών. Όλα έμοιαζαν με έναν τεράστιο, άλικο και καταστροφικό κύκλο. Όλα από το Βερολίνο είχαν ξεκινήσει και εκεί θα κατέληγαν με καταστροφή και ξεπεσμό για τον άνθρωπο. Σε αυτήν τη διαδρομή, φίλοι, εχθρόφιλοι και γείτονες θα αντάμωναν ξανά και όλα αυτά για να παίξουν στο τελευταίο κομμάτι της τραγωδίας με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει. Πλέον ίσως και να μην αναζητούσαν καν την λύτρωση. Ο Όττο εξάλλου, την είχε εν μέρει νιώσει. Είχε πάει κόντρα σε ό,τι τον βασάνιζε, κάνοντας για μία φορά στη ζωή του ανοιχτά, αυτό που θεωρούσε σωστό. Δεν πρόδωσε μήτε την πατρίδα, μήτε την καρδιά του. Το εισιτήριο της επιλογής, είχε δοθεί από τον Ιωσήφ και ένας δαιδαλώδης λαβύρινθος σκέψεων απλωνόταν βασανιστικά μπροστά του. Με το χέρι του Άλεξ τυλιγμένο στον λαιμό του αδερφικά, οι σκέψεις οι δυσοίωνες μαλάκωναν, το βήμα του γινόταν πιο σίγουρο. Σύντομα θα διάβαιναν τον Δνείπερο και εκείνοι, ανταμώνοντας με το προσωπικό σκηνικό της φιλίας τους και της τεράστιας απώλειας του Όττο που σήκωσε την αυλαία για την συνέχεια, που δίδαξε την ανθρωπιά, τον σεβασμό, τα συναισθήματα τα ανθρώπινα ακόμη και για αυτόν που κάποιοι κατέστησαν με το έτσι θέλω εχθρό σου. Ο νεαρός Γερμανός κοίταξε πλαγίως τον Ρώσο φίλο του και χαμογέλασε στραβά. Ένιωθε το βάρος της στήριξής του στον ώμο του. Γι' αυτό ήταν όμως οι φίλοι. Για να μοιράζονται και να σηκώνουν ένα κομμάτι του βάρους, για να χαρίζουν ένα χαμόγελο στραβό, γεμάτο τρυφερότητα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro