Dόbry Molodets/ part 3 (γενναία νιάτα)
Ανατολικό Μέτωπο
Η επίθεση στην οποία θα συμμετείχαν, ήταν μεγάλης κλίμακας. Η ζέστη της νύχτας βάραινε επιπλέον τα μέτωπά τους. Ο Όττο καθισμένος δίπλα στον Αλεξέι παρακολουθούσε για ακόμη μία φορά τους στρατιώτες. Του άρεσε να μπαίνει στην ψυχολογία των ανθρώπων. Αν είχε τη δυνατότητα, αν ποτέ του δινόταν η ευκαιρία θα επιθυμούσε να μιλήσει ανοιχτά για αυτό το πλάσμα που ονομαζόταν άνθρωπος. Οι Κόκκινοι ήταν συγκεντρωμένοι στην αλληλογραφία τους. Παιδιά και εκείνοι αγωνιούσαν, αναπολούσαν, συγκινούνταν, όπως αντίστοιχα οι συμπατριώτες του λίγα μέτρα παρακάτω. Φοβούνταν τον θάνατο εξίσου, ανατρίχιαζαν στην ιδέα των συντρόφων που θα έχαναν και της οικογένειας που ποτέ ξανά δεν θα έβλεπαν. Ίδιοι είναι οι φόβοι εξάλλου, ίδιοι κατά βάθος οι άνθρωποι, ίδια και η καρδιά τους, μεταφέρει το ίδιο βάρος. Απλώς επιλέγει να μην το μοιράζεται, προτιμώντας να δαιμονοποιεί εσκεμμένα φυλές, μειονότητες, τη διαφορετικότητα. Αν έστω και μία στιγμή όλοι μπορούσαν να ενώσουν τις καρδιές τους, τότε και μόνο ο χτύπος τους θα ακουγόταν δυνατά, με ισχύ μεγαλύτερη από κάθε εξουσία. Θα διέλυε συθέμελα την απανταχού προπαγάνδα και κάθε κίνηση μισανθρωπιάς. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν συνέβαινε και γι' αυτό ο Όττο τώρα βρισκόταν σε αυτήν την κατάσταση. Στη ζωή όμως δεν είναι δυνατόν να τα έχουμε όλα. Ίσως για την απόκτηση μίας κάποιας ελευθερίας να χρειάζονταν θυσίες, οι οποίες φυσικά θα περιλάμβαναν και αθώους.
Με τον Άλεξ κοιτάχτηκαν πλαγίως. Κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να διανοηθεί πως πιθανότατα θα έχανε τον άλλο. Το επερχόμενο τέλος, δύσκολα κάποιος αντέχει να το αντικρίσει και προτιμά να πνίγεται σε μία αφελή παρηγοριά πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί στον ίδιο. Μπροστά τους ο Γκαμπριέλ ιδρωμένος, λαγοκοιμόταν. Ο Σιβηριανός υπέφερε από διαρκείς πονοκεφάλους εξαιτίας της ζέστης.
«Ο άνθρωπος είναι δυνατόν να παθιαστεί με μία ιδέα πάνω στην οποία χτίζεται μία ολόκληρη σκέψη. Δέχεται να διακινδυνεύσει πολλά, μα μπροστά στο χείριστο ενδεχόμενο το βάζει στα πόδια. Τώρα θα δεις τους Γερμανούς, να τρέχουν κυριολεκτικά και να μην φτάνουν» ακούστηκε η φωνή του Ντίμα.
«Γράφε εσύ και άσε τις φιλοσοφίες για τον Γερμανό» πετάχτηκε ο Σεργκέι και ο Άλεξ τον κοίταξε πλαγίως.
«Μην το ξεκινάς πάλι...»τον μάλωσε.
«Γιατί; Άδικο έχω; Στοχάζεται όλη μέρα! Δεκάρα δεν δίνει γιατί δεν είμαστε δικοί του!»
«Σεργκέι κλείσε το στόμα σου!» αγρίεψε ο Γκαμπριέλ «Αν δεν αντέχεις την κατάσταση, πάρε δρόμο! Το κεφάλι μου εδώ και ώρα βουίζει και έχω και εσένα από πάνω να τσακώνεσαι με τον Γερμανό νυχθημερόν! Έστω, έσωσε τον αδερφικό σου φίλο. Άλλος στη θέση του θα κοιτούσε όντως το τομάρι του. Πονάει ο θάνατος του Νικήτα, το ξέρω, σε καταλαβαίνω μα προσπάθησε και εσύ να καταλάβεις»
Ο Αλεξ δεν είπε λέξη, ούτε όμως και ο Γεωργιανός. Ο Όττο μη δίνοντας καμία σημασία, αποσύρθηκε προκειμένου να γράψει στο προσωπικό του σημειωματάριο, ένα από τα πολλά γράμματα στον Έλληνα φίλο, τον οποίο ήταν αβέβαιο αν θα κατόρθωνε να δει ξανά. Του μιλούσε για τις όμορφες καλοκαιρινές νύχτες, όπως η σημερινή, που σε περίοδο ειρήνης θα οδηγούσαν τους ανθρώπους του νησιού του στο κατώφλι της πόρτας τους ή στις μυρωδάτες αυλές τους. Γιασεμιά, λεμονιές και λογής λογής καλοκαιρινά φρούτα θα τους δρόσιζαν πάντοτε με θέα τη θάλασσα. Η αλμύρα τα δειλινά θα έγλυφε το κορμί τους, μαζί θα ψάρευαν ως το ξημέρωμα, θα περνούσαν από τα καφενεία των χωριών όπου θα γεύονταν κάποια λιχουδιά τυλιγμένη με την αγάπη και την ελληνική φιλοξενία. Πόσες συγγνώμες να του ζητούσε για τους συμπατριώτες του; Πόσο απίστευτο θα του φαινόταν, όταν θα ανακάλυπτε το αντίστοιχο τετράδιο του Γρηγόρη, μέσα στις σελίδες του οποίου ξετυλίγονταν όλοι οι φόβοι και οι ελπίδες ενός νέου παιδιού με πάθος για ζωή;
΄΄Την περίοδο που μαθαίναμε να αγαπάμε φίλε μου, μονάχα ο πόλεμος βρέθηκε στο διάβα μας΄΄ σκέφτηκε ο νεαρός Γερμανός.
Πάνω στο ζεστό χώμα του θανάτου, ξεκίνησαν να έρπονται σε αυτήν την καταραμένη γη. Ο ιδρώτας κυλούσε από το πρόσωπο ασταμάτητα, η καρδιά τους κόντευε να σπάσει και ο Όττο ζούσε με τον αιώνιο φόβο του ποδιού του. Από την ημέρα που το τραυμάτισε, ήταν ελάχιστες οι πρωτοβουλίες κίνησης που λάμβανε. Προτιμούσε να παίζει εκ του ασφαλούς. Αργά και σταθερά μέσα στη σιωπή, συνέχιζαν να προχωρούν με όλες τις προφυλάξεις. Ήταν τότε που ήρθε η διαταγή και ο βομβαρδισμός ξεκίνησε αιφνιδιάζοντας τους Φρίτσιδες. Αλλόφρονες έτρεχαν να υποχωρήσουν στα ορύγματά τους, καθώς από παντού απλωνόταν ένα βουητό. Καταιγισμός πυρών από την δική τους τη ρωσική πλευρά, ξεκίνησε να πέφτει προς πάσα κατεύθυνση. Εν ριπή οφθαλμού, καμία δεκαριά φωτοβολίδες άστραψαν λες και ήταν μέρα. Οι χειροβομβίδες πετούσαν τριγύρω, μα μέσα σε όλον αυτό το χαμό, ο Γκαμπριέλ ως ελεύθερος σκοπευτής, κινούνταν σαν την αλεπού προσεκτικά και ύπουλα. Οι Γερμανοί οπισθοχωρώντας προσπαθούσαν να σκάψουν ορύγματα για να χωθούν μέσα. Μία ολόλευκη φωτοβολίδα φώτισε τον ουρανό. Μεμιάς αποκαλύφθηκαν οι θέσεις, τα τεθωρακισμένα μούγκρισαν στην ματωμένη αυγή και οι Ρώσοι ξεκίνησαν να λούζουν τον αντίπαλο με ένα σωρό βρισιές. Μία χειροβομβίδα κατρακύλησε στα δεξιά του Ντίμα. Μέσα στον ορυμαγδό της έκρηξης, σφύριζαν ολοκάθαρα τα θραύσματα δίπλα του. Η θέα των τανκς προκαλούσε ταραχή. Ο Ντίμα έσφιξε τα χείλη του για να μην ακουστούν οι κραυγές του τραυματισμού. Κατέπνιγε τον λυγμό του με τα μάτια του να λαμποκοπούν στο ασθενικό φως της αυγής. Σκυφτές οι φιγούρες των Γερμανών τους πλησίαζαν, μα στη θέα του Όττο και για μερικά δευτερόλεπτα, κάποιοι πάγωσαν.
Το κορμί του αγκάλιασε ένα τρέμουλο. Δεν ήταν φόβος αλλά ένταση και η επιταγή της στιγμής πως έπρεπε να υψώσει το όπλο, παρατηρώντας πρόσωπα γνωστά, πρόσωπα που άλλοτε μπορεί και να γελούσε δίπλα τους, να κοιμόταν ή να έτρωγε τις λιγοστές ανέμελες στιγμές του. Τα μέλη του τινάζονταν πίσω αμετανόητα.
΄΄Διάολε σημαδέψτε με πρώτοι! Έτσι η άμυνα θα καλύψει το συναίσθημα της τύψης, την αποφορά μίας ακόμη δολοφονίας΄΄
Δεν πρόλαβε να αντιδράσει και οι δύο νεαροί έπεσαν νεκροί από τα πυρά της φιγούρας που στεκόταν πίσω του. Στο φλογερό πρωινό ο Αλεξέι έκρυψε το πρόσωπό του. Το είχε κάνει για εκείνον, για να μην τον φέρει σε δυσκολότερη θέση από αυτή που ήδη ήταν. Η ταινία με τα φυσίγγια έγλειψε τις παλάμες του και άνοιξε πυρ. Τώρα κινούνταν και οι αντίπαλοι, τώρα ήταν ξανά ο Σίφουνας που από γερμανικός είχε γίνει ρωσικός Το γερμανικό πολυβόλο χοροπηδούσε πάνω στο δίποδα, τραντάζοντας λυσσασμένα τον στρατιώτη που γύρευε τη σωστή θέση βολής. Μέσα στη σκόνη και στη ζέστη, πυροβολούσε μεν στα τυφλά, αλλά σχεδόν με απόλυτη επιτυχία Μέσα σε όλη αυτή τη φρενίτιδα κατάλαβε πως οι Γερμανοί είχαν τον ήλιο στα μάτια τους με αποτέλεσμα να τυφλώνονται. Στην πεδιάδα αντάρα απλώθηκε, από ατελείωτες βροντερές εκρήξεις.
Ο Όττο έτρεχε με σχετική ταχύτητα, όταν ένιωσε το πόδι του να τον προειδοποιεί. Μέσα στην απόλυτη κόλαση των κατεστραμμένων αρμάτων, του καπνού και του πυρακτωμένου σίδερου, ο φόρος αίματος θα ήταν μεγάλος. Ένας πόνος τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο πλάι, όταν είδε ένα γερμανικό άρμα να πλησιάζει. Για λίγο ονειρεύτηκε να σπάνε όλα του τα κόκκαλα, προτού απομείνει μονάχα το πατημένο του κουφάρι. Το έδαφος εξακολουθούσε να τρέμει και η γη κλονιζόταν. Φοβισμένος προσπάθησε να σηκωθεί ωστόσο το πόδι του είχε σχεδόν πετρώσει. Ξεκίνησε να βρίζει και καταριέται, όταν ο Σεργκέι τον πρόσεξε να παλεύει να συρθεί στο πλάι με το γιγαντόσωμο άρμα να ετοιμάζεται να τον συνθλίψει. Όλες του οι σκέψεις ακόμη και εκείνη η αιώνια διχογνωμία που τον βασάνιζε, πέρασαν από το μυαλό του στα γρήγορα. Ήταν κοντά στο περιστατικό στο Στάλινγκραντ, μα είχε ακούσει την αφήγηση του Αλεξέι για την πρώτη του σωτηρία στο πεδίο της μάχης, κάπου στις ουκρανικές στέπες.
΄΄Σαν και αυτή την καμινάδα στέκομαι και εγώ χρόνια τώρα. Εσύ πάντοτε θα έχεις μέσα σου τις καλές αναμνήσεις. Εγώ γυρεύω την ημερομηνία έναρξης της ζωής μου. Μέχρι τώρα δεν ζω, απλώς υπάρχω΄΄
«Γαμώτο!» έβρισε δυνατά και όρμηξε μπροστά αρπάζοντάς του τα χέρια και κατόπιν το κορμί. Γενόμενοι ένα κουβάρι, κύλησαν στο πλάι με τον Σεργκέι να πυροβολεί με μανία. Δίχως να χάσει χρόνο, τοποθέτησε ελαφρώς άγαρμπα τα χέρια του στο μαρμαρωμένο πόδι. Δίχως προειδοποίηση, έκανε μία απότομη κίνηση για να ξεμπλοκάρει ένα νεύρο που είχε ελαφρώς πρηστεί και δυσκόλευε στην κίνηση του ποδιού «Τρέξε φρίτση!» τον πείραξε καθώς απομακρυνόταν σαν το λαγωνικό, ανάμεσα από τα γερμανικά πάντσερ. Σαν σφιχτά δεμάτια ανέβαινε ο καπνός από τις πυρκαγιές. Νεκροί και τραυματίες στοιβάζονταν στην πρώτη γραμμή και το έδαφος ξεσκιζόταν από τις νάρκες που διέλυαν κάποιο βαρύ άρμα ή πετούσαν στον αέρα κάποιον δύσμοιρο στρατιώτη. Τα άρματα είχαν φτάσει στο πρώτο χαράκωμα συνθλίβοντας κορμιά μέσα στην αιματοβαμμένη λάσπη και σέρνοντας έπειτα μπρος με τις ερπύστριες φριχτά υπολείμματα.
Ο Αλεξέι άδειασε ευθύς όλο το περιεχόμενο του στομαχιού του. Το αποτρόπαιο πρόσωπο του πολέμου, πολλές φορές το είχε δει μα ακόμη και έτσι δυσκολευόταν να το αντέξει. Κραυγές φρίκης εναλλάσσονταν με αλαλαγμούς θριάμβου, ενώ το κύμα της εφόδου τσαλαβουτούσε στα χυμένα σπλάχνα. Και άλλα τεθωρακισμένα συνέχιζαν να καταφθάνουν από τα δάση. Κάθε στιγμή μέσα σε ένα μακρόσυρτο τριγμό των κορμιών που συνθλίβονταν, ξεμυτούσε και ένα πάντσερ που ορμούσε αφηνιασμένο ανάμεσα στους στρατιώτες. Κρίμα στους τραυματίες που ήταν κατά γης. Μέσα στην τρέλα ο νεαρός Ρώσος αναζήτησε για δευτερόλεπτα τους φίλους του. Διέκρινε τον Ντίμα και τον Γκαμπριέλ, τον Όττο λίγο πιο κάτω, μα καθώς το βλέμμα του τρυπούσε τις εικόνες της Κόλασης, συνειδητοποίησε πως το κορμί το Σεργκέι σφάδαζε στη γη μόνο για να κινδυνεύει να συνθλιβεί από εκείνο το σιδερένιο κτήνος.
Δίχως σκέψη άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας και πυροβολώντας το. Ο Σεργκέι αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και με κόπο στράφηκε στον αλαφιασμένο του σύντροφο για να τον αποτρέψει.
«Δεν προλαβαίνεις Άλεξ! Σήκω και φύγε τρελέ!» Σαν τυφλωμένο αγρίμι, η τεράστια σιδερένια μάζα όργωσε το βασανισμένο και ματωμένο κορμί του φίλου του.
Ήταν τότε που η τρέλα τον οδήγησε να επιτεθεί σχεδόν κατά μέτωπο στο άρμα, το οποίο χτυπήθηκε, με τον ίδιο να τρέχει στο εσωτερικό σχεδόν σέρνοντας έξω τους τραυματίες οδηγούς και αδειάζοντας επάνω στην άλικη μάζα του σώματός τους, όλες του σχεδόν τις σφαίρες. Αυτό το περιστατικό για χρόνια αργότερα, ίσως γλιστρούσε από τη μνήμη του. Τις στιγμές εξάλλου που τίποτε δεν σκέφτεσαι, που το κεφάλι σου μοιάζει με κουφάρι αδειανό, σπάνια τις ανακαλείς. Τίποτε άλλο δεν αντιλαμβάνεσαι εκτός του ρυθμού των εκρήξεων και της βεβαιότητας πως ο φίλος σου έχει μετατραπεί σε μία σωρό από ματωμένα κόκαλα. Ποτέ δεν θα ξεχνούσε την εικόνα αυτή του Σεργκέι. Την εικόνα της λαμαρίνας που τον κατάπινε. Δεν άντεξε να αντικρίσει το αποτέλεσμα. Δεν άντεχε όμως ούτε και τις κραυγές των μελλοθάνατων, εκείνων που αντίκριζαν με φρίκη το λιωμένο τους μέλος. Τραγικές εικόνες. Σπλάχνα χυμένα στις πέτρες, πτώματα ανακατεμένα σε σημείο να μην γνωρίζεις ποιανού είναι, σμπαράλια σαν ξεκοιλιασμένα ζωντανά που φλέγονται μουγκρίζοντας, δάση πετσοκομμένα, ξεχαρβαλωμένα παράθυρα που έφτυναν καπνό, ξορκίζοντας την αλλοτινή ευημερία μίας οικογένειας. Η περίφημη μάχη του Κουρσκ. Ηρωική είπαν πολλοί, μα ο Αλεξ είχε άλλη άποψη. Θα την χαρακτήριζε απάνθρωπη έχοντας στο μυαλό του τον ηρωισμό σαν προέκταση της αγαθοεργίας με ένα θετικό πρόσημο. Τίποτε θετικό δε είχε αυτή η μάχη. Μονάχα έριχνε τις ψυχές ζώντων και νεκρών στον Καιάδα των αμαρτιών για όλες τις ζωές που είχαν αφαιρέσει.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro