Κεφάλαιο 7-Λόφοι Θολωτών Τάφων Μέρος 2
Μέρος 2
Ο Λόρδος των Θολωτών Τάφων
Οι τρεις σύντροφοι εισήλθαν στον επόμενο Θολωτό Τάφο, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος απ΄ τον προηγούμενο. Τα μαλλιά και τα ρούχα τους κολλούσαν πάνω τους απ' τη βροχή που έπεφτε έξω, και ο Φάριν έπιασε τη γενειάδα του και την έστυψε, ρίχνοντας πολλά σταγόνες νερό στο πέτρινο δάπεδο. Επικρατούσε μια αφύσικη υσηχία σε αυτόν τον τάφο, παρόλη την ομίχλη και τις νεκροφαλές στους τοίχους. Και αυτό δεν τους άρεσε καθόλου. Προχώρησαν και αφού πέρασαν ένα στενό διάδρομο, βρέθηκαν σε μια μεγάλη αίθουσα. Στο βάθος διέκριναν ένα πεσμένο σώμα που δεν φαινόταν αν ήταν ζωντανός ή νεκρός. Ο Έρανταν έτρεξε αμέσως και οι άλλοι δυο ακολούθησαν.
«Λούιν! Ζει! Μπορείς να με ακούσεις, Λούιν; Ξύπνα!» αναφώνησε ο Έρανταν γονατίζοντας από πάνω του. Ο Λούιν έμοιαζε αναίσθητος, όμως τελικά με τη φωνή του Έρανταν άνοιξε τα μάτια του αδύναμα.
«Καμία δύναμη δεν μπορεί να εναντιωθεί σε αυτή την αρρώστια... τι καλό έχουν τα σπαθιά μπροστά σε αυτή την πανούκλα... Τι; Τι στ όνομα του... Έρανταν;» είπε αρχίζοντας να συνέρχεται.
«Ναι, εγώ είμαι, φίλε μου.» του είπε καθώς τον βοηθούσε να σηκωθεί.
«Εγώ... ονειρευόμουν...»
«Καθώς ξυπνούσες είπες κάτι για μια πανούκλα. Τι εννοούσες;»
«Δεν... ξέρω... ήταν λες και ήταν κάποιος άλλος. Θυμάμαι μια σκοτεινιά... και απόγνωση...»
«Η Μεγάλη Πανούκλα. Περίπου τριακόσια χρόνια πριν κατέλαβε τους Ντουνεντάιν αυτής της περιοχής. Μοιραζόσουν τα όνειρα εκείνων για τους οποίους χτίστηκε αυτός ο τάφος.» είπε η Άντριελ.
«Λοιπόν αφήστε εκείνα τα όνειρα να παραμείνουν με τους νεκρούς. Εγώ δεν θέλω άλλα από αυτά!»
«Πώς κατέληξες σε αυτόν τον τάφο;» τον ρώτησε ο Έρανταν.
«Ανακαλώ ότι βαδίζαμε γρήγορα κατά μήκος των τάφων, ανυπόμονοι να επιστρέψουμε στους φίλους μας, όμως μια ομίχλη ξεκίνησε να υψώνεται και έγινε δύσκολο να βρούμε το δρόμο μας. Αρχίσαμε να ακούμε φωνές να μας καλούν. Σαν από πολύ μακριά... ή αλλιώς κάτω απτή γη. Και τότε... οι νεκροί ήταν παντού τριγύρω μας! Τους πολεμήσαμε, μα τότε ένιωσα την παρουσία κάτι άλλου... κάτι δυνατότερου... πιο σατανικού. Είδα μια σκιώδη φιγούρα να σηκώνει τον Κιλάραν και τότε έπεσε αναίσθητος Τότε εκείνο ήρθε για μένα... αυτά είναι όλα όσα θυμάμαι. Όμως αν εγώ μεταφέρθηκα ζωντανός μέσα σε αυτόν τον τάφο, τότε το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τον Κιλάραν. Πρέπει να τον βρούμε!»
«Αυτό σκοπεύουμε να κάνουμε. Είσαι αρκετά δυνατός για να μας ακολουθήσεις;»
«Ναι, νομίζω πως μπορώ να συμβαδίσω μαζί σας.»
«Πάμε προτού κι άλλα νεκρά πράγματα αποφασίσουν να εμφανιστούν.» είπε ο Φάριν.
Ο Λούιν πήρε το σπαθί του και ακολούθησε την ομάδα. Ο τάφος είχε κι άλλη αίθουσα και μπήκαν σε αυτήν. Εκεί η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή, που δεν έβλεπαν καλά στο εσωτερικό της αίθουσας. Ο Λούιν πέρασε μπροστά και ο τρόμος ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του μόλις είδε κάτι.
«Είναι ο Κιλάραν!» είπε δείχνοντας ευθεία μπροστά. Κοίταξαν όλοι και είδαν το αναίσθητο σώμα του Κιλάραν, ενώ από πάνω του ήταν σκυμμένη μια αέρινη φιγούρα που μόλις τους αντιλήφθηκε υψώθηκε. Ήταν μια αέρινη μορφή πελώρια σε ύψος, με μορφή σκελετού που φορούσε υφάσματα τα οποία αέριζαν σε κάθε του κίνηση, σαν ένα παράξενο τρομακτικό πλάσμα.
Ύψωσε τα χέρια του και ο Κιλάραν σηκώθηκε, δεν φαινόταν όμως να είναι ο εαυτός του. Η ομίχλη τον κύκλωνε και ανέβλυζε από μέσα του, μέχρι και από τα μάτια του και στα χέρια του κρατούσε σπαθί, όμως δεν φαινόταν να κινείται με τη θέληση του.
«Τι του συνέβη;» απόρησε έντρομος ο Έρανταν.
«Περιφερόμενοι Φύλακες! Ακούστε με! Ο Καταραμένος του Τάφου τον ελέγχει. Υπερασπιστείτε τους εαυτούς σας. Πρέπει να τον ρίξουμε!» φώναξε η Άντριελ, που κατάλαβε πως δεν υπήρχαν ελπίδες να σωθεί.
O Έρανταν αφού σκότωσε έναν από τους ζωντανούς σκελετούς απάντησε:
«Είναι φίλος! Δεν μπορώ!»
«Ο άνδρας που ήξερες είναι νεκρός. Αυτό δεν είναι παρά ένα σατανικό κόλπο. Υπερασπιστείτε τους εαυτούς σας!» επέμεινε το ξωτικό. Ο Έρανταν άρχισε να ρίχνει σε κάτι σκελετούς από μακριά με τα βέλη του, καθώς ο Λούιν όρμησε μπροστά με το σπαθί του. Τότε ο Λόρδος των Θολωτών Τάφων κάνοντας κινήσεις με τα σκελετωμένα, αέρινα χέρια του και ελέγχοντας τον Κιλάραν σαν μαριονέτα, τον έκανε να πηδήξει στο μέρος τους.
Επιτέθηκε στον Έρανταν, ο οποίος μην έχοντας άλλη επιλογή έβγαλε το σπαθί του και άρχισε να πολεμάει μαζί του. Με βαριά καρδιά έτρεξε κι ο Λούιν και βοήθησε να τον πολεμήσουν. Εκείνος απέκρουσε και τους δύο και με μεγάλη ταχύτητα πλησίασε την Άντριελ η οποία του έριχνε με τη ράβδο της. Ο Έρανταν και ο Λούιν τον ακολούθησαν και άρχισαν να συγκρούονται ξανά μαζί του. Ένα κύμα πράσινης φωτιάς όμως που βγήκε από το σώμα του τους έσπρωξε μακριά. Σηκώθηκαν και ο Έρανταν του όρμησε ξανά, όμως τότε ο Κιλάραν εξαφανίστηκε με τη μορφή πνεύματος και εμφανίστηκε πάλι κάτω από τον Λόρδο των Τάφων. Η γιγαντιαία μορφή εξαπέλυσε επίσης ένα μεγάλο κύμα πράσινης ενέργειας. Όλοι κρύφτηκαν πίσω από βράχους για να το αποφύγουν, εκτός από τον Έρανταν ο οποίος το απέφυγε με μια κουτρουβάλα. Βράχια άρχισαν να γκρεμίζονται και να πέφτουν από την οροφή της σπηλιάς. Ένα ακόμα κύμα πράσινης φωτιάς χτύπησε τον Έρανταν και την Άντριελ. Ο Φάριν κρυμμένος πίσω από ένα βράχο, αφού είδε πρώτα ότι οι φίλοι του ήταν καλά και ξανασηκώθηκαν, κράτησε γερά το τσεκούρι του και βγήκε μπροστά για να πολεμήσει τους σκελετούς.
Η οργή τον οδηγούσε και κόκκαλα πετάγονταν παντού από τα χτυπήματα του. Τα βέλη του Έρανταν από μακριά τον βοηθούσαν. Δεν μπορούσαν να πλησιάσουν ακόμα τον Κιλάραν, έτσι απλά πολεμούσαν όλοι ενάντια στους ζωντανούς νεκρούς αποφεύγοντας όσο μπορούσαν τα κύματα ενέργειας που τους έστελνε ο Λόρδος τους. Σύντομα ο Κιλάραν βρέθηκε ξανά κοντά τους με ανανεωμένες δυνάμεις. Αυτή τη φορά ο Φάριν ήταν εκείνος που του επιτέθηκε πρώτος ενώ οι άλλοι του έριχναν από μακριά. Ήταν πολύ δύσκολο να τον σκοτώσουν εφόσον ήταν ήδη νεκρός και συνεπώς η δύναμη του Λόρδου των Τάφων το οδηγούσαν, και είχε υπεράνθρωπες δυνάμεις και ταχύτητα. Ένα κύμα φωτιάς έριξε τον Φάριν αρκετά μέτρα μακριά, όμως την ίδια στιγμή, ένα βέλος του Έρανταν που βρήκε ανάμεσα στα μάτια τον Κιλάραν, τον έριξε στο έδαφος και εξαφανίστηκε ξανά. Κοίταξαν όλοι προς τη μεριά του Λόρδου και είδαν τη μορφή του σιγά να χάνεται, ώσπου έγινε ένα πράσινο σύννεφο καπνού και έφυγε προς το ταβάνι, αφήνοντας το ακίνητο πλέον και νεκρό σώμα του Κιλάραν στην ησυχία του επιτέλους.
Μαζί με τον Κιλάραν, είχε νικηθεί και αυτός. Τα μέλη της ομάδας συγκεντρώθηκαν πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον. Είχαν όλοι μερικές πληγές και σημάδια από τη μάχη , όμως τίποτα τόσο σοβαρό. Φαίνονταν όμως όλοι καταβεβλημένοι και ειδικά ο Έρανταν και ο Λούιν.
«Λυπάμαι για ότι συνέβη στον σύντροφο σου, Λούιν. Θα είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Φάριν.
«Πρώτα Μαύροι Καβαλάρηδες, τώρα Καταραμένοι των τάφων! Αυτό είναι παραπάνω από όσο μπορούν να αντέξουν οι Άνθρωποι! Όμως όπου υπάρχει ζωή, υπάρχει κι ελπίδα. Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, αλλά θα είμαι καλά. Το οφείλω σε όσους χάθηκαν ν συνεχίσω όσο καλύτερα μπορώ.» απάντησε εκείνος.
«Πέρασες πολλά. Ίσως θα έπρεπε να έρθεις μαζί μας στο Σκιστό Λαγκάδι ή μπορούμε να σε πάμε στο Μπρι, δεν είναι πολύ μακριά.» του πρότεινε ο Έρανταν.
«Όχι, αισθάνομαι τη δύναμη μου να επανέρχεται. Σύντομα θα είμαι ο εαυτός μου ξανά, και τότε θα μεταφέρω το σώμα του Κιλάραν μακριά από αυτούς τους καταραμένους τάφους. Πρέπει να ταφεί μαζί με τους υπόλοιπους αδελφούς του που έπεσαν στη Διάβαση Σαρν.
«Αυτό είναι σοφή απόφαση. Ελπίζω να μπορέσει να αναπαυθεί εν ειρήνη τώρα..» του είπε ο Έρανταν και, αφού η Άντριελ του παρέδωσε το Αθέλας που είχε φυλάξει με σκοπό να το παραδώσει στη Σιλάνα για να σώσει εκείνον τον νεαρό άνδρα, οι τρεις σύντροφοι τον αποχαιρέτησαν και ξεκίνησαν για ένα ακόμα ταξίδι, το οποίο, ήλπιζαν χωρίς απρόοπτα στο δρόμο τους, θα τους οδηγούσε σε εκείνον τον επίγειο παράδεισο που ονομαζόταν Σκιστό Λαγκάδι.
Ήλπιζαν να ξεκουράζονταν εκεί και να ανάρρωναν από τις πρόσφατες μάχες και όσα πέρασαν.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro