ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η μέρες που περάσαν βρήκαν την Χριστίνα ακόμα στο κρεβάτι , ένιωθε ότι είχε πεθάνει, δεν είχε κουράγιο ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι πόσο να πάει στην σχολή.
Το έκτο πρωινό την βρήκε για άλλη μια φορά να κοιτάει το ταβάνι και να προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της. 'Όταν έτσι ξαφνικά εκνευρίστηκε και αποφάσισε ότι αρκετά έκλαψε για αυτόν τον βλάκα.
Έβαλε τον εγωισμό της πάνω από την καρδιά για άλλη μια φορά και σηκώθηκε, αποφάσισε ότι την Δευτέρα θα πήγαινε στην σχολή. Άλλα σήμερα χρειαζόταν αλκοόλ για να ηρεμήσει η ψυχή της. Έτσι σηκώθηκε ντύθηκε και πήγε με το ψιλικατζίδικο του χωρίου και πήρε ότι ποιο δυνατό είχε.
Την Δευτέρα το πρωί σηκώθηκε έγινε μια κούκλα και μπήκε στο αυτοκίνητο ώστε να φτάσει στην σχολή. Την στιγμή που πάρκαρε και είδε απέναντι τον Άγγελο να βγαίνει από το δικό του αυτοκίνητο, έχασε για μια στιγμή το θάρρος της άλλα κοίταξε στο καθρέπτη και είπες στον εαυτό « Μπορείς είσαι δυνατή κανένα άντρας δεν αξίζει. »
Την ώρα που έβγαινε από το παρκινγκ ο Άγγελος, πέρασε από μπροστά του χαμογελώντας, αγνοώντας τον τελείως σαν να μην υπήρξε ποτέ στην ζωή της. Το ποσό σπάραζε η καρδιά της, το ποσό ήθελε να τον αγκαλιάσει και να του ζητήσει συγγνώμη το ήξερε μονό αυτή και έτσι θα έμενε Ο Άγγελος μόλις την είδε σάστισε για μια στιγμή, τόσες μέρες έφτανε μια ανάσα έξω από το σπίτι της άλλα πότε δεν χτυπούσε την πόρτα και όσες φόρες προσπάθησε να την πάρει τηλεφωνώ δεν ήξερε τι να της πει.
Τώρα την κοίταζε να περνάει από μπροστά του χαρούμενη λες οι τελευταίοι μήνες δεν υπήρξαν στην ζωή της. Ίσως τελικά έπαιζε μαζί του όπως του είχε πει η ίδια και αυτός ο βλάκας την είχε ερωτευτεί τόσο πολύ που ένιωθε ότι δεν θα μπορεί να ξανά ερωτευτεί ξανά στην ζωή του.
Ο υπόλοιπος μηνάς πέρασε κάπως έτσι. Κάθε μέρα η Χριστίνα έβαζε όλοι την δύναμη της ώστε να σηκωθεί από το κρεβάτι και να παίξει θέατρο και ο Άγγελος την παρακολουθούσε στην σχολή και σιγουρευόταν ότι είχε παίξει μαζί του.
Μαζί με τον Φεβρουάριο ήρθε και η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Η Χριστίνα την ήμερα εκείνη δεν πήγε στην σχολή, δεν άντεχε να βλέπει ευτυχισμένους ανθρώπους γύρω της. Επέλεξε να κοιμήθηκε μέχρι αργά το απόγευμα και μετά περάσει την υπόλοιπη μέρα πίνοντας αλκοόλ.
Στης δέκα το βράδυ ήταν τυφλά στο μεθύσει οπότε βγήκε το σπίτι της και περπάτησε μέχρι το σπίτι του Άγγελου οποί άρχισε να χτυπάει την πόρτα.
Ο Άγγελος παραξενευμένος άνοιξε την πόρτα και μπροστά του έπεσε η Χριστίνα η οποία άρχισε να του φωνάζει.
Χριστίνα: Είσαι βλάκας άλλα εγώ σε αγαπώ τόσο πολύ που πονάω, με ακούς σε αγαπάω και δεν ήθελα να σε πληγώσω άλλα ο κώλο εγωισμός και η ανασφαλείς μου φταίνε για όλα
Ο Άγγελος έσκυψε την πήρε στην αγκαλιά, την σήκωσε από το πάτωμα και την ακούμπησε στον καναπέ.
Άγγελος: Σε ακούω
Χριστίνα: Δεν με ακοής παλιό βλάκα αλλιώς δεν θα με άφηνες μονή μου να υποφέρω
Άγγελος: Και σε ακούω και σε βλέπω ηρέμησε τώρα, έλα κλείσε τα μάτια να κοιμηθείς και αύριο θα μιλήσουμε.
Η Χριστίνα έκλεισε τα μάτια της και την πήρε ένας γλυκός ύπνος. Από την άλλη Άγγελος ένιωθε ευτυχισμένος γιατί είχε μάθει την αλήθεια όποτε αποφάσισε να της τσιγκλήσει λίγο την ζήλεια ώστε να το παραδεχτεί και νηφάλιά, την σκέπασε και έφυγε από το σπίτι του δεν ήθελε να τον βρήκε εκεί όταν ξυπνήσει.
Φοβόταν ότι θα είχε άσχημα αντίδραση άμα καταλάβαινε τι είχε κάνει μέσα στο μεθύσι της. Την επόμενη μέρα η Χριστίνα ξύπνησε από το φως του ηλίου που έμπαινε από το παράθυρο, τεντώθηκες και ανακάλυψε ότι δεν ήταν σπίτι της.
Σηκώθηκε απότομα και πάνω στην συρταριερα είδε την φωτογραφήσει του Άγγελου και κατάλαβε ότι ήταν στο σπίτι του, άρχισε να τον φωνάζει άλλα γρήγορα ανακάλυψε ότι δεν ήταν κανένας σπίτι. Απογοητευόμενη έβγαλε τα παπούτσια της και έφυγε προς το δικό της προσπαθώντας να θυμηθεί τι είχε κάνει εχτές το βράδυ και τι του είχε πει.
Την επόμενη μέρα στην σχολή η Χριστίνα είχε πάει από νωρίς και τον περίμενε στην αυλή έτσι ώστε να τον ρωτήσει τι έγινε και βρέθηκε στο σπίτι του να κοιμάται.. Όλοι μέρα δεν είχε εμφανιστεί και λίγο πριν σχολάσουν μπήκε στην σχολή αγκαλιά με μια πολύ όμορφη κοπέλα, πέρασε από μπροστά της σαν να μην την είδε καν και προχώρησε προς την παρέα του που καθόταν σχεδόν διπλά της.
Η Χριστίνα έστησε αυτί να ακούσει τι λένε και έπεσε από τα σύννεφα όταν την σύστησε σαν κοπέλα του, πήρε μια βαθιά ανάσα και τους πλησίασε.
Χριστίνα: Καλημέρα Άγγελε τι κανείς; μπορούμε να μιλήσουμε;
Άγγελος: Καλημέρα καλά εσύ, είμαι απασχολημένος τώρα δεν το βλέπεις;
Χριστίνα: Καλά, ποια είναι η κοπέλα;
Άγγελος: Τι σε νοιάζει εσένα;
Χριστίνα: Αώο περιέργεια ήθελα να μάθω.
Άγγελος: Εγώ δεν θέλω όμως, γεια σου.
Χριστίνα: Αντίο
Μόλις είδε την Χριστίνα να βγαίνει από την αυλή η Γιάννα γύρισε και τον κοίταξε περίεργα.
Γιάννα: Γιατί της μίλησες έτσι;
Άγγελος: Άσε ρε ξαδέρφη δεν έχεις ιδέα ποσό δύσκολο είναι αυτό που κάνω
Γιάννα: Γιατί ποια είναι;
Άγγελος: Αυτή είναι η Χριστίνα
Γ-Η γνώστη Χριστίνα!
Άγγελος: Ναι.
Γιάννα: Και πάλι δεν καταλαβαίνω αν την αγαπάς γιατί της συμπεριφέρεσαι έτσι;
Άγγελος: Ήρθε εχτές μεθυσμένη στο σπίτι και μου έλεγε ότι με αγαπάει και δεν μπορεί μακριά μου, όποτε έφερα εσένα εδώ σήμερα για να την κάνω να ζηλέψει και να δω άμα λέει την αλήθεια.
Μια εβδομάδα αργότερα ο Άγγελος και η Γιάννα σαλιάριζαν μπροστά στα ματιά της και εκείνη δεν μπορούσε να αντιδρούσε καθόλου. Η υπομονή έχει και τα όρια της όμως, την Παρασκευή το πρωί ο Άγγελος και η Γιάννα ήταν αγκαλιά έξω από το αμφιθέατρο και ο Άγγελος της φιλούσε.
Μόλις τους είδε έχασε την ψυχραιμία της, σε μια στιγμή έφτασε διπλά τους και την τράβηξε από την αγκαλιά του.
Την πέταξε κάτω και έπεσε από πάνω και άρχισε να την χτυπάει, ο Άγγελος πετάχτηκε πάνω και σήκωσε την Χριστίνα στο αέρα. Ύστερα την έκλεισε στην αγκαλιά του αμέσως μόλις μύρισε το άρωμα του τύλιξε τα χεριά γύρω από την μέση του και τον σφίξε. Τότε έδωσε το χέρι στην Γιάννα ώστε να σηκωθεί.
Άγγελος: Γιάννα είσαι καλά;
Γιάννα: Εντάξει είμαι πάντως είναι πολύ δυνατή.
Άγγελος: Χίλια συγνώμη δεν περίμενα να αντίδραση έτσι.
Γιάννα: Δεν πειράζει άξιζε το κόπο.
Άγγελος: Σε ευχαριστώ πολύ για όλοι την εβδομάδα.
Γιάννα: Τίποτα κάλε, φεύγω όμως τώρα ξάδερφε, δεν με χρειάζεσαι άλλο μια συμβουλή μια κοπέλα που αντιδρά έτσι είναι τρελά ερωτευτεί μαζί σου
Άγγελος: Το ξέρω ευχαριστώ για όλα, αγάπη μου πάμε κάπου να μιλήσουμε;
Χριστίνα: Πάμε στην παράλια μας;
Άγγελος: Πάμε οπού θες εσύ.
Έφυγαν από την σχολή αγκαλιά και ύστερα από λίγη ώρα έφτασαν στην παράλια.
Άγγελος: Έλα να περπατήσουμε λίγο.
Χριστίνα: Συγγνώμη, αγάπη μου έχασα την ψυχραιμία μου. Δεν άντεξα άλλο να σε βλέπω να την φιλάς είσαι μονό δικός μου.
Την σταμάτησε εκεί που σκάει το κύμα και την φίλησε.
Άγγελος: Δεν πειράζει αυτή την φορά.
Χριστίνα: Σε αγαπώ πιο πολύ και από την ζωή μου.
Άγγελος: Εγώ να δεις ποσό σε αγαπώ ,δεν άντεχα άλλο μακριά σου.
Χριστίνα: Σου υπόσχομαι ότι δεν θα ξανα φερθώ σαν εγωίστρια αν μου δώσεις μια ευκαιρία να είμαστε πάλι μαζί;
Άγγελος: Εντάξει αγάπη μου.
Έκατσαν στην παράλια πότε έπαιζαν, πότε περπατούσαν κατά βάση συζητούσαν μέχρι να δύση ο ήλιο και να κάνει κρύο ώστε να γυρίσουν στο χωρίο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro