Κεφάλαιο 9: Η ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΥΒΔΗ
Η Μαρία κοιμόταν δίπλα μου έμοιαζε τόσο γαλήνια. Τα σάλια έτρεχαν πάνω στο μαξιλάρι της ενώ ένας γλυκός ήχος συνόδευε τον ύπνο της. Εγώ πάλι σαν άγρυπνος φρουρός καθόμουν δίπλα της προσέχοντας την μην μπορώντας να κοιμηθώ κυρίως από την αγωνία μου για την αυριανή μας επίσκεψη στον γυναικολόγο. Αν και δυσκολεύτηκα πολύ να την πείσω να πάμε επέμενε πως η ίδια ξέρει το σώμα της καλύτερα από οποιονδήποτε γυναικολόγο.
Η ώρα κυλούσε αρκετά αργά και το ροχαλιτο της Μαρίας έκανε τα νεύρα μου λεπτό με το λεπτό κρόσσια. Δεν άντεχα αυτόν τον ήχο, ναι δεν γίνεται να το ελέγξει αλλά ειδικά τώρα δεν μπορούσα να το αντέξω. Έβγαλα απαλά το πάπλωμα από επάνω μου και κατευθύνθηκα στο σαλόνι. Χωρίς να ανοίξω το φως κάθισα μπροστά στο παράθυρο και παρατήρησα τον έναστρο ουρανό. Ήταν όλα τόσο όμορφα και για έναν περίεργο λόγο θα ήθελα τόσο πολύ ένα μικρό παιδί να τριγυρνάει μέσα στο σπίτι όμως, ένιωθα ταυτόχρονα ένα μεγάλο κενό σαν κάτι να έλειπε από την ζωή μου.
Κοίταξα τον φάκελο που βρισκόταν επάνω στον καναπέ από το μεσημέρι που επέστρεψα. Τον πήρα στα χέρια μου και κατευθύνθηκα προς το γραφείο όπου τον ακούμπησα απαλά πάνω ανοίγοντας τον. Κοιτάζοντας τα χαρτιά που είχε μέσα αναστεναξα βαριά όσο και αν αγαπούσα την δουλειά μου όλη αυτή η χαρτουρα μου έφερνε τρελό πονοκέφαλο. Θυμάμαι μικρός έβλεπα τον μπαμπά μου να μάχεται για το δίκαιο και ήθελα και εγώ να γίνω σαν αυτόν. Οι υποθέσεις μέρα με την μέρα αυξάνονταν διαρκώς και δυστυχώς πολλές έπρεπε να τις απορρίπτω. Φόρεσα τα γυαλιά μου και άρχισα να διαβάζω τις υποθέσεις που μου είχαν μείνει.
Απορροφημένος όπως ήμουν ένιωσα δύο χέρια να μου χαϊδεύουν την πλάτη και σιγά σιγά άρχισαν να πηγαίνουν προς το στέρνο μου και έπαιρναν μια κατηφορική πορεία που υπό άλλες συνθήκες θα μου άρεσε αρκετά αλλά τώρα...
«Έχω δουλειά.» λέω απαλά σταματώντας τα χέρια της Μαρίας.
«Ω έλα...διάβασα πως η επαφή κάνει καλό στο παιδί! Θα το κάνει πιο έξυπνο.» την ακούω να λέει καθώς γυρίζει την καρέκλα του γραφείου και περνάει τα πόδια της δεξιά και αριστερά μου.
«Μαρία! Έχεις να πας στον γυναικολόγο! Και εγώ έχω δουλειά!» ξανά λέω προσπαθώντας να μην φωνάξω στην κατάσταση της.
«Ναι αλλά πρέπει να προνοησουμε για το παιδί μας και την εξυπνάδα του.» είπε και άρχισε να τρίβεται. Πήρα μια ανάσα και πέρασα τα χέρια μου στην μέση της σηκώνοντας την απαλά από την θέση στην οποία βρισκόταν.
«Είπα έχω δουλειά.» πρόσθεσα και πριν γυρίσω στην δουλειά μου έριξα μια φευγαλέα ματιά στην ώρα. «Μαρια στις έντεκα έχουμε ραντεβού με την γιατρό. Καλά θα κάνεις να είσαι έτοιμη και να αφήσεις τις χαζομάρες.» πρόσθεσα.
«Καλά θα είμαι έτοιμη!» φώναξε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της.
Είχα χάσει την φόρμα μου υπό άλλες συνθήκες δεν θα έλεγα όχι σε καμία τέτοια δελεαστική πρόταση. Για όλα υπάρχει πρώτη φορά όμως ε;
Η ώρα κυλούσε πολύ βασανιστηκά όχι επειδή είχα δουλειά αλλά επειδή η Μαρία έμπαινε κάθε τρεις και λίγο στο γραφείο μου προσπαθώντας είτε να με κάνει να ενδώσω είτε να μου αλλάξει γνώμη για την γιατρό. Είχα αρχίσει και εκνευριζομουν αφάνταστα με την συμπεριφορά της.
[...]
«Μαρία το φελεκι μου τελείωνε θα αργήσουμε στην γιατρό!» φώναξα για πολλοστή φορά μέσα σε είκοσι λεπτά καθώς η Μαρία ξαφνικά άρχισε να νιώθει αδιαθεσία. Θα την πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Πραγματικά αν δεν με φλέρταρε η φυλακή μετά τον φόνο θα το έκανα ευχαρίστως.
«Ορίστε είμαι έτοιμη! Αλλά να ξέρεις οι γαμπες μου έχουν πριστεί πολύ και με πονάνε τα πόδια μου.» την ακούω να λέει και πραγματικά ήθελα να ήξερα όντως τα νιώθει όλα αυτά ή με δουλεύει; Από τα λίγα πράγματα που ξέρω για την εγκυμοσύνη αυτά τα...σύμπτωμα μάλλον γίνονται πιο μετά. Το δικό μας το παιδί τι είναι; Κανένας ελέφαντας και της πριζονται τα πόδια τόσο γρήγορα;
«Θα ζήσεις. Πάμε τώρα γιατί θα αργήσουμε!»
«Μα Αλέκο μου! Μόνο για εσένα πάω!» μου νιαουριζει γλυκά και το χέρι της ακουμπάει κάπου που δεν πρέπει. Μα καλά τι ορέξεις είναι αυτές σήμερα;
«Ναι...πάμε.» απαντάω και απομακρύνω το χέρι της από εκείνο το σημείο. Είχα πραγματικά αρχίσει να νιώθω άβολα.
Φτάνοντας στην γιατρό όλη η κατάσταση έγινε πολύ χειρότερη όμως μου έδωσε να καταλάβω γιατί είχε τόσες ορέξεις έτσι ξαφνικά.
«Μαρία! Αν δεν βγεις τώρα από το αυτοκίνητο θα μας ακούσει όλη η Θεσσαλονίκη!» φωνάζω βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.
«Καλά...» μου νιαουριζει πάλι. Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά σήμερα. «Ομως η μαμά μου δεν συμφωνεί σε αυτό. Έπρεπε να έρθω με αυτή και όχι με εσένα.» μου λέει και πραγματικά δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Τι γίνεται σήμερα;
Μπαίνοντας μέσα στο ιατρείο η Μαρία παρακάλεσε την γιατρό να μην μπω μέσα στο εξεταστηριο γεγονός που με προβλημάτισε. Κάθισα σε μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα και προσπάθησα να ακούσω όμως άδικος κόπος. Το πόδι μου άρχισε να κινείται νευρικά πάνω κάτω όσο η αγωνία μου μεγάλωνε.
«Μπορείτε να έρθετε.» ακούω την γιατρό να λέει και με τα φίδια να με ζώνουν μπαίνω μέσα. Στο γραφείο της γιατρού βλέπω την Μαρία να κάθεται και να κλαίει ενώ η γιατρός με κοιτούσε συμπονετικά. Δίχως να πει λέξη κατάλαβα πως μάλλον η Μαρία δεν είχε ποτέ μωρό στην κοιλιά της. Δεν ήξερα αν έπρεπε να ανακουφιστω ή να νιώσω θλίψη. Όλα τα συναισθήματα που ένιωθα τώρα ήταν τόσο μα τόσο μπερδεμένα. Το σίγουρο ήταν πως δεν θα την άφηνα να το περάσει όλο αυτό μόνη της με είχε ανάγκη.
«Πραγματικά λυπάμαι...» είπε η γιατρός στο τέλος της συζήτησης που είχαμε. Η Μαρία όλη την ώρα ήταν ένα ράκος.
«Θέλω να πάω στην μαμά μου.» μου λέει. Και έτσι έγινε πήγαμε μαζί στο πατρικό της.
[...]
«Μαμα! Δεν θα κάνω μωρό!» άρχισε να κλαίει στην αγκαλιά της μαμάς της ενώ ο πατέρας της και ο αρραβωνιαστικός της Ελπίδας παρέμειναν στο σαλόνι σιωπηλοί. Βλέποντας τους μαζί είναι σαν να βλέπω την Σκύλλα και την Χάρυβδη μαζί να πίνουν καφέ για τόσο τέλειο δίδυμο μιλάμε.
«Πάω επάνω με το παιδί να μιλήσουμε. Εσείς οι άντρες πείτε τα.» είπε η κυρά Θεοδώρα.
«Εντάξει γυναίκα.» είπε η Σκύλλα και μου χαμογέλασε έτοιμη να μου φάει την ψυχή. Δεν μου αρέσει καθόλου η κατάληξη μου εδώ νιώθω σαν ένα κομμάτι κρέας ανάμεσα σε μια αγέλη λιονταριών ή ακόμα χειρότερα υαινων.
«Έλα αγόρι μου κάτσε.» τον ακούω να λέει και νιώθω πως είναι έτοιμος να ορμήσει επάνω μου.
«Αχ κύριε Σπύρο μου! Η Ελπίδα τι θα κάνω μαζί της;» τον ακούω να λέει και νιώθω πως ζει σε άλλον κόσμο ή μάλλον σε άλλο πλανήτη. Καλά έκανα και τον είπα Χάρυβδη του πάει. «Εσύ Αγαμέμνονα έχεις καμία ιδέα;» τον ακούω να λέει και αλήθεια επίτηδες μπερδεύει το όνομα μου; Πόσες φορές πρέπει να συστηθώ μαζί του;
«Αλέξανδρο με λένε μην τα ξανά λέμε αυτά Χαρυβ-αγαπημένε μου γαμπρε.» λέω και κοντεύω να πνιγώ με τις τελευταίες λέξεις που ξεστομίζω.
«Το ήξερα πως θα τα πάμε καλά! Να ξέρεις έκανα τρύπες στα προφυλακτικά!» τον ακούω να λέει ενθουσιασμένος.
«Αν σου κάνει καταγγελία και μήνυση θα είμαι ο δικηγόρος της. Αυτό παραπαίει έχετε ξεφύγει εδώ μέσα!» ακούω τον εαυτό μου να ξεστομίζει και απλά φεύγω. Τέτοια πράγματα με κάνουν έξαλλο! Ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα!
Άναψα ένα τσιγάρο και απλά έκατσα στην αυλή. Δεν ήθελα να ξανά μπω μέσα στο κλουβί με τους τρελούς. Η Ελπίδα δεν αξίζει μια τέτοια συμπεριφορά.
Αυτό το κεφάλαιο γράφτηκε από την KiTTy_monster_
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro