ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Ο ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΟΣ
POV ΕΛΠΙΔΑ
Ο Αλέξανδρος σαν σωστός κύριος με γύρισε μέχρι το σπίτι μου. Ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Αποφάσισα να φύγω από το σπίτι των γονιών μου και να ανεξαρτητοποιηθώ. Βέβαια σε αυτή μου την απόφαση συνέβαλε και το γεγονός πως αρραβωνιάστηκα. Η αλήθεια είναι δεν ήταν κάτι που ήθελα και αναζητούσα, η οικογένεια μου ήθελε έναν άξιο, όπως αποκαλούσαν, σύζυγό για μένα. Εγώ πάλι ήθελα κάτι άλλο από την ζωή μου. Ήθελα να ζήσω έναν έρωτα μεγάλο και τρανό όπως στα παραμύθια.
Με αργές κινήσεις έβαλα τα κλειδιά στην σχισμή και άνοιξα την πόρτα. Αν και έπρεπε να το αποκαλώ σπίτι μου δεν το ένιωθα έτσι. Κάθε φορά που έμπαινα μέσα ένιωθα σαν να έμπαινα σε ένα ξένο σπίτι. Ο Έκτορας ήταν ένας γλυκός και καλός άνθρωπος και σίγουρα θα έκανε ευτυχισμένη κάποια γυναίκα αλλά ίσως να μην είμαι εγώ αυτή.
Με αργά βήματα εισχώρησα στο εσωτερικό του χώρου κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Μου έλειπε το σπίτι μου, μου έλειπε η μητέρα μου. Όμως, οι αγαπημένοι μου γονείς ήθελαν αυτόν τον γάμο, δεν θέλω να τους χαλάσω το χατίρι αλλά νιώθω εγκλωβισμένη. Κοίταξα την φωτογραφία που βρισκόταν πάνω στο έπιπλο της τηλεόρασης. Ήμουν με τον Έκτορα στο Παρίσι και ήμασταν αγκαλιά μπροστά από την πύργο του Άιφελ. Ήταν μια όμορφη και γλυκιά στιγμή όμως, ένιωθα μπερδεμένη.
Κάθησα στον καναπέ και άθελά μου στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες και σκέψεις από την σημερινή μου βόλτα με τον Αλέξανδρο. Ήταν γλυκός και επικοινωνιακός μου άρεσε πραγματικά να περνάω, χρόνο μαζί του. Οι συζητήσεις μας ήταν ποικίλων θεμάτων πράγμα που απόλαυσα.
Τέντωσα το χέρι μου και έπιασα μια ακόμα φωτογραφία μου με τον Έκτορα. Εδώ ήμασταν μικρά παιδιά και μας είχαν πάει οι γονείς του στο λουνα παρκ. Ο πατέρας του Έκτορα είναι δικηγόρος στην εταιρεία του πατέρα μου και κάνουν τρομερή παρέα. Έχει σώσει τον μπαμπά μου άπειρες φορές και αυτός είναι και ένας από τους λόγους που αποφάσισαν να με αρραβωνισουν με τον γιο τους. Ώρες ώρες σκέφτομαι να τρέξω μακριά από αυτή την τρέλα αλλά δεν μπορώ, τουλάχιστον όχι ακόμα.
Το κινητό μου δονείται και βλέπω μήνυμα από έναν άγνωστο αριθμό.
"Χευ μικρή! Ο Άλεξ είμαι. Κατάφερα και βρήκα τον αριθμό σου! Ελπίζω να μην ενοχλώ. Σκέφτηκα αύριο το πρωί να βγούμε για έναν καφέ, ξέρεις να γνωριστούμε καλύτερα." έλεγε το μήνυμα και ένιωσα έναν περίεργο ενθουσιασμό να με κατακλύζει. Όπως όταν σου χτυπάει το κουδούνι ο ντελιβερας.
"Γεια σου Αλέξανδρε. Ναι θα ήθελα να βρεθούμε αύριο το πρωί για καφέ." απάντησα και άφησα το κινητό μου στην άκρη.
Σηκώθηκα και πήγα στην βιβλιοθήκη, πήρα την τρίτη κληρονόμο ένα από τα πιο ωραία βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ μου και κάθησα οκλαδόν πάνω στον καναπέ αφήνοντας τις λέξεις του βιβλίου να με παρασύρουν.
[...]
Το κουδούνι ήχησε στον χώρο διακόπτοντας το διάβασμα μου. Με ένα αίσθημα στεναχώριας σηκώθηκα και άνοιξα την πόρτα.
«Γεια σου Ελπίδα!» την ακούω να φωνάζει καθώς μπαίνει σεινάμενη κουνάμενη μέσα στο διαμέρισμα. «Δεν θα το πιστέψεις τι έγινε σήμερα.» προσθέτει καθώς κάθεται επάνω στον καναπέ. «Ω διακόπτω από κάτι;» ρωτάει πριν προλάβω να απαντήσω καθώς έχει στα χέρια της το βιβλίο μου.
«Μην το κλει-» πήγα να πω αλλά προς μεγάλη μου απογοήτευση έκλεισε το βιβλίο και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού.
«Λοιπόν, που έμεινα; Αν ναι!» συνεχίζει δίχως να μου δίνει καμία σημασία.
«Σήμερα που λες στην δουλειά ήρθε ένας κύριος. Ήταν Κύπριος με ωραία προφορά! Ξέρεις πως είναι οι Κύπριοι; Τώρα που το σκέφτομαι δεν ξέρεις ούτε εγώ ξέρω! Όπως και να έχει μιλούσε περίεργα εγώ δεν καταλάβαινα. Ξαφνικά έρχεται το αφεντικό και του λέει να περάσει εγώ καθόμουν και προσπαθούσα τόση ώρα να καταλάβω τι λέει και στο τέλος μου τα έψαλε το αφεντικό. Εγώ φταίω; Δεν μου έμαθε ποτέ κανείς κυπριακά!» την ακούω να μιλάει και όλες αυτές οι πληροφορίες με χτύπησαν αλύπητα χωρίς να μπορέσω να εμπεδώσω τίποτα από αυτά που είχε πει.
«Ναι, δεν κατάλαβα τι έγινε τελικά με τον Κύπριο;» λέω μπέρδεμενη.
«Ποιον Κύπριο καλέ! Εδώ μου τα έψαλε το αφεντικό! Εσύ αλλού είσαι δεν άκουγες τι σου έλεγα;»
Δαγκώνω τα χείλη μου και απλά σηκώνομαι από την θέση μου. Δεν θα με τρελάνει αυτή εμένα!
«Εϊ που πας! Έχω να σου πω και άλλα!» την ακούω να φωνάζει και να έρχεται στην κουζίνα μαζί μου. Τι αμαρτίες πληρώνω;
«Και που λες μετά με φώναξαν να τους κάνω καφέ και κατάλαβα τι είπε! Άρα εγώ μπορώ να μιλάω τα κυπριακά! Απλά πριν δεν τα είχα ξεκλειδώσει. Τέλειο;»
Ακούγοντας και τις τελευταίες αυτές λέξεις κοίταξα το ντουλάπι και ήμουν έτοιμη να χτυπήσω το κεφάλι μου πάνω σε αυτό. «Γιατί μέσα σε κάποιο βίντεο παιχνίδι είσαι και τα ξεκλειδώσεις;»
«Μπορεί η προηγούμενη ζωή μου να ήταν μια ωραία Κύπρια ή ένας υπέροχος κούκλος Κύπριος που έχασε την αγάπη του και ήρθε να την βρει στην Ελλάδα!»
«Απλά πήγαινε σε παρακαλώ στο σαλόνι γιατί δεν γλιτώνω τον φόνο σήμερα!»
«Αααα εσύ στην προηγούμενη ζωή σου δεν έζησες καλά για αυτό είσαι ξινή.»
«Καλέ πάνε στο σαλόνι! Άσε με να ηρεμήσω!» είπα κουνώντας της το κουταλάκι στα μούτρα.
«Διάβασα σήμερα ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο! Το ήξερες πως κλωνοποιησαν ένα πρόβατο;»
«Ναι κάτι χρόνια τώρα. Σε παρακαλώ μην μιλάς! Κάτσε στο κινητό σου μέχρι να έρθω!»
Τι την είχε πιάσει σήμερα και φέρεται τόσο αλλοπρόσαλλα δεν είναι κάτι συνηθισμένο για αυτή.
Καθώς πλησίαζα με τους καφέδες άκουγα μικρούς λυγμούς. Αφησα όπως όπως τους καφέδες και την πλησίασα.
«Τι έχεις γλυκό μου;»
«Τον είδα με άλλη!» φώναξε και άρχισε να κλαίει.
«Μπορεί να ήταν αδελφή του ή ξαδέλφη του.» προσπαθώ να βρω μια λογική εξήγηση.
«Φιλάς εσύ την ξαδέρφη σου στο στόμα; Τόσο προχωρημένη είσαι ε;» γυρνάει και μου λέει ενώ λίγες στιγμές αργότερα ξεσπάει πάλι σε κλάματα. Ναι το παραδέχομαι είπα χαζομάρα.
«Μπορώ να μείνω σήμερα εδώ;»
«Ναι κορίτσι μου φυσικά! Θα φωνάξω και τα κορίτσια να έρθουν να φάμε παγωτό και να δούμε ταινία.» είπα ενώ της χάιδευα τα μαλλιά.
«Μπορώ να φάω τώρα το παγωτό;» μου λέει καθώς μου χαμογελάει.
«Ναι φυσικά πάω να στο φέρω και να καλέσω τα κορίτσια να έρθουν.»
Κάπως έτσι πέρασε και η αποψινή μας βραδιά. Προσπαθώντας να διαλέξουμε κάποια ταινία και να κάνουμε την γλυκιά μας φίλη να ξεχαστεί έστω και λίγο.
Αυτό το κεφάλαιο γράφτηκε απο την KiTTy_monster_ ❣️
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro