ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3: ΤΥΧΑΊΑ
POV Αλέξανδρος
Τι συνάντηση ήταν αυτή σήμερα; Να πω την αλήθεια όχι ότι με χάλασε, μου αρέσει να συναντάω ωραίες υπάρξεις. Μόνο όμως που η συγκεκριμένη είναι λίγο περισσότερο νευρική χρειάζεται να ηρεμήσει, εγώ πάντως ίσως και να προσφέρομαι. Σκεφτόμουν από μέσα μου ενώ μόλις είχα μπει στο αυτοκίνητο για να πάω στο γραφείο μου.
[...]
Πέρασαν αρκετές ώρες από την στιγμή που ήρθα στο γραφείο. Πολύ κούραση σήμερα, τα μάτια μου νιώθω πως είναι σχεδόν θολά και η μέση μου με πονάει λίγο χαμηλά. Βλέπω την ώρα στο μεγάλο ρολόι που είναι ακριβώς απέναντι από το γραφείο μου, είναι μόλις 10 το βράδυ. Δαγκώνω ελαφρά τα χείλη μου καθώς τρίβω απαλά τους κροτάφους μου. Ξαφνικά το κινητό χτυπάει.
« Αγάπη μου! Τι κάνεις; Εγώ μόλις τελείωσα από την δουλειά θες να βρεθούμε και να πάμε για ποτάκι; ». Μου είπε η Μαρία με μια πολλή ευχάριστη διάθεση.
« Ναι γιατί όχι;!! Είναι μια ευκαιρία για χαλάρωση. Τι λες πάμε στο γνωστό μέρος; ». Της έλεγα ενώ έπαιρνα τα κλειδιά στα χέρια μου και ετοιμαζόμουν να βγω από το γραφείο μου.
Μόλις βρεθήκαμε με την Μαρία, την κοιτάζω και βλέπω μια πολλή όμορφη και εκθαμβωτική παρουσία, ωστόσο δεν ξέρω γιατί αλλά δεν μπορώ να την αισθάνομαι όπως εκείνη εμένα. Ανέκαθεν μου άρεσε να βγαίνω με πολλές όμορφες κοπέλες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν γίνεται ακόμη και τώρα. Τι να γίνει;! Κάποια πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν.
Έχουμε παραγγείλει τα ποτά μας ενώ συζητάμε τα νέα μας.
«Για να δω το τατουάζ σου μωρό μου! Μήπως έκανες το όνομα μου;». Είπε εκείνη γελώντας και κοιτάζοντας με τόση αγάπη.
«Όχι δεν έκανα το όνομα σου!» Της απάντησα ενώ ξεκούμπωνε τα μανικετόκουμπα του πουκαμίσου μου.
«Ορίστε η άγκυρα που είναι δεμένη στον πάτο της θάλασσας.» Την ατίθαση πλευρά της φύσης. Του σκοτεινού μαύρου ουρανού, που μόλις έχει βγει το φεγγάρι για να φωτίζει τον δρόμο των θαλάσσιων υπάρξεων του βυθού.
«Πολύ ωραίο Αλέξη! Είναι πραγματικά αυτό που εκφράζει εσένα και τον χαρακτήρα σου. Η θάλασσα είναι κάτι που αγαπάς.» Τόνισε η Μαρία και την ίδια στιγμή με φίλησε.
Δεν μπορούν τα μάτια μου να πιστέψουν τι βλέπουν. Όχι δεν γίνεται! Δεν μπορεί! Σκεφτόμουν, ενώ μόλις έβλεπα εκείνη την ύπαρξη να μπαίνει μέσα στο μαγαζί που βρισκόμουν.
Μετά από κάποιες ώρες γύρισα στο σπίτι μου μόνο που αυτή την φορά χωρίς παρέα. Δεν θέλω αυτή την στιγμή τίποτα. Μα τι στο καλό έχω πάθει σήμερα. Πρέπει να την ξαναδώ δεν γίνεται να μην την δω ξανά. Εξάλλου η τύχη τελευταία μας έχει φέρει πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» έλεγαν οι αρχαίοι, σοφοί ήταν γιατί να μην τους ακούσω;!! Λέω στον εαυτό μου και παίρνω στα χέρια μου το κινητό μου.
«Συγνώμη αν σε ξυπνάω...θέλω να κάνεις κάτι για εμένα.» Έλεγα, ενώ κοιτούσα την ώρα, είναι 03:00 π.μ.
«Τι θες τρις η ώρα το ξημέρωμα Αλέξη;!» Έλεγε ο Διονύσης, ένας από τους πιο έμπιστους συνεργάτες μου.
«Τέλεια! Θέλω να βρεις πληροφορίες για το που μένει και που βρίσκεται η Ελπίδα Τσουρή. Θα σου στείλω και μια φωτογραφία της! Θέλω μέχρι αύριο το πρωί να ξέρω!» Του τονίζω με έντονο ύφος στην φωνή και του στέλνω τη φωτογραφία που είχα τραβήξει όταν ήμασταν στο μαγαζί την στιγμή που η Μαρία έλειπε στο μπάνιο.
«ΤΙ;;; ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΡΩΙ; ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ; ΣΕ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΞΗΜΕΡΏΝΕΙ!!! ΔΕΝ ΠΑΣ ΚΑΛΑ!!!» Αυτή την φορά ακούστηκα όντως τρελός γιατί δεν θέλω να περιμένω άλλο.
«Ναι ξέρω! Έχεις δίκιο! Θα έχεις όμως καλύτερη αμοιβή σε αυτό...απλά ενημερωτικά το αναφέρω» Προσπαθώ να τον ηρεμήσω και να του δώσω κίνητρα να το κάνει.
Τελικά το κίνητρο λειτούργησε είναι 07:00 μ.μ το πρωί και είχα είδη την διεύθυνση της. Δεν είναι τυχαία ο καλύτερος και ο πιο ευνοημένος από όλους. Έχει καλές διασυνδέσεις και είναι μέσα σε όλα, λίγο περισσότερο όμως στα πιο βαθιά και σκοτεινά σημεία της Θεσσαλονίκης. Έτσι λοιπόν, αποφασίζω να αφήσω τον καφέ στο τραπέζι μιας που έχω πιει είδη αρκετούς και να κάνω ένα γρήγορο ντουζ για να πάω εκεί! Δεν κοιμήθηκα καθόλου, δεν είχα διάθεσή για ύπνο.
Είμαι απέξω! Είναι νωρίς ακόμη, δεν νομίζω να έχει ξυπνήσει ακόμη, το αυτοκίνητό της είναι εδώ. Ώρα να βάλω μπροστά το σχέδιο μου. Να την! Φωνάζω στον εαυτό μου και βγαίνω έξω από το αμάξι δήθεν τυχαία να πέσω πάνω της.
«ΕΕΕ! Πας καλά άνθρωπε μου; Δεν με βλέπεις;» Φώναζε εκείνη ενώ ακόμα δεν είχε δει ποιος είμαι αφού μάζευε κάτι βιβλία που κρατούσε στα χέρια της.
«Δεν είναι δυνατόν! ΕΣΥ;;; ΠΑΛΙ;;;» Συνεχίζει να λέει.
«Έλα βρε ηρέμησε! Τι σε χαλάω δηλαδή; Τόσο πια με αντιπαθείς;» Της λέω με διάθεση για πείραγμα και χαβαλέ.
«Όχι εντάξει. Απλά ξαφνιάστηκα...δεν περίμενα να πέσω μπροστά σου και μάλιστα έξω από το σπίτι μου.»
«Η αλήθεια είναι ότι ούτε εγώ. Να εδώ σε έναν φίλο μου ερχόμουν να τον δω. Είδες;» Δεν μπορώ να σταματήσω να την κοιτάζω ενώ της μιλάω.
«Τι να δω;» Απόρησε η Ελπίδα.
«Ήρθε η μέρα που λέγαμε...»
«Ομολογώ πως δεν το περίμενα και σίγουρα όχι τόσο σύντομα. Το στοίχημα λες;» Προτρέχει να πει εκείνη.
«ΝΑΙ! Το στοίχημα; Τι λες λοιπόν...να το κάνουμε πράξη;» Είπα ενώ περίμενα να μου πει μια θετική απάντηση.
«Μα πως...έχω να πάω σε μια συμφοιτήτρια μου να της δώσω αυτά.»
«Μπορούμε να περάσουμε από εκεί και μετά να πάμε.» Εκτός από αυτά τα λόγια μου προσπαθούσα για αρκετή ώρα να την πείσω.
«Καλά! Εντάξει! Πάμε!» Φαίνεται πως και εκείνη ενθουσιάστηκε με την εξέλιξη της συνάντησης μας.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητό μου. Η διαδρομή ήταν κάτι παραπάνω από τέλεια. Γελούσαμε, μιλούσαμε, ακούγαμε μουσική. Τελικά, είναι ακόμη πιο όμορφη όταν χαμογελάει.
Μπήκαμε στο μαγαζί που είχαμε συναντηθεί και εχθές το πρωί. Ψάχνουμε να βρούμε τι τατουάζ θα κάνουμε.
«Επ! Τι κάνετε; Πάλι ήρθατε; Ααα μήπως τελικά ήρθατε για το στοίχημα που βάλατε; Το ήξερα ότι θα ερχόσασταν...ήταν καρμικό.» Λέει η Αφροδίτη ενώ ψάχνει στα βιβλία σχεδίων της, τι τατουάζ θα μας ταίριαζε.
«ΝΑ ΤΟ! ΤΟ ΒΡΗΚΑ! Θα κάνετε αυτό.» Είπε η Αφροδίτη και μας δείχνει ένα μισοφέγγαρο και έναν φωτεινό με πολλές ηλιαχτίδες ήλιο.
Μια που μας το πρότεινε η Αφροδίτη και μια που το κάναμε. Αυτό είναι κάτι που σίγουρα θα σημαδέψει την 'τυχαία' συνάντηση μας.
«Είναι φανατικό! Μου αρέσει πολύ ο ήλιος είναι τόσο ζωντανός πηγάζει μια δυναμικότητα και ευχάριστη διάθεση.» Με κοιτάζει και τα βλέμματα μας συναντιούνται αλλά και όχι μονο...
Μετά την συνάντηση μου με την Ελπίδα ένιωθα πλήρης και γεμάτος. Τα λαμπερά της μάτια και τα ξανθά μαλλιά της την έκαναν να μοιάζει με πριγκίπισσα. Την πριγκίπισσα του δικού μου παραμυθιού. Το γέλιο της ακόμα ηχούσε στα αυτιά μου. Γεμίζοντας με με ένα αίσθημα ευημερίας ενώ η συζήτηση μας με σκοπό την συνάντηση μας ήταν κάτι που με έκανε να ανυπομονώ.
Αυτό το κεφάλαιο γράφτηκε από μένα!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro