Κεφάλαιο 01
Το πέπλο της νύχτας είχε καλύψει για τα καλά τον έναστρο ουρανό της Αθήνας. Η Μαρίλια ανήμπορη να κάνει κάτι είχε παραδοθεί στα χέρια του άγνωστου άνδρα που μάταια προσπαθούσε να βρει τον σωστό δρόμο. Πριν μία ώρα είχε επιβιβαστεί στο όχημα του γεμάτη κέφι και όρεξη για μια τέλεια βραδιά. Τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βολευτεί στην θέση της και να κοιτά με ανυπομονησία πότε θα φτάσουν στον προορισμό της. Η κίνηση στους δρόμους δεν βοηθούσε στο πρόβλημα της όπως και ο επαναλαμβανόμενος εισερχόμενος ήχος στο κινητό της που της υπενθύμισε την αργοπορία της. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να απαντήσει και όπως ήταν αναμενόμενο άκουσε τις τσιρίδες της κολλητής της χωρίς καμία διακοπή. Τερμάτισε την κλήση με την υπόσχεση πως σύντομα θα την συναντούσε. Δεν την αδικούσε. Η Στέλλα είχε όλα τα δίκαια του κόσμου. Δεν ήταν στο στυλ της να αργοπορεί στα ραντεβού της και ήδη είχε καθυστερήσει μισή ώρα. Όμως που να το φανταζόταν ότι ο νεαρός ταξιτζής που την είχε παραλάβει από το σπίτι της θα μπερδευόταν και θα την πήγαινε σε λάθος μαγαζί στην άλλη άκρη της πόλης. Αναγκάστηκαν να μπουν στο κέντρο τέτοια ώρα και να κάνουν ολόκληρο κύκλο για να κατέβουν την παραλιακή.
Όταν ο ταξιτζής της ανακοίνωσε πως έφταναν στον προορισμό τους ανασηκώθηκε και προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί. Έβγαλε το μικρό καθρεφτάκι από την τσάντα της και διόρθωσε το μακιγιάζ της όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν είδε με τα ίδια της τα μάτια την μαρκίζα του κλαμπ, μια ανάσα ανακούφισης βγήκε από τα χείλια της. Επιτέλους είχαν φτάσει και δυνατή μουσική ακουγόταν από το ανοικτό παράθυρό της.
Πλήρωσε το οδηγό και βγήκε έξω στο κόσμο που περίμενε για να μπει μέσα.
Το Devils ήταν το πιο hot κλαμπ της Αθήνας και κάθε βράδυ μάζευε την αφρόκρεμα της πόλης οπότε ήταν λογικό να γίνετε χαμός. Ήταν έτοιμη να βγάλει το κινητό της από την τσέπη της για να ειδοποιήσει την Στέλλα πως είχε φτάσει όταν κάποιος έπεσε πάνω της με ορμή με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της και να της πέσει κάτω.
«Πρόσεχε ηλίθιε» φώναξε εκνευρισμένη και έσκυψε να το πιάσει από το δρόμο, όμως όταν σήκωσε το κεφάλι της έτοιμη να ξεκινήσει καυγά με τον άγνωστο απρόσεχτο άνδρα τα λόγια ως δια μαγείας χάθηκαν μόλις τον αντίκρυσε.
Μπροστά της στεκόταν ο πιο όμορφος άντρας του κόσμου. Ψηλός, γεροδεμένος με επιβλητικό παρουσιαστικό που σου έκοβε την ανάσα. Είχε πλούσια καστανά μαλλιά και σταρένιο δέρμα. Τα μάτια του είχαν ένα έντονο βαθύ πράσινο που ήταν αδύνατον να τα αγνοήσεις και τα χείλη του ήταν τόσο αισθησιακά που ήθελες να τα φιλήσεις. Φορούσε ένα επώνυμο ιταλικό μπλε κουστούμι που αγκάλιαζε άψογα το γυμνασμένο του κορμί με τους φαρδιούς του ώμους. Ήταν τόσο γοητευτικός που από μακριά φώναζε κίνδυνος και το κακό ήταν πως τον αναγνώρισε και δεν ήθελε μπελάδες μαζί του.
Ο Μιχαήλ Αλεξάνδρου στα τριάντα έξι του χρόνια ήταν από τους πιο διάσημους και πετυχημένους επιχειρηματίες στο χώρο της ναυτιλίας. Μαζί με τον πατέρα του, Στέφανο Αλεξάνδρου, κυριαρχούσαν στις θάλασσες της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού. H φήμη του ήταν μεγάλη και τρανή. Ο τύπος τον λάτρευε και δεν σταματούσε να ασχολείται τόσο με την επαγγελματική του όσο και με την προσωπική του ζωή που ήταν αρκετά πικάντικη.
«Με συγχωρείται. Δεν σας είδα. Είστε καλά;» θέλησε να μάθει εκείνος.
«Ναι. Ευτυχώς δεν έπαθε καμία ζημία. Μία μικρή γρατζουνιά» του απάντησε εκείνη και του έδειξε το κινητό της.
«Είμαι διατεθειμένος να το πληρώσω και να σας το αντικαταστήσω»
«Δεν χρειάζεται. Σας ευχαριστώ. Καλό βράδυ» του απάντησε εκείνη προσπαθώντας να τον αποφύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί ένιωθε τους παλμούς της να ανεβαίνουν επικίνδυνα κοντά του.
«Μισό λεπτό.. Πως σε λένε;» της φώναξε την ώρα που εκείνη χανόταν ανάμεσα στο πλήθος και έμπαινε μέσα στο γεμάτο κλαμπ.
«Φάγαμε χυλόπιτα;» άκουσε την φωνή του κολλητού του από πίσω την ώρα που ερχόταν να σταθεί δίπλα του.
«Κόφτω Δημήτρη» του απάντησε ξερά και συνέχισε «Αν θες να ξέρεις μέχρι το τέλος την νύχτας θα την έχω κατακτήσει. Πάμε στοίχημα;» του δήλωσε και προχώρησε προς το εσωτερικό του κλαμπ να βρει την όμορφη κοπέλα.
«Μέσα» του απάντησε ο Δημήτρης και τον ακολούθησε από πίσω.
***
Στο εσωτερικό του κλαμπ το πάρτι είχε ξεκινήσει για τα καλά. Δυνατή μουσική, έντονος ρυθμός, χορός και ποτό έκανε τους θαμώνες να διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Η Μαρίλια βρισκόταν σε ένα άλλο κόσμο. Προσπαθούσε να απολαύσει το ποτό της με την παρέα της όσο με το βλέμμα της αναζητούσε εκείνον. Μια κίνηση της Στέλλας την έκανε να γυρίσει σε εκείνην. Της έδειχνε την Άννα που χρειαζόταν άμεσα την βοήθεια της. Η κακομοίρα προσπαθούσε να αποφύγει με επιδέξιους τρόπους κάποιους φίλους του Αντρέα που το έπαιζαν μνηστήρες τώρα που είχαν μάθει ότι είχε χωρίσει. Σηκώθηκε από την θέση της και πήγε δίπλα της και την σήκωσε να χορέψουν. Δίπλα τους ήρθαν και στάθηκαν η Στέλλα με τον Αντρέα που δεν σταματούσαν να χορεύουν με τα κορμιά τους κολλημένα ανταλλάσσοντας παθιασμένα φιλία.
Την ίδια ώρα, στο VIP τμήμα του μαγαζιού, ο Μιχαήλ καθόταν στον αναπαυτικό δερμάτινο καναπέ και απολάμβανε από ψηλά την άγνωστη κοπέλα που χόρευε. Η ζέστη τον είχε κάνει να βγάλει το σακάκι του και να σηκώσει τα μανίκια του λευκού του πουκάμισου ψηλά μέχρι τους αγκώνες. Κάθε λεπτό που περνούσε ένιωθε πως ήθελε αυτή την γυναίκα στο κρεβάτι του. Ίσως η άρνηση να αποκαλύψει το όνομα της να είχε εγείρει την φαντασία του και είχε βάλει φωτιά στο κορμί του. Το βλέμμα του μαγνήτιζε συνέχεια το πανέμορφο κορμί της με το μικροσκοπικό μαύρο φόρεμα που τώρα λικνιζόταν στον ρυθμό της μουσικής. Κοίταξε γύρω του μήπως βρει κάποια άλλη γυναίκα να τον ερεθίσει τόσο πολύ όμως στάθηκε αδύνατο. Εκείνη η γυναίκα ήταν η σειρήνα του. Ακόμα και όταν διαπίστωσε πως στον ίδιο χώρο βρισκόταν και ο Μάριος Μαρακάκης, ο μεγαλύτερος αντίζηλος του εκείνος τον αγνόησε γιατί ο στόχος του ήταν μεγαλύτερος από την κόντρα τους.
Η Μαρίλια ένιωσε τον ηλεκτρισμό στο κορμί της πριν ακόμα την πλησιάσει. Έστεψε το βλέμμα της για να τον αναζητήσει μέσα στο πλήθος. Παρά το σκοτάδι που επικρατούσε και τα πολύχρωμα φώτα η παρουσία του ξεχώριζε. Τα βλέμματα τους κλείδωσαν. Του χαμογέλασε και όταν εκείνος της έκανε νόημα γύρισε και είπε κάτι στην φίλη της και ύστερα προχώρησε προς εκείνον.
Βρέθηκαν στο κέντρο της πίστας, μια ανάσα μακρά ο ένας από τον άλλο.
«Μου χρωστάς κάτι» της είπε και την έπιασε από την μέση και την κόλλησε πάνω του.
«Μαρίλια» του απάντησε εκείνη χαμογελώντας.
Τα χέρια της τυλίχθηκαν αυτόματα γύρω από το λαιμό του και άρχισαν να χορεύουν στον ρυθμό της μουσικής. Κινούσαν τα κορμιά τους σε απίστευτο συγχρονισμό και κάθε λεπτό που περνούσε αισθανόταν τον πόθο της γι' αυτόν τον άντρα να μεγαλώνει και ξαφνικά ήθελε πολλά περισσότερα από ένα χορό, ήθελε εκείνον, ολοκληρωτικά, τον ήθελε μέσα της. Μόνο στην σκέψη αυτή ένιωσε το κορμί της να ανάβει. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και προσπάθησε να ηρεμήσει το σώμα της, πράγμα που δεν ήταν εύκολο και που έγινε ακατόρθωτο όταν τα χείλη του κόλλησαν πάνω στα δικά της και την φίλησε με ένα τρόπο που δεν το είχε κάνει ποτέ κανείς. Απόλαυσε το φιλί του και φρόντισε να του το ανταποδώσει με την ίδια ένταση χρησιμοποιώντας την γλώσσα της για περισσότερη απόλαυση όπως έκανε και εκείνος μετά από λίγο όμως δεν ήταν αρκετό, ήθελε περισσότερα και εκείνος πρέπει να το κατάλαβε. Το είδε στο βλέμμα του.
«Πάμε» της είπε και την έπιασε από το χέρι.
Η Μαρίλια τον ακολούθησε χωρίς κανένα δισταγμό. Λίγο πριν βγουν την κόλλησε στον τοίχο και ξανά αιχμαλώτισε τα χείλια της λαίμαργα ενώ το χέρι του την χάιδευε σε όλο το κορμί . Όταν σταμάτησε η ανάσα του να έβγαινε βαριά. Με το χέρι του τώρα χάιδεψε απαλά τα χείλη της. Ή Μαρίλια ένιωσε την ένταση να περνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα και να ξυπνά κάθε εκατοστό του κορμιού της. Ένιωσε το έντονο μυρμήγκιασμα να απλώνετε παντού και την ατμόσφαιρα ανάμεσα τους να γίνετε ακόμα πιο καυτή. Ανεξέλεγκτες οι σκέψεις της έφεραν στον νου τα κορμιά τους αγκαλιασμένα γεμάτα πάθος και αμέσως ένιωσε μια έκρηξη καυτής λάβας ανάμεσα στους μηρούς της.
«Πάμε σπίτι μου;» την ρώτησε.
«Πάμε» του απάντησε και τον ακολούθησε.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο του και σε όλη την διαδρομή φανταζόταν πως θα ήταν να αισθανθεί τα χέρια του επάνω στο κορμί της χωρίς εμπόδια, πως θα την φιλούσε, τις προτιμήσεις του, το πόσο μεγάλος ήταν. Αυτή η τελευταία σκέψη την έκανε να δαγκώσει το κάτω χείλος της. Κάθε φορά που έβρισκαν φανάρι την τραβούσε κοντά του και της χάριζε έντονα παθιασμένα φιλιά που της έκοβαν την ανάσα.
***
Λίγη ώρα αργότερα το αυτοκίνητο του σταμάτησε έξω από την είσοδο μιας πολυτελούς πολυκατοικίας που έμοιαζε με ουρανοξύστη. Την βοήθησε να βγει από το αμάξι και με το χέρι περασμένο στην μέση της την οδήγησε στο εσωτερικό της.
Μπήκαν στο ασανσέρ. Ο Μιχαήλ πάτησε το κουμπί για το ρετιρέ και μόλις οι πόρτες έκλεισαν την τράβηξε στην αγκαλιά του και την κόλλησε πάνω στο γυάλινο τοίχο. Στιγμή δεν τον ένοιαξε η κάμερα ασφαλείας που υπήρχε τοποθετημένη στην πάνω αριστερή γωνία. Τα χείλη του κατέκτησαν τα δικά της και έγειρε το κεφάλι του λίγο στο πλάι κάνοντας το φιλί του πιο παθιασμένο απ' ότι ήταν ήδη πραγματικά προσπαθούσε να αναπνεύσει ενώ την ίδια στιγμή τα χέρια της άγγιζαν το υπέροχο σώμα του αλλά μισούσε το γεγονός ότι φορούσε ρούχα, ήθελε να τον αγγίξει χωρίς εμπόδια και τα ρούχα του ήταν εμπόδια.
Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και αγκαλιασμένοι μπήκαν στο αριστοκρατικό διαμέρισμα. Δεν πρόλαβε να δει πολλά αφού όλη η προσοχή της ήταν στραμμένη πάνω του. Με τον ρυθμό τους συγχρονισμένο αφαίρεσαν τα ρούχα ο ένας του άλλου ανταλλάζοντας φιλία. Όταν έμειναν γυμνοί, ο Μιχαήλ την σήκωσε στην αγκαλιά του και την μετέφερε στο κρεβάτι του. Την ξάπλωσε και έπεσε πάνω της ήταν ήδη ερεθισμένος. Το κορμί της άναψε από πόθο, τον τράβηξε πάνω της μέχρι που κόλλησαν και έγιναν ένα κορμί.
Ο Μιχαήλ ένιωσε για μια στιγμή να χάνει τον εαυτό του, ήταν υπέροχα στενή και τόσο υγρή που βυθιζόταν όλο και πιο πολύ μέσα της. Η Μαρίλια κύρτωσε την πλάτη της για να τον δεκτή καλύτερα μέσα της. Σχεδόν δεν μπορούσε να αναπνεύσει από τον πόθο που της χάριζε αυτός ο έρωτας. Ο ρυθμός τους άλλαξε και έγινε πιο γρήγορος. Πιο ερεθιστικός. Όταν έφτασαν στην κορύφωση η λύτρωση ήταν και για τους δύο σαν θείο δώρο. Μια πράξη τόσο δυνατή που θα άλλαζε για πάντα την ζωή τους.
***
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro