Το τίμημα της ευτυχίας [1]
Δεν ανάσαινα για λίγο. Μόνο για λίγο, για μερικά λεπτά. Κι όμως το γεγονός ότι δεν άκουγα τον ήχο της ανάσας μου με βοηθούσε να σκεφτώ πιο καθαρά. Ανοιγόκλεισα τα μάτια κι έγειρα πίσω. Ο Ράνταλ οδηγούσε, αλλά πού και πού γύριζε να με κοιτάξει. Ίσως έφταιγε το ότι ξεφυσούσα κάθε τρεις και λίγο, λες κι υπέφερα από τρομερή δυσφορία. Ίσως πάλι να έφταιγε το ότι είχα ένα πολύ άσχημο προαίσθημα στην άκρη του μυαλού μου. Δεν ήταν χαρακτηριστικό του Μάικλ να κρατάει σιγή ιχθύος για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η πλάτη μου μυρμήγκιασε κι εγώ τέντωσα τα χέρια μου μπροστά για να ξεπιαστώ. Ήμουν τόσο χαμένος μέσα στο ίδιο μου το μυαλό που μουρμούριζα μηχανικά το ρυθμό του τραγουδιού στο ραδιόφωνο, παρόλο που ήξερα τα λόγια. Ο Ράνταλ δεν με είχε ξανακούσει να τραγουδάω κι ο ήχος του φάνηκε ικανοποιητικός.
Συχνά μουρμούριζα τραγούδια μέσα στο σπίτι, όποτε βρισκόμουν στην Αυστρία. Κι ο Μάικλ Τζόζεφ έκανε μαζί μου ντουέτο, αν τα ήξερε. Φαινόταν να το διασκεδάζει. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για τυχόν παραφωνίες μου. Κάποιες φορές τον πείραζα λέγοντάς του πως ήταν κρυφό ταλέντο κι εκείνος με κοιτούσε με ένα στραβό, ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη.
Φτάνοντας έξω από το σπίτι του Στίβεν μπορούσα να ακούσω τα μουρμουρητά των άλλων να προέρχονται από το υπόγειο. Κάτι υπήρχε εκεί κάτω. Οι λέξεις τους το περιέγραφαν ως ανατριχιαστικό και μακάβριο. Έφτανε μόνο να κατέβω εκεί για να το δω.
Άνοιξα την πόρτα, που ήταν ξεκλείδωτη, και κινήθηκα προς τις φωνές. Τα σκαλοπάτια για το υπόγειο ήταν κάπως στενά. Για την ακρίβεια, ήταν τόσο στενά που ένας κλειστοφοβικός θα είχε πανικοβληθεί στα δυο λεπτά που χρειαζόσουν για να κατέβεις. Με το που άφησα τα πόδια μου να πατήσουν στο έδαφος, η λάμπα πάνω από το κεφάλι μου τρεμόπαιξε. Ο χώρος ήταν γεμάτος από άτομα που βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο με τα μάτια στυλωμένα σε κάτι πεσμένο μπροστά τους.
Όταν εκείνο το «κάτι» απέκτησε μορφή – μια παραμορφωμένη, φριχτή μορφή – τότε όλα ξεκαθάρισαν. Ένιωσα το Μάικλ και το Ράνταλ να με πιάνουν ταυτόχρονα από τους ώμους. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έκανα ούτε όριζα το σώμα μου. Τα γόνατά μου άγγιξαν το πάτωμα, αλλά εγώ δεν το κατάλαβα από την αίσθηση της σκληρής επιφάνειας από κάτω τους. Το κατάλαβα από την κίνηση των ματιών μου, που καρφώθηκαν ενστικτωδώς στο απίστευτο θέαμα.
Λένε ότι υπάρχει μια ομορφιά στο θάνατο. Ιδίως αν ο νεκρός φαίνεται ήρεμος, όπως ήταν ο αδερφός μου τη μέρα που τον πήρα αγκαλιά και τον ξάπλωσα στο φέρετρό του στην κρύπτη. Αλλά, ο Αλεξάντερ έμοιαζε λες κι είχε ξεπηδήσει από κάποιο καταραμένο παραμύθι. Το πρόσωπό του ήταν τόσο απαίσιο, σαν ένας δαίμονας να του είχε ξεριζώσει τη ζωή. Με τα μάτια της φαντασίας μου σχεδόν έβλεπα τις νυχιές πάνω στο στήθος του. Το δέρμα του έμοιαζε με κερί που μπορούσε να λιώσει ανά πάσα στιγμή κάτω από τα δάχτυλά μου.
Δεν ένιωθα στεναχώρια. Αυτό που αναδυόταν μέσα μου έτεινε περισσότερο προς την ανακούφιση. Ανακούφιση που δεν θα αναγκαζόμουν εγώ να αποδώσω δικαιοσύνη για τα κρίματά του. Καιγόμουν να σηκωθώ να φύγω, να πάω στην κρύπτη και να ξυπνήσω τον αδερφό μου...
«Πώς έγινε;».
Οι λέξεις ανέβηκαν κι έγδαραν το λαιμό μου λες κι ήταν ξυράφια. Ξεροκατάπια για να διώξω την αίσθηση κι ύστερα κοίταξα την Κριστίνα.
«Υπάρχουν πολύ ισχυρά ίχνη μαγείας γύρω του. Όσο για το ποιος το έκανε, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι δεν ήμουν εγώ. Αν και πολύ θα το ήθελα...», απάντησε.
Ήμουν σίγουρος πως το εννοούσε. Δεν είχε διστάσει να σκοτώσει τη Δάφνη, οπότε γιατί να διστάσει να σκοτώσει τον Αλεξάντερ; Από την άλλη, η Κριστίνα ήταν μια γυναίκα που ήταν σχεδόν πάντα ειλικρινής. Αν εκείνη έλεγε πως δεν το έκανε, την πίστευα.
Τα παγωμένα μάτια του Αλεξάντερ κοιτούσαν το κενό. Ίσως αυτή ήταν η μοίρα που του άξιζε. Όταν ήμουν μικρός, τον φοβόμουν μέχρι θανάτου. Έτρεμα τη μέρα που θα ανακάλυπτε τα πιο μύχια μυστικά μου. Ήταν ο άνθρωπος εξαιτίας του οποίου είχε αναδυθεί το υπερφυσικό μου ταλέντο. Η μορφή του ήταν η πρώτη που μου ερχόταν στο μυαλό σχεδόν κάθε φορά που βασάνιζα κάποιον με εκείνο.
Ο Ράνταλ είχε σμίξει τα φρύδια του και κοιτούσε τον Μάικλ. Σχεδόν άκουγα τα γρανάζια στο μυαλό του να δουλεύουν πυρετωδώς, προσπαθώντας να ταιριάξουν τα κομμάτια και να καταλήξουν σε μια βάσιμη υπόθεση. Ο Μάικλ, από την άλλη, έμοιαζε ατάραχος. Φαινόταν να ξέρει να προσποιείται πολύ καλά. Δεν πίστευα ότι θα το έκανα, αλλά σηκώθηκα και τον αγκάλιασα. Ήταν μια κίνηση τόσο αυθόρμητη κι αβίαστη που εκείνος ανταπέδωσε αυτομάτως.
Τα μάτια του με κοίταξαν έχοντας μέσα τους μια έντονη λάμψη. Σαν στρατιώτης έτοιμος να αναλάβει τα καθήκοντά του, ο Μάικλ διατηρούσε την πλάτη του σε ίσια θέση και τα χείλη του σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή.
«Θα οργανώσω μια ομάδα επιδρομής προς το Σάλεμ», μου ανακοίνωσε.
«Δεν είναι ανάγκη. Μπορούμε να πάμε και μόνοι μας, αν χρειαστεί»
«Τι εννοείς "αν χρειαστεί"; Και βέβαια χρειάζεται. Εκτός κι αν πιστεύεις κι εσύ στην ύπαρξη τριών μαγικών, ανθρωπόμορφων δράκων»
«Τι πράγμα;»
Πριν ο Μάικλ προλάβει να αρθρώσει λέξη, η Κριστίνα παραμέρισε τους άλλους κι άπλωσε τις παλάμες τις μπροστά από το σώμα της. Αμέσως, σχηματίστηκαν οι φωτεινές απεικονίσεις ανδρών, οι δυο από τους οποίους έμοιαζαν κάπως μεταξύ τους. Η απορία έγινε εμφανής στο πρόσωπό μου ή, τουλάχιστον, έτσι κατάλαβα.
«Σύμφωνα με τις περιγραφές του Αλεξάντερ και τις εικόνες που κατάφερα να κλέψω από το μυαλό του, αυτοί οι τρεις είναι τα ανώτερα πλάσματα στην ιεραρχία των μάγων: οι Δράκοι», είπε.
Το βλέμμα της έκρυβε μέσα του μια σκοτεινιά. Ο τρόπος που με κοιτούσε έμοιαζε λες και προσπαθούσε να μπερδέψει το μυαλό μου και να με κάνει να πιστέψω σε μια δικιά της αλήθεια. Στο μεταξύ, άκουγα την καρδιά της να εκτοξεύει τους παλμούς της στα ύψη. Αυτό δεν ήταν απλά σημάδι άγχους, αλλά πανικού. Η Κριστίνα είχε πανικοβληθεί για κάτι που όλοι οι υπόλοιποι είτε δεν μπορούσαμε να δούμε είτε το αγνοούσαμε επιδεικτικά.
Δεν ήμουν ο μόνος που άκουσε το καρδιοχτύπι της να γίνεται απίστευτα γρήγορο. Όλοι όσοι είχαν υπερφυσικές δυνάμεις το άκουσαν. Ο Στίβεν παρακολουθούσε τους πάντες με ιδιαίτερη προσήλωση. Μια σκέψη στο μυαλό της Κριστίνα πυροδότησε την ταυτόχρονη αντίδρασή μας. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν ηθελημένη ή απλώς της ξέφυγε, αλλά κατάφερε να μας αναστατώσει. Πρέπει να τον βρω, είχε σκεφτεί.
«Σιχαίνομαι το πώς ο καθένας από εμάς φαίνεται να δουλεύει για τον εαυτό του!», φώναξε ο Στίβεν αγανακτισμένος.
«Ναι, Κριστίνα. Γιατί δεν μας λες ποιος είναι εκείνος που πρέπει να βρεις;», συμπλήρωσε ο Ράνταλ.
Εκείνη πισωπάτησε για να αμυνθεί. Ήταν απρόθυμη να απαντήσει. Το αίμα κυλούσε στην καρδιά της σαν καταρράκτης και διοχετευόταν στις αρτηρίες της κρύο σαν τον πάγο. Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της, δίνοντάς της το χέρι μου. Η Κριστίνα με αγριοκοίταξε. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω λέξη από το στόμα της. Στο μυαλό της έβλεπα μονάχα την εικόνα ενός από τους τρεις άντρες που είχαμε δει προηγουμένως. Ο χρόνος που είχα για να αντιδράσω ήταν ελάχιστος.
Ο Ράνταλ με πρόλαβε με το να ορμήσει κατά πάνω της. Την έπιασε από τους ώμους και την ταρακούνησε βίαια. Εκείνη μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και μέσα σε δευτερόλεπτα ο Ράνταλ έπεσε ξερός.
«Όποιος από εσάς διανοηθεί να ξανασηκώσει χέρι πάνω μου, θα ρίξει ένα βαθύ υπνάκο», απείλησε.
Η Κριστίνα συχνά δεν χρειαζόταν να απειλήσει. Ο τρόπος της και μόνο το έκανε αδύνατο να της πας κόντρα. Όμως, αυτή τη φορά τα πάντα ήταν διαφορετικά. Ένιωθα λες κι έβλεπα μπροστά μου ένα νέο άνθρωπο, που δεν τον γνώριζα.
Στον κόσμο υπάρχουν μυστικά που σε στοιχειώνουν. Μυστικά που είναι πιο επικίνδυνα κι από την προδοσία. Όσο περισσότερο τα κρατάς μέσα σου, τόσο περισσότερο σε βαραίνουν. Ποιο είναι, άραγε, το τίμημα για να προστατεύσεις κάτι που αγαπάς; Μήπως κάποια σκληρή τιμωρία για τα ψέματα που ξεστομίζεις ή μήπως η απώλεια της εμπιστοσύνης των γύρω σου;
Η Κριστίνα αρεσκόταν στο να υπεραναλύει τα πράγματα. Κάθε παρακλάδι μιας κατάστασης την έφερνε αντιμέτωπη με δεκάδες διαφορετικές εκδοχές των ίδιων γεγονότων. Ο Μάικλ Τζόζεφ ήταν ζωντανός και το γνώριζε μόνο εκείνη. Τον είχε δει στα οράματά της, τόσο ξεκάθαρα όσο έβλεπε τα χαρακτηριστικά του αποτυπωμένα στο πρόσωπο της Άιβι. Είχαν προσπαθήσει να της τον στερήσουν, αλλά και πάλι απέτυχαν. Εκείνη του είχε σώσει τη ζωή.
«Κριστίνα, αν υπάρχει κάποιος από τον οποίο πρέπει να προστατεύσουμε εσένα και την Άιβι, πες μας απλά το όνομά του», είπε ο Μάικλ.
Εκείνη δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό. Του έριξα ένα βλέμμα, αποθαρρύνοντάς τον από το να πάει κοντά της κι εκείνος με αγνόησε. Τα βήματά του ήταν αργά και σταθερά και τα χέρια του πίσω από την πλάτη του. Ήθελε να της δείξει ότι δεν θα την πειράξει. Όμως, φυσικά, η Κριστίνα δεν το εξέλαβε έτσι. Με μια απότομη κίνηση του χεριού της μας πέταξε όλους πάνω στον απέναντι τοίχο και μας αναισθητοποίησε. Έπειτα, άνοιξε πίσω της μια πύλη και χάθηκε μέσα της.
Τα βήματα της Κριστίνα γέμιζαν την κρύπτη με έναν απόκοσμο τρόπο. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, σαν μαγνητικό πεδίο καθώς εκείνη περπατούσε στο σκοτάδι. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε το ένστικτο να την καθοδηγήσει προς τη σωστή κατεύθυνση. Όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα πέτρινο τοίχο που έσκισε την παλάμη της, βλαστήμησε αρκετά δυνατά για να ξυπνήσει μέχρι και τους νεκρούς.
«Βαρέθηκα τις χαζομάρες», μουρμούρισε κι έστειλε μια μικρή φλόγα να φωτίσει το δρόμο μπροστά της.
Τώρα τα πράγματα ήταν σίγουρα πιο εύκολα, αλλά το μυαλό της ήταν τόσο σκοτεινιασμένο που δεν της επέτρεπε να σκεφτεί. Η ελπίδα που φώλιαζε μέσα της πάλευε με νύχια και με δόντια να καταπολεμήσει εκείνο το σκοτάδι. Η Κριστίνα έσφιξε τα δόντια κι επέτρεψε στον εαυτό της να αφοσιωθεί σε αυτό που είχε να κάνει. Δεν θα τον απογοητεύσω. Ούτε εκείνον ούτε κανέναν άλλον, σκέφτηκε.
Δεν λιποψύχησε μπροστά στο φέρετρο. Το τελευταίο διάστημα είχε σκληραγωγηθεί από τον πόνο και τίποτα δεν μπορούσε να την αγγίξει. Η αόρατη ασπίδα γύρω της ήταν ισχυρή κι ενισχυόταν ακόμα περισσότερο από τα συναισθήματα που της προκαλούσε η εικόνα που αντίκριζε.
Ο οψιδιανός βρισκόταν ακόμα μέσα στο στόμα του. Η Κριστίνα χαμογέλασε αμυδρά, ξέροντας ότι αυτό μόνο θετικό μπορούσε να είναι. Με τη μια της παλάμη να αγγίζει το μέτωπό του και την άλλη να ακουμπάει στα διπλωμένα χέρια του το έβαλε σκοπό της να τον ψάξει. Δεν θα σταματούσε μέχρι να ανακαλύψει αν ολόκληρο το σχέδιό της είχε στεφθεί με επιτυχία ή είχε ολοκληρωθεί μόνο ένα μέρος του.
Κάποιες φορές δένεσαι τόσο απόλυτα με κάποιον, σαν να έχεις υπογράψει ένα συμβόλαιο αφοσίωσης τους όρους του οποίου δεν διάβασες ποτέ. Παλεύεις να τον κρατήσεις, του δίνεις τα πάντα, τον γλιτώνεις από το θάνατο. Αλλά, σύντομα συνειδητοποιείς πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα, ακόμα κι αν είσαι αθάνατος. Δεν μπορείς να αποφύγεις τη μοίρα. Πάντα βρίσκει τον τρόπο της να πάρει αυτό που θέλει.
Η ενέργεια που είχε εγκλωβιστεί στο σώμα του Μάικλ Τζόζεφ με το θάνατό του, την τραβούσε σαν μαγνήτης. Η Κριστίνα θα ήθελε πολύ να ξεγελάσει τον εαυτό της. Τα σωθικά της είχαν σφιχτεί καθώς η μαγεία συσσωρευόταν στα χέρια της. Παρόλο που όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει το ξόρκι, αυτό που της έλλειπε ήταν η απαραίτητη ψυχολογία.
Η νεκρομαντεία σε όλες της τις μορφές ήταν άκρως επικίνδυνη και μπορούσε να σε παρασύρει μαζί με το νεκρό τον οποίο προσπαθούσες να βρεις. Κατά καιρούς, πολλοί την είχαν χρησιμοποιήσει για να επικοινωνήσουν με αγαπημένα πρόσωπα που είχαν χαθεί. Άλλοι, χρησιμοποιούσαν τα σώματα των νεκρών τους για να προβλέψουν το μέλλον. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, ικανοί μάγοι και μάγισσες κατάφερναν να επαναφέρουν κάποιον στη ζωή, με την προϋπόθεση ότι δεν είχαν περάσει παραπάνω από σαράντα ώρες μετά το θάνατό του.
Η Κριστίνα απομακρύνθηκε από το φέρετρο, αλλά φρόντισε ώστε να σταθεί σε κοντινή απόσταση από εκείνο. Το πρόσωπό της ήταν μια ανέκφραστη μάσκα με θαμπά γαλάζια μάτια και ξεθωριασμένα χείλη. Στο ελάχιστο διάστημα που μεσολάβησε πριν αρχίσει την επίκληση, άκουσε την καρδιά της να της μιλάει. Είχε αψηφήσει τα πάντα για να φτάσει ως εδώ. Είχε παίξει με τις πιθανότητες κι είχε κερδίσει. Θα σε βρω όπου κι αν είσαι, σκέφτηκε.
Κάποιες φορές, οι άνθρωποι αρέσκονται να ξεστομίζουν φράσεις όπως: «Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε;». Αν η Κριστίνα δεν με είχε αναισθητοποιήσει στο σπίτι μαζί με τους άλλους, θα έλεγα ότι η εν λόγω φράση αναφερόταν ξεκάθαρα σε εκείνη. Το μέγεθος της μαγικής δύναμης που βγήκε από μέσα της ήταν αρκετά δυσανάλογο με το μέγεθος μιας τόσο λεπτοκαμωμένης και σχετικά μικροσκοπικής γυναίκας. Οι κραυγές της αντηχούσαν παντού στην κρύπτη κι ενισχύονταν από το σχήμα της. Κεραυνοί άρχισαν να ακούγονται πάνω από το έδαφος, καθώς μαύρα σύννεφα σκίασαν τον ουρανό. Ολόκληρη η πλάση σκεπάστηκε από ένα μαγικό πέπλο.
Όλοι οι νεκροί του Άδη προετοιμάζονταν να παρελάσουν μπροστά της, όμως εκείνη τους παγίδευσε στη θέση τους. Κοιτούσε τα κέρινα πρόσωπά τους και δεν αναγνώριζε κανέναν. Είναι αλήθεια ότι συνήθως, εν ζωή, οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους με διάφορους τρόπους. Όμως, μόλις βρεθούν μέσα στο χώμα, όλοι είναι ίδιοι.
Έπειτα από τουλάχιστον μια ώρα, η Κριστίνα διαπίστωσε με χαρά ότι ο Μάικλ Τζόζεφ δεν βρισκόταν ανάμεσά τους. Άρα, δεν εγκλωβίστηκε στη λίμνη των ψυχών, σκέφτηκε. Η καρδιά της μπήκε πάλι στη σωστή θέση και της έδωσε την απαραίτητη ώθηση ώστε να συνεχίσει. Γέμισε τα πνευμόνια της με αέρα και τον άδειασε πάλι αργά. Κίνησε ρυθμικά τα χέρια της και έδιωξε τους νεκρούς, διαλύοντας το εύθραυστο φάσμα που της επέτρεπε να κινείται μεταξύ ζωής και θανάτου. Οι νεκροί πάντοτε διψούσαν για κάτι που θα τους έβγαζε από την άυλη κατάστασή τους. Η απουσία τους το έκανε πιο εύκολο για εκείνη να αναπνεύσει. Και να σκεφτεί, να φανταστεί κόσμους πέρα από κάθε γνωστό μύθο, κόσμους όπου θα μπορούσε να βρίσκεται ο αγαπημένος της.
Κι αν έπαιζε απλώς με τις λέξεις; Κι αν χειριζόταν τα ξόρκια καταπώς ήθελε εκείνη;
Στριφογύρισε μια φορά γύρω από τον εαυτό της και σταύρωσε τα δάχτυλα του ενός χεριού της για καλή τύχη. Έπειτα πρόφερε το ίδιο ξόρκι με πριν, με τη διαφορά ότι άλλαξε μια από τις φράσεις. Έτσι, τώρα η Κριστίνα είχε φωνάξει: «άνοιξέ μου μια πόρτα προς το άγνωστο!».
Αλλά, κάτι πήγε εντελώς στραβά. Οι πύλες άνοιγαν η μια μετά την άλλη κι ύστερα έκλειναν με εκκωφαντικό θόρυβο. Από μέσα τους ξεπηδούσαν κεραυνοί και θύελλες, μανιασμένα κύματα με τη χαρακτηριστική τους αλμύρα, δυνατοί άνεμοι σαν εκείνους που κάποτε βύθιζαν καράβια.
Η Κριστίνα λίγο έλειψε να τρελαθεί από το φόβο του τι θα μπορούσε να έχει συμβεί. Τα άκρα της λύγισαν κι εκείνη προστάτευσε τον εαυτό της όσο καλύτερα μπορούσε. Το τελευταίο πράγμα που απαιτούνταν για να συμπληρωθεί το καρέ φυσικών καταστροφών ήταν μια πύρινη λαίλαπα. Για καλή της τύχη, καμιά φλόγα δεν ξεπετάχτηκε από τις πύλες. Όμως, το πρόβλημα εξακολουθούσε να παραμένει καθώς εκείνες δεν έπαψαν λεπτό να εμφανίζονται.
«Σταμάτα!», φώναξε η Κριστίνα.
Και για μια στιγμή οι πύλες ελαττώθηκαν σημαντικά. Μια νέα, μεγάλη πύλη κέντρισε το ενδιαφέρον της. Είχε το χρώμα του οπαλίου, γαλάζιο και πράσινο με πορτοκαλί νότες. Τα χρώματα έδιναν τη θέση τους το ένα στο άλλο τόσο ομαλά που θύμιζαν ένα μικρό Βόρειο Σέλας, αιθέριο κι επιβλητικό μες στην καταχνιά.
Η ξανθομαλλούσα μάγισσα άπλωσε τα δάχτυλα της προς τα χρώματα, αλλά δεν ένιωσε καμία αλλαγή. Συχνά, οι μάγοι που χρησιμοποιούσαν πύλες αισθάνονταν απίστευτο κρύο ή μια ξαφνική κι έντονη ζέστη. Άλλοι, πάλι, ένιωθαν τα σωθικά τους να πολτοποιούνται. Η Κριστίνα έκλεισε τα μάτια κι έφερε στο μυαλό της τους μύθους της Ιρλανδίας. Κάθε φορά που βλέπεις ουράνιο τόξο, έλεγαν, στο τέλος του βρίσκεται το χρυσό ενός καλικάντζαρου. Μόνο που στη δική της περίπτωση, στο τέλος του ουράνιου τόξου βρισκόταν ο Μάικλ Τζόζεφ.
Η Κριστίνα δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε περάσει την πύλη ή όχι. Όλα γύρω της ήταν τόσο σκοτεινά που δεν διέκρινε το παραμικρό. Η αποφασιστικότητά της ξεθώριαζε λεπτό προς λεπτό. Φώναζε, ρωτούσε τι είχε συμβεί αλλά απάντηση δεν ερχόταν. Κάθε βήμα ήταν και μια κίνηση πιο βαθιά στο μαύρο κλοιό.
«Με ακούει κανείς;», απευθύνθηκε προς τις σκιές.
«Εγώ σε ακούω», απάντησε η φωνή ενός μικρού αγοριού.
Βάλθηκε να ψάχνει για το παιδί. Να ψηλαφίζει το έδαφος, το κενό, οτιδήποτε θα μπορούσε να βρίσκεται μπροστά της. Τι δουλειά είχε ένα παιδί μόνο του εκεί πέρα; Για μια στιγμή, το μυαλό της Κριστίνα γύρισε στην κόρη της κι η καρδιά της αναπήδησε μες στο στήθος της. Αν κάτι συνέβαινε σε εκείνη, θα έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της.
«Πού είσαι; Δεν μπορώ να δω τίποτα!»
Σαν σκηνή δραματικής ταινίας, γυρισμένη από κάποιον επιδέξιο σκηνοθέτη, ένα φως εμφανίστηκε στον ορίζοντα μοιάζοντας με το μοναδικό προβολέα σε μια εγκαταλελειμμένη σκηνή. Ακριβώς από κάτω του, μέσα στη χρυσαφένια λάμψη, στεκόταν το αγόρι. Η Κριστίνα τοποθετούσε την ηλικία του μεταξύ οκτώ και δέκα ετών. Επρόκειτο για ένα όμορφο παιδί με μαύρα σγουρά μαλλιά και ολόμαυρα μάτια. Τα μικρά του χέρια ήταν μπλεγμένα μπροστά από τον κορμό του κι εκείνο κοιτούσε το έδαφος.
Η Κριστίνα πλησίασε κι έσκυψε πιο κοντά του.
«Σε παρακαλώ, μην τους το πεις ότι το έσκασα», είπε εκείνο.
«Θα είναι το μυστικό μας», απάντησε η Κριστίνα χαμογελώντας με ζέση.
Τα μάτια του αγοριού φωτίστηκαν. Στο πρόσωπό του υπήρχε κάτι το οικείο, η ίδια το έβλεπε. Όμως, κανείς από τους δυο τους δεν αναγνώριζε τον άλλον. Τι παιχνίδι ήταν, πάλι, αυτό; Η Κριστίνα ένιωθε πως όλα συνωμοτούσαν για να την τρελάνουν.
Το όνειρο κι η οφθαλμαπάτη δεν γνωρίζουν ούτε τη λογική ούτε την πάροδο του χρόνου. Τι από τα δυο ήταν αυτό που είχε μπροστά της; Και τα δυο σενάρια ήταν εξίσου πιθανά. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αποκοιμηθεί από την εξάντληση και το σώμα της να βρισκόταν κουλουριασμένο σε εμβρυική στάση στο πάτωμα της κρύπτης. Αλλά, θα μπορούσε και να βλέπει μια οφθαλμαπάτη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα αυτού που η μαγεία της επέτρεπε να διαχειριστεί.
Πάλευε να καταλάβει αν το παιδί ήταν αληθινό. Δεν χωρούσε αμφιβολία πως κάποιο από τα χαρακτηριστικά του έπαιζε άσχημο παιχνίδι με τις αναμνήσεις της. Το μυαλό της προσπαθούσε να πιέσει μια πολύ μακρινή εικόνα να αναδυθεί στην επιφάνεια, δημιουργώντας της στο μεταξύ ένα δυνατό πονοκέφαλο.
Το παγωμένο χέρι του αγοριού την άγγιξε στο μάγουλο. Η Κριστίνα ανατρίχιασε από την αίσθηση του αγγίγματος και τη διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσά τους. Το ύφος του είχε σοβαρέψει απότομα. Θύμιζε έναν ενήλικα, παγιδευμένο για πάντα σε ένα μικροσκοπικό σώμα. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Οι κινήσεις του ήταν αθόρυβες. Με τα μικρά του δάχτυλα έσφιξε το λαιμό της Κριστίνα, στην αρχή αμυδρά κι έπειτα με περισσότερη δύναμη. Εκείνη δεν αντιστάθηκε, παρόλο που της είχε εξάψει την περιέργεια. Πνιγόταν, μα δε μιλούσε. Το σώμα και η θέλησή της είχαν υποταχθεί σε ένα μικρό αγόρι που έμοιαζε να της ρουφάει τη ζωή.
«Εγώ δεν ζω πια», της είπε απολογητικά. «Εσύ, από την άλλη, ζεις χωρίς να το θέλεις. Αν ήθελες να ζήσεις, δεν θα ερχόσουν να με ψάξεις.
Έχεις γλιτώσει από τα νύχια του χάρου άπειρες φορές. Εξαγόρασες την αθανασία σου. Όμως, τώρα που ήρθες εδώ από μόνη σου, ανήκεις στη Λίμνη Των Ψυχών. Εγώ είμαι ο θάνατός σου».
Η Κριστίνα δάκρυσε Αυτό είναι που ήθελα; Να πεθάνω από τα χέρια του Ορφέα; ,ρώτησε τον εαυτό της από μέσα της. Χαμήλωσε για λίγο τα βλέφαρά της κι όταν τα άνοιξε ξανά, η όψη του είχε αλλάξει. Δεν έβλεπε πια μια παιδική μορφή, αλλά έναν άντρα με ασημένια μαλλιά μέχρι τους ώμους και χρυσές ίριδες.
«Έχω μια νέα ταυτότητα πλέον. Είμαι ο άρχοντας των νεκρών, Κριστίνα. Κι εσύ είσαι η μοναδική υπεύθυνη γι' αυτό. Είμαι ένας από τους Δράκους. Τους ανήκω!
Έζησα για πολύ καιρό χωρίς τις αναμνήσεις μου, χωρίς να γνωρίζω ποιος είμαι. Όντας, όμως, υπεύθυνος για τους νεκρούς κατάφερα να ρίξω μια ματιά και στο δικό μου παρελθόν, κάνοντας μερικές αλλαγές στη συνηθισμένη διαδικασία που ακολουθούμε για να κρίνουμε κάποιον.
Με πέταξες μέσα σε ένα φαύλο κύκλο, από όπου δεν υπάρχει καμία διαφυγή. Δεν έχω καρδιά, δεν έχω ψυχή. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσα να θεωρηθώ ζωντανός; Είπες ότι αυτό θα κρατούσε μόνο για λίγο. Δεν ξέρω καν πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που πέθανα. Ξέρω μόνο ότι ο χρόνος στην Calidia κυλάει διαφορετικά. Για μένα είναι λες κι έχουν περάσει αιώνες».
Σταμάτα να με πνίγεις, σκεφτόταν η Κριστίνα ξανά και ξανά ελπίζοντας πως θα την άκουγε.
Το πρόσωπο του Ορφέα ήρθε σε απόσταση αναπνοής από το δικό της.
«Από όποια πλευρά κι αν το κοίταξα, η ιστορία ήταν πάντοτε η ίδια. Η δεκαεξάχρονη Αουρέλια από τη Σικελία ερωτευόταν το δεκαεξάχρονο Ορφέα από την Αθήνα. Αρκετές εκατοντάδες χρόνια αργότερα, ο Ορφέας έδινε τη θέση του στον Άριους και μετά στον Μάικλ Τζόζεφ.
Σε εμπιστεύτηκα. Σε αγάπησα. Αλλά, εσύ επέλεγες πάντα να κινείσαι με τους δικούς σου ρυθμούς. Έλειψες από τη ζωή μου για διακόσια χρόνια. Η απουσία σου με στιγμάτισε, αλλά μου έδειξε κι άλλες πτυχές του εαυτού μου που δεν είχα ανακαλύψει. Έμαθα να ζω και χωρίς εσένα»
Ήρθα για να σε βρω. Δεν έπαψα στιγμή να αναζητώ κάποιο σημάδι σου, σκεφτόταν η Κριστίνα.
Ένιωθε την ώρα του τέλους να πλησιάζει απειλητικά. Ο θάνατος καραδοκούσε στη γωνία. Τα πνευμόνια της είχαν ξεμείνει εντελώς από αέρα και κάθε απόπειρα να αναπνεύσει την πονούσε. Τα μάτια της δεν έπαψαν να κοιτάζουν μέσα στα δικά του. Εκείνος ήταν ανάλγητος. Δεν συμμεριζόταν την αγωνία της κι αυτή του η προδοσία της ξέσκιζε τα σωθικά. Τότε, μέσα σε μια στιγμή πλήρους συνειδητοποίησης, η Κριστίνα κατάλαβε τι είχε αλλάξει πάνω του.
Χρησιμοποιείς ξανά το όνομα «Ορφέας», σκέφτηκε.
Προς έκπληξή της, τα δάχτυλά του χαλάρωσαν το σφίξιμο γύρω από το λαιμό της κι εκείνη μπόρεσε να πάρει μια κοφτή ανάσα.
«Ο θάνατος μου έδωσε την ευκαιρία να συμφιλιωθώ με το παρελθόν μου. Δεν υπάρχει νόημα να διαλύω τον εαυτό μου κάθε φορά που καλούμαι να ξεπεράσω ένα εμπόδιο. Οι παλιοί μου ελιγμοί δεν είναι, πλέον, αποτελεσματικοί.
Ο Ορφέας, ο Άριους κι ο Μάικλ Τζόζεφ κατοικούσαν όλοι στο ίδιο σώμα. Γιατί, λοιπόν, να τους θεωρώ διαφορετικά πρόσωπα; Όσο κι αν διέφεραν μεταξύ τους, το σημείο που τους συνέδεε ήταν η τάση τους για φόνο!»
«Δεν είναι αλήθεια», διαμαρτυρήθηκε η Κριστίνα βραχνιασμένα και σχεδόν ξέπνοα.
«Α, ναι; Αρκεί μονάχα να μετρήσει κανείς τις φορές που σκότωσα για σένα ή για τον αδερφό μου. Ή τότε που έκανα μερικά θελήματα του Ράνταλ και ξεπάστρεψα μια ολόκληρη αγέλη από υβρίδια και λύκους, κάνοντας σμπαράλια τη μεταξύ μας συμφωνία»
«Είναι διαφορετικό το να σκοτώνεις για κάποιο λόγο από το να σκοτώνεις από χόμπι!»
«Γνωρίζουμε κι οι δυο ότι εγώ κατάφερα να τα συνδυάσω. Εν πάσει περιπτώσει, δεν απορώ με τη θέση που μου ανέθεσαν οι Δράκοι. Απ' ότι φαίνεται, την κέρδισα με τα... δόντια μου»
«Γιατί πήγες να με πνίξεις πριν;»
Τα μάτια του σκοτείνιασαν απρόσμενα. Καμία σύσπαση του προσώπου του δεν μπορούσε να μαρτυρήσει τη διάθεσή του. Ήταν παντελώς ανέκφραστος. Όταν, όμως, έτεινε το χέρι του κι άγγιξε το χέρι της Κριστίνα, τα συναισθήματα που διοχετεύτηκαν από το ένα σώμα στο άλλο ήταν σαν ηλεκτρικά κύματα. Λίγο ακόμα κι η Κριστίνα θα νόμιζε πως πάθαινε ηλεκτροπληξία. Ζορίστηκε αρκετά, αλλά ανάμεσά τους διέκρινε ανείπωτο θυμό, εκδικητικότητα και... έρωτα.
«Το πρώτο μου ένστικτο ήταν να σε σκοτώσω, για να είμαστε μαζί στο θάνατο. Για μια στιγμή, σκέφτηκα πως μιας και είναι πολύ αργά για να επιστρέψω θα μπορούσα να σε κρατήσω εδώ μαζί μου. Αλλά, φέρθηκα εγωιστικά. Μην ανησυχείς, κατάφερα να παραμερίσω εκείνο το ένστικτο στο πίσω μέρος της συνείδησής μου...», της απάντησε ειλικρινά.
Η Κριστίνα έχασε τα λόγια της και μαράθηκε σαν τριαντάφυλλο πεταμένο στο τσιμέντο. Οι μακριές της βλεφαρίδες δεν έπαψαν να είναι υγρές. Πέρασε τα δάχτυλα των χεριών της μέσα από τα ασημένια μαλλιά του, αγκαλιάζοντας με τις χούφτες της το πρόσωπό του.
«Δεν σου θύμωσα», ψιθύρισε έχοντας μαντέψει τη σκέψη του. «Ίσως, πού ξέρεις, να έκανα κι εγώ το ίδιο αν ήμουν στη θέση σου. Το μεγάλο μου ελάττωμα είναι ότι ποτέ δεν έμαθα να ζω χωρίς εσένα στο μυαλό μου»
«Και παρόλα αυτά, άντεξες να με εγκαταλείψεις. Ποτέ δεν σε συγχώρεσα γι' αυτό. Με εξαθλίωσες και με πάτησες κάτω με τα τακούνια σου. Το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης ήταν δικό σου, αλλά έβαλα κι εγώ το χεράκι μου. Ζήτησα από ένα λιποτάκτη μάγο να κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να βάλει τέλος στη θλιβερή μου ύπαρξη. Κι εκείνος απέτυχε. Δεν είμαι περήφανος για ό,τι συνέβη μετά.
Διένυσα μια πολύ σκοτεινή περίοδο, μια από τις χειρότερες της ζωής μου. Εγώ κι ο Ράνταλ μείναμε μαζί για ενάμιση χρόνο. Αφότου τον έδιωξα, άρχισα να επιδίδομαι σε κάθε πιθανή αμαρτία που αναγραφόταν στη Βίβλο. Όταν εκείνες τελείωσαν, αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω τη φαντασία μου για να σκαρφιστώ κι άλλες. Αυτό που απόλαυσα περισσότερο ήταν οι επισκέψεις μου στα τοπικά πορνεία, όπου κι αν πήγαινα.
Τις περισσότερες φορές, δεν με χρέωναν καν για τις παροχές που μου προσέφεραν. Κρυφάκουγα τις πόρνες να συζητούν για μένα και τα κρυφά μου ταλέντα. Αν κάποια από εκείνες υποψιαζόταν κάτι, χρησιμοποιούσα πάνω της την υποβολή για να την κάνω να ξεχάσει κάθε υποψία.
Το σώμα μου ήταν ακούραστο, αλλά το μυαλό μου ήταν εξαντλημένο. Έτσι άφηνα τα ένστικτα, πρωτόγονα κι ακατέργαστα, να πάρουν τον έλεγχο κάθε μυ και κάθε άκρου μου. Κουνιόμουν τόσο ομαλά που έκρυβα κάθε ένδειξη ότι κάτι πήγαινε λάθος. Εγώ...»
«Υπήρξαν μερικές περιστασιακές σχέσεις στη διάρκεια των διακοσίων χρόνων που μεσολάβησαν μέχρι να ξαναβρεθούμε», διέκοψε τον ειρμό του η Κριστίνα. «Κάποιες φορές, μου παραπονιούνταν πως ήμουν πολύ ψυχρή απέναντί τους. Μετά βίας αντιδρούσα στα διάφορα ερεθίσματα. Τις νύχτες καθόμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι κι αναλογιζόμουν ότι κανείς από τους δυο μας δεν θα ήταν πια ευτυχισμένος. Εσύ δεν είχες εμένα κι εγώ δεν είχα εσένα, ενώ η μοίρα είχε φροντίσει να μας συνδέσει από πολύ νωρίς.
Οι πρώτες δεκαετίες πέρασαν τόσο γρήγορα. Οι δείκτες του ρολογιού κινούνταν διαρκώς κι εκεί που ήμασταν στο δέκατο ένατο αιώνα, ξαφνικά μπήκαμε στον εικοστό. Γύρω μου έβλεπα ανθρώπους να πασχίζουν να φτιάξουν τη ζωή τους, ανθρώπους που ήταν χαρούμενοι, ανθρώπους που ήταν ερωτευμένοι. Κι απέναντί τους ήμουν εγώ, που είχα καταστρέψει μόνη μου τα πάντα. Ζήλευα, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ.
Ώσπου, μια μέρα, έφτασαν τα νέα πως βρισκόσουν στη Γλασκόβη. Ετοίμασα τα πράγματά μου και βγήκα από το κτίριο έτοιμη να σε αναζητήσω. Υπολόγιζα πως θα μου έπαιρνε δυόμιση μέρες να σε προφτάσω. Έβαλα στοίχημα με το χρόνο πως θα τον νικούσα και θα βρισκόμουν στη Γλασκόβη προτού φύγεις. Όμως, με πρόλαβε ο πόλεμος...»
Τα δάχτυλά τους ήταν μπλεγμένα σαν το Γόρδιο δεσμό. Κανείς από τους δυο δεν ήθελε να είναι εκείνος που θα αποχωρήσει πρώτος. Ο Ορφέας είχε ένα παράξενο προαίσθημα ότι τον παρακολουθούσαν, αλλά δεν τόλμησε να της το πει. Αντί για αυτό, αξιοποίησε τον ελάχιστο χρόνο που τους έμενε για να αλλάξει θέμα.
«Ο Αλεξάντερ είναι νεκρός. Εγώ τον συνόδεψα στη Λίμνη των Ψυχών. Δεν έμοιαζε και πολύ ευχαριστημένος με αυτή την εξέλιξη. Με το που πάτησε το πόδι του μπροστά μου, έλυσα το ξόρκι και τον άφησα να με αναγνωρίσει.
Πριν χρειαστεί να με ρωτήσεις, το θεωρώ χρέος μου να σου λύσω την απορία. Όταν καλούμε κάποιον στην Calidia, χρησιμοποιούμε πάνω του μια σειρά από ξόρκια. Είναι ένα είδος μαγικών παραμέτρων ασφαλείας που ενεργοποιούνται με το που θα βρεθεί κάποιος υπό την παρουσία μας. Αυτά τα ξόρκια δεν τους επιτρέπουν να θυμούνται τα πρόσωπα ή τα ονόματά μας, ενώ αν πρόκειται για κάποιον που γνωρίζαμε στην προηγούμενη ζωή μας, φροντίζουμε ώστε να μη μας αναγνωρίσει.
Όσον αφορά τους Δράκους, όταν κάποιος γίνεται μέλος τους είναι υποχρεωμένος, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, να δεχτεί την απαλοιφή των αναμνήσεών του. Όχι ότι χρειάζονται την άδειά του για κάτι τέτοιο. Σε περίπτωση που επιθυμήσει, κάποτε στο μέλλον, να τις αποκτήσει ξανά είναι δικιά του ευθύνη να βρει τόσο τον τρόπο να τις βρει όσο και να τις διαχειριστεί. Σχεδόν πάντα, η επαναφορά των αναμνήσεων είναι επίπονη διαδικασία, καθώς καλείσαι να βιώσεις πολλά επαναλαμβανόμενα σοκ. Στην περίπτωσή μου, είχα να καλύψω δυο χιλιάδες χρόνια πορείας...»
«Το ένιωθα ότι υπήρχε πολλή μαγεία γύρω του... Αλλά, γιατί να τον σκοτώσετε; Και γιατί μου τα λες όλα αυτά μαζεμένα;», είπε η Κριστίνα φωνάζοντας καθετί που περνούσε από το μυαλό της.
«Επειδή είναι τα τελευταία λόγια που μπορώ να μοιραστώ μαζί σου προτού καταλάβουν ότι κάνω κάθε άλλο παρά αυτό που μου ανέθεσαν. Θα σε αφήσω, λοιπόν, με μια προειδοποίηση: μην ξανάρθεις σε επαφή μαζί μου. Όσο κι αν χάρηκα που σε είδα και παρόλο που μου δόθηκε η ευκαιρία να ξεσπάσω, είναι επικίνδυνο να ταξιδεύεις μέσα σε τέτοιου είδους πύλες. Ο Ενδιάμεσος Κόσμος δεν είναι παιχνίδι και το ξέρεις. Επίσης, εδώ και μερικά λεπτά μετράω τους παλμούς σου και δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που ακούω. Βγες από εδώ. Τώρα!»
Ο Ορφέας άνοιξε μια νέα πύλη όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν οι δυνάμεις του κι έσπρωξε την Κριστίνα έξω, δευτερόλεπτα πριν λιποθυμήσει. Το δευτερόλεπτο που είδε την πύλη να κλείνει πίσω της, το ένα και μοναδικό δάκρυ που είχε παραμείνει στάσιμο στην άκρη του βλεφάρου του κύλησε στο πρόσωπό του.
Δεν είναι η ώρα της ακόμα, σκέφτηκε κι έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του πως θα την κρατούσε ασφαλή με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο.
Το κεφάλι μου ήταν βαρύ κι ο πονοκέφαλος δημιουργούσε την εντύπωση πως κάποιος μου είχε πετάξει ένα αμόνι στο κεφάλι. Γκρίνιαξα κι αναθεμάτισα την τύχη μου. Κάπου παραδίπλα άκουσα το Στίβεν να κάνει το ίδιο.
Κατά περίεργο τρόπο, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα να κάνω, αφότου κατάλαβα πως η Κριστίνα ήταν εκτός του οπτικού μου πεδίου και δεν ένιωθα την παρουσία της μέσα στο σπίτι, ήταν να επικεντρώσω τις δυνάμεις μου στην Άιβι ώστε να σιγουρευτώ ότι ήταν εντάξει. Ο ήρεμος ρυθμός της ανάσας της μου επιβεβαίωσε πως είχε αποκοιμηθεί. Σίγουρα το να την ξυπνήσω θα μου δημιουργούσε ενοχές, οπότε το απέφυγα.
Σηκώθηκα χωρίς προειδοποίηση και περπάτησα προς τις σκάλες, νιώθοντας τα μάτια των άλλων να είναι καρφωμένα στην πλάτη μου σαν πρόκες. Τα βήματά μου δεν ήταν βιαστικά. Θα έλεγα, μάλιστα, πως έμοιαζαν κάπως βαριεστημένα από απόσταση. Με το που βρέθηκα ξανά στο γνώριμο χώρο του σαλονιού, κατευθύνθηκα προς τη μια από τις αποσκευές μας και την άνοιξα σκαλίζοντας τα περιεχόμενά της με τα δάχτυλά μου. Όταν πια βρήκα εκείνο που έψαχνα, τράβηξα το φερμουάρ που έκλεισε με θόρυβο κι απομακρύνθηκα προς την κουζίνα.
Το βλέμμα μου αναζήτησε τη μηχανή του καφέ, σχεδόν φωτογραφίζοντας κάθε αντικείμενο στο τετράγωνο δωμάτιο. Το γυαλιστερό πλαστικό αντανακλούσε το φως που έπεφτε πάνω του κι έτσι μου φάνηκε αδύνατον να μην την προσέξω με ελάχιστη προσπάθεια. Άνοιξα το καπάκι κι αφαίρεσα με προσοχή το φίλτρο, ασκώντας ελάχιστη πίεση με τα χέρια μου και τραβώντας το προς τα έξω. Με το μικρό, πλαστικό δοσομετρητή υπολόγισα δυο δόσεις εσπρέσσο και τις έριξα μέσα στο φίλτρο. Έπειτα, γέμισα το διάφανο δοχείο στο πλάι της μηχανής με νερό και πάτησα το κουμπί ενεργοποίησης.
Η μηχανή πήρε ζωή με ένα στιγμιαίο «μπιπ» και το καυτό νερό άρχισε να κυλάει από το πλαστικό της σώμα σαν ρυάκι αναμεμειγμένο με αχνιστό καφέ που μύριζε καραμέλα. Η κίτρινη κούπα που κατάφερα να αρπάξω δευτερόλεπτα πριν από τη βάση με τα πλυμένα κουταλοπίρουνα και πιάτα γέμιζε σιγά – σιγά. Εισέπνευσα βαθιά κι άφησα το άρωμα να αγγίξει τη μύτη μου, να χαϊδέψει τα ρουθούνια μου και να εξάψει τους γευστικούς μου κάλυκες που ανυπομονούσαν για εκείνη τη γεύση.
Η παρασκευή καφέ ήταν κάτι σαν τελετουργικό για μένα και το Ράνταλ. Πάντοτε απαιτούσε απόλυτη προσήλωση και ησυχία. Όμως, αυτή τη φορά, κάποιος παραβίασε το δεύτερο από τα δυο.
«Μα τι κάνεις;»
Κοίταξα το Μάικλ εχθρικά και μουρμούρισα κάτι ακατάληπτο στην αρχή, σε κάποια άγνωστη σε εκείνον γλώσσα.
«Σαν τι σου φαίνεται;», απάντησα έπειτα ολοκάθαρα.
«Σαν να φτιάχνεις καφέ», είπε κι αναστέναξε.
Στριφογύρισα τα μάτια μου κι έκλεισα την κούπα μέσα στις χούφτες μου.
«Δεν νομίζεις ότι θα έπρεπε να ψάχνουμε την Κριστίνα;», συνέχισε.
Έγνεψα αρνητικά κουνώντας το κεφάλι μου μια φορά δεξιά και μια αριστερά.
«Θες να πεις ότι δεν έχεις καμία υποψία για το πού μπορεί να βρίσκεται; Θεωρώ πως όλοι μας, κατά βάθος, γνωρίζουμε για πού το έβαλε ώστε να πολεμήσει τους δαίμονές της»
«Ίσως έχεις δίκιο», είπε ο Μάικλ παραιτημένος και χαμήλωσε λίγο τους ώμους του.
Του έκανα νεύμα να καθίσει στο τραπέζι κι ύστερα του έδειξα τη μηχανή του καφέ. Εκείνος έπιασε το νόημα και σχημάτισε με τα χείλη του ένα αθόρυβο «ναι», το οποίο ήταν εντελώς αχρείαστο. Είχε εκείνη την έκφραση στο πρόσωπό του που έδειχνε πως είχε καταφέρει, επιτέλους, να χαλαρώσει.
«Λοιπόν, καμία ιδέα για το ποιος απ' όλους μας θα ανάψει τη φωτιά για να κάψει το πτώμα;», αναρωτήθηκε φωναχτά έχοντας ρουφήξει μερικές γουλιές.
«Θα μπορούσα να το κάνω εγώ. Ούτως ή άλλως, αν εγώ κι ο Ράνταλ μοιράσουμε μεταξύ μας τις δουλειές που έχουμε να κάνουμε σήμερα, θα έλεγα πως μας περισσεύει μπόλικος χρόνος», αποκρίθηκα.
Ο Μάικλ φάνηκε ευχαριστημένος που τον είχα απαλλάξει από κάτι τέτοιο. Τόση ώρα, έπινε τον καφέ όπως ένας άνθρωπος πίνει το νερό. Κάθε γουλιά ήταν σχετικά ηχηρή και μου προκάλεσε εντύπωση.
«Όταν ήμουν έφηβος, ο Τζωρτζ κι εγώ συναντιόμασταν σε ένα μικρό μπαρ στο κέντρο, το οποίο κάθε πρωί λειτουργούσε ως καφέ. Τις νύχτες, η είσοδος σε ανηλίκους απαγορευόταν. Όμως, δεν ίσχυε το ίδιο και για το ημερήσιο ωράριο λειτουργίας. Θυμάμαι πως κανείς από τους δυο μας δεν σηκωνόταν πριν πιει τουλάχιστον δυο κούπες. Συνήθως σέρβιραν κι εκείνα τα χειροποίητα μπισκότα με κομματάκια σοκολάτας... Αναρωτιέμαι αν το κάνουν ακόμα», διηγήθηκε γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω καθώς αναπολούσε το παρελθόν.
Ίσως, για πρώτη φορά, ο καθρέφτης είχε σπάσει και μου αποκάλυπτε το αληθινό πρόσωπο πίσω από μια ψεύτικη αντανάκλαση. Έβλεπα ένα εικοσάχρονο παιδί κι όχι έναν εικοσάχρονο βρικόλακα. Ένα παιδί, οι αναμνήσεις του οποίου προσέθεταν χρώμα πάνω στις τεφρές στιγμές τις νιότης του. Όλο αυτό με έκανε να νιώσω κι εγώ την ανάγκη να διηγηθώ λαμπρές στιγμές της μακράς πορείας μου στη ζωή. Κι αυτό ακριβώς ξεκίνησα να κάνω, χωρίς δισταγμό.
«Μέχρι τώρα, είχα αρκετούς φίλους κι ακόμα περισσότερους εχθρούς. Σε ένα από τα ταξίδια μου γνώρισα τον Τζόελ. Είχε ξεκινήσει ως αγροτόπαιδο στη φάρμα των γονιών του, από όπου έβγαζε μεροκάματο. Ύστερα από μερικά χρόνια, έχοντας πρόσφατα ολοκληρώσει τις σπουδές του ως αρχιτέκτονας, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη τον ώθησε σε πρόωρο γάμο με την τότε σύντροφό του. Δυστυχώς, η ίδια σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα λίγες μέρες αφότου η μοναχοκόρη τους έκλεισε τα εφτά.
Ο Τζόελ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με έβαλε σε σκέψεις γύρω από θέματα όπως το νόημα της ζωής. Κάθε φορά που έμπαινα στην τοπική παμπ, εκείνος καθόταν πάνω από ένα ποτήρι ουίσκι, φιλοσοφώντας σιωπηλά κι αναστενάζοντας. Πού και πού συνομιλούσε με αγνώστους, οι οποίοι δεν καταλάβαιναν λέξη από αυτά που τους έλεγε. Μέχρι που πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Είχε εκείνα τα λαμπερά καστανά μάτια που γυάλιζαν κάτω από τις μισοκαμένες, μακρόστενες λάμπες φθορίου πάνω από τον πάγκο. Τα μαλλιά του ήταν πάντοτε ανακατωμένα με μερικές γκρίζες τούφες να ξεπετάγονται από δω κι από κει.
Ήταν ένας άνθρωπος που αντιμετώπιζε εκείνα που τον πονούσαν διαφορετικά απ' όλους μας. Όσο ευχάριστα κι αν ένιωθε κανείς υπό τη συντροφιά του, τόσο δυστυχισμένος ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος. Σε μια στιγμή ευαισθησίας από το μεθύσι, γύρισε να με κοιτάξει και μου είπε πως ένας αλήτης είχε μπει με τη βία στο σπίτι του – έπειτα από μια ισχυρή δόση ναρκωτικών – κι είχε σκοτώσει την κόρη του. Εκείνη ήταν μόλις δεκατριών ετών.
"Η ειρωνεία της τύχης", μου είχε πει. "Ο χειρότερός μου φόβος ήταν το να μείνω μόνος κι αυτό ακριβώς είναι που συνέβη. Έχασα τα πάντα".
Ήταν λες και μου είχαν κόψει τη γλώσσα από τη ρίζα με ψαλίδι. Πάλεψα πολλή ώρα με το μέσα μου για να μπορέσω να αντιδράσω με τρόπο που να αρμόζει στην περίσταση και ταυτόχρονα να μοιάζει ανθρώπινος. Τότε ήταν που έπεσε στην αντίληψή μου άλλη μια ειρωνεία.
Ο Τζόελ θεωρούσε πως το δώρο της ζωής ήταν υψίστης σημασίας και κανείς δεν είχε δικαίωμα να το αφαιρέσει σκοτώνοντας κάποιον άλλο. Όποιος το έκανε ανήκε, σύμφωνα με τον ίδιο, σε ένα υπο-είδος που η ανθρώπινη φύση το είχε περιθωριοποιήσει. "Λυπάμαι οικτρά όσους ενδίδουν στον πειρασμό της βαναυσότητας και του φόνου για να νιώσουν ολοκληρωμένοι", τον έπιασα να μουρμουρίζει. Κι όμως, το πρόσωπο που θεωρούσε φίλο του – δηλαδή εγώ – έκανε ακριβώς αυτό.
Εκείνη τη νύχτα, βρέθηκα καθισμένος σε ένα ψηλό σκαμπό να παρακαλάω τον ήλιο να ξημερώσει λες κι η ζωή μου εξαρτιόταν από αυτό. Ήθελα να απεγκλωβίσω τον εαυτό μου από την πνευματική μου φυλακή, όμως δεν μπορούσα να ελέγξω κανένα από τα άκρα μου. Μόλις ξημέρωνε, θα γαντζωνόμουν από τις ζεστές αχτίνες και θα πατούσα το πόδι μου στο φως, ζητώντας του να με κλείσει μέσα του.
Τη στιγμή που, τελικά, βγήκα από την παμπ ήταν ξημερώματα κι ο ιδιοκτήτης ετοιμαζόταν να κατεβάσει ρολά και να κλειδώσει. Ο ουρανός απομάκρυνε σιγά – σιγά τις βαριές, σκούρες κουρτίνες του για να υποδεχτεί ένα ακόμα πρωί. Και παρόλο που για τους γύρω μου – θνητούς και μη – ήταν άλλη μια κοινή μέρα, για μένα ήταν μια μέρα που την έβλεπα με καινούργια ματιά.
Ξέρω πως αναρωτιέσαι τι συνέβη στον Τζόελ. Λοιπόν, θα σου πω. Όταν συνέβη ήμουν πολύ μακριά από την πόλη του και δεν πρόλαβα καν να παραστώ στην κηδεία. Φρόντισα, βέβαια, να πάω στο νεκροταφείο και να αφήσω ένα μπουκέτο από τα αγαπημένα του λουλούδια πάνω στο φρέσκο μάρμαρο. Με το που τα ακούμπησα εκεί, θα ορκιζόμουν πως τον άκουσα να λέει: "κοίταξε τι έκανες, τα καταδίκασες να μαραθούν".
Ο Τζόελ ήταν εξήντα πέντε ετών και ζούσε μια ήρεμη ζωή, έχοντας αναπαλαιώσει το πατρικό του κι έχοντας μετακομίσει ξανά εκεί. Το φθινόπωρο εκείνου του έτους είχε περάσει ένα εγκεφαλικό και γλίτωσε από το θάνατο παρά τρίχα. Όμως, ο ίδιος το θεώρησε σημάδι πως είχε πλέον ολοκληρώσει την πορεία που έπρεπε να χαράξει στον κόσμο. Έτσι, ένα ηλιόλουστο πρωινό, έδεσε ένα σχοινί γύρω από το λαιμό του και κρεμάστηκε στο βαρύ, ξύλινο φωτιστικό του καθιστικού.
Τον βρήκαν δυο μέρες αργότερα, καθώς ο προμηθευτής λιπασμάτων προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του στο κινητό κι εκείνος δεν απαντούσε. Αυτό έδωσε την αφορμή στους άλλους να τον ψάξουν. Μαζί με το άδειο, σαρκικό δοχείο που ήταν το σώμα του βρήκαν κι ένα σημείωμα που, όπως αποδείχτηκε απευθυνόταν στο θάνατο. Έγραφε: "Σε νίκησα, δειλέ! Έφυγα όποτε ήθελα, με τη θέλησή μου!"».
Αυτή τη φορά, δεν μπόρεσα να διαβάσω το πρόσωπο του Μάικλ. Εκείνη η έκφραση ήταν για μένα σαν να έπλεα σε αχαρτογράφητα νερά. Ακόμα και μετά θάνατον ο Τζόελ έχει αυτή την επίδραση, σκέφτηκα και χαμογέλασα ικανοποιημένος.
Άφησα τον εαυτό μου να αναπολήσει τον Τζόελ για λίγο ακόμα. Το χαμόγελό του, το γέλιο του, τη ζεστασιά των ματιών του, την όψη του καλύτερού μου φίλου. Με τη θύμησή του το σώμα μου απέβαλε τον τοξικό θυμό και μου έδωσε τη δύναμη να συγχωρήσω ακόμα και τον Αλεξάντερ. Να τον συγχωρήσω για όσα είχε κάνει σε μένα, όχι όμως και για όσα είχε κάνει στον Μάικλ Τζόζεφ και τη Δάφνη.
Άλλο ένα όνομα είχε προστεθεί στο μακρύ κατάλογο με άτομα που ο θάνατος είχε πάρει από τη ζωή μου. Κάποιοι από εκείνους το άξιζαν, ενώ άλλοι όχι. Για κάποιους από εκείνους είχα αφήσει τον εαυτό μου να κλάψει, να φωνάξει, να απαιτήσει δικαίωση. Κι αυτό επειδή ο θάνατός τους, εκείνη η μεγάλη απώλεια που προξένησε, ήταν σημείο καμπής που επανακαθόριζε το ρουν της ιστορίας μου.
Μιλώντας για θανάτους, μου πέρασε από το μυαλό ότι είχα μείνει ορφανός όντας πάνω από χιλίων ενιακοσίων ενενήντα ετών. Και το χειρότερο ήταν ότι δεν ήξερα πώς να νιώσω. Η κατάσταση έδινε νέο νόημα στην αγγλική λέξη «puzzled». Δεν ήμουν απλώς μπερδεμένος· είχα πέσει με τα μούτρα κι είχα μπλεχτεί με δεκαπέντε κόμπους σε ένα τεράστιο κουβάρι συμφορών. Σαν κάποιος να είχε βάλει το χεράκι του και να είχε ανοίξει επίτηδες το κουτί της Πανδώρας, εξαπολύοντας τα δεινά που οι αρχαίοι θεοί είχαν φυλάξει μέσα του.
Είδα το πρόσωπό μου να καθρεφτίζεται μέσα στις ίριδες του Μάικλ. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος που είχα στη διάθεσή μου ώστε να έχω μια ιδέα του πώς έμοιαζα. Η φύση του βρικόλακα, πέρα από όλα τα άλλα, μου στέρησε και τη δυνατότητα να βλέπω τα μούτρα μου στον καθρέφτη και να μορφάζω σε αντίδραση. Είναι διαφορετικό το να πιάνεις μια σιωπηλή κουβεντούλα με τον εαυτό σου μέσα στο κεφάλι σου από το να έχεις κι οπτική επαφή μαζί του. Η σκληρότερη αυτοκριτική, συνήθως, γίνεται μπροστά από ένα καθρέφτη.
Εξακολουθώντας να αξιοποιώ αυτή τη μικρογραφία του εαυτού μου που βρισκόταν εγκλωβισμένη στις χρυσές του ίριδες, έφτιαξα μια σγουρή τούφα που πετούσε πάνω από το δεξί μου αυτί. Τα ατίθασα ξανθά μαλλιά μου είχαν αποτελέσει πηγή για σχόλια κάποτε. Μέχρι που πήρα ανάποδες και μοίρασα απλόχερα μερικά «μπουκέτα». Ξέρετε τώρα, εκείνοι που τα σχολίασαν ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της φράσης «είσαι και φαίνεσαι». Σύμφωνα, λοιπόν, με την ιδεολογία τους όχι μόνο ανήκα σε ομάδα διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού αλλά φαινόταν κιόλας. Μερικές βδομάδες μετά το σκηνικό, οι γιατροί ακόμα προσπαθούσαν να επανασυναρμολογήσουν τα διαλυμένα σαγόνια τους. Ήταν μια από τις λίγες φορές που θεώρησα τον εαυτό μου αρκετά επιεική με τέτοια άτομα.
Ο Μάικλ ρούφηξε ηχηρά την τελευταία γουλιά καφέ. Επίτηδες. Κι είχε και το θράσος να με κοιτάζει στα μάτια καθώς το έκανε. Το πώς γνώριζε ότι ο συγκεκριμένος ήχος με εκνεύριζε ήταν απορίας άξιο. Αν, όμως, σκεφτεί κανείς πόσα στοιχεία του σωσία του είχε κληρονομήσει οι πράξεις έβγαιναν πιο εύκολα και το αντίστοιχο με αυτές συμπέρασμα ακόμα ευκολότερα.
«Φαίνεσαι σαν άτομο που κουβαλάει ένα ολόκληρο υπόμνημα γεωστρατηγικών κινήσεων μέσα στο κεφάλι του», μουρμούρισα.
Τα μάτια του φωτίστηκαν και το κεφάλι του παρέμεινε στραμμένο ευθεία.
«Ας πούμε ότι έχω στήσει μερικά άτυπα παρατηρητήρια σε γνωστές τοποθεσίες γεμάτες με μάγους σε όλο το μήκος των Ηνωμένων Πολιτειών», απάντησε με ένα στραβό χαμόγελο.
«Μπορεί να έχεις την ψευδαίσθηση ότι πάντα φτάνεις τελευταίος και καταϊδρωμένος, αλλά είμαι στην ευχάριστη θέση να σε ενημερώσω ότι αυτό δεν ισχύει. Η προφητεία ανέτρεψε αρκετά από τα σχέδια που εγώ κι ο Μάικλ Τζόζεφ είχαμε βάλει στην άκρη. Ο Ιβάν, ο Κασπάρο, ο Ράνταλ, ακόμα κι ο Ντάμιεν ήταν σημαντικοί σπιούνοι όλο αυτό τον καιρό. Ήμασταν σε θέση να ξέρουμε πολλά πράγματα πριν καν συμβούν. Έτσι, γνωρίζαμε και το γεγονός ότι οι μάγισσες του Σάλεμ είχαν ξεχάσει να υπολογίσουν ένα αρκετά σημαντικό πιόνι στο παιχνίδι»
Ο Μάικλ ίσιωσε την πλάτη του κι ετοιμάστηκε για την απάντηση, αλλά εγώ δεν θα του την έδινα τόσο απλόχερα. Έπρεπε πρώτα να τον δω να επιμένει. Ίσως και να παρακαλάει.
«Λέγε, λοιπόν!», γρύλισε άθελά του.
«Τη Δάφνη»
«Δεν καταλαβαίνω πού το πας. Υποτίθεται ότι τη φυλακίσατε στην κρύπτη ώστε να μη μπορεί να ασκεί τη μαγεία της»
«Κι οι μάγισσες του Σάλεμ, μάλλον, αυτό πίστεψαν. Προς ενημέρωσή σου, κλείσαμε τη Δάφνη στην κρύπτη για να κρατήσουμε τους άλλους μακριά της κι όχι για να της στερήσουμε πλήρως τις δυνάμεις της. Η περιοχή γύρω από το παλιό νεκροταφείο έχει ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο που την απέτρεπε από το να χρησιμοποιεί ισχυρή μαγεία. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε ότι ήταν ανίκανη να εκτελέσει μερικά μικρά, άκακα ξόρκια για χάρη μας»
«Δούλευε μαζί σας; Αφού στην πορεία θέλησε να σας σκοτώσει και μας έκανε όλους... μην πω τι»
«Άκου, πριν πάρουν τα μυαλά της αέρα και θελήσει να μας ανακατώσει όλους, όχι μόνο συνεργαζόταν άψογα μαζί μας αλλά καταλάβαινε και το λόγο που δεν της επιτρέπαμε να βγει στον έξω κόσμο. Θα το πήγαινα τόσο μακριά όσο το να πω ότι ήταν πρότυπο ανθρώπου. Περισσότερο απ' όσο ήταν όταν ήμασταν παιδιά. Μετά, μας τα χάλασε»
«Και τι ακριβώς τη βάζατε να κάνει;»
«Να τους χαλάει τα σχέδια. Αλλά, το έκανε με τέτοιο τρόπο που κανείς δεν την υποψιάστηκε ποτέ. Σε ένα τυχαίο παρατηρητή θα έμοιαζε με παιδική φάρσα. Κάθε φορά που ετοιμάζονταν να δράσουν, κάτι πήγαινε στραβά. Κι εκείνο το «κάτι» ήταν δουλειά της Δάφνης. Θα ήθελα να ήμουν μια μύγα στον τοίχο για να δω τα μούτρα τους όταν μια ολόκληρη σειρά με δοχεία κι ελιξίρια ανατινάχθηκε μυστηριωδώς κι όλα έγιναν γυαλιά καρφιά»
Ο Μάικλ ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Το έντονο γέλιο του παραλίγο να σταθεί αφορμή να πέσει από την καρέκλα. Ήταν ένα πραγματικά αστείο σκηνικό που με έκανε να συμμεριστώ την εύθυμη διάθεσή του.
«Τα γέλια σας ακούγονται μέχρι τις σκάλες του υπογείου. Τι λέτε, θα μοιραστείτε και μαζί μας αυτό που συζητούσατε πριν σας διακόψουμε;», είπε ο Στίβεν κάπως ξερά.
Ανασήκωσα τους ώμους μου, θέλοντας να του δείξω πως ήμουν πρόθυμος να δεχτώ τόσο εκείνον όσο και τη Νικόλ και το Ράνταλ στην παρέα μας. Εκείνοι βιάστηκαν να πάρουν θέση στο τραπέζι της κουζίνας με τη Νικόλ να τραβάει την καρέκλα της πίσω από του Μάικλ και να τυλίγει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του.
«Λέγαμε για τα μικρά ξόρκια που η Δάφνη έκανε για χάρη μας, ώστε να σαμποτάρουμε τις μάγισσες του Σάλεμ. Εν συντομία, θα επαναλάβω πως η Δάφνη συνεργαζόταν μαζί μας όσο καιρό κάναμε σχέδια, εκτελώντας ξόρκια που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη ποσότητα μαγείας»
Ο Ράνταλ ξεφύσησε.
«Του είπες και για τη φορά που τη βάλαμε να τους στείλει ένα σμήνος από νυχτερίδες στη μέση της νύχτας; Μιλάμε για επική φάρσα. Δικιά μου ιδέα ήταν! Αν κάποιος σας πει το αντίθετο, ρίξτε του μια σφαλιάρα», είπε υψώνοντας άθελά του τον τόνο της φωνής του.
Οι άλλοι γέλασαν όπως, άλλωστε, έκανα κι εγώ. Μα το αδίστακτο μυαλό μου έπρεπε να μου χαλάσει τη στιγμή με ένα έντονο φλάσμπακ. Όχι άλλα μυστικά, σκέφτηκα καθώς προετοιμάστηκα να αποκαλύψω τι ακριβώς αφορούσε εκείνο το φλάσμπακ.
«Το μεγαλύτερο δώρο που μας έκανε η Δάφνη ήταν εκείνο που επέτρεψε στον αδερφό μου να αποκτήσει παιδιά», μουρμούρισα κοιτάζοντας το Στίβεν κατάματα.
Αμέσως, είδα το στόμα του να ανοίγει και την Αϊλίν, που εκείνη την ώρα έμπαινε στο χώρο, να με κοιτάζει σοκαρισμένη. Ο Στίβεν είχε ένα ύφος που, ουσιαστικά, έλεγε «ντρέπομαι που η ύπαρξή μου οφείλεται σε εκείνη». Αλλά τον αγνόησα.
«Δεν ήταν καθόλου εύκολο», συνέχισα ακάθεκτος. «Το κελί της Δάφνης στην κρύπτη μετατράπηκε σε κολαστήριο από το δευτερόλεπτο που συμφώνησε να πειραματιστεί πάνω στο σώμα του. Η διαδικασία ήταν τόσο λεπτή. Το παραμικρό λάθος τον έστελνε σε ένα σύντομο ταξίδι στον άλλο κόσμο μέχρι να επανέλθει. Αν επρόκειτο να μετρήσω πόσες φορές σταμάτησε η καρδιά του, θα ξημερώναμε.
Δεν ήμουν παρών όλες τις μέρες που πέρασε εκεί μέσα επειδή δεν άντεχα να τον βλέπω νεκρό ξανά και ξανά, ξεσκισμένο από τον πόνο. "Πώς σου ήρθε να αναπαραχθείς; Είναι ηλίθιο", του είπα μια φορά. Ο Μάικλ Τζόζεφ με λοξοκοίταξε με ένα δολοφονικό βλέμμα κι έσφιξε τα δόντια του. Οι αλυσίδες που βοηθούσαν ώστε το σώμα του να παραμένει ακίνητο κροτάλισαν βίαια με ένα σπασμό. "Θέλεις να μου πεις ότι εσύ δεν θα το έκανες, αν είχες την ευκαιρία;", ρώτησε.
Η ερώτησή του με έπιασε πλήρως απροετοίμαστο και με έβαλε στη διαδικασία να το σκεφτώ ενδελεχώς. Στο τέλος, παραδέχτηκα τόσο σε εκείνον όσο και στον εαυτό μου ότι πράγματι θα το έκανα. Αλλά, όχι υπό τις συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει ένας αρσενικός βρικόλακας. Η απάντηση τον δίχασε. Έμοιαζε αρκετά απογοητευμένος και του έφταιγαν τα πάντα.
Κοπάνησε μερικές φορές το πίσω μέρος του κεφαλιού του πάνω στον πέτρινο τοίχο μέχρι που μάτωσε. Οι κόρες των ματιών του ήταν κατακόκκινες μα το πρόσωπό του ήταν στεγνό. Ξαφνικά, είδα τα γόνατά του να λυγίζουν και τον ίδιο να κρέμεται από τον τοίχο με τα χέρια του τεντωμένα προς τα πίσω σε μια άβολη γωνία.
"Τι θα γίνει αν τα καταφέρεις και προκύψει κάποιο νέο είδος μεταλλαγμένου, όπως ένα παιδί – βρικόλακας που θα έχει κανονική ανάπτυξη αλλά, ταυτόχρονα, θα αποτελεί κίνδυνο για τους γύρω του; Τη Νταϊάν τη σκέφτηκες; Ένα τέτοιο πλάσμα θα την ξέσκιζε!», διαμαρτυρήθηκα.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Έπρεπε να το είχα περιμένει πως θα το είχε ήδη σκεφτεί.
"Θέλω απλά να ζήσω μέσα σε φυσιολογικά πλαίσια, έστω για μερικά χρόνια. Αν ήμουν θνητός, τώρα δεν θα ζούσαν ούτε τα δισέγγονά μου", είπε.
Και, να, εκείνη η τελευταία φράση μου ράγισε την καρδιά. Με έκανε να σηκωθώ και να τον πιάσω από τις μασχάλες για να τον κρατήσω όρθιο. Τον ταρακούνησα μερικές φορές, όμως ήταν ο εαυτός μου εκείνος που ήθελα να φέρω στα συγκαλά του. Ακόμα κι όταν τον αγκάλιασα, δεν λύγισε. Υποστήριζε την απόφασή του σαν βράχος. Εκείνο που δεν έγινε αυτομάτως προφανές ήταν ότι κι εγώ είχα αλλάξει γνώμη. Του ανακοίνωσα την απόφασή μου να τον στηρίξω και τότε ήταν που έχυσε το πρώτο του δάκρυ.
"Ελπίζω να μου φέρεις όμορφα εγγόνια", άκουσα τη Δάφνη να αστειεύεται, αφού είχε παρακολουθήσει αμέτοχη την όλη στιχομυθία.
Γελάσαμε κι οι δυο. Κι όταν η καρδιά του σταμάτησε ξανά, τον κρατούσα αγκαλιά...»
Τα συναισθήματα του Στίβεν με κόλλησαν στον τοίχο σαν ωστικό κύμα. Μαύρα σύννεφα σκίασαν το βλέμμα του, έτσι που τα κόκκινα μάτια του φαίνονταν μελιτζανί.
«Ποιο ήταν το τίμημα;», ψιθύρισε κι οι λέξεις του έμειναν να πλανώνται στον αέρα προτού αξιωθώ να απαντήσω.
«Αυτή τη λεπτομέρεια την πήρε μαζί του στον τάφο».
Με την άκρη του ματιού μου παρακολούθησα τη Νικόλ να κρατάει τον Μάικλ ακόμα πιο σφιχτά κι εκείνον να γέρνει με τη σειρά του το κεφάλι του προς τα πίσω ώστε να αγγίξει τον ώμο της. Πόσα πρέπει να χάσει κανείς για να εξασφαλίσει ένα δείγμα ευτυχίας; , την άκουσα να αναρωτιέται από μέσα της.
Θεωρώ πως αυτή ήταν η απορία των περισσότερων – θνητών και αθανάτων εξίσου.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro