Πρώτο Μέρος: Νικόλ
Οι άνθρωποι μερικές φορές μιλάνε για θηριώδη κακία, αλλά αυτό είναι μεγάλη αδικία για τα θηρία. Ένα θηρίο δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο κακό όσο ο άνθρωπος, τόσο επιδέξια κακό.
- Ντοστογιέφσκι
Έβρεχε.
Όμως η καταρρακτώδης βροχή δεν ήταν αρκετή για να ξεπλύνει τα πάθη και τις αμαρτίες αυτού του κόσμου. Άλλη μια μέρα είχε ξημερώσει γκρίζα και μουντή. Και ο Μάικλ δεν ήταν πουθενά – λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ. Είχε καιρό να δώσει σημεία ζωής. Κάποιες φορές, έπιανα τον εαυτό μου να ανησυχεί. Εκείνος με είχε προειδοποιήσει για τη φύση του, μου είχε πει όσα έπρεπε να ξέρω. Κι εγώ δεν άκουσα. Νόμιζα πως ήμουν έτοιμη να αποδεχτώ ένα τέτοιο πλάσμα κι ακόμα περισσότερο να το αγαπήσω. Μάλλον έσφαλα...
Τώρα ο αέρας λυσσομανούσε. Οι ριπές του ρήμαζαν τα δέντρα και τα φυτά, ξερίζωναν το γρασίδι και σκόρπιζαν χιλιάδες μικροαντικείμενα τριγύρω. Άνοιξα το ένα παραθυρόφυλλο και μύρισα τη χαρακτηριστική μυρωδιά της βροχής. Μια περίπου ριψοκίνδυνη ιδέα μου πέρασε από το μυαλό σαν πρόκληση προς τον εαυτό μου κι εγώ την αποδέχτηκα.
Βγήκα έξω μες στην κοσμοχαλασιά και περπάτησα μέχρι το πλησιέστερο καφέ. Άνοιξα την πόρτα με αποφασιστικότητα και διάλεξα να καθίσω σε ένα γωνιακό τραπέζι κοντά στη τζαμαρία. Σύντομα είχα μπροστά μου μια κούπα ζεστό τσάι με γλυκάνισο και κανέλα που άχνιζε. Ρούφηξα μερικές γουλιές στο χαλαρό κι ένιωσα μια εσωτερική γαλήνη να απλώνεται στην ψυχή μου. Έβγαλα ένα αντίτυπο του Ονείρου Θερινής Νυκτός του Σαίξπηρ από την τσάντα μου και το άνοιξα με αργές κινήσεις. Τα μάτια μου απομακρύνθηκαν από το βιβλίο στο άκουσμα ενός δυνατού γέλιου στην άλλη άκρη της αίθουσας, όπου καθόταν μια παρέα πέντε ατόμων της ηλικίας μου. Απομάκρυνα βιαστικά το βλέμμα μου για να μην τους δώσω αφορμή να με προσέξουν. Σε εκείνη τη φάση δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Είχα έρθει εδώ μόνη κι αν εκείνος δεν επέστρεφε ποτέ θα έφευγα πάλι μόνη.
Ο νους μου ξέφυγε απρόοπτα προς τον Μάικλ Τζόζεφ. Μπορεί η διαφορά ηλικίας μεταξύ μας να ήταν τεράστια, όμως ένιωθα πως είχα χάσει ένα πολύτιμο φίλο. Είχαν περάσει πέντε μήνες κι εξακολουθούσα να μη μπορώ να συνειδητοποιήσω όσα είχαν γίνει. Μέσα σε ένα μήνα είχα χάσει σημαντικά κομμάτια της ζωής μου. Το κενό που άφησαν πίσω τους δεν μπορούσε να γεμίσει με κανένα υποκατάστατο.
Αμέσως αφότου ο Μάικλ έφυγε, ανακοίνωσα στους δικούς μου πως θα ερχόμουν να σπουδάσω στη Γιούτα. Ήθελα να τρέξω μακριά από τις αναμνήσεις μου. Επαναλάμβανα διαρκώς στον εαυτό μου ότι δεν έπρεπε να γυρνάω πίσω. Το παρελθόν – ακόμα και το πιο πρόσφατο – ήταν σαν ανοιχτή πληγή που μάτωνε και πονούσε ανεξέλεγκτα.
Άνοιξα το κινητό μου κι έλεγξα το σήμα. Αφότου σιγουρεύτηκα πως η ποιότητα του ήταν καλή, πήρα την απόφαση να προσπαθήσω να του τηλεφωνήσω για μια τελευταία φορά, όσο ανόητο κι αν ήταν. Το πρώτο διάστημα μακριά του, τον καλούσα συνέχεια μα το κινητό ήταν μονίμως κλειστό. Έβαλα το ακουστικό στο αυτί μου και περίμενα με την απογοήτευση να φαίνεται ήδη στο πρόσωπο μου.
Στο άκουσμα του πρώτου χτύπου, η καρδιά μου πέθανε κι επανήλθε από την ταραχή. Στο δεύτερο χτύπο, κάποιος το σήκωσε. Στην άλλη άκρη της γραμμής άκουγα μόνο την ανάσα του. Τη δική του ανάσα. Αν δεν μιλούσε εκείνος, θα το έκανα εγώ. «Σ' αγαπώ», ψιθύρισα φέρνοντας το μικρόφωνο κοντά στα χείλη μου ώστε να είμαι σίγουρη πως θα ακουστώ παρά τη χαμηλή μουσική του καφέ. Και ξαφνικά η γραμμή κόπηκε...
Αργότερα την ίδια μέρα του έστειλα ένα τελευταίο email, γνωστοποιώντας του την απόφαση μου να προχωρήσω σε κάτι πέρα από εκείνον. Λυπάμαι που δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να καλυτερεύσω κάπως τα πράγματα, έγραφα. Όμως, η αλήθεια είναι πικρή κι η ζάχαρη δεν τη γλυκαίνει πια, όση ποσότητα κι αν προσθέσουμε. Δεν ήλπιζα να πάρω απάντηση. Για την ακρίβεια, ευχόμουν να μην είχε σηκώσει ποτέ το τηλέφωνο. Ήμουν μπερδεμένη κι απελπισμένη ταυτόχρονα. Αλλά, το να προσπαθώ να τον κρατήσω κοντά μου δεν οδηγούσε πουθενά. Επομένως, το μόνο που έμενε ήταν να προχωρήσω μπροστά κρατώντας απλώς την εικόνα του στο μυαλό μου. Ίσως έτσι, κάποτε, να έπαυα να νοιάζομαι τόσο για ένα άτομο που πιθανώς δεν το άξιζε...
*
Η ανακοίνωση πως θα μου έφερναν συγκάτοικο με βρήκε πλήρως αδιάφορη. Από την άλλη, αυτό δεν θα μπορούσε να έχει γίνει σε χειρότερη στιγμή από τη συγκεκριμένη. Η γραμματεία μου είπε ότι η κοπέλα με την οποία θα έμενα επρόκειτο να φτάσει αργά το απόγευμα. Έπνιξα μια βρισιά και χαμογέλασα ψεύτικα στην υπάλληλο μπροστά μου. Ύστερα, αποχώρησα.
Πράγματι, κατά τις εφτά και μισή, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα που με ανάγκασε να βάλω στην άκρη το λάπτοπ μου και να σηκωθώ για να υποδεχτώ τη νεοφερμένη. Μπροστά μου εμφανίστηκε μια κοπέλα με μέτριο ύψος, φουντωτά πορτοκαλί μαλλιά και μαύρα μάτια. Το δέρμα της ήταν χλωμό με φακίδες και το σώμα της κάπως ευτραφές. «Είμαι η Λόρι», αναφώνησε δίνοντας μου το χέρι της. «Νικόλ», μουρμούρισα άκεφα χωρίς να ολοκληρώσω τη χειραψία. Από το λάπτοπ μου ακούστηκε ένα κουδούνισμα κι εγώ έτρεξα να απαντήσω στην κλήση.
Το πρόσωπο του Τζωρτζ εμφανίστηκε στην οθόνη μου. «Τι χαμπάρια, μικρό μαυρομάλλικο;», είπε προσπαθώντας να μου φτιάξει τη διάθεση. Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά κι αριστερά κι εκείνος έπιασε αμέσως το νόημα.
«Τίποτα ακόμα; Πίστευα ότι θα είχε κάνει έστω ένα τηλεφώνημα»
«Μίλα πιο σιγά, δεν είμαι πια μόνη», ψιθύρισα ρίχνοντας άθελα μου μια εχθρική ματιά προς τη Λόρι, η οποία ευτυχώς δεν την είδε.
«Τον έχω ψάξει σε ολόκληρη την πολιτεία, αλλά υποθέτω ότι τώρα θα έχουν μετακινηθεί σε ένα μέρος με πλήρη κάλυψη όπου θα μπορούν να δρουν ανενόχλητοι...»
«Ενεργοποίησε ξανά το κινητό του», τον διέκοψα.
«Πότε; Σήμερα;»
«Ναι»
«Αυτό είναι καλό σημάδι»
«Λες να έρθει να βρει κάποιον από εμάς;»
«Προς το παρόν μπορώ να πω ότι έχει κάτι στο κεφάλι του. Κάτι πολύ συγκεκριμένο»
«Σαν τι;»
Ο Τζωρτζ άφησε ένα μακρόσυρτο αναστεναγμό να βγει από μέσα του κι έκλεισε για δυο δευτερόλεπτα τα μάτια του.
«Είναι νωρίς ακόμα για να ξέρω», απάντησε τελικά.
«Υποσχέσου ότι θα βρισκόμαστε σε επικοινωνία»
«Εντάξει, μικρή», είπε περιπαικτικά κι η συνομιλία τερματίστηκε.
Ο Τζωρτζ ήξερε τον Μάικλ σαν την ανάποδη του χεριού του. Επομένως, είχα κάθε λόγο να κρατάω επιφυλάξεις απέναντι σε όσα μου έλεγε. Από την άλλη, εκτιμούσα τη στήριξη του. Ο Στίβεν είχε πάψει να αναζητά τον ανιψιό του. Ο μοναδικός τρόπος για να ξέρει ότι ήταν καλά ήταν τα γράμματα που έστελνε κατά καιρούς χωρίς να αναγράφει τη διεύθυνση. Η Αϊλίν είχε διαβάσει μαζί του μερικά από εκείνα, όμως μετά από λίγο τα παράτησε κι εκείνη.
*
«Το περίμενα αυτό το τηλεφώνημα»
Ο Τζωρτζ δάγκωσε τη γλώσσα του για να μην ξεστομίσει τις λέξεις που σκεφτόταν. Το περίμενε λέει, είπε από μέσα του και τα μάτια του έγιναν δυο μικρές σχισμές στο πρόσωπο του. Το παιχνίδι που έπαιζε ο Μάικλ δεν του άρεσε ούτε στο ελάχιστο. Η υπομονή του είχε πια στερέψει.
«Δεν θα πεις κάτι; Έχω κάνει τουλάχιστον δέκα διαφορετικά σενάρια στο μυαλό μου»
«Πού διάολο είσαι; Α, και κάτι ακόμα. Ποιος νομίζεις ότι είσαι;»
«Είμαι στα Χάιλαντς της Σκωτίας και το παίζω βασιλιάς Αρθούρος»
«Σοβαρολογώ, ηλίθιε!»
«Ας κάνουμε μια συμφωνία τότε. Θα σου πω πού δεν είμαι. Δεν είμαι οπουδήποτε κοντά στο σπίτι»
«Τώρα με διαφώτισες»
Ο Μάικλ στριφογύρισε τα μάτια του και τα έστρεψε στο ταβάνι. Πώς θα του δείξω πού είμαι χωρίς να του το πω με λόγια; Η άλλη άκρη της γραμμής έμοιαζε νεκρή, αλλά δεν ήταν· ο Τζωρτζ δεν είχε τερματίσει την κλήση ακόμα.
Ο Μάικλ στάθηκε σκεφτικός μπροστά από τη μπαλκονόπορτα του ξενοδοχείου του κι ατένισε τα μικρά σπίτια που έφταναν μέχρι πέρα στο βάθος προτού χαθούν μέσα σε ένα δάσος από έλατα. Από εκεί που δεν το περίμενε, άκουσε μια ομάδα νεαρών περαστικών να περνάει τραγουδώντας δυνατά και κάπως φάλτσα ένα τραγούδι των Abba.
«Άκου», είπε στον Τζωρτζ κι αφού βγήκε βιαστικά στο μπαλκόνι έτεινε το χέρι που κρατούσε το τηλέφωνο πιο κοντά προς το μέρος από όπου ακούγονταν οι φωνές.
«Το Dancing Queen; Τι περιμένεις να συμπεράνω από...»
Κι η γραμμή κόπηκε.
*
Η Λόρι ξύπνησε πιο νωρίς από μένα και φρόντισε να το δείξει με το να βάλει τη μουσική στα ακουστικά της τόσο δυνατά που με ανάγκασε να σηκώσω ένα βλέφαρο για να την αγριοκοιτάξω. Θα μπορούσες να μην είσαι τόσο εκνευριστική; Κλώτσησα την κουβέρτα μου στην άκρη και πήγα να πλύνω τα δόντια και το πρόσωπο μου. Την ώρα που κοιτούσα το βρεγμένο μου πρόσωπο στον καθρέφτη, έσφιξα τα πλαϊνά του νιπτήρα κι έκλεισα τα μάτια. Στη φαντασία μου, ο Μάικλ στεκόταν πίσω μου και χάιδευε με τα χείλη του την άκρη του λαιμού μου.
«Είσαι εντάξει;», ρώτησε η Λόρι. Άφησα την ανάσα που κρατούσα να βγει αργά από τους πνεύμονες μου. Αν μπορούσα να τη σκοτώσω έστω και με ένα βλέμμα, θα το έκανα μετά χαράς. Αντί γι' αυτό, αρκέστηκα να γνέψω απλώς καταφατικά. «Ξεκινάμε με εγκληματολογία, δεν είναι φοβερό;», συνέχισε με την κελαηδιστή φωνή της. Γύρισα το πρόσωπο μου από την άλλη και μουρμούρισα μια ακατάληπτη λέξη. Ύστερα από αυτό το σκηνικό, έτρεξα στη ντουλάπα και πέταξα ένα φθαρμένο τζιν και ένα μαύρο φούτερ στο κρεβάτι μου. Η Λόρι με κοιτούσε αμήχανα καθώς ντυνόμουν μπροστά της. Οι ηθικοί φραγμοί που ενδεχομένως θα ένιωθα παλιότερα είχαν διαγραφεί από μέσα μου.
«Πάμε;», ρώτησα κι εκείνη ακολούθησε. Χτύπησα δυνατά την πόρτα πίσω μου κι είδα τον εαυτό μου να χαμογελάει με αποφασιστικότητα. Οτιδήποτε κι αν βρισκόταν στο δρόμο μου σήμερα, θα το αντιμετώπιζα με το παραπάνω.
*
Ο Μάικλ γέμισε το κρυστάλλινο ποτήρι του με ένα δυνατό λικέρ πραλίνα που του είχε προσφέρει το προσωπικό του ξενοδοχείου και κάρφωσε με το γυάλινο βλέμμα του το φεγγάρι. Υπό αυτό το φωτισμό οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του έμοιαζαν με φρέσκιες μελανιές. Το κρύο ήταν τσουχτερό παρά το ότι ήταν αρχές Νοέμβρη. Μερικές σταγόνες βροχής χτυπούσαν ορμητικά στο γυμνό του στήθος και μούσκευαν το κατάχλωμο δέρμα του. Το ελεύθερο χέρι του τυλίχθηκε γύρω από τη σιδερένια κουπαστή κι η πίεση είχε ως αποτέλεσμα ένα μικρό βαθούλωμα.
Σουηδία...
Αν κάποιος του είχε πει πριν μερικά χρόνια ότι κάποια στιγμή θα βρισκόταν σε κάποια άλλη χώρα να κυνηγάει σαρκοβόρα πλάσματα τα οποία σκότωναν άλλα, αιμοβόρα πλάσματα θα τον περνούσε για τρελό. Το κλίμα ήταν ιδανικό για ένα πλάσμα του είδους του, αλλά κάτι άλλο ήταν που έλλειπε. Το συναίσθημα της εγγύτητας με ένα αγαπημένο πρόσωπο που, στη δική του περίπτωση, είχε αναγκαστεί να μείνει πίσω.
Ο Κασπάρο μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Τα νέα ήταν άσχημα· ο Μάικλ το κατάλαβε απλά και μόνο από την έκφραση του. «Βρήκαμε κι άλλον αποκεφαλισμένο βρικόλακα», ανακοίνωσε. Αυτό σήμαινε άλλο ένα ανθρωποκυνηγητό πάνω στα βουνά, άλλη μια νύχτα ανάμεσα στις οροσειρές και στις σκοτεινές σπηλιές του βορρά. «Δώσε μου ένα λεπτό και θα σας συναντήσω εκεί», είπε ο Μάικλ ανασηκώνοντας ελαφρώς τους ώμους του. Είχε αναλάβει αυτό το ρόλο πιστεύοντας πως θ' αποκτούσε το κύρος και τη δύναμη του σωσία του. Και να που είχε κάνει λάθος...
*
Κρατούσα βιαστικά σημειώσεις καθώς άκουγα τη διάλεξη για τις θεωρίες του Edwin Sutherland και παράλληλα προσπαθούσα να αποκόψω το μυαλό μου από θέματα που δεν έπρεπε να σκέφτομαι. Η διαδικασία αυτή ήταν συχνά επίπονη κι εξαντλούσε αρκετή από την ενέργεια μου. Αυτό δεν ήταν και τόσο ιδανικό σε αυτή τη φάση. Πάλεψα να το καθυστερήσω, αλλά απέτυχα.
Όταν δεν σκεφτόμουν τον Μάικλ, προσπαθούσα να φανταστώ το μέλλον μου. Όλως περιέργως, αυτή ήταν η πρώτη φορά που φαντάστηκα ένα μέλλον χωρίς βρικόλακες, μαγεία κι άλλα υπερφυσικά. Σε αυτή την καινούργια εκδοχή που δεν είχα σκεφτεί πριν, είχα αποφοιτήσει και βρισκόμουν σε ένα σπίτι κοντά στο Σηκουάνα. Δεν είχα οικογένεια, αλλά μια λαμπρή καριέρα συνοδευόμενη από περιστασιακές σχέσεις. Η οικογένεια Φόστερ δεν υπήρχε στο πορτραίτο της ζωής μου.
Έτρεξα στο δωμάτιο μου πιο νωρίς για να καταφέρω να εξασφαλίσω στον εαυτό μου λίγες ιδιωτικές στιγμές χωρίς τη Λόρι. Ξεκλείδωσα την πόρτα με γρήγορες κινήσεις και μόλις μπήκα μέσα πέταξα την τσάντα μου στο πάτωμα. Τα μεταλλικά φερμουάρ έσκασαν στο δάπεδο με ένα δυνατό ήχο. Πάνω στο κρεβάτι μου υπήρχε ένα κίτρινο και πράσινο αντικείμενο. Δεν ήταν αρκετά βαρύ για να θαφτεί μέσα στα σκεπάσματα ούτε, όμως, τόσο διακριτικό ώστε να χάνεται στην σκουρόχρωμη κουβέρτα.
Τη στιγμή που ο μικρός χρωματιστός όγκος ξεκαθάρισε, βρέθηκα αντιμέτωπη με το μεθυστικό άρωμα ενός τριαντάφυλλου. Από κάτω του βρισκόταν ένας φάκελος χωρίς γραμματόσημο ή διεύθυνση. Ένα σχέδιο ζωγραφισμένο με μαύρο στυλό κοσμούσε το μπροστινό του μέρος, όπου κάποιος είχε προσπαθήσει ν' απεικονίσει με περίτεχνο τρόπο την εικόνα μιας χιονισμένης οροσειράς με τον ήλιο να ξεπροβάλλει στο βάθος κι ένα δάσος από έλατα να δεσπόζει επιβλητικό ακριβώς από κάτω. Έσκισα το πάνω μέρος με την ψυχή στο στόμα κι έπειτα τράβηξα έξω ένα διπλωμένο γράμμα. «Ήξερες ότι το κίτρινο είναι το χρώμα της χαράς;», διάβασα φωναχτά.
Θα μπορούσα να ξεχάσω τον οποιονδήποτε τόσο εύκολα όσο αν ήταν απλώς μια κουκίδα στο σύνολο της ζωής μου, όμως όχι εσένα
Σταμάτα να με ψάχνεις και να προσπαθείς να επικοινωνήσεις μαζί μου
Είσαι στις σκέψεις μου κάθε μέρα που αντικρίζω τον ήλιο και κάθε βράδυ που ατενίζω τ' αστέρια
Θα έρθω να σε βρω όταν η στιγμή θα είναι κατάλληλη
Μέχρι τότε, κράτα ανθισμένο το τριαντάφυλλο μου
Κραύγασα δυνατά από τη χαρά μου. Ήμουν τόσο απορροφημένη σε αυτό το κύμα συναισθημάτων που βίωνα ώστε δεν συνειδητοποίησα πως η Λόρι είχε επιστρέψει κι εκείνη στο δωμάτιο και με κοιτούσε σαν να ήμουν εξωγήινος. Τα αγκάθια του τριαντάφυλλου ήταν όλα κομμένα, δίνοντας μου το ελεύθερο να το σφίξω στα χέρια μου και να το κρατήσω κοντά στο πρόσωπο μου για κάμποσα δευτερόλεπτα.
Αυτή τη φορά, η Λόρι ήταν πιο διακριτική. Παρόλο που στην αρχή με κάρφωνε επίμονα με το βλέμμα της δεν έκανε καμία προσπάθεια να με διακόψει. Έτσι όπως φτερούγιζε η καρδιά μου έμοιαζε λες κι ερωτευόμουν τον Μάικλ από την αρχή. Η όλη κατάσταση άφηνε στην άκρη της γλώσσας μου μια ελαφρώς πικάντικη γεύση. Κάτι μου φαινόταν ύποπτο στη συμπεριφορά του. Αλλά ότι κι αν συνέβαινε, προς το παρόν θα έκανα τα στραβά μάτια. Ήξερα ότι κι εκείνος αυτό επιθυμούσε.
Εκείνο το βράδυ δεν έλεγε να περάσει με τίποτα. Είχα εναποθέσει τις ελπίδες μου σε ένα όνειρο που θα ερχόταν για να με ταξιδέψει μακριά από εδώ. Το κρύο έξω από το παράθυρο διαπερνούσε τα κόκκαλα μου παρά το βαρύ ρουχισμό και την αναμμένη θέρμανση. Το ένιωθα να κυλάει σαν παγωμένο νερό πάνω στη σπονδυλική μου στήλη. Η φλόγα των αρωματικών κεριών δίπλα από το κρεβάτι μου τρεμόπαιζε έντονα, σκορπίζοντας το έντονο άρωμα της κανέλας και του πορτοκαλιού στο δωμάτιο. Η Λόρι δεν ενοχλούνταν από αυτό. Θα έπαιρνα όρκο πως της άρεσε κιόλας.
Φόρεσα τα ακουστικά μου κι επέλεξα να ακούσω μπλουζ. Υπό τον ήχο της κιθάρας οι ώμοι μου χαλάρωσαν κι όλες μου οι αισθήσεις τέθηκαν προσωρινά σε αδράνεια. Το κεφάλι μου βούλιαξε στο μαλακό μαξιλάρι παρατείνοντας την. Όλη αυτή η άνεση μου προκαλούσε υπνηλία. Έτσι, λίγες μόνο ώρες προτού ο ήλιος σημάνει την έναρξη της επόμενης μέρας, κατάφερα να κοιμηθώ...
*
Χιλιόμετρα μακριά, ο Στίβεν εκσφενδόνιζε εκνευρισμένος ένα μπουκάλι κονιάκ στο παράθυρο της σοφίτας. Πώς δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα; ,αναλογιζόταν από μέσα του. Ένας σωρός από χαρτιά, έγγραφα, φωτογραφίες και μικροαντικείμενα ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα κάτω από τα γυμνά του πόδια κι εκείνος πολλές φορές τα κλωτσούσε κατά λάθος. «Ο Μάικλ δεν ήταν προορισμένος να γεννηθεί... Κάποιος τον δημιούργησε», ψιθύρισε καθώς το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού του ακουμπούσε μια τσαλακωμένη φωτογραφία του αδερφού του.
Η φωτογραφία του Τζέισον που κρατούσε στην αγκαλιά του τον Μάικλ και τον Πίτερ προβλημάτισε τον Στίβεν ακόμα περισσότερο. Πώς ήταν δυνατόν κανείς να μην είχε αναρωτηθεί ποια ήταν η αρχική αιτία που είχε κάνει τον ανιψιό του να θυμίζει πιστό αντίγραφο του Μάικλ Τζόζεφ; Κι αν θεωρούσε την ομοιότητα τους δεδομένη, πόσο επικίνδυνος ήταν ο Μάικλ στην πραγματικότητα;
Όσο εκείνος βρισκόταν σε σύγχυση, η Αϊλίν τραβούσε ένα φάκελο κάτω από την πόρτα. Δεν έφερε καμία διεύθυνση, αλλά ένα σκέτο γραμματόσημο. Ένα σουηδικό γραμματόσημο. Τα μάτια της βούρκωσαν διαβάζοντας το περιεχόμενο του. «Ανακάλυψα, μεταξύ άλλων, το υπερφυσικό μου ταλέντο... Αυτή τη στιγμή, το μοναδικό πράγμα που μπορώ να υποσχεθώ είναι ότι δεν θα το χρησιμοποιήσω ποτέ πάνω σ' αυτούς που νοιάζομαι. Ή έστω θα προσπαθήσω», έγραφε ο Μάικλ κι αυτές οι λέξεις έκαναν τα δάχτυλα της Αϊλίν να τρέμουν. Κάπου βαθιά μέσα της γνώριζε πως αυτό επιφύλασσε άσχημες εξελίξεις. Ο τρόπος που ο Μάικλ εξέφρασε έμμεσα τη δυσαρέσκεια του προς ό,τι είχε ανακαλύψει μπορούσε να σημαίνει αποκλειστικά ένα πράγμα: το υπερφυσικό του χάρισμα ήταν περισσότερο επικίνδυνο από όσο είχε υπολογίσει...
*
Ο Κασπάρο άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε αντιμέτωπος με άλλους εφτά βρικόλακες που σχημάτιζαν ημικύκλιο γύρω από τον Μάικλ. Το πρόσωπο του έμοιαζε σκληρό κι ο ίδιος ασυγκίνητος. Οι κοφτές ανάσες του ήταν τόσο αργές που έκαναν τον Κασπάρο να ανησυχεί. «Τι είναι όλο αυτό; Θέλω εξηγήσεις εδώ και τώρα!», γρύλισε. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, οι άλλοι βρικόλακες γονάτιζαν ο ένας μετά τον άλλον και χαμήλωναν με τη σειρά το κεφάλι τους. Η σύσφιξη των προσώπων τους έδειχνε απροθυμία, όπως όταν κάποιος σε αναγκάζει να κάνεις κάτι που δεν θέλεις.
Ο Κασπάρο απόρησε. Δεν είχε πάρει στιγμή το βλέμμα του από τον Μάικλ αλλά, κάποτε, αναγκάστηκε να το κάνει. Κάποιοι μιλούσαν τηλεπαθητικά μεταξύ τους, άλλοι κοιτούσαν τον Μάικλ κατάματα κι άλλοι στέκονταν ακίνητοι μην ξέροντας πώς να αντιδράσουν. «Γιατί υποκλίνεστε;», ρώτησε ο Κασπάρο με τις ίριδες των ματιών του να τρεμοπαίζουν κάτω από τον σκόπιμα χαμηλωμένο φωτισμό. Ο Μάικλ προσποιήθηκε ότι καθάριζε το λαιμό του κι αμέσως τα μάτια του μετατράπηκαν σε δυο σχισμές. Στην αρχή, δεν ήταν φανερό τι συνέβαινε. Όμως, η αλήθεια δεν άργησε να φανερωθεί.
Οι γονατιστοί βρικόλακες έσκυψαν ταυτόχρονα μπροστά απλώνοντας τα χέρια τους σαν σε στάση προσευχής. «Μάικλ, εξήγησε μου τι...», ψέλλισε ο Κασπάρο προτού η ανάσα του κοπεί. Έδειξε τον Μάικλ με το δείκτη του αριστερού του χεριού ενώ το στόμα του έχασκε ορθάνοιχτο. Και εντελώς απρόοπτα ο Μάικλ βούρκωσε. Γονάτισε μαζί με τους άλλους κι έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του. «Κασπάρο», ψιθύρισε με φωνή που έσπαγε. «Τι είμαι;».
Ο Κασπάρο αγκάλιασε τον Μάικλ με τη στοργή που θα έδειχνε ένας πατέρας προς το γιο του. «Έχεις το χάρισμα να ελέγχεις κατά βούληση τα σώματα των ζωντανών πλασμάτων», του είπε σιγανά. Ήταν η δεύτερη φορά που φοβόταν κάποιον μικρότερο του.
Η εικόνα ενός άλλου προσώπου από τα παλιά δεν είχε διαγραφεί από τις αναμνήσεις του. Ο Μάικλ Τζόζεφ είχε φροντίσει να εξαφανίσει τα ίχνη εκείνου του βρικόλακα. Ελάχιστοι γνώριζαν γι' αυτόν. Ήταν ακόμα ζωντανός· ο Κασπάρο το γνώριζε. Ήταν κι εκείνος ισχυρός σαν τον Μάικλ Τζόζεφ. Μέσα του ευχόταν να μην τον ξαναέβλεπε στη ζωή του. Η σύγκρουση μεταξύ εκείνου και του Μάικλ Τζόζεφ παρέμενε ανεξίτηλη. Δυο αιώνια πλάσματα με τιτάνια δύναμη που μισούσαν ο ένας τον άλλο...
Ο Μάικλ δεν μπορούσε να τιθασεύσει τη νέα του ικανότητα. Όσο κι αν δεν το ήθελε, οι άλλοι βρικόλακες δεν είχαν κουνηθεί ούτε χιλιοστό από τη θέση τους. Εξακολουθούσαν να είναι γονατιστοί. Σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο να τους ελευθερώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Πιέστηκε ξανά και ξανά να ελέγξει τον εαυτό του. Έκλεισε τα μάτια του, έσφιξε τα δόντια του, γρύλισε όσο πιο δυνατά μπορούσε και τίποτα απ' όλα αυτά δεν είχε αποτέλεσμα. Αίφνης, ο Κασπάρο πλησίασε αθόρυβα από πίσω του και με ταχύτητα φωτός του έσπασε το λαιμό.
Μόλις ο Μάικλ σωριάστηκε στο πάτωμα, οι καθηλωμένοι βρικόλακες ανέκτησαν τον πλήρη έλεγχο του σώματος τους...
O Μάικλ κοιμόταν για αρκετές ώρες. Το πρόσωπο του θύμιζε νεκρική μάσκα, κατάχλωμο και γκρίζο όπως έμοιαζε. Ο Ιβάν καθόταν δίπλα του στο διπλό κρεβάτι του ξενοδοχείου και παρακολουθούσε το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει με κάθε του ανάσα. Είχε την εντύπωση πως το χάρισμα του τον έτρωγε ζωντανό. Δεν ήταν σίγουρος τι θα έκανε αν βρισκόταν στη θέση του. Ο Κασπάρο τον είχε ορίσει υπεύθυνο κι είχε θέσει τον Μάικλ σε ένα είδος περιορισμού. Δυο βρικόλακες φύλαγαν το μπαλκόνι κι άλλοι δυο την κύρια πόρτα του δωματίου.
Ο Ιβάν προσπάθησε να ξυπνήσει τον Μάικλ πιάνοντας τον από τους ώμους και ταρακουνώντας τον βίαια. Εκείνος σήκωσε τα βλέφαρα του και τον κοίταξε εκνευρισμένος. «Δεν σε χρειάζομαι», του είπε κάνοντας ένα απότομο νεύμα στον αέρα. Ο Ιβάν στράβωσε τα χείλη του σε ένα μορφασμό απογοήτευσης. «Κι όμως», αντέτεινε δίνοντας στον Μάικλ ένα σακουλάκι με αίμα ομάδας Α+. Αυτό σίγουρα θα σε δυναμώσει, σκέφτηκε από μέσα του.
Ο Μάικλ ανασηκώθηκε και πέταξε το άδειο σακουλάκι στον κάδο των αχρήστων. Ο Ιβάν παρακολουθούσε ατάραχος την κάθε του κίνηση. Δεν υπάρχει περίπτωση να προσπαθήσει να φύγει, καθησύχαζε τον εαυτό του. Η επόμενη σκέψη ήρθε σαν βολίδα στο μυαλό του. Ο Μάικλ τον κάρφωσε απειλητικά με το βλέμμα του κι ο ίδιος άρχισε να νιώθει ένα μούδιασμα στα πόδια του. «Είσαι τρελός; Είδες ήδη τι συνέπειες έχει αυτό που κάνεις και παρόλα αυτά το επαναλαμβάνεις;», φώναξε αναστατώνοντας και τους άλλους βρικόλακες οι οποίοι έσπευσαν να τον αναισθητοποιήσουν. Ο Μάικλ βημάτισε αργά προς τον Ιβάν, αδιαφορώντας για τα τέσσερα σώματα που ρίχτηκαν κατά πάνω του. Απέφυγε το γράπωμα τους με απίστευτη επιδεξιότητα κι ύστερα γύρισε για να τους κοιτάξει. Ο λαιμός όλων τους έστριψε και τσακίστηκε από μόνος του. Τώρα ήταν η σειρά του Ιβάν.
«Δεν είσαι σε θέση να διατάζεις εσύ», είπε ο Μάικλ μέσα από τα σφιγμένα δόντια του την ώρα που άρπαζε τον Ιβάν από το γιακά. Τα χρυσά μάτια του πετούσαν σπίθες. Μια παράλογη μανία τον είχε καταλάβει και το γεγονός ότι δεν είχε πια ψυχή να τη μειώσει το έκανε ακόμα πιο δύσκολο για κείνον να ηρεμήσει. «Μακάρι να μην είχες ανακαλύψει ποτέ το χάρισμα σου», ευχήθηκε δυνατά ο Ιβάν, προκαλώντας στον Μάικλ ένα κύμα αλαζονείας.
Αφού εκσφενδόνισε τον Ιβάν στον απέναντι τοίχο, διαλύοντας τον σε δεκάδες κομμάτια, ο Μάικλ πιάστηκε από την κουπαστή του μπαλκονιού και πήδηξε στην άσφαλτο. Με τα γυμνά του πόδια να πατούν πάνω σε μικρές λιμνούλες λιωμένου χιονιού βάλθηκε να τρέχει μακριά. Έλεγε στον εαυτό του ότι θα πήγαινε να μείνει για λίγο καιρό στην Αυστρία. Εξάλλου, ο Μάικλ Τζόζεφ είχε βρεθεί εκεί πριν από εκείνον κι η διαμονή του είχε διαρκέσει αρκετές δεκαετίες. Κάποιος θα βρισκόταν να τον αναγνωρίσει. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν το ίδιο έντονα με του σωσία του. Κάποιος σίγουρα θα τον θυμόταν.
Δυόμιση μέρες αργότερα, ο Μάικλ παρακολουθούσε τη δύση του ηλίου από ένα πολυσύχναστο καφέ στη Βιέννη...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro