Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Πικρό μεθύσι [2]

Έγειρα το κεφάλι προς τα πίσω, δυο – τρεις ανάσες διαδέχτηκαν η μια την άλλη σε διάστημα όχι μεγαλύτερο των δεκαπέντε δευτερολέπτων και προετοιμάστηκα για ένα μακροβούτι στα άδυτα του εαυτού μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια κι όταν τα άνοιξα ξανά, βρισκόμουν στο οικογενειακό τραπέζι του σπιτιού μας, όντας περίπου δέκα ετών. Στα δεξιά μου ήταν ο Ορφέας, απέναντί μου η Δάφνη και στην άκρη του τραπεζιού ο Αλεξάντερ. Παραδόξως, κανένας από τους τρεις δεν ήταν πια ζωντανός.

Ο Αλεξάντερ υπενθύμιζε στον αδερφό μου να γυαλίζει τακτικά το τόξο του και να ελέγχει την κατάσταση των βελών προτού τα βάλει στη φαρέτρα. Το ξύλο φθείρεται εύκολα, υποστήριζε, κι ήταν δικιά του ευθύνη να το προσέχει. Ο Ορφέας απέφευγε να διασταυρώσει το βλέμμα του με το δικό του κι απλά ένευε καταφατικά. Εκείνο το βράδυ ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκα ποιος να ήταν, άραγε, ο χειρότερος φόβος του Ορφέα. Σίγουρα δεν έμοιαζε να φοβάται το θάνατο ούτε την αρρώστια του. Κι η απάντηση είχε έρθει ουρανοκατέβατη, σαν να την είχα προπαραγγείλει, μια βδομάδα αργότερα.

Ο Ορφέας φοβόταν μη γίνει τόσο ασήμαντος που θα τον παρατούσαν όλοι

Βλεφάρισα κι από το μυαλό μου ξεπήδησε μια άλλη ανάμνηση, πιο καινούργια. Σκαρφάλωνα κι έτρεχα πάνω στη στέγη, παρόλο που όλοι μου το είχαν απαγορεύσει. Οι καημένες οι υπηρέτριες κόντευαν να πάθουν συγκοπή κάθε φορά που με έχαναν από τα μάτια τους κι ύστερα με έβρισκαν να κρεμιέμαι από κάποιο ξύλινο παράπηγμα που στήριζε τα φυτά.

Πήδηξα από μια άκρη και τέντωσα το χέρι μου για να πιαστώ από το κιγκλίδωμα. Έπειτα, επιστράτευσα όλες μου τις δυνάμεις και ανέβηκα στο περίφημο μπαλκόνι έξω από το δωμάτιο του αδερφού μου. Με το που μπήκα μέσα, εκείνος μου χαμογέλασε ειρωνικά σαν να μου έλεγε «μόνο αυτό μπορείς να κάνεις;». Δεν έμοιαζε εντυπωσιασμένος από την ικανότητά μου να κρεμιέμαι από δω κι από κει σαν αίλουρος.

Πάνω στα πόδια του διέκρινα μια περγαμηνή με διάφορες πολύχρωμες ζωγραφιές στην άκρη. Ο ίδιος έμοιαζε ιδιαίτερα προβληματισμένος με το περιεχόμενό της. Δεν είχε το ύφος που υποδήλωνε ότι αυτό που διάβαζε του μάθαινε κάτι νέο, αλλά το ύφος που υποδήλωνε πως αμφισβητούσε κάθε λέξη και τελεία.

«Χαζομάρες», μουρμούρισε προτού τη διπλώσει και την πετάξει πάνω σε ένα ξύλινο τραπεζάκι.

«Τι γράφει;»

Ο Ορφέας ανασήκωσε τους ώμους.

«Οι άνθρωποι, αυτές τις μέρες, θα κάνουν τα πάντα για να ελέγξουν τη συνείδηση και τη λογική σου», είπε.

Μια φλέβα πεταγόταν στο κέντρο του μετώπου του. Το φυλαχτό που του είχε χαρίσει η Δάφνη κρεμόταν από το λαιμό του λες και τον βάραινε.

«Φοράς ακόμα το φυλαχτό. Νόμιζα ότι δεν πιστεύεις σε τέτοια πράγματα»

Ο δεκαεννιάχρονος αδερφός μου με αγριοκοίταξε σφίγγοντάς το στην παλάμη του. Μετά, καμπούριασε τους ώμους του και τα μάτια του επικεντρώθηκαν στο πάτωμα.

«Δεν πιστεύω. Αλλά, όποιος πεθαίνει παλεύει να αρπαχτεί έστω κι από μια ελάχιστη ελπίδα», είπε άχρωμα.

Ο χειρότερος φόβος της Δάφνης ήταν να τον χάσει. Τον προστάτευε με νύχια και με δόντια, αλλά δεν πρόλαβε να τον γλιτώσει από τον Αλεξάντερ. Τα ουρλιαχτά της με τύλιξαν ολόκληρο κι η εικόνα της να κρατάει αγκαλιά μες στη βροχή τον Ορφέα, από το κεφάλι του οποίου κυλούσαν αιμάτινα ρυάκια, ήταν το πιο δυνατό σοκ της ζωής μου.

Στη μετέπειτα ζωή μας, κάθε φορά που καλούμασταν να συνεργαστούμε, ο αδερφός μου κι εγώ δουλεύαμε σαν ρολόι. Ωστόσο, σπάνια θα μας έβλεπε κανείς μαζί για μεγάλο διάστημα. Εγώ δεν ήμουν σαν εκείνον. Δεν μπορούσα να μείνω για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Η μονοτονία ήταν εκνευριστική. Επιπλέον, με ενοχλούσε το να βρίσκομαι διαρκώς υπό την εξονυχιστική εξέταση του υπερφυσικού του ταλέντου. Σχεδόν όλες μου οι σκέψεις στέλνονταν αυτόματα στο δικό του μυαλό κι εγώ σπάνια μπορούσα να τις εμποδίσω.

Ο Ορφέας είχε πρόσβαση σε εικόνες πράξεων τις οποίες θα μετανιώνω για όλο το υπόλοιπο της ζωής μου και ξεσπούσε αναλόγως. Μια από τις δικαιολογίες που του είχα πει ήταν: «όταν το έκανα αυτό ήμουν ακόμα άνθρωπος κι η κριτική μου ικανότητα ήταν περιορισμένη». Εκείνος δεν πείστηκε και μου έδωσε μπουνιά στα μούτρα.

Μια μέρα, έμαθε πως είχα βιάσει μια γυναίκα όσο ήμουν θνητός. Δεν θα δικαιολογηθώ λέγοντας ότι το έκανα για να αποδείξω στον εαυτό μου πως δεν ήμουν κάποιος άλλος. Σιγουρεύτηκα για ένα μέρος της ταυτότητάς μου προκαλώντας ζημιά σε έναν άνθρωπο. Δεν τόλμησα να αντιμιλήσω στον αδερφό μου από τη στιγμή που το βλέμμα του έγινε σκληρό κι είδα το σαγόνι του να μαζεύεται προς τα πάνω με τα δόντια σφιγμένα. Με στόλισε με μπόλικα κοσμικά επίθετα, έβρισε, κλώτσησε, έσπασε τα μούτρα μου εκατό φορές μέχρι να ξεθυμάνει. Και μετά μου ζήτησε συγνώμη που παραφέρθηκε.

Αυτή ήταν η σχέση μας. Ένα τρενάκι λούνα παρκ, που ανέβαινε σε τεράστιο ύψος κι έπειτα έκανε βουτιά στο κενό με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν είχα πρόθεση να περιγράψω όλα αυτά στους άλλους. Δεν ήθελα να φέρω τον εαυτό μου στη δεινή θέση να ανοίξει όλα τα χαρτιά του μπροστά τους. Οπότε, αρκέστηκα στο να περιγράψω τον εαυτό μου όσο πιο λιτά κι απέριττα γινόταν.

Σηκώθηκα όρθιος, κοίταξα τον καθένα στα μάτια κι άρχισα να μιλάω:

«Είμαι ένα κάθαρμα, παρόλο που εσείς δεν το βλέπετε. Συνήθως, λέω λίγα και κάνω πολλά στο παρασκήνιο. Μπορώ να γίνω ο καλύτερος φίλος σας ή ο χειρότερος εχθρός σας. Κάθε πόλεμος ήταν για μένα μια κάθαρση. Σκότωνα αλόγιστα χωρίς να νιώθω ενοχές. Η μισή ντροπή ήταν δικιά μου κι η άλλη μισή εκείνων που συμφωνούσαν με τις πράξεις μου.

Μου αρέσει να προκαλώ φόβο χωρίς να κάνω τίποτα εμφανώς. Κι αυτό είναι ένα χαρτί που έπαιζα από κοινού με τον αδερφό μου. Καθετί που κάνω είναι αυστηρώς υπολογισμένο και τα συναισθήματά μου μοιάζουν με ένα κουτί χαρτομάντηλα∙ μετριάζω τα όσα νιώθω και τραβάω συγκεκριμένα συναισθήματα στην επιφάνεια ανάλογα με την περίσταση»

Παύση, ακολουθούμενη από δραματική έμφαση με το βλέμμα καρφωμένο στην Κριστίνα.

«Όσο για σένα, του είπα να μη σε ψάξει! Κι εκείνος ήταν κάθετος στο να σε βρει. Ήθελε να μάθει τι απέγινες. Νοιαζόταν για σένα. Επιστρατεύσαμε όλους μας τους γνωστούς, μάγους και μη. Κανένας δεν σε εντόπισε. Ο Κασπάρο του είπε ότι μπορεί να είχες πεθάνει, με κάποιο τρόπο, και δεν το δέχτηκε. Ήταν αποφασισμένος.

Οπότε, ζήτησα από το Χανς να τον κοιμίσει και να εφαρμόσει πάνω του ένα ξόρκι κάλυψης, ώστε, αν δεν σε έβρισκε εκείνος, να μην τον βρεις εσύ πρώτη. Δεν ήμουν παρών όταν το έκανε, αλλά ο Κασπάρο, ο Ιβάν κι ο Ντάμιεν ήταν εκεί. Μου είπαν ότι τον είδαν να σηκώνεται και να εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα με την πρόφαση πως θα κυνηγούσε. Κανένας μας δεν ξέρει αν πράγματι βγήκε για κυνήγι ή αν είχε κάποιο παράξενο ξέσπασμα που διαχειρίστηκε μόνος του ως συνέπεια από το ξόρκι.

Ξέρεις πότε ζήτησα από το Χανς να αναιρέσει το ξόρκι;»

Η Κριστίνα έγνεψε αρνητικά. Τα μάτια της ήταν υγρά και κατακόκκινα. Οι ίριδές της έμοιαζαν με μια σταλιά θαλασσινού νερού ανάμεσα σε λάβα.

«Όταν σκοτώθηκαν ο Τζέισον, η Αμέλια κι ο Πίτερ. Κι αυτό επειδή συμμερίστηκα τον πόνο του. Πονέσαμε κι οι δυο εκείνη τη μέρα. Τα συναισθήματά μας σωματοποιήθηκαν σε κάτι αφόρητο και μας τυραννούσαν. Ο λόγος που ζήτησα από το Χανς να αναιρέσει το ξόρκι κάλυψης ήταν επειδή πίστευα πως, αν τον έβρισκες εσύ, μπορεί και να τον έκανες να νιώσει καλύτερα. Βέβαια, δεδομένου του παρελθόντος σας, μπορούσες και να τον αποτελειώσεις. Εκείνο ήταν ένα ρίσκο που ήμουν πρόθυμος να πάρω τόσο για μένα όσο και για εκείνον. Δεν ήθελα να νιώθω όλο αυτό το συναισθηματικό βάρος να με πλακώνει.

Οι μάγισσες του Σάλεμ αντιλήφθηκαν το κενό στις άμυνές μας και μας πάτησαν κάτω. Δείτε το σαν άλλον έναν εμφύλιο πόλεμο. Τους ζητήσαμε να μαζέψουν τους μάγους που πουλούσαν ευτυχία και καταξίωση μέσα από τα ξόρκια τους, μάγους που θεωρούσαν δικαίωμα τον πειραματισμό σε πλάσματα όπως εμείς. Εκείνες αρνήθηκαν κι εμείς επιτεθήκαμε με τη συνοδεία του Κέιλεμπ, του προηγούμενου Άλφα.

Πανωλεθρία. Τουλάχιστον, στην αρχή. Με το που ανακάμψαμε, οργάνωσα μια δεύτερη επίθεση με την έγκριση του αδερφού μου. Εκείνη τη φορά, καταφέραμε να προκαλέσουμε ένα αρκετά ισχυρό πλήγμα που κατέληξε σε συμβιβασμό. Οι στρατηγικές μου ικανότητες δεν ήταν υποδεέστερες από των άλλων κι αυτό με έκανε ιδιαίτερα περήφανο. Ήταν η πρώτη φορά που αγκάλιασα τον αδερφό μου χωρίς ένα μέρος μου να τον ζηλεύει.

Μην με παρεξηγείτε, δεν ένιωσα ποτέ φθόνο απέναντί του. Όταν οι καιροί γίνονταν ζόρικοι, οι μόνοι που μπορούσαμε να εμπιστευτούμε ήταν ο ένας τον άλλον. Ο Κασπάρο μας έχει δει να κάνουμε διάφορα πράγματα, όπως το να σκαρφαλώνουμε τεράστιες οροσειρές και να πηδάμε από ύψη που φτάνουν τα σύννεφα, να πέφτουμε από καταρράκτες, να καβαλάμε μηχανές και να τρέχουμε με αυτές μέσα σε τυφώνες...»

Δεν ήθελα να συνεχίσω κι συνείδησή μου πατούσε με δύναμη το φρένο για να κόψει την ταχύτητα των εικόνων που είχα στο κεφάλι μου. Ο πρώτος μου έρωτας, ο Άντριαν ήταν το τελευταίο πρόσωπο που είδα προτού η αναδρομή να πάψει εντελώς.

Πριν πεθάνει, ο Μάικλ Τζόζεφ είχε πει πως ο Άντριαν πέθανε προσπαθώντας να τον γλιτώσει από μια επίθεση. Στιγμές σαν κι αυτές με έκαναν να μπαίνω στο κλίμα άλλης μιας υπαρξιακής κρίσης και να αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μου αν είχα προλάβει να πω την αλήθεια στον Άντριαν. Αν του είχα πει τι ακριβώς ήμουν και τον είχα μεταμορφώσει.

Ερωτήματα όπως «ποιος είμαι, τελικά;» ή «ποιο είναι το νόημα του να υπάρχω ακόμα;» μου φαίνονταν περιττά και κουραστικά, όμως εξακολουθούσα να τα ρωτάω κάποιες φορές. Ειδικά όταν οι επαφές μου με τον έξω κόσμο κατέληγαν άβολες κι ένιωθα την ανάγκη να κλειδωθώ κάπου, όπου το επόμενο πρωί θα με έβρισκε με μια κανάτα καφέ κολλημένη στο χέρι μου.

Η σκέψη μου ταξίδεψε προς το Ράνταλ και μου υπενθύμισε πως έλειπε για ώρες. Δεν είχε διευκρινίσει τι ώρα θα γυρνούσε. Μην το μπερδεύετε με ανησυχία, αυτό λέγεται νοιάξιμο. Ποιο λογικό άτομο που θέλει ακόμα τη ζωή του θα επιτιθόταν σε καλοταϊσμένο υβρίδιο;

Και ξάφνου, σαν ουρανοκατέβατο, ένα μακροσκελές μήνυμα έφτασε στο κινητό μου. Έγραφε τα εξής:

«Είχα ξεχάσει πόσο βαρετός είναι αυτός ο τύπος. Ένα κομμάτι μου χαίρεται που δεν προσκάλεσε κι εσένα να έρθεις. Αν σε είχα κουβαλήσει εδώ, το σίγουρο είναι ότι θα έπληττες όπως κάνω κι εγώ.

Ο Χιούγκο μιλάει στο τηλέφωνο και βρήκα την ευκαιρία να στείλω αυτό το μήνυμα. Υπόσχομαι πως δεν θα αργήσω. Ξέρεις ότι δεν αντέχω να είμαι μακριά σου πολλές ώρες. Το μόνο που θέλω να κάνεις είναι να έχεις έτοιμο ένα ποτήρι κρασί για μένα. Άσε εμένα να αναλάβω όλα τα υπόλοιπα.

Υ.Γ: Σήμερα έχει πανσέληνο και θα κυνηγήσουμε υπό το φως του φεγγαριού. Κλισέ, αλλά μ' αρέσει...»

Σχεδόν γουργούρισα από ικανοποίηση, αλλά συγκρατήθηκα έχοντας υπόψη μου πού ακριβώς βρισκόμουν. Τόσα διαφορετικά ζευγάρια μάτια ήταν επικεντρωμένα πάνω μου μέχρι να δουν πού θα καταλήξω.

«Μην περιμένετε να επεκταθώ και σ' άλλα πράγματα. Εκείνα προτιμώ να τα κρατήσω για τον εαυτό μου», τους είπα προειδοποιητικά.

Η Άιβι είχε ένα παράξενο προαίσθημα που δεν έλεγε να το ξεφορτωθεί. Αναρωτιόμουν από ποιον είχε πάρει. Εξωτερικά, δεν υπήρχε αμφιβολία για το σε ποιον έμοιαζε. Εσωτερικά, όμως... Αυτό ήταν άλλη ιστορία. Πάντα υπήρχε μια απειροελάχιστη πιθανότητα να μετατραπεί σε μια μικρή Δάφνη, δεδομένου του πρώιμου ταλέντου της στη μαγεία. Όμως, θα ήταν πιο συνετό να περιμένουμε για να δούμε την εξέλιξή της.

*

Τα παγωμένα μάρμαρα που περικύκλωναν τη Λίμνη των Ψυχών στην Καλίντια τραντάχτηκαν από τη δύναμη με την οποία το σώμα του Ορφέα έπεσε πάνω τους. Τα θολά μάτια του επικεντρώθηκαν σε μια μικρή ρωγμή που προκάλεσε η πτώση κι έμειναν καρφωμένα εκεί για ώρες. Έμοιαζε λες και το μυαλό του ξεχνούσε να δώσει την εντολή στα μέλη του για να τον σηκώσουν όρθιο. Ο ίδιος είχε μια παράξενη αίσθηση πως δεν ήταν το μόνο πράγμα που ξεχνούσε. Τι νόημα είχε, όμως, να αναζητήσει εκείνο που του διέφευγε; Αν ήταν τόσο σημαντικό θα το θυμόταν, σωστά;

Ο επίμονος παφλασμός του κρυστάλλινου νερού δημιουργούσε μια μουσική ακολουθία, ο αντίλαλος της οποίας περικύκλωνε το χώρο. Η προβλήτα του βαρκάρη στεκόταν έρημη ευθεία μπροστά, καθώς ο ίδιος είχε πάρει τη μακριά βάρκα του για να συλλέξει άλλο ένα χρέος προς τους Δράκους. Άλλη μια πονεμένη ψυχή που λαχταρούσε να νιώσει το απόλυτο τίποτα που πρόσφερε η Καλίντια.

Ο Βέριαν πλησίασε διστακτικά, πατώντας στις μύτες των ποδιών του. Δεν κουνιέται, σκεφτόταν ξανά και ξανά. Κι ο Ορφέας άκουγε την κάθε του σκέψη δίχως να μιλάει. Τότε, ο Βέριαν σκέφτηκε φευγαλέα να τον κλωτσήσει με το πόδι του για να δει αν θα αντιδρούσε. Εκείνος πετάχτηκε όρθιος, άρπαξε το Βέριαν από τους ώμους και του γρύλισε απειλητικά.

«Θα με κλώτσαγες σαν κανένα σακί;», είπε μέσα από σφιγμένα δόντια.

Ο Βέριαν ξεροκατάπιε και χαμήλωσε το βλέμμα νιώθοντας τη δύναμη που συγκεντρωνόταν στα χέρια του. Η ζεστή αίσθηση στο δέρμα του, το γαργάλημα κάτω από τη σάρκα του πρόδιδαν το πρώτο του μεγάλο ξέσπασμα. Σχημάτισε έναν κεραυνό και τον εκσφενδόνισε στοχεύοντας τον Ορφέα, ο οποίος τον είχε παρατηρήσει ήδη από το πρώτο του τσιτσίρισμα και τον εξοστράκισε.

«Τι συμβαίνει, Βέριαν; Ξύπνησες με τάσεις αυτοκτονίας σήμερα; Αν θέλεις τόσο πολύ να καταλήξεις κάρβουνο, μπορώ κάλλιστα να το φροντίσω πριν καν το καταλάβεις», ειρωνεύτηκε.

«Έχω περάσει όλη την παιδική μου ηλικία εδώ μέσα ως μαθητευόμενος. Ξέρω πολύ καλά πως αν σε εκνευρίσω δεν θα μείνει πίσω τίποτα που να με θυμίζει. Κι όμως, θέλω να σου επιτεθώ. Εσύ γεύτηκες μια μικρή γεύση ελευθερίας, παρόλο που κατέληξε σε βασανιστήριο. Εγώ δεν την έχω νιώσει ποτέ! Τι το ιδιαίτερο έχεις εσύ, πέρα από το ότι – με κάποιον απίθανο τρόπο – έγινες Δράκος;»

«Έχω το προνόμιο να ρισκάρω. Κι απ' ότι καταλαβαίνω, είναι έμφυτο. Εκεί που εσύ έμαθες να σκύβεις το κεφάλι, εγώ έμαθα να κόβω τα κεφάλια των άλλων. Μπορεί να μη θυμάμαι ποιος ή τι ήμουν πριν, αλλά ο Έγκαν κι ο Λέων μου είπαν ότι ήμουν ένα τέρας. Και ξέρεις κάτι; Το πιστεύω!

Είπαν ότι ήμουν δολοφόνος και, μάλιστα, από τους χειρότερους στον ανθρώπινο κόσμο. Έκανα πράγματα πέρα από κάθε φαντασία και στοίχειωσα με αυτά τα όνειρα πολλών. Το μόνο πράγμα που, ίσως, θα ευχόμουν είναι να μπορούσα να γνωρίσω ο ίδιος την ιστορία του εαυτού μου χωρίς αυτό να έχει βαριές συνέπειες σε αυτό που είμαι τώρα.

Βλέπεις, Βέριαν, κάθε πράγμα έχει κι ένα κόστος. Και το κόστος αυτό αποδίδεται πάντα την κατάλληλη στιγμή. Αν δεν είσαι έτοιμος να το αποδεχτείς και να το αποπληρώσεις, καταδικάζεις τον εαυτό σου. Είμαι σχεδόν απόλυτα σίγουρος πως το ότι έγινα Δράκος ήταν η καταδίκη μου για όσα έκανα εν ζωή. Αν ισχύει αυτό που μου είπαν τ' αδέρφια μου, πως τριγυρνούσα μεθυσμένος από το ποτό κι από τη δύναμη ή τη μεγαλομανία μου, σκοτώνοντας και σφάζοντας ανθρώπους κι όχι μόνο, τότε αποδόθηκε δίκαια»

Ο Βέριαν καμπούριασε κι η πλάτη του μαζεύτηκε, λυγίζοντας το σώμα του σε μια αφύσικη γωνία. Όσο η μαγική δύναμη μέσα του καταλάγιαζε, τόσο πιο αδύναμος ένιωθε. Δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τον Ορφέα. Όχι εντός της Καλίντια, όπου η δύναμή του ενισχυόταν από το μαγικό φράγμα που την προστάτευε.

Δεν είχε, όμως, χρόνο για να σκεφτεί τι θα έκανε μετά. Ο Ορφέας στάθηκε απέναντί του και γαύγισε μια εντολή που ο ίδιος δεν μπορούσε να αρνηθεί. Δεν του επιτρεπόταν.

«Ετοίμασε το Δωμάτιο με τις Προφητείες για μένα. Και φρόντισε ώστε τα κεριά και τα λιβάνια να παράξουν αρκετό καπνό αυτή τη φορά. Οι πολλές αναθυμιάσεις με βοηθούν να πέσω σε λήθαργο πιο γρήγορα»

Ο Βέριαν του γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε, ενώ ο Ορφέας στράφηκε προς την προβλήτα για να υποδεχτεί το βαρκάρη και το φορτίο του.

Το Δωμάτιο με τις Προφητείες ήταν τόσο παγωμένο όσο ο Βόρειος Πόλος και τα εκατοντάδες κεριά που άναψε ο Βέριαν για χάρη του εντολέα του άργησαν αρκετά να ζεστάνουν το χώρο. Οι σφαίρες στα ράφια γυάλιζαν σαν μικροί ήλιοι κάτω από το πορτοκαλί φως των κεριών. O Βέριαν κοντοστάθηκε αρκετές φορές για να θαυμάσει μερικές από εκείνες, παρόλο που κανένας δεν μπορούσε να δει το περιεχόμενό τους πέρα από τον Ορφέα. Ο προκάτοχός του, ο Ρέμους, είχε καταστήσει σαφές πως μόνο ο Δράκος που ανήκε στο στοιχείο των ψυχών μπορούσε να δει και να καταγράψει τις προφητείες. Ή να τις κατασκευάσει ο ίδιος, είτε με δικιά του βούληση είτε εκπληρώνοντας μια χάρη σε άλλους ισχυρούς μάγους...

Παραβαίνοντας τα όρια των καθηκόντων του, ο Βέριαν άπλωσε τα χέρια του και άρπαξε μια σφαίρα που του είχε κινήσει το ενδιαφέρον. Το χρώμα της είχε το χρώμα του αίματος και του ερέβους, τα οποία χόρευαν μαζί αγκαλιάζοντας το ένα το άλλο. Υπήρχαν κι άλλες παρόμοιες σφαίρες με προφητείες. Όλες τους είχαν ένα πράγμα κοινό: τις αποχρώσεις του θανάτου. Ωστόσο, μόνο εκείνη είχε καταφέρει να τραβήξει το Βέριαν προς το μέρος της.

«Άκου προσεκτικά. Μας χρωστάς μια χάρη, όπως κι εμείς χρωστούσαμε παλιότερα σ' εσένα, Δράκε»

Η φωνή τον έκανε να ανατριχιάσει. Αντηχούσε μόνο μέσα στο κεφάλι του. Ο ίδιος δεν έβλεπε κανέναν κοντά του. Αλλά, ακόμα κι αν κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο, σίγουρα δεν θα απευθυνόταν στον ίδιο έχοντας περάσει την παρουσία του για Δράκο.

«Το γνωρίζω, γυναίκα. Εσύ και το σινάφι σου έχετε καταφέρει να κρατήσετε ακέραια τη θέση σας, παρά τους θορύβους που ακούγονται εδώ κι εκεί. Οπότε, θα εκπληρώσω την επιθυμία σας προτού αποσυρθώ ως έκπτωτος, πλέον, και ακολουθήσω το πρωτόκολλο για τους Δράκους που παύουν τα καθήκοντά τους»

«Θα σου είμαστε ευγνώμονες για τη γενναιοδωρία σου, Ρέμους»

«Μισό λεπτό, δεν τελείωσα ακόμα. Με το που φτιάξω την προφητεία που ζητήσατε, η φυσική τάξη των πραγμάτων θα πρέπει να αποκατασταθεί, δεδομένου ότι θα με καθαιρέσουν μόλις το μάθουν οι άλλοι δυο»

«Τι ζητάς σαν αντάλλαγμα;»

«Ζητάω ο νεκρός να παραδοθεί στον Έγκαν και στο Λέων κι ας τον κάνουν εκείνοι ό,τι θέλουν»

«Η επιθυμία σου διαταγή μας, Ρέμους»

Ο Βέριαν τραντάχτηκε σύγκορμος όταν άκουσε τα βήματα του Ορφέα να πλησιάζουν και βιάστηκε να τοποθετήσει τη σφαίρα στη θέση της, παραβλέποντας ότι παραλίγο να του γλιστρήσει. Έτεινε τα δάχτυλά του προς τα ασημένια πιατάκια με τα κάρβουνα και τα άναψε τοποθετώντας πάνω τους χρωματιστό λιβάνι και αποξηραμένη λεβάντα. Η μυρωδιά ήταν αποπνικτική, αλλά θα ήταν σίγουρα αρκετή για τον Ορφέα.

«Έχεις αρχίσει να γίνεσαι απρόσεκτος, Βέριαν», μουρμούρισε εκείνος πιάνοντας με τις άκρες των δαχτύλων του ένα μικρό, αναμμένο κάρβουνο που είχε παραπέσει κοντά στο λεπτό χαλί του διαδρόμου.

«Με συγχωρείτε», αρκέστηκε να πει ο Βέριαν ο οποίος ανυπομονούσε να εξαφανιστεί από εκεί.

Με το που βρέθηκε μόνος, ο Ορφέας ξάπλωσε σε ένα μικρό ξύλινο πάγκο, τοποθετημένο στο κέντρο του δωματίου κάτω από ένα γυάλινο θόλο. Ο θόλος ήταν κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση μιας ψυχρής σελήνης. Το τεχνητό φως έπεφτε πάνω στο χλωμό δέρμα του σαν αραχνοΰφαντο ύφασμα μέχρι ο Ορφέας να το κάνει να εξασθενήσει με μια κίνηση του χεριού του, λες και χαμήλωνε το φως μιας λάμπας λαδιού. Και τώρα σιωπή.

Το σώμα του πέτρωσε και τα βλέφαρα κάλυψαν τις χρυσές του ίριδες. Τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος έπαψαν να τον αγγίζουν, καθώς ο ίδιος έκοψε όλους τους δεσμούς του με αυτό κι αποχώρησε πνευματικά προς μια ενδιάμεση διάσταση, ένα χώρο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Εκεί τον περίμεναν εικόνες αυτών που είχαν ήδη συμβεί κι εκείνων που θα συνέβαιναν.

Η αίσθηση ήταν παρόμοια με το να αιωρείται. Ένιωθε πιο ελαφρύς κι από τον ίδιο τον αέρα. Το πρώτο που είδε όταν, επιτέλους, προσγειώθηκε εκεί που έπρεπε ήταν ένας τεράστιος μαρμάρινος τάφος. Η χλωρίδα γύρω του είχε μαραθεί εδώ και πολύ καιρό και κανένα έμβιο ον δεν τριγυρνούσε στην περιοχή. Κανένας ήχος, καμία αλλαγή στην ατμόσφαιρα παρά μόνο η παχιά στρώση ομίχλης που κάλυπτε το τοπίο μέχρι εκεί που έφτανε η όραση.

Ο Ορφέας σκεφτόταν ότι λυπόταν τον άτυχο νεκρό που είχε απομείνει εκεί θαμμένος, ξεχασμένος από όλους και παρατημένος ακόμα κι από τον ήλιο που αρνούνταν να τον ζεστάνει με το φως του. Με τη δεξιά του παλάμη σκούπισε το μάρμαρο που έφραζε τον τάφο και διέκρινε μερικές λεπτές χαρακιές κάτω από τη σκόνη. Με το δεύτερο πέρασμα της παλάμης του εμφανίστηκε μια σειρά από λέξεις κι εκείνος ίσιωσε την πλάτη του για να τις διαβάσει καλύτερα. Οι λέξεις έγραφαν το εξής:

Ψάξε για τις απαντήσεις μέσα στον ιβίσκο

*

Όταν ξύπνησα, παρατήρησα πως ήμουν χυμένος στον καναπέ σαν κανένα πιτσιρίκι μετά από χανγκόβερ. Στο μεταξύ ο Ράνταλ είχε επιστρέψει και καθόταν στην πολυθρόνα να με χαζεύει. Είχα πιεί τόσο πολύ το προηγούμενο βράδυ που είχα σταματήσει να επεξεργάζομαι τι έκανα ή τι έλεγα. Η Κριστίνα προσπαθούσε για ώρες να μην ακολουθήσει το παράδειγμά μου κι απέτυχε παταγωδώς. Βέβαια, κάποια στιγμή, αναγκάστηκε να βάλει φρένο στο πιοτό μετά τις έντονες διαμαρτυρίες του στομαχιού της. Ζαλισμένη όπως ήταν με άφησε να την πάρω αγκαλιά και να την κουβαλήσω πάνω, όπου η Άιβι είχε αποσυρθεί πολύ νωρίτερα. Όταν την ξάπλωσα στο στρώμα, μουρμούρισε ένα νυσταγμένο και μεθυσμένο «ευχαριστώ» και παραδόθηκε στον ύπνο.

«Δεν σε είχα για άτομο που ξεραίνεται στον ύπνο», ειρωνεύτηκε ο Ράνταλ και από τον τόνο του κατάλαβα ότι χαμογελούσε.

Σηκώθηκα και τέντωσα τα άκρα μου. Έπειτα, του έριξα μια λοξή ματιά κι ανταπέδωσα το χαμόγελο.

«Δεν είμαι. Απλά παρασύρθηκα και χαλάρωσα τις άμυνές μου», απάντησα.

Τα μπράτσα του έκλεισαν γύρω μου σαν δαγκάνες, από τις οποίες ούτε μπορούσα ούτε ήθελα να αποδράσω. Ανοιγόκλεισα πολλές φορές τα μάτια για να συγκρατήσω τον εαυτό μου από τις σκέψεις που οργίαζαν στο κεφάλι μου. Οι ενδορφίνες έκαναν πάρτι μες στο αίμα μου, προκαλώντας ένα αίσθημα άκρατης χαράς κι ευχαρίστησης. Τα ερεθίσματα έφταναν στον εγκέφαλό μου σε διάστημα δευτερολέπτων κι εκείνος αναλάμβανε να προκαλέσει τις αντίστοιχες επιδράσεις στο σώμα μου.

Μείναμε σφιχταγκαλιασμένοι παραπάνω απ' όσο περίμενα. Ο χρόνος κι όλα τα λεπτά και τα δευτερόλεπτά του είχαν πάψει να με ενδιαφέρουν και τα απωθούσα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.

«Είμαι σίγουρος πως σκέφτεσαι ότι σκέφτομαι κι εγώ», ψιθύρισε ο Ράνταλ.

«Αν περιλαμβάνει μια βραδιά στριφογυρίσματος κι εναλλαγής ρόλων πάνω σε φρεσκοπλυμένα σεντόνια, τότε ίσως και να πλησίασες. Η εικόνα που έχω εγώ κατά νου είναι ακόμα καλύτερη», του είπα τηλεπαθητικά επειδή – προφανώς – δεν ήμουν αρκετά ηλίθιος για να τα πω όλα αυτά φωναχτά μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο βρικόλακες και μάγισσες.

Από την κουζίνα μου μύριζε φρεσκοψημένος καφές. Έριξα ένα εξεταστικό βλέμμα στο Ράνταλ με την απορία του πότε πρόλαβε και τον έφτιαξε να διαγράφεται ξεκάθαρη στα μούτρα μου. Εκείνος ανασήκωσε τον ένα του ώμο κι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Πού να του έλεγα ότι ακόμα σκεφτόμουν το όνειρο που είδα όσο κοιμόμουν.

Βρισκόμουν, λέει, σε ένα πέτρινο μπουντρούμι χωρίς παράθυρα. Γύρω μου έφεγγαν αμυδρά δυο – τρεις πυρσοί. Στο βάθος του χώρου διέκρινα έναν τεράστιο καθρέφτη και, κατά περίεργο τρόπο, έβλεπα την αντανάκλασή μου να με κοιτάζει επίμονα. Έκανα να μιλήσω, να αναρωτηθώ φωναχτά το πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, αλλά δεν τόλμησα. Εκείνη τη στιγμή, ο αντικατοπτρικός μου εαυτός βάλθηκε να γελάει σαν μανιακός.

Εκσφενδόνισα μια πέτρα προς τον καθρέφτη, ελπίζοντας να τον σπάσω και να απαλλαγώ από το φριχτά αλλοιωμένο γέλιο, αλλά απέτυχα. Η πέτρα απορροφήθηκε μέσα στον καθρέφτη σαν το χτύπημα να μην επήλθε ποτέ. Το τζάμι δεν είχε ούτε μια ρωγμή κι η εναλλακτική μορφή του εαυτού μου άρχισε να απαγγέλει κάτι σε μια αρχαία γλώσσα που θα ορκιζόμουν ότι είχα σχεδόν ξεχάσει.

Σε απλή μετάφραση, αυτό που έλεγε περιέγραφε το δεσμό μεταξύ της ζωής και του θανάτου, τον αδερφικό δεσμό μου με τον Ορφέα και το πόσο, κατά βάθος, τον αγαπούσα. Εκείνος ήταν το σκοτάδι κι εγώ ήμουν το φως, οι δυο αντίθετοι πόλοι που, όμως, πάντα κατάφερναν να συναντηθούν. Τον έψαχνα όταν τον αισθανόμουν απών, με τον ίδιο τρόπο που εκείνος έψαχνε εμένα. Γνωρίζαμε ανά πάσα στιγμή αν ο ένας απ' τους δυο μας ήταν νεκρός ή όχι. Ένιωθα την παρουσία του στη Γη, ακόμα κι όταν βρισκόμασταν σε διαφορετικές ηπείρους.

Ρώτησα τον άντρα στον καθρέφτη, τον «άλλο Ζέφυρο», όπως τον βάφτισα στο μυαλό μου, τι στο διάολο ήθελε να πει με όλα αυτά. Δεν είχα σκοπό να πιάσω ψιλή κουβεντούλα. Αργά ή γρήγορα, ήξερα πως θα ξυπνήσω. Ωστόσο, για κάποιο λόγο, ένιωθα το περιβάλλον γύρω μου υπερβολικά οικείο.

Αποτίναξα εκείνο το όνειρο από πάνω μου με ένα μικρό γελάκι και μια απότομη κίνηση του κεφαλιού. Δεν άξιζε να ασχοληθώ περισσότερο με κάτι που δεν ήταν αληθινό. Όσο κι αν με έβαλε σε σκέψεις, ο Ράνταλ ήταν στην κουζίνα και μου έφερνε καφέ κι αυτό ήταν το μόνο πράγμα που είχε σημασία.

Άκουγα τις ήρεμες ανάσες των άλλων που κοιμούνταν στον πάνω όροφο. Κάποιοι έλλειπαν, όπως ο Μάικλ κι ο Στίβεν που ίσως είχαν βγει να κυνηγήσουν ή να αγοράσουν προμήθειες για τα θνητά μέλη της οικογένειας.

Ένα άδειο μπουκάλι κρασιού είχε πέσει και κυλήσει δίπλα στον καναπέ. Σηκώθηκα να το πιάσω και ο χαρακτηριστικός ήχος του γυαλιού που ακουμπάει στο ξύλο ακούστηκε σαν τεχνητό καρδιοχτύπι της μιας στιγμής. Τακ, τακ, τακ, τακ, επανέλαβα από μέσα μου ασυναίσθητα.

Στο μεταξύ, ο Ράνταλ είχε επιστρέψει με τον καφέ και τον ακούμπησε κι εκείνος πάνω στο τραπέζι. Άλλο ένα «τακ» προστέθηκε στη λίστα.

«Τι έχεις;», ρώτησε προβληματισμένος τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.

«Έχεις κι εσύ την αίσθηση ότι κάτι ξεχνάμε;»

«Κάτι ή κάποιον;», με ρώτησε αινιγματικά.

Στ' αλήθεια, δεν ήμουν σίγουρος τι να του απαντήσω.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro