Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Πικρό μεθύσι [1]

Η Κριστίνα ήταν σχεδόν απόλυτα σίγουρη πως ονειρευόταν. Εκτός κι αν είχε λιποθυμήσει και χτυπήσει το κεφάλι της. Τότε, θα ονειρευόταν έχοντας πάθει διάσειση. Και τα δυο ενδεχόμενα ήταν πιθανά κατά πενήντα τοις εκατό έκαστο.

Έβλεπε τον εαυτό της να τρέχει μανιωδώς σε μια πλατεία κατάμεστη από κόσμο. Έπρεπε να προλάβει κάτι ή κάποιον, αλλά δεν θυμόταν γιατί. Το μυαλό της έμοιαζε παγιδευμένο σε μια ατέλειωτη θολούρα. Το χειρότερο απ' όλα ήταν πως κατά βάθος γνώριζε ότι όλο αυτό δεν ήταν αλήθεια, μα δεν μπορούσε να ξυπνήσει.

Τα όνειρα δεν ακολουθούν την ανθρώπινη λογική. Δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα εκτός από εκείνο που εμείς οι ίδιοι τους προσδίδουμε, ανάλογα με την περίσταση. Όταν, όμως, η θέληση είναι αρκετά δυνατή μπορεί να επηρεάσει το όνειρο, να το ελέγξει με τρόπους που κανείς δεν θα φανταζόταν.

Η Κριστίνα απομόνωσε κάθε ήχο που έφτανε στ' αυτιά της και την ενοχλούσε. Έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε. Αν όλο αυτό ήταν πράγματι ένα όνειρο, τότε η ίδια επρόκειτο να το κάνει καλύτερο∙ ειδικά αφότου έμοιαζε ανίκανη να του ξεφύγει.

«Επιτέλους, ξύπνησες. Βαρέθηκα να είμαι εντελώς ακίνητος από φόβο μήπως σε ενοχλήσω», μουρμούρισε ο Μάικλ Τζόζεφ.

Εκείνη έστρεψε αργά το κεφάλι της προς τα αριστερά και τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του. Χαμογελούσε, τα κάτασπρα και ολόισια δόντια του γυάλιζαν κάτω από τις ακτίνες του ήλιου που είχαν παραβιάσει τις κουρτίνες.

«Ούτε κι αυτό είναι αλήθεια», σκέφτηκε φωναχτά η Κριστίνα αναστενάζοντας ηχηρά.

Ο Μάικλ Τζόζεφ γέλασε κι έπιασε το χέρι της κάτω από τα λευκά σεντόνια που τους σκέπαζαν.

«Δεν είναι, όμως μπορείς να προσποιηθείς πως είναι. Ξέρεις, να χαλαρώσεις και να το απολαύσεις για όσο περισσότερο μπορείς»

«Δεν πάει έτσι και το ξέρεις. Ή, μάλλον, θα το ήξερες αν ήσουν πράγματι δίπλα μου»

«Πάντα είμαι δίπλα σου, με το έναν ή με τον άλλο τρόπο. Κι αυτό επειδή με θέλεις δίπλα σου»

Η Κριστίνα δεν μπορούσε να αρνηθεί την αλήθεια που κρυβόταν πίσω από τις λέξεις της ονειρικής εκδοχής του συντρόφου της. Τον ήθελε δίπλα της επειδή είχε εναποθέσει πάνω του όλες της τις ελπίδες για να κατακτήσει την ευτυχία. Το πρόσωπό του και μόνο ήταν αρκετό για να την παρηγορήσει μετά από κάθε αναποδιά.

Σύντομα βρέθηκε να συνειδητοποιεί πως, αν και σε όνειρο, οι αισθήσεις της δεν την είχαν εγκαταλείψει. Το απαλό σεντόνι τριβόταν πάνω στο γυμνό της δέρμα, χαϊδεύοντας τους μηρούς, τα μπράτσα και το στήθος της. Χαμογέλασε με αυτή τη σκέψη και το χέρι της έψαξε να βρει ξανά το δικό του. Όταν τα κατάφερε, το έσφιξε γερά και πέρασε τον αντίχειρά της πάνω από την ανάστροφη της παλάμης του.

«Ποιος θα το περίμενε ότι, τελικά, είχες αρκετό απόθεμα μαγείας μέσα σου ώστε να σε κρατήσει ζωντανό μέχρι να φτάσεις στην Καλίντια», ψιθύρισε η Κριστίνα στρέφοντας ολόκληρο το σώμα της προς τη μεριά του.

«Εγώ, πάντως, δεν το περίμενα. Η φύση του βρικόλακα με έκανε ανίκανο να χρησιμοποιήσω το δώρο που κληρονόμησα από τη Δάφνη. Λες κι όλα αυτά που υπήρχαν μέσα μου από πριν νεκρώθηκαν για να κάνουν χώρο για όλα τα νέα στοιχεία που ήρθαν»

«Ο Κολ έχει το ίδιο ακριβώς πρόβλημα, μόνο που δεν το γνωρίζει. Σκέψου το λιγάκι. Τα υπερφυσικά ταλέντα σας δεν προκλήθηκαν από μια απλή τάση που είχατε ως άνθρωποι. Είναι το κατάλοιπο της μαγείας που υπήρχε μέσα σας και θυσιάστηκε στο βωμό της αθανασίας και της αστείρευτης δύναμης»

Ο Μάικλ Τζόζεφ ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια του και το πρόσωπό του έμοιαζε να χλωμιάζει ακόμα περισσότερο – αν αυτό ήταν δυνατόν. Αν και δεν ήταν παρά ένα δημιούργημα του ονείρου, λειτουργούσε κι αντιδρούσε ακριβώς όπως ο πραγματικός.

«Πού το πας;», ρώτησε προβληματισμένος

Η Κριστίνα δάγκωσε την άκρη των χειλιών της και δίστασε πριν του απαντήσει.

«Εκεί που πηγαίνει από μόνο του... Οι μάγισσες του Σάλεμ είναι πολύ πιθανό να είχαν δίκιο, ειδικά για σένα. Αν κατάφερνες να συνδυάσεις τη μαγεία στις φλέβες σου με την υπερφυσική σου πλευρά, θα ήσουν πιο επικίνδυνος κι από πυρηνικό όπλο»

Έχω πει τόσα ψέματα στους άλλους που δεν θα ξέρω ποιο να μαζέψω πρώτο. Θα το πληρώσω ακριβά όταν έρθει εκείνη ώρα. Μα, προς το παρόν, πρέπει να προστατεύσω όσα γνωρίζω για χάρη του.

Το να είμαι ξαπλωμένη και να τον χαζεύω σε ένα όνειρο που πιθανότατα έφτιαξα η ίδια για να ξεχάσω κάτι άλλο είναι τόσο μαγικό και ταυτόχρονα επώδυνο. Μοιάζει τόσο αληθινό που μπορώ ακόμα και να μυρίσω την κολόνια του, να γευτώ τα χείλη του, να νιώσω τα μαλλιά του να με γαργαλάνε.

Τον αγαπώ και συνάμα τον φοβάμαι, έστω κι υποσυνείδητα. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως αν ξυπνήσει μπορεί να μετεξελιχθεί σε κάτι εφιαλτικό.

Τι κάνεις όταν εκείνος που θεωρείς πως είναι το άλλο σου μισό μετατρέπεται σε δημόσιο κίνδυνο με τις δικές σου ευλογίες;

Τα βλέφαρα της Κριστίνα άνοιξαν αστραπιαία και τα επίπεδα αδρεναλίνης στο σώμα της εκτινάχθηκαν στα ύψη. Βρισκόταν ακόμα στην κρύπτη κι είχε χάσει πάσα ιδέα για το τι ώρα και τι μέρα ήταν. Η Άιβι θα πρέπει να είχε πανικοβληθεί όντας μόνη σε ένα ξένο σπίτι.

Απέναντί της, το φέρετρο ήταν ακριβώς όπως το είχε αφήσει. Δεν διανοήθηκε να το πλησιάσει ξανά. Αντίθετα, επέβαλλε στην καρδιά της να φιμωθεί για να αντέξει την αγωνία. Αγωνία για το αν θα κατάφερνε να μας κοιτάξει στα μάτια με το που έφτανε σπίτι, ξέροντας πως είχε δράσει ολομόναχη.

Το τσάι που έπινα παραλίγο να μου βγει από τη μύτη μόλις την είδα να εμφανίζεται ξαφνικά στο κέντρο του σαλονιού με ένα δυνατό μπαμ.

«Είσαι τρελή;», φώναξα προτού προλάβω να συγκρατήσω τον εαυτό μου.

Αυτή μου η έκρηξη είχε ως συνέπεια ο Στίβεν κι ο Μάικλ να κατέβουν τρέχοντας τις σκάλες και να βρεθούν κι οι ίδιοι αντιμέτωποι με τη φριχτή όψη της.

«Πήγαινε να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο», την ενθάρρυνε ο Στίβεν κι εγώ αγριοκοίταξα πρώτα εκείνον και μετά εκείνη.

«Δεν θα πάει πουθενά αν δεν μας εξηγήσει τι έκανε τόσες ώρες, επειδή δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το πού ήταν», δήλωσα με τρόπο που να καθιστά απόλυτο πως δεν δεχόμουν αντιρρήσεις.

Οι γαλάζιες ίριδες της Κριστίνα σκοτείνιασαν τη στιγμή που το βλέμμα της προσγειώθηκε πάνω μου. Έκανα μερικά βήματα πίσω για να της αφήσω χώρο να ξεπιαστεί κι εκείνη το βρήκε πάτημα. Τίναξε με βιασύνη τη σκόνη από πάνω της και πήρε μια δυσοίωνη έκφραση. Ο Μάικλ γρύλισε υπόκωφα έτοιμος να αμυνθεί, αλλά ο Στίβεν τον έπιασε από τον καρπό για να τον συγκρατήσει.

«Ήθελα, απλώς, να επιβεβαιώσω μερικές υποψίες μου. Αυτό ήταν όλο. Εκτός κι αν εσείς θέλετε να με περάσετε από λαϊκό δικαστήριο επειδή τόλμησα να προσπαθήσω να βρω τι συνέβη στον Μάικλ Τζόζεφ», είπε με ένταση.

Οι γροθιές της ήταν σφιγμένες, αλλά δεν ήθελε να τσακωθεί. Η στάση του σώματός της δεν έδειχνε άμυνα ούτε κι επίθεση. Έδειχνε μια ξεκάθαρη προσπάθεια επιβολής.

«Και το βρήκες;», ειρωνεύτηκα για να την ψαρέψω.

Εκείνη το έχαψε.

«Έτσι νομίζω», είπε σταθμίζοντας τα λόγια της.

«Μίλα τότε. Πες μας τα πάντα», απαίτησε ο Στίβεν κάνοντας ένα βήμα μπροστά.

Ξαφνικά, η ατμόσφαιρα έμοιαζε να πάγωσε από το πουθενά και σίγουρα δεν μπορούσα να κατηγορήσω την καταρρακτώδη βροχή έξω από το παράθυρο γι' αυτό. Το πρόσωπο του Μάικλ σφίχτηκε και το σώμα της Κριστίνα λύγισε με αφύσικο τρόπο. Ο ένας κοιτούσε τον άλλον εξεταστικά. Οι σκέψεις και τα ξόρκια που κλωθογύριζαν μέσα στο μυαλό της Κριστίνα επιτέθηκαν σε κάθε σημείο του νου μου που έβρισκαν ακάλυπτο, σαν σφαίρες από αυτόματο όπλο. Ο Μάικλ έφτυσε μια σταγόνα αίμα στο πάτωμα κι ύστερα σκούπισε το στόμα του με την άκρη του χεριού του.

«Νομίζεις ότι έτσι θα με τρομάξεις; Μήπως να σου θυμίσω ότι πριν λίγο καιρό με καταράστηκαν;», φώναξε.

«Δεν θέλω να σε τρομάξω. Θέλω, απλώς, να σου δείξω ότι αυτό που υποθέτεις είναι λάθος», απάντησε η Κριστίνα παγερά αδιάφορη.

Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος τι είδους παιχνίδι παιζόταν εδώ ούτε μπορούσα να ορκιστώ ότι δεν ήθελα να συμμετάσχω. Ο Στίβεν μετέφερε το βάρος του σώματός του από το ένα πόδι στο άλλο, πιθανότατα αναρωτώμενος το ίδιο.

«Τι είναι αυτό που υποθέτεις;», ρώτησα το Μάικλ κι εκείνος αποσυντονίστηκε αρκετά ώστε να χαλαρώσει κάπως τον έλεγχό του πάνω στο σώμα της Κριστίνα.

«Υποθέτω ότι έχει βάλει το χεράκι της σε κάτι που αφορά την ψυχή του ή το θάνατό του εν γένει», απάντησε προτάσσοντας το στήθος του σαν να επρόκειτο να λάβει κάποιο παράσημο για τη διορατικότητά του.

Έχοντας παρανοήσει τα λόγια του, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως η Κριστίνα δεν θα σκότωνε ποτέ τον αδερφό μου. Θα μπορούσε να σκοτώσει για εκείνον, αλλά όχι να σκοτώσει τον ίδιο. Γνώριζα πολύ καλά εκείνο το συναίσθημα. Το βιώνα ξανά και ξανά κάθε φορά που έβλεπα τη σάρκα του να σκίζεται ή άκουγα τα κόκκαλα του να σπάνε, κάθε φορά που έβλεπα εκείνο το κενό βλέμμα του θανάτου στα μάτια του, κάθε φορά που τους άφηνε να τον βασανίσουν ώστε να φέρει εις πέρας την παράσταση που παίζαμε μπροστά στους θνητούς. Τον κοιτούσα κατάματα κι εκείνος κοιτούσε εμένα κι ύστερα σταματούσε ο ίδιος τους χτύπους της καρδιάς του, όπως άλλωστε έκανα κι εγώ αρκετά συχνά. Όλο αυτό ήταν μέρος της ζωής μας, μέρος αυτού που είχαμε κληθεί να αντιμετωπίσουμε. Ωστόσο, εγώ και πάλι ήθελα να σαπίσω κάποιον στο ξύλο ή ακόμα και να του πάρω το κεφάλι όταν είχα τον Μάικλ Τζόζεφ νεκρό στα πόδια μου ή πεταμένο σε κανένα χαντάκι μετά από μια μάχη.

Το θέμα της ψυχής του ανήκε σε μια εντελώς διαφορετική περιοχή. Είχα πουλήσει κι εγώ την ψυχή μου, οπότε ήξερα πολύ καλά το πώς είναι να μην έχεις ηθικούς φραγμούς σχεδόν για τίποτα. Να μη νιώθεις αποτροπιασμό όταν ξεσκίζεις ένα ανθρώπινο πλάσμα ή σπάζεις τα πλευρά ενός λυκανθρώπου ή οτιδήποτε άλλο. Αν θυμόμουν σωστά, το σκορ του πόσες φορές είχαμε μαζέψει ο ένας τον άλλον από τέτοιες καταστάσεις ήταν εκατόν είκοσι μία προς διακόσιες. Να και κάτι στο οποίο διατηρούσα σταθερά το προβάδισμα. Και ναι, κρατούσαμε σκορ ώστε να έχουμε έναν ακόμα λόγο να πλακωνόμαστε κάθε φορά που διαφωνούσαμε.

«Η Κριστίνα δεν θα βοηθούσε ποτέ τον Αλεξάντερ να τον σκοτώσει ούτε θα έκανε κάτι για να τον βλάψει θανάσιμα», απευθύνθηκα στο Μάικλ.

«Το ξέρω ότι δεν τον σκότωσε. Αυτό, όμως, δεν ακυρώνει την εμπλοκή της σε οτιδήποτε άλλο»

Η Κριστίνα ένιωθε τον κλοιό να σφίγγει γύρω της. Είχε κατορθώσει να εγείρει τις υποψίες μας γύρω από το πρόσωπό της κι έτσι, τώρα, έπρεπε να μας δώσει μια απάντηση που θα ήταν αρκετά καλή ώστε να ικανοποιήσει την περιέργειά μας.

Ήλπιζα ότι θα διέψευδε τα πάντα, θα υπερασπιζόταν τον εαυτό της. Έτσι, όταν δεν το έκανε, ένιωσα λες κι είχα κουτουλήσει μετωπικά με ένα γερό τοίχο.

«Έχεις δίκιο», αρκέστηκε να πει την ώρα που οι άλλοι τρεις κρεμόμασταν από τα χείλη της σαν τίποτα διψασμένα μαθητούδια.

«Τι ακριβώς έκανες;», ρώτησε ο Στίβεν που είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του.

«Του έδωσα την επιλογή να επιβιώσει κι εκείνος τη δέχτηκε χωρίς συμβιβασμούς ή υπαναχωρήσεις»

«Τι έκανες;», επανέλαβα πιο ηχηρά από εκείνον.

«Αν όλα πάνε όπως τα σχεδιάσαμε, σε λίγο καιρό θα είστε σε θέση να ρωτήσετε τον ίδιο», απάντησε η Κριστίνα εγείροντας περισσότερα ερωτηματικά απ' όσα απαντούσε.

«Είναι ζωντανός; Κάπου, με κάποιο τρόπο;», ρώτησα έχοντας προλάβει για δευτερόλεπτα τον Μάικλ που είχε ήδη ανοίξει το στόμα του.

Η Κριστίνα ανασήκωσε τα φρύδια της και στράβωσε τα χείλη. Τα μάτια της γυάλιζαν λες και ήξερε πολύ καλά τι είχε κάνει κι ένιωθε ιδιαίτερα περήφανη γι' αυτό.

Μια δυνατή στριγκλιά διέκοψε τον ειρμό της. Ύστερα, συνοδεύτηκε από το δυνατό κλείσιμο μιας πόρτας και μανιασμένο τρέξιμο. Η Άιβι εμφανίστηκε ιδρωμένη κι έντρομη στην άκρη της σκάλας, κοιτάζοντάς μας έναν προς έναν. Άκουγα την ανάσα της να βγαίνει διακεκομμένη και τα πόδια μου πήραν την πρωτοβουλία να με μεταφέρουν κοντά της, αλλά εκείνη με παραμέρισε για να πλησιάσει την Κριστίνα. Άρπαξε τα χέρια της από τους καρπούς και τα έσφιξε μέσα στα δικά της ψελλίζοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε ένα ακατάληπτο σύνολο λέξεων. Ο Μάικλ έβαλε την παλάμη του στον ώμο της για να μετριάσει την ένταση μέσα της και, ξαφνικά, η Άιβι γύρισε και τον αγκάλιασε με το πρόσωπό της να κρύβεται στο στήθος του. Εκείνος δεν την απώθησε, αν και ένιωθε κάπως άβολα.

«Τι έπαθες;», ρώτησε.

«Είδα κάτι φριχτό... Πρέπει να τον βοηθήσετε!», ούρλιαξε η Άιβι.

Η Νικόλ κι η Αϊλίν εμφανίστηκαν κι εκείνες στη σκάλα και κάθισαν η καθεμιά σε διαφορετικό σκαλοπάτι. Ο Στίβεν τις κοίταξε επιδοκιμαστικά, σαν να τις επαινούσε για τη σιωπή τους.

«Γλυκιά μου, πάρε μιαν ανάσα και πες μας αργά και καθαρά τι ήταν αυτό που είδες και πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε», είπε η Κριστίνα κι ο τόνος της φωνής της έγινε πιο γλυκός κι από τη ζάχαρη.

Τα δάκρυα στα μαύρα μάτια της μικρής άρχισαν να πληθαίνουν. Έφερε στο νου της την εικόνα του άντρα με τα ασημένια μαλλιά που καθόταν γονατιστός απέναντι από άλλους δυο άντρες με τα ίδια χρώματα. Τους κοιτούσε ανήμπορος να αντιδράσει πια. Εκείνοι τον απειλούσαν με ό,τι μέσο είχαν διαθέσιμο. Έπρεπε να ξεχάσει, έλεγαν. Είχε διαπράξει ένα σοβαρό ατόπημα που δεν μπορούσε να περάσει ατιμώρητο.

Το ατόπημά του ήταν ότι παραβίασε ένα πολύ σημαντικό πρωτόκολλο κι επιδίωξε να πάρει πίσω τις στερημένες αναμνήσεις του. Θυμήθηκε όσα είχε αφήσει πίσω του για να μπει στην Calidia και να αναλάβει το ρόλο που κατείχε, όσα είχε δεχτεί να παραχωρήσει για χάρη ενός λιγότερο σκοτεινού μέλλοντος περισσότερο για εμάς παρά για τον εαυτό του. Και τώρα, ο Έγκαν κι ο Λέων το είχαν μάθει.

Η Άιβι δεν είχε ακούσει τι συζητούσαν οι τρεις τους. Η έκφραση στο πρόσωπο του Ορφέα είχε προκαλέσει πληγές στην εφηβική της καρδιά και είχε προκαλέσει την ανθρωπιά της. Κανείς δεν άξιζε να πονάει έτσι, σκεφτόταν. Κι ήξερε ότι ο δικός του πόνος ήταν κατά ενενήντα εννιά τοις εκατό εσωτερικός παρά σωματικός.

«Τους είδα να τον βασανίζουν. Έτρεχε αίμα από τα μάτια του! Δεν τον ξέρω τόσο καλά, όμως δεν θέλω να τον πληγώσουν για κάτι που έκανα εγώ», είπε η Άιβι μέσα σε αναφιλητά.

«Ποιος είναι αυτός;», ρώτησα προσπαθώντας – όπως κι οι άλλοι – να συναγάγω κάποιο νόημα από τις λέξεις της.

Εκείνο που δεν περίμενα ήταν πως η απάντησή της θα έσκαγε σαν ατομική βόμβα μέσα στο δωμάτιο, σπέρνοντας μέσα μου ανεξέλεγκτη οργή και κύματα αγωνίας που απειλούσαν να διαλύσουν το φράγμα ιδιοσυγκρασίας γύρω από το οποίο είχα δομήσει την προσωπικότητά μου.

Τα αθώα μαύρα μάτια της μικρής καρφώθηκαν μέσα στα – όχι και τόσο αθώα – δικά μου προτού μου δώσει την απάντησή της.

«Τον λένε Ορφέα. Πριν λίγο καιρό, ένιωσα λες και κάποιος καλούσε το όνομά μου από κάπου πολύ μακριά. Όταν προσπάθησα να ανταποκριθώ στο κάλεσμά του, βρέθηκα ξαφνικά μπροστά σε εκείνον. Δεν είχα ιδέα πού ακριβώς ήμουν, αλλά εκείνος είπε πως δεν είχα θέση εκεί. Από το στυλ της ομιλίας του κατάλαβα ότι θα μπορούσε να με βλάψει με πολλούς τρόπους κι ότι αν ήθελε να το επιχειρήσει θα το έκανε επιτόπου. Όμως, ο Ορφέας δεν με πλήγωσε στιγμή.

Με μια του κίνηση, ξεφύτρωσαν από την πλάτη του δυο φτερά δράκου φτιαγμένα εξ ολοκλήρου από σκιές, που μέσα τους είχαν παγιδευτεί τα χρώματα του ουράνιου τόξου κι ήταν απαλά σαν μεταξένιο ύφασμα. Μου είπε πως υπήρχαν άλλοι δυο σαν εκείνον και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πολύ δυνατή μαγεία. Είχα ενθουσιαστεί τόσο πολύ που δεν έπαψα στιγμή να τον παρατηρώ. Τα μαλλιά του ήταν ασημένια, ωστόσο κάτω από το φως έμοιαζαν σχεδόν λευκά και τα μάτια του είχαν ένα έντονο χρυσό χρώμα.

Δεν μίλησε σε κανέναν για την παρουσία μου εκεί κι εγώ με τη σειρά μου δεν μίλησα σε κανέναν σας για εκείνον. Τώρα, όμως, κινδυνεύει!», είπε με αγωνιώδη ταχύτητα.

Το άκουσμα του ονόματος εκείνου του πλάσματος, καθώς και της περιγραφής του, ο Μάικλ πισωπάτησε με κομμένη την ανάσα. Όλοι κάναμε την ίδια σκέψη ταυτόχρονα: ο Αλεξάντερ έλεγε την αλήθεια για τους Δράκους. Κι εμείς δεν τον είχαμε πιστέψει. Περισσότερο σοκαρισμένη έδειχνε η Κριστίνα, η οποία κοκάλωσε στη θέση της και κοιτούσε την κόρη της με γουρλωμένα μάτια αδυνατώντας να επεξεργαστεί τα νέα δεδομένα που είχαν τεθεί στην ατζέντα.

«Πώς είναι δυνατόν;», αρκέστηκε να σκεφτεί ψιθυριστά.

Αλλά, εγώ είχα πάψει να ακούω τον οποιονδήποτε ήχο γύρω μου, λες κι είχα δημιουργήσει ηχομόνωση στα τύμπανα των αυτιών μου. Και μόνο το γεγονός πως η Άιβι είχε προφέρει έτσι απλά το όνομά του είχε κάνει τα γρανάζια του μυαλού μου να κολλήσουν κι ένα τεράστιο νοητό ηχείο να το επαναλαμβάνει διαρκώς μέσα στο κεφάλι μου, όπως τα μεγάφωνα στις αίθουσες αναχωρήσεων των σιδηροδρομικών σταθμών. Ολόκληρη η συνείδησή μου περιστρεφόταν τώρα γύρω από το όνομα του αδερφού μου σαν μύλος σε παιδική χαρά κι ήμουν ανήμπορος και ανίκανος να πατήσω το φρένο.

«Θα περιμένω να γυρίσεις, Ορφέα», του είχα πει μια μέρα πριν ο Αλεξάντερ τον σκοτώσει. Και θυμόμουν πολύ καλά ποια ήταν η απάντησή του, η κατακλείδα στην τελευταία συζήτηση που είχα μαζί του.

«Σ' ευχαριστώ, Ζέφυρε. Ήσουν ο καλύτερός μου φίλος»

Έπιασα το μέτωπό μου με τις άκρες των δαχτύλων μου. Ευτυχώς, ο Ράνταλ είχε πάει στη Βιρτζίνια για να συναντήσει ένα φίλο του και δεν ήταν παρών σε αυτό το σκηνικό. Η σύγχυση έμοιαζε με μποξέρ που μου έδινε αλλεπάλληλες μπουνιές στο στομάχι. Ήθελα να κάνω εμετό. Τα περιεχόμενα του στομαχιού μου ανακατεύονταν και με έκαιγαν σαν επικίνδυνο εργαστηριακό μείγμα.

Όλον αυτό τον καιρό, δεν είχα αφήσει ποτέ τον εαυτό μου να επεξεργαστεί ίσως τη μεγαλύτερη απώλεια που θα ένιωθα στη ζωή μου. Δεν είχα πενθήσει ούτε είχα κλάψει. Πιθανότατα, θα έπρεπε. Όλα εκείνα τα συναισθήματα βρίσκονταν μέσα μου ακατέργαστα, ωμά κι ανεξερεύνητα όπως τα αχαρτογράφητα νησιά. Το ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού μου, πού και πού, τα προωθούσε προς το συνειδητό απλά και μόνο για να τα σπρώξω πάλι πίσω.

Ήμουν ο καλύτερός του φίλος κι όμως δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ όταν τον κλείσαμε στην κρύπτη. Η αναγγελία του θανάτου του με είχε κάνει να δακρύσω, αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Είχα ξεσπάσει πάνω στη Δάφνη για να μετριάσω όλα εκείνα τα πράγματα που επέμεναν να προσπαθούν να με κάνουν πιο ευαίσθητο, πιο επιδεκτικό στα ερεθίσματα που απέρρεαν από το μακάβριο σκηνικό. Από εκείνη τη μέρα κι ύστερα, έβαλα μπροστά τον εγωισμό μου και δεν μου επέτρεψα να αισθανθώ το παραμικρό ψήγμα ενοχής ή στεναχώριας για τον αδερφό μου.

Κι όλο αυτό ήταν απίστευτα παράξενο και αλλόκοτο και παρανοϊκό. Ακόμα τον θυμόμουν να με παίρνει αγκαλιά και να παίζει μαζί μου, έστω κι αν πολλές φορές δεν τον κρατούσαν τα πόδια του λόγω της αδυναμίας. Μου έλεγε ιστορίες για να κοιμηθώ και – πιστέψτε με όταν το λέω – είχε πολύ πλούσια και παραστατική φαντασία. Έχτιζε κόσμους και παλάτια απλά και μόνο για να τα εποικίσω μέχρι να με πάρει ο ύπνος κι εκείνα να γκρεμιστούν τόσο απρόσμενα όσο όταν χτίστηκαν. Θυμόμουν τον εαυτό μου να του κρατάει το χέρι όταν ψηνόταν στον πυρετό και πέρασε πέντε ολόκληρα χρόνια σχεδόν μονίμως καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι, προτού ο Αλεξάντερ κόψει το νήμα της ζωής του με φόντο το ηλιοβασίλεμα.

Η συνείδησή μου μού υπενθύμισε όλα εκείνα τα στοιχεία της ιστορίας μου που δεν ήξερε κανείς. Δεν ήθελα να τους αφήσω να τα μάθουν από φόβο πως κάποτε θα ερχόταν η μέρα που θα τα χρησιμοποιούσαν εναντίον μου. Αυτός, λοιπόν, ήμουν εγώ. Ένα αγόρι που μεγάλωσε με όλη την αγάπη του κόσμου κι έβλεπε τον αδερφό του να πεθαίνει από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Η Δάφνη κι ο Αλεξάντερ έτρεμαν στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να χάσουν κι εμένα. Κι εγώ το εκμεταλλεύτηκα προς όφελός μου. Σκεφτόμουν πως δεν θα κατέληγα σαν «τον καημένο τον Ορφέα». Εγώ θα ζούσα επειδή ήθελα να ζήσω, ενώ εκείνος ήθελε να πεθάνει. Το παιδικό μου μυαλό ξεχείλιζε από ενήλικες σκέψεις, ζοφερές κι απάνθρωπες όσο δεν παίρνει.

Ο πρώτος μου φόνος συνέβη όταν έκλεισα τα έντεκα. Σκότωσα μια νεαρή υπηρέτρια επειδή μου είπε πως ήμουν ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο και δεν άξιζα όσα μου πρόσφεραν έτσι απλά στο πιάτο. «Όσα χρήματα κι αν έχετε, πάντως, η φθορά κι η σήψη θα έρθουν και για εσάς κάποτε. Ο αδερφός σου ήταν ο πιο άτυχος απ' όλους σας κι η πορεία της ζωής του ήταν προδιαγεγραμμένη», είχε πει υψώνοντας το κεφάλι της ειρωνικά. Κι εγώ της είχα ορμήσει και της είχα ανοίξει το κεφάλι στα δυο με μια μεγάλη πέτρα που βρήκα στον κήπο. Ο αδερφός μου είχε σοκαριστεί τόσο από την πράξη μου που αρνούνταν έστω να με δει. Τα πρώτα του λόγια, μόλις η θέλησή του άρχισε να δέχεται ισχυρά πλήγματα από την ασθένειά του, ήταν: «Δεν σου έφτανε ένας επικείμενος θάνατος μέσα σε αυτό το σπίτι; Πόσοι ακόμα πρέπει να υπάρξουν ώστε να επέλθει κορεσμός, αναρωτιέμαι».

Με κοιτούσαν. Τα βλέμματά τους ήταν επίμονα κι έγδυναν όλο μου το «είναι» για να καταλήξουν σε μια έγκυρη ερμηνεία της στάσης μου. Ίσως και μια πρόβλεψη για το τι θα έκανα στη συνέχεια. Αλλά, όλοι τους έπεσαν έξω.

Γονάτισα στο χαλί κι ένιωσα το σκληρό ύφασμά του να τρίβεται με τα γόνατά μου μέσα από το παντελόνι. Τα μάτια μου μετατράπηκαν σε βρύσες που έσταζαν δίχως να υπάρχει ένας κουβάς από κάτω τους για να συγκρατήσει όλο αυτό το νερό. Βίωνα ξανά όσα είχα βιώσει όταν έχασα τον πρώτο μου έρωτα, τον Άντριαν. Μόνο που, αυτή τη φορά, τα πάντα έμοιαζαν μακράν χειρότερα. Επρόκειτο για ένα πένθος τόσο δυνατό όσο ένας σεισμός των εφτά ρίχτερ. Έβγαζα βουβά επιφωνήματα καθώς το σώμα μου πάλευε με νύχια και με δόντια να με κρατήσει ακέραιο. Τα δάχτυλά μου απλώθηκαν πάνω στο χαλί και βάλθηκαν να το γρατζουνάνε μανιωδώς. Δεν περίμενα ποτέ πως το σύμπαν θα με καλούσε να ξαναβρεθώ σε τέτοια δεινή θέση.

Σε μια σύντομη αναλαμπή, αναρωτήθηκα πώς θα πρέπει να αισθανόταν ο Στίβεν κατά το πρώτο διάστημα μετά το θάνατο του Μάικλ Τζόζεφ. Μόλις τον είχε βρει και τον είχε χάσει ξανά με τόσο βασανιστικό τρόπο. Γύρισα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω. Δεν μιλούσε, απλώς κοιτούσε βουβά και μουδιασμένα το πάτωμα με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του. Η Άιβι τον ταρακουνούσε για να συνέλθει, χωρίς επιτυχία. Αναρωτήθηκε τι συνέβαινε. Η Νικόλ κι η Αϊλίν είχαν την ίδια ακριβώς απορία να διαγράφεται ξεκάθαρα στα πρόσωπά τους. Κι έτσι, πήρα την απόφαση να τους τη λύσω με μιαν απάντηση τόσο κοινότοπη ώστε έμοιαζε σαν να την είχα δανειστεί από έναν ήδη γραμμένο διάλογο.

«Το πραγματικό όνομα του Μάικλ Τζόζεφ ήταν Ορφέας», αναφώνησα φροντίζοντας να επικεντρωθώ επίτηδες στην Άιβι.

Η Νικόλ άρχισε να τρέμει και να σπαράζει. Όταν ήρθε να με αγκαλιάσει, τύλιξα αργά τα χέρια μου γύρω από την πλάτη της κι ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο της. Η τελευταία φορά που είχα κλάψει στον ώμο μιας γυναίκας θα πρέπει να ήταν αιώνες πριν, όταν ήμουν νεογέννητος.

«Πες μου ότι δεν είναι ο ίδιος κι ότι δεν υποφέρει τα μαρτύρια της Κολάσεως στα χέρια τους. Πες το μου, Κριστίνα! Πες το, γιατί αν είναι ο αδερφός μου, λυπάμαι εκείνους που θα προσπαθήσουν να σε γλιτώσουν από τα χέρια μου!», ούρλιαξα με το πρόσωπό μου να είναι ακόμα βυθισμένο στα μαύρα μαλλιά της Νικόλ.

«Μπορεί να είναι απλή συνωνυμία», ψέλλισε η Κριστίνα έντρομη.

Ναι, σκέφτηκα, θα έπρεπε να με φοβάται αυτή τη στιγμή. Θα έπρεπε να με τρέμει!

«Αν δεν ήθελες να πάθει κακό και το μόνο που επιδίωκες ήταν να τον σώσεις, τότε γιατί τον έστειλες στο στόμα του λύκου;», ρώτησε ο Μάικλ όντας πεπεισμένος πως έκανε τη σωστή κίνηση.

«Νόμιζα πως τον αγαπούσες. Έτσι, λοιπόν, του το έδειξες; Με το να του προτείνεις μια λύση που θα τον τυραννούσε και μετά θάνατον;», ξέσπασε ο Στίβεν με τις κόρες των ματιών του να είναι χρωματισμένες με μια έντονη απόχρωση του κόκκινου, ανάλογη με εκείνη στις ίριδές του.

«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να το επαληθεύσουμε», ανακοίνωσα κι αμέσως έκανα χρήση του υπερφυσικού μου ταλέντου χωρίς να περιμένω την έγκριση κανενός.

Ο χειρότερος εφιάλτης της Κριστίνα ήταν κάτι που, ενδεχομένως, θα έπρεπε να περιμένω. Ωστόσο, ήμουν τόσο κοντόφθαλμος που το είχα παραβλέψει. Φοβόταν μήπως ο αδερφός μου έβγαινε εντελώς εκτός ελέγχου κι η ίδια αναγκαζόταν να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο. Φοβόταν το ενδεχόμενο να αναγκαστεί από τις συνθήκες να τον καταστρέψει. Κι όλο αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν, με κάποιον απίθανο τρόπο, η υπερφυσική του πλευρά συνδυαζόταν με τα ίχνη μαγείας που υποτίθεται πως είχαμε κληρονομήσει από τη Δάφνη εγώ κι εκείνος.

Οι εικόνες από τον εφιάλτη της με ανάγκασαν να σκεφτώ τι θα έκανα σε περίπτωση που ανακάλυπτα ότι μπορούσα πλέον να κάνω χρήση μαγείας και να είμαι βρικόλακας ταυτόχρονα. Πόση δύναμη, άραγε, θα μου πρόσφερε αυτό; Κι αν υπέθετε κανείς πως η Κριστίνα είχε την ικανότητα και το απαραίτητο σθένος ώστε να καταστρέψει τον αδερφό μου, θα κατέστρεφε κι εμένα στην πορεία – ανεξάρτητα από το αν είχα προξενήσει κακό ή όχι;

«Καταλαβαίνω γιατί φοβάσαι κάτι τέτοιο», παραδέχτηκα υποχωρώντας.

Η Κριστίνα έγνεψε συγκαταβατικά και πήρε την κόρη της αγκαλιά. Ήταν το μοναδικό κομμάτι που τη συνέδεε ακόμα με τον Μάικλ Τζόζεφ. Κοιτάζοντας εκείνη μέσα στα μάτια, ήταν λες και κοιτούσε τον ίδιο.

«Αδιαμφισβήτητα, πλέον, ο Αλεξάντερ είχε δίκιο για τους Δράκους και το πώς μοιάζουν. Οπότε, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν είχε δίκιο και για την Άιβι;», μονολόγησε ο Στίβεν που έπαιρνε θέση στο τελευταίο σκαλοπάτι.

«Τι ακριβώς είπε για εκείνη;», θέλησα να μάθω έχοντας αφήσει το θυμό να ξεθυμάνει, όπως έκανα πάντα.

«Πως ήταν αυτό ακριβώς που του είχαν αναθέσει να βρει: το τελευταίο κομμάτι του Μάικλ Τζόζεφ που είχε επιβιώσει. Ό,τι στο διάολο κι αν σημαίνει αυτό», είπε και ήμουν σίγουρος πως είχε ένα ολόκληρο κατεβατό από βρισιές στο μυαλό του.

Σε διάστημα δευτερολέπτων από τη στιγμή που έκλεισε το στόμα του, το κινητό άρχισε να δονείται στην τσέπη του τζιν του. Ο Στίβεν το τράβηξε έξω λες και γνώριζε προκαταβολικά την ταυτότητα εκείνου που τον καλούσε κι αμέσως εκσφενδονίστηκε στο γραφείο του σαν σίφουνας.

«Μάλιστα, κύριε. Οι αναφορές μου είναι όλες έτοιμες και προωθούνται στο μέιλ σας τη στιγμή ακριβώς που μιλάμε. Για οτιδήποτε νεότερο, θα περιμένω τηλεφώνημά σας», τον ακούσαμε να λέει – τουλάχιστον όσοι από εμάς ήμασταν προικισμένοι με υπερφυσική ακοή.

Με το που βγήκε από το γραφείο κι επανήλθε στο χώρο του σαλονιού, είχε μετατραπεί στον μπίζνες μαν που θα ζήλευε κάθε εξώφυλλο περιοδικού και κάθε πρωτοσέλιδο εφημερίδας. Ανέμενα ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να έβλεπα μπροστά μου κάποια από τις χαριτωμένες, καλοντυμένες πιτσιρίκες που είχαν προσλάβει τα τοπικά κανάλια για να μεταδίδουν τις ειδήσεις. Σχεδόν άκουγα τη φωνή της να διαβάζει τον πρώτο τίτλο από την οθόνη απέναντί της:

«Και τώρα, κυρίες και κύριοι, θα ξεκινήσουμε να σας μεταδίδουμε την πρόσφατη επικαιρότητα αρχίζοντας με μια αναφορά στο νέο, εντυπωσιακό επιχειρηματικό επίτευγμα του μεγαλοεπιχειρηματία Στίβεν Φόστερ, ο οποίος σημείωσε άνοδο των μετοχών του στο χρηματιστήριο πέρα από κάθε προσδοκία».

Μου ξέφυγε ένα σύντομο γελάκι κι εκείνος με λοξοκοίταξε.

«Συμβαίνει κάτι;», σχεδόν γρύλισε.

«Όχι, απλώς δεν φανταζόμουν ότι είσαι ένας από αυτούς τους κοστουμάτους άντρες που πηγαινοέρχονται από γραφείο σε γραφείο με ένα μπλοκ επιταγών στο χέρι κι ένα ντοσιέ με αναφορές στο άλλο», δήλωσα ειλικρινά.

Ο Στίβεν ανασήκωσε τους ώμους του.

«Κάπως πρέπει να ζήσουμε. Σε μια πόλη σαν τη Νέα Υόρκη δεν επιβιώνεις εύκολα, είτε είσαι άνθρωπος είτε δεν είσαι»

«Και τι ακριβώς κάνεις;»

«Ξεκίνησα ως οικονομικός σύμβουλος σε μια εταιρία παροχής νομικών υπηρεσιών και τώρα διεκδικώ μερικές από τις μετοχές της. Δεν ξέρω αν κληρονόμησα κάποιο επιχειρηματικό δαιμόνιο από κάποιον από εσάς ή το ανέπτυξα από μόνος μου. Ωστόσο, ξέρω πως όλα τα ρίσκα που έχω πάρει μου βγήκαν σε καλό με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο»

Αυτή η συζήτηση μας συνέφερε και τους δυο. Του έριξα ένα συνωμοτικό βλέμμα κι εκείνος φάνηκε να το ανταποδίδει. Αν συνεχίζαμε να μιλάμε για την επαγγελματική μας ζωή, ίσως καταφέρναμε να κάνουμε ένα διάλειμμα από την οικογενειακή μας τραγωδία. Κάπου στα τρίσβαθα της καρδιάς μου, θα εξακολουθούσαν να με βασανίζουν όσα αποκαλύφθηκαν σήμερα για αρκετό ακόμα καιρό. Μα δεν με ωφελούσε να συνεχίσω να επιμένω, όχι τώρα.

«Ξέρεις τι χρειάζονται όλοι οι καλοί μπίζνες μεν;», τον ρώτησα με ένα στραβό χαμόγελο.

«Ένα χαμηλό ποτήρι μπέρμπον με πάγο», βιάστηκε να απαντήσει.

Το κλικ που μου είχε φανεί ότι άκουσα, πιθανότατα, ήταν ο μικρός λαμπτήρας που σηματοδοτούσε την αφετηρία μιας νέας ιδέας. Θα έδινα στον Στίβεν αυτό ακριβώς που έψαχνε: το αίσθημα του συνανήκειν, την ταυτότητα που επιζητούσε να χτίσει. Το μυαλό του ήταν κοφτερό σαν φρεσκοακονισμένο λεπίδι και δεν σκόπευα να χαραμίσω την ευκαιρία να τον πάρω με το μέρος μου. Οι συμμαχίες τόσο εντός όσο κι εκτός της οικογένειας ήταν σημαντικές εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα. Δεν σκόπευα να τον εκμεταλλευτώ σε καμία περίπτωση. Απλώς, ήμουν περίεργος να μάθω περισσότερα για τον ανιψιό μου.

Και μόνο η λέξη μού φαινόταν περίεργη. Είχα την αίσθηση ότι μια αόρατη αλυσίδα πλανιόταν μέσα στο δωμάτιο και συνέδεε άρρηκτα εμένα, το Στίβεν, το Μάικλ και την Άιβι. Εγώ ήμουν ο θείος του Στίβεν και της Άιβι και ο Στίβεν ήταν με τη σειρά του θείος του Μάικλ.

«Άσε με να μαντέψω, θες απεγνωσμένα να κοπανήσεις το κεφάλι σου σε κανένα τοίχο κι ακόμα δεν έχεις βρει την κατάλληλη γωνία. Αν θες τη γνώμη μου, προτείνω εκείνη στην αριστερή γωνία δίπλα στην τηλεόραση. Με τη σωστή δύναμη θα σου άνοιγε το κρανίο στο τσακ», είπε ο τελευταίος που είχε κουραστεί να ακούει για το ένα εμπόδιο μετά το άλλο.

Η Νικόλ του έριξε μια σπρωξιά στο πλευρό για να τον κάνει να πάψει, αλλά εμένα δεν με πείραζε το χιούμορ του. Άπλωσα το χέρι και το βύθισα στην τσέπη του παλτού μου. Με το που άγγιξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα έσφιξα στην παλάμη μου και τα έβγαλα έξω απότομα.

«Μείνετε εδώ», ανακοίνωσα.

«Μα πού νομίζεις ότι πηγαίνεις;», ρώτησε η Κριστίνα που δεν είχε ακουστεί για ώρα.

«Στην κάβα. Η κάθαρση του νου είναι δύσκολο εγχείρημα, όμως η κάθαρση του σώματος επιτυγχάνεται με μερικές ποσότητες αλκοόλης στο αίμα», της αποκρίθηκα χαμογελώντας. Ωστόσο, εκείνο το χαμόγελο ήταν απλώς μια κάλυψη για τη στάση που σκόπευα να κάνω ενδιάμεσα.

Με το που μπήκα στο αυτοκίνητο, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ανάψω το ραδιόφωνο και να αρχίσω να ψάχνω ένα σταθμό με παλιά τζαζ μουσική της δεκαετίας του '60. Έβγαλα ένα τσιγάρο και το άναψα νωχελικά. Σπανίως κάπνιζα, αλλά αυτή τη φορά ήταν απολύτως απαραίτητο. Ήμουν μόνος μέσα σε ένα κουβούκλιο φτιαγμένο από μέταλλο και πολλά πλαστικά μέρη που κούμπωναν τέλεια μεταξύ τους. Γύρισα το κλειδί, κατέβασα το χειρόφρενο, έβγαλα το πόδι από το συμπλέκτη και το άφησα ελαφρά στο γκάζι.

Κινούμουν στο δρόμο με ογδόντα χιλιόμετρα, αγνοώντας επιδεικτικά την πινακίδα που έγραφε πως το όριο ταχύτητας ήταν εξήντα. Το πρώτο κόκκινο φανάρι με βρήκε πάνω σε διασταύρωση κι εγώ άδραξα την ευκαιρία να ρίξω μια ματιά στο κινητό. Ο Ράνταλ είχε αφήσει μήνυμα πως θα αργούσε να γυρίσει και μια υποψία ζήλιας με κάρφωσε σαν βελόνα.

Ξεχάστηκα για όχι παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο κι αμέσως είδα τους προβολείς του πίσω αυτοκινήτου να αναβοσβήνουν μανιωδώς. Στριφογύρισα τα μάτια μου για την ανυπομονησία και το ευερέθιστο μυαλό των θνητών οδηγών. Κοίταξα το πρόσωπό του μέσα από τον καθρέφτη: νεαρός, γύρω στα δεκαεννιά, κρατώντας την κοπέλα του με το δεξί του μπράτσο. Αναστέναξα και ξεκίνησα ρίχνοντας μερικές γκαζιές και μπαίνοντας στη στροφή με χειρόφρενο. Αν το παράκανα, θα είχα τα γνωστά φιλαράκια με τις μπλε και κόκκινες σειρήνες να με ακολουθούν. Αλλά, δεν είχα καιρό για τέτοια. Οι υπόλοιποι περίμεναν στο σπίτι τη δόση τους από οινόπνευμα όπως, άλλωστε, κι εγώ.

Ήταν τόσο δύσκολο να παρκάρω, ώστε αναγκάστηκα να κάνω τουλάχιστον πέντε φορές τον κύκλο του τετραγώνου. Στο τέλος, αρκέστηκα στο να διπλοπαρκάρω με αναμμένα τα αλάρμ. Τίποτα δεν θα πήγαινε στραβά για μια υπόθεση πέντε – δέκα λεπτών, σωστά;

Με το που άνοιξα την πόρτα της κάβας, ο μοναδικός υπάλληλος σήκωσε βαριεστημένα το κεφάλι του και μου έριξε μια λοξή ματιά.

«Το ότι είμαστε εικοσιτετράωρη κάβα δεν σημαίνει ότι θα σε ακολουθώ σε όλο το μαγαζί για να κάνω τα θελήματά σου», μουρμούρισε.

Έγνεψα καταφατικά κι ακολούθησα τον πρώτο διάδρομο που βρήκα μπροστά μου. Άρπαξα από το ράφι ένα μπουκάλι μπέρμπον, μια βότκα, μια εξάδα μπύρες κι ένα χυμό πορτοκάλι. Ο ταμίας δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος όταν είδε ότι τα ακούμπησα στον πάγκο κι έφυγα για να βρω κάτι ακόμα. Τη δεύτερη φορά, επέστρεψα κρατώντας μια σακούλα με αλμυρά σνακ κι ένα χυμό με άγρια φρούτα που προορίζονταν για την Άιβι.

Πλήρωσα με τη χρεωστική μου κι έβαλα γρήγορα τις σακούλες στο πίσω κάθισμα. Έπρεπε να βιαστώ λίγο περισσότερο, αν ήθελα να τα κάνω όλα εγκαίρως. Ήξερα ότι στο δρόμο του γυρισμού υπήρχε μια σειρά από τηλεφωνικούς θαλάμους. Σταμάτησα στην άκρη του πεζοδρομίου και μπήκα σε έναν από αυτούς. Έριξα το κέρμα που είχα στην τσέπη μου μέσα στη σχισμή, πληκτρολόγησα τον αριθμό και περίμενα με το ακουστικό στο χέρι. Στα δυο χτυπήματα, κάποιος στην άλλη άκρη της γραμμής απάντησε.

«Παρακαλώ;», είπε μια αντρική φωνή με ρώσικη προφορά.

«Κολ Φόστερ εδώ. Ήθελα να σιγουρευτώ ότι δεν άλλαξες γνώμη»

«Όχι, δεν άλλαξα. Έχω έτοιμες τις βαλίτσες και περιμένω το σήμα σας για να έρθω. Τα πράγματα θα γίνουν πολύ άγρια»

«Το ξέρω, Σβεν. Κοίτα, ο αδερφός μου σε ταπείνωσε απλά και μόνο για να κάνει το κομμάτι του και να κρύψει τις ανασφάλειές του. Αλλά, κατά βάθος σε σεβόταν και πρέπει να το λάβεις υπόψιν σου»

«Κολ, έχω ήδη συμφωνήσει να σας βοηθήσω να αναστήσετε τους βρικόλακες που 'αποθηκεύσατε' τότε στο παλιό νεκροταφείο κι ύστερα να τους προετοιμάσω. Δεν χρειάζεται να μου μιλάς για εκείνον. Είναι νεκρός. Ας τον αφήσουμε να ξεκουραστεί κι ας στραφούμε ενάντια σε όσους το αξίζουν. Δηλαδή, στους μάγους που μας κάνουν τη ζωή κόλαση»

«Σχετικά με αυτό που είπες... Υπάρχει ένα ενδεχόμενο να μην είναι τόσο νεκρός όσο φαίνεται... Θα σου εξηγήσω από κοντά, αν χρειαστεί»

Ο Σβεν ξεροκατάπιε.

«Αν είναι έτσι, έχουμε σοβαρό πλεονέκτημα και δεν μιλάω μόνο για αριθμούς εδώ πέρα. Φαντάσου απλά τι έχει να γίνει αν καταφέρουμε να τον ξυπνήσουμε κι έχει τα νεύρα του. Εγώ, πάντως, θα φοβόμουν», χαχάνισε.

Είχε δίκιο. Λίγοι από όσους είχαν πετύχει τον αδερφό μου – ενίοτε κι εμένα τον ίδιο – σε κακή μέρα είχαν ζήσει για να πουν την ιστορία. Κι όσοι έζησαν έφυγαν αφότου έφαγαν ένα γερό χέρι ξύλο – ίσως και δυο. Αν ο Μάικλ Τζόζεφ ήταν δίπλα μου αυτή τη στιγμή, θα γελούσε και θα μου έκλεινε το μάτι. Διψούσε για καυγά και το απολάμβανε ιδιαίτερα όταν η αντίπαλη πλευρά προσπαθούσε να του ξεφύγει την τελευταία στιγμή. Όλοι ζούσαμε άσχημες φάσεις, όμως εκείνος ήταν το κάτι άλλο αναφορικά με το πώς τις αντιμετώπιζε. Μια φορά, είχε τσακωθεί μαζί μου επειδή τόλμησα να πατήσω στο καινούργιο περσικό χαλί με τα παπούτσια. Εν μέρει είχε δίκιο, αλλά ακόμα γελούσα σκεφτόμενος την έκφραση στο πρόσωπό του. Αν μπορούσε να κοκκινίσει, τα μούτρα του θα έμοιαζαν με φράουλα.

Ακούμπησα το ακουστικό στη θέση του κι άναψα ένα δεύτερο τσιγάρο αμέσως μόλις βγήκα από το θάλαμο. Ο καιρός ήταν τσουχτερός κι η ανάσα μου σχημάτιζε μια άμορφη λευκή μάζα μπροστά από το πρόσωπό μου. Η καύτρα από το τσιγάρο έλαμπε από τη φωτιά σαν μικροσκοπικό φωτάκι που το προστάτευα με τις παλάμες μου για να μη σβήσει. Τελικά, βαρέθηκα κι αναγκάστηκα να το σβήσω με το πόδι μου.

Περπατώντας ξανά προς το αυτοκίνητο αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω μια βόλτα μέχρι το επόμενο τετράγωνο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα αργούσα κι άρχισα να χτυπάω ρυθμικά τα δάχτυλά μου καθώς το ένα πόδι έμπαινε μπροστά από το άλλο.

Ένας άστεγος στο παγκάκι του απέναντι πεζοδρομίου με κοίταξε και σφύριξε.

«Μεθυσμένος είσαι; Έχω να δω τέτοιο κέφι από τότε που το κόμμα μου κέρδισε στις εκλογές κι εγώ σαν ηλίθιος πίστεψα πως θα μου βρούνε σπίτι», είπε.

«Όχι ακόμα, αλλά συμμερίζομαι την απογοήτευσή σου», απάντησα πετώντας ένα κέρμα προς τη μεριά του, το οποίο προσγειώθηκε ακριβώς δίπλα του – όπως είχα υπολογίσει.

Στη γωνία του δρόμου ένα νεαρό ζευγάρι αντάλλασσε ζουμερά φιλιά. Δεν τους έδωσα σημασία, αλλά μου έδωσαν εκείνοι. Τα λοξά τους βλέμματα διασταυρώθηκαν στιγμιαία με το δικό μου τη στιγμή που τα ένιωσα καρφωμένα στην πλάτη μου. Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου, έσκυψα το κεφάλι και συνέχισα την άσκοπη πορεία μου προς το σκοτάδι, μιας κι η λάμπα λίγο πιο κάτω είχε καεί. Αυτό θα μου παρείχε μερικά δευτερόλεπτα που θα τα περνούσα σχεδόν αόρατος για το ανθρώπινο μάτι.

Ακούμπησα την πλάτη μου σε έναν τούβλινο τοίχο κι αναστέναξα ηχηρά. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούσα πως εδώ και χρόνια είχα αρνηθεί στον εαυτό μου το προνόμιο να απολαμβάνει τη ζωή του στο μέγιστο τόσο περισσότερο ηλίθιος αισθανόμουν. Απόψε θα γύριζα στο σπίτι, θα μεθούσα και θα γκρέμιζα κάθε τοίχο και πύργο που είχε χτιστεί με το αίμα του παλιού μου εαυτού. Είχα, επιτέλους, την ευκαιρία να γνωρίσω το ποιος ήμουν και να καταλάβω τι ακριβώς ήθελα. Ο καιρός που είχα περάσει με το Ράνταλ στην Αλάσκα ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να έχει συμβεί στην άθλια ύπαρξή μου.

Είμαι ο Ζέφυρος κι άλλαξα το όνομά μου σε Κολ Φόστερ. Από σήμερα σπάω τις αλυσίδες του παρελθόντος και είμαι ελεύθερος να κυνηγήσω όσα πάντοτε ήθελα.

Μπήκα ξανά στο αυτοκίνητο. Με κατεβασμένο το παράθυρο, άναψα τη μηχανή κι ένα δεύτερο τσιγάρο. Επέπλεα σαν πούπουλο σε έναν ωκεανό ευχαρίστησης και στο στόμα μου ερχόταν μια έντονη γεύση που υπερκάλυπτε εκείνη του καπνού. Η γεύση της ελευθερίας. Ποτέ δεν την κατακτάς απόλυτα, αν δεν μάθεις να εμπιστεύεσαι τα ένστικτά σου.

Το κρύο είχε δώσει τη θέση του σε μιαν ανυπόφορη υγρασία που έκανε τις ξανθές μπούκλες των μαλλιών μου περισσότερο ξηρές και ατίθασες απ' ότι συνήθως. Το μισούσα όταν συνέβαινε αυτό. Πέρασα βιαστικά το χέρι μου ανάμεσα τους για να τις απομακρύνω από το πρόσωπό μου και τσέκαρα το κούρεμα ως το επόμενο πράγμα που θα πήγαινα να κάνω στη νοητή λίστα που φύλαγα στο μυαλό μου. Άνοιξα το ντουλαπάκι μπροστά από τη θέση του συνοδηγού, έβγαλα από μέσα μια συλλογή με ροκ μουσική κι ύστερα έβαλα το σιντί στη σχισμή πάνω από το πάνελ του ραδιοφώνου. Άνοιξα τον ήχο όσο μου επέτρεπαν τα αυτιά μου – είναι και φορές που η υπερφυσική ακοή είναι φριχτά ευαίσθητη – πάτησα το γκάζι κι είδα το αυτοκίνητο να εκτοξεύεται πάνω στο ολισθηρό οδόστρωμα.

Ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος κι εγώ ήμουν αρκετά προσεκτικός ώστε να αποφεύγω πιθανούς κινδύνους που θα οδηγούσαν σε τρακάρισμα. Το κοντέρ άγγιζε σταθερά τα εκατό χιλιόμετρα κι η πλάτη μου δεν ξεκολλούσε από το κάθισμα λόγω της ώθησης. Συχνά, το αυτοκίνητο δεν ήταν απλά ένα μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιούσα ώστε να μεταφέρω πράγματα αλλά μια προέκταση του ίδιου του σώματός μου. Όταν το αγόρασα, άλλαξα την εξάτμιση, έβαλα καινούργια μηχανή και ελαστικά και διόρθωσα ένα μικρό θέμα με το τιμόνι. Όλα αυτά με βοήθησαν στο να το νιώθω περισσότερο δικό μου.

Ελάττωσα ταχύτητα βγαίνοντας από τον αυτοκινητόδρομο και πήρα τον παράδρομο στ' αριστερά μου για να βρεθώ στο σπίτι. Τα φώτα δίπλα από την πόρτα της εισόδου ήταν αναμμένα. Πάρκαρα μπροστά από την πόρτα του γκαράζ κι έβγαλα τα πράγματα από το αυτοκίνητο. Χτύπησα το κουδούνι και για μια στιγμή ήταν λες και το κεφάλι μου είχε μουδιάσει.

Η πόρτα υποχώρησε προς τα μέσα με ένα μικρό τρίξιμο από τους μεντεσέδες. Έπρεπε να θυμηθώ να τους λαδώσω, εφόσον πηγαινοερχόμουν εδώ πέρα συχνά. Ο Μάικλ βρέθηκε στο κατώφλι για να με υποδεχτεί και βιάστηκε να απλώσει το χέρι του για να πάρει τα πράγματα, όμως πρόλαβα να το τραβήξω προς τα πίσω.

«Μην είσαι τόσο ανυπόμονος», τον μάλωσα όπως θα μάλωνε ένας γονιός το παιδί του.

«Σε παρακαλώ, πες μου ότι έχει πολύ πράμα εκεί μέσα. Ξέρεις τι εννοώ. Θέλω να πιω αρκετά ώστε να πνίξω τις σκέψεις που με στοιχειώνουν», είπε.

«Πίστεψέ με, θα μπορούσα να αγοράσω ολόκληρη την κάβα και να μεταφέρω το εμπόρευμα εδώ με φορτηγό, αλλά πρέπει να δείξουμε αυτοσυγκράτηση. Να πατάμε και λίγο το φρένο κι όχι να είμαστε ασύδοτοι απέναντι στις ορμές μας»

Ο Μάικλ δεν είχε όρεξη για κήρυγμα ούτε για να με ακούει να του λέω τι θα έπρεπε και τι δεν θα έπρεπε να κάνει. Συμφωνούσε, αλλά δεν το έδειχνε από πείσμα. Το ασυνείδητο κι οι ορμές που το συνόδευαν έπαιζαν πολύ βρώμικο παιχνίδι ώρες – ώρες.

Οι πιο ενδόμυχες σκέψεις μας, εκείνες που δεν θα αποκαλύπταμε ποτέ στους γύρω μας, είναι κι εκείνες που μας ψήνουν το ψάρι στα χείλη για να παρανομήσουμε, να παραβούμε τα ηθικά μας όρια, να παραιτηθούμε από τη διατήρηση του καθωσπρεπισμού που διέπει την καθημερινότητά μας. Η παρανομία έχει μια γεύση σαν καραμέλα, λιώνει αργά στο στόμα και σε γεμίζει με ευχαρίστηση. Δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς κάνεις και γιατί, αλλά σου αρκεί που νιώθεις καλά. Το πρόβλημα με αυτού του είδους την τακτική είναι πως οι γύρω σου δεν μπορούν να μοιραστούν εκείνο που νιώθεις εσύ.

«Θα στεκόμαστε για πολλή ώρα στην πόρτα; Είναι καιρός για γερό μεθύσι!», φώναξε κι εγώ συνειδητοποίησα πως ήμουν τόσο αφηρημένος που μάλλον κοιτούσα για αρκετά λεπτά το κενό.

«Μετά από εσάς, κύριέ μου», αστειεύτηκα και διέκρινα μια υποψία χαμόγελου όταν γύρισε για να πάει στην κουζίνα.

Πήρα τη μεταλλική τσιμπίδα κι έριξα μερικά παγάκια στο ποτήρι μου. Ο Στίβεν με μιμήθηκε αναστενάζοντας. Είχαμε κάνει στην άκρη τα έπιπλα κι είχαμε καθίσει όλοι στο πάτωμα με τρόπο που να σχηματίζει ημικύκλιο.

Η Άιβι, η μοναδική που δεν έπινε αλκοόλ λόγω ηλικίας, έμοιαζε σχεδόν απογοητευμένη. Διψούσε να βρέξει έστω τα χείλη της με το μυρωδάτο λικέρ αμαρέτο που έπινε η Κριστίνα, αλλά ο ηλικιακός περιορισμός της έβαζε εμπόδια. Κάποια στιγμή, βέβαια, όταν οι άλλοι δεν κοιτούσαν προς τη μεριά της κι εγώ αποφάσισα επίτηδες να κάνω στα στραβά μάτια, η Άιβι πήρε αργά το κρυστάλλινο ποτήρι και ήπιε μια μικρή γουλιά. Αμέσως, χαμογέλασε ικανοποιημένη.

Είχαμε κάνει πρόοδο. Καθόμασταν σιωπηλοί σαν σε συμβούλιο που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο στα μάτια χωρίς φόβο ή αμφιβολίες. Ο Μάικλ είχε το ίδιο ύφος με εκείνο που είχε ο Μάικλ Τζόζεφ όταν οι λέξεις κρέμονταν από τα χείλη του αλλά δεν μπορούσε να τις ξεστομίσει, όταν το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς κι εκείνος το απογοήτευε κρατώντας τα πάντα για τον εαυτό του αντί να τα μοιραστεί.

«Μου έχουν κοπεί τα πόδια», παραδέχτηκε αφότου ήπιε μερικά ποτήρια βότκας.

Το κακό ήταν πως αυτού του είδους το συναίσθημα όχι απλά έβγαζε νόημα, αλλά ήταν κι αναμενόμενο.

«Πρέπει να τα βάλω με μια ορδή μάγων. Να αντιμετωπίσω όλους τους μάγους των ΗΠΑ και ποιος ξέρει ποιους άλλους. Δεν είμαι σίγουρος τι νιώθω απέναντι στο σωσία μου, αλλά παραδέχομαι πως ήταν σίγουρα πολύ πιο ώριμος, εφευρετικός και σκληροτράχηλος από εμένα», συνέχισε.

Γέλασα, όχι από χαρά ούτε από λύπη. Ήταν ένα παράξενο συναίσθημα.

«Αν ο Μάικλ Τζόζεφ σου φάνηκε ώριμος και σοβαρός, εγώ θα πρέπει να σου φάνηκα σαν καρδινάλιος. Ξέρεις τώρα, αυτό που λέμε 'τέρας ψυχραιμίας'. Και δεν είναι αλήθεια. Κατανοώ το ρόλο που παίζει η πρώτη εντύπωση στη γνώμη που σχηματίζουμε για τους άλλους, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως τους ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά», δήλωσα λες και βρισκόμουν εντός δικαστικής αίθουσας.

Ο Στίβεν ξεροκατάπιε κι η Αϊλίν τον λοξοκοίταξε σαν να είχε την ίδια σκέψη. Μπορεί να μην ήμουν σε θέση να διαβάσω το μυαλό του, αλλά διάβαζα το δικό της κι αυτό αρκούσε.

«Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για σένα», είπε ο Στίβεν κι έμπλεξε τα δάχτυλά του μεταξύ τους.

«Εμπρός, λοιπόν, Ζέφυρε. Πες τους», με ώθησε η Κριστίνα της οποίας ο τόνος δεν μου άρεσε καθόλου.

Ευτυχώς, ο Ράνταλ δεν ήταν παρών για να της απαντήσει καταλλήλως.

«Από πού θέλετε να ξεκινήσω;», ρώτησα προσπαθώντας να κρατήσω το βλέμμα μου όσο πιο καθαρό γινόταν.

«Από την αρχή!», ξεφώνισε η Άιβι κουνώντας τα χέρια της στον αέρα για να δώσει έμφαση στην απαίτησή της.

Έπρεπε να το περιμένω, σκέφτηκα. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro