Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ορφέας και Ζέφυρος

Ακόμη κι η σιωπή είχε δικό της ήχο. Έναν ήχο άσπλαχνο που κάλυπτε όλους τους άλλους και τους έκανε να μοιάζουν μηδαμινοί απέναντι στο δικό του μεγαλείο. Ο ήχος της σιωπής τρεφόταν από το συναισθηματικό αδιέξοδο που δέσποζε μέσα μας σαν ψηλός τοίχος. Καταβρόχθιζε λαίμαργα κάθε μας λέξη κι άφηνε τα θλιβερά απομεινάρια της κολλημένα στο λαιμό μας.

Ο Στίβεν δεν μιλούσε όση ώρα εγώ κι η Αϊλίν τρώγαμε. Κάτι τον ενοχλούσε κι εκείνος ασχολούνταν με αυτό σιωπηλά για να μην προβληματίσει κι εμάς. Όμως, τα συναισθήματά του εξωτερικεύονταν κατά παράξενο τρόπο μέσω κυμάτων ηλεκτρισμού σε όλη την ατμόσφαιρα.

Τίναξε στιγμιαία το κεφάλι του και μερικές τούφες καστανών μαλλιών κάλυψαν το μέτωπό του. «Δεν κολλάει, διάολε!», ψιθύρισε με ένταση χτυπώντας τη γροθιά του πάνω στο πόδι του. Η Αϊλίν τον κοίταξε πριν από μένα, όμως πριν καν προλάβει να αρθρώσει λέξη, ο Στίβεν σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο του Μάικλ.

Πάνω στο γραφείο υπήρχε ακόμα εκείνο το χαρτί με τις σημειώσεις του που είχα ανακαλύψει κι εγώ. Ο Στίβεν είχε διαβάσει εκείνο το χαρτί ξανά και ξανά με μια μανία να βρει κάποιο κρυμμένο στοιχείο μέσα στις αράδες από λέξεις. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως δεν θα ασχολούνταν άλλο με αυτό πριν το συζητήσει με τον ίδιο τον Μάικλ. Έτσι, είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες στο να πιστεύει ότι εκείνος, μετά την επιστροφή του, θα ήταν πρόθυμος για συζήτηση. Μα τα σχέδιά του βρήκαν μπροστά τους τοίχο κι ο ίδιος βρισκόταν αντιμέτωπος με πολλαπλά ερωτηματικά. Το ένα αφορούσε τον πατέρα του, το δεύτερο τον αδερφό του πατέρα του και το τρίτο το νεκροταφείο βρικολάκων.

«Οι βρικόλακες πεθαίνουν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο κι όταν τους καίνε δεν μένει τίποτα από δαύτους... Άρα, ή κάποιος μου κάνει πλάκα ή μια στρατιά από βρικόλακες θανατώθηκαν σκόπιμα. Γιατί;», αναρωτήθηκε φωναχτά ξέροντας ότι τον ήχο της φωνής του θα κάλυπτε η ανοιχτή τηλεόραση στο σαλόνι κι η κλειστή πόρτα του δωματίου.

Η πίεση έκανε τα χέρια του να ιδρώνουν. Κι αυτό γιατί σε συνθήκες υψηλής πνευματικής κόπωσης ή πίεσης, η θερμοκρασία του σώματος ενός βρικόλακα αυξάνεται κατ' ελάχιστο και κάποιες φορές προκαλεί εφίδρωση.

Ένα παλιό νεκροταφείο βρικολάκων, μια κρύπτη και μια μάγισσα που ήταν φυλακισμένη μέσα της. Πώς υποτίθεται ότι έπρεπε όλο αυτό να βγάζει νόημα; Κάθε νέος συλλογισμός που έκανε ο Στίβεν δεν κατέληγε πουθενά. Εκτός από έναν...

Κι αν η Δάφνη χρησίμευε ταυτόχρονα ως φύλακας όλων εκείνων των βρικολάκων είτε με είτε χωρίς τη θέλησή της;

Με εκείνη την τελευταία ερώτηση να έχει φωλιάσει για τα καλά μέσα στο κεφάλι του, ο Στίβεν πετάχτηκε έξω από το σπίτι με απίστευτη ταχύτητα, παρασέρνοντας στο διάβα του μερικές χαρτοπετσέτες κι αφήνοντας εμένα και την Αϊλίν κοκαλωμένες στη θέση μας.

Το παλιό νεκροταφείο βρικολάκων έστεκε απέναντί του πιο αφιλόξενο και σκοτεινό από ποτέ. Οι παλμοί του χτυπούσαν ρυθμικά στ' αυτιά του. Αν πράγματι γύρευε απαντήσεις, εδώ ήταν το μοναδικό μέρος όπου μπορούσε να τις βρει.

Ο Στίβεν μετακίνησε το βαρύ μάρμαρο που κρατούσε κλειστή την κρύπτη κι άφησε το σκοτάδι και την υγρασία της να τον αγκαλιάσουν σαν γνώριμο επισκέπτη. Όσο πιο κοντά έφτανε στο παλιό κελί της Δάφνης, τόσο πιο βαριά ένιωθε τα πόδια του. Ένα ελαφρύ μούδιασμα κάλυψε το σβέρκο του. Του είχε ξανασυμβεί αυτό όταν είχε βρεθεί μόνος με τον Μάικλ Τζόζεφ. Μόνο που τότε, εκείνος ήταν ακόμα ζωντανός...

Το μαρμάρινο πρόσωπο του πατέρα του ήταν ένας καμβάς πάνω στον οποίο αποτυπώνονταν αρμονικά τα χρώματα κι η έκφραση του θανάτου. Ο Στίβεν έπιασε τον εαυτό του να προσπαθεί να βρει μια αρχή για να του πει όσα ήθελε. Όσο ανόητο κι αν ήταν, είχε την αίσθηση ότι μπορεί αυτή τη φορά τα λόγια του να άγγιζαν τ' αυτιά του· όπου κι αν βρισκόταν. Ξεροκατάπιε κι άρχισε να μιλάει.

«Γιατί υπάρχει αυτό το μέρος; Ποιος το έφτιαξε; Είπες στον Μάικλ για την κρύπτη και για το ότι είχες κλείσει εδώ μέσα τη Δάφνη, αλλά απέφευγες να πεις οτιδήποτε άλλο. Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Κολ γνωρίζει για όλα όσα έχουν συμβεί εδώ. Και παρόλα αυτά, ακολούθησε το παράδειγμά σου και κράτησε το στόμα του κλειστό.

Δεν είναι νεκροί, έτσι δεν είναι; Όλοι αυτοί οι βρικόλακες που βρίσκονται εδώ πέρα περιμένουν κάτι συγκεκριμένο. Ακόμα και τώρα που βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση, εξακολουθείς να με βάζεις να λύνω γρίφους. Αν δεν είχατε κρατήσει τα πάντα για τον εαυτό σας, θα μπορούσα να σας καταλάβω πολύ πιο εύκολα.

Δώσε μου κάτι· ένα στοιχείο ή μια ανάμνηση, όπως έκανες την προηγούμενη φορά. Όταν ήμουν μικρός έλεγες πως εκεί έξω υπάρχουν δυνάμεις που δεν μπορεί κανείς να καταλάβει. Μια τέτοια δύναμη είναι που με βοηθάει να βλέπω τις αναμνήσεις σου; Βοήθησε με να συμβαδίσω με όσα είχες στο μυαλό σου.

Ξέρω ότι δεν ήσουν τρελός. Σίγουρα είχες τους λόγους σου που περίμενες τόσο υπομονετικά την ώρα που θα πεθάνεις. Όμως, πήρες μαζί σου καθετί που θα μπορούσε να ξεδιαλύνει τα πράγματα για μένα...»

Ο Στίβεν επανέλαβε με ευλάβεια τις κινήσεις που είχε κάνει και την πρώτη φορά. Το χέρι του ακούμπησε πάνω σε εκείνο του Μάικλ Τζόζεφ και για μια στιγμή το ζωντανό ήρθε σε αρμονία με το πεθαμένο.

Η συνείδησή του τον μετέφερε χιλιόμετρα μακριά, σε μια άσχημη χρονική στιγμή χρωματισμένη από τη φωτιά και το αίμα. Οι φωνές του τρυπούσαν τ' αυτιά, η στάχτη έκανε τα μάτια του να τσούζουν έντονα κι η μυρωδιά που πλανιόταν στον αέρα ήταν δύσοσμη.

Η μυρωδιά της καμμένης σάρκας δεν ήταν πρωτόγνωρη για τον Στίβεν. Όλες του οι αισθήσεις τέθηκαν ηθελημένα σε συναγερμό. Ήθελε να κρατήσει και το παραμικρό στοιχείο από εκείνη την ανάμνηση.

Μέσα στις άλλες φωνές, μια κραυγή ακούστηκε τόσο δυνατή κι απόκοσμη που ήταν αδύνατον για τους παρευρισκόμενους να μην ψάξουν από πού προήλθε. Η κραυγή εκείνη δεν ήταν πονεμένη αλλά απειλητική. Εκείνος δεν την αναγνώριζε. Όμως, ο άντρας που πετάχτηκε σαν σφαίρα μπροστά του ήταν γνώριμος.

Τα σγουρά ξανθά μαλλιά του Κολ είχαν κολλήσει στο κεφάλι του και το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του είχε βαφτεί κόκκινο. Τα κουρελιασμένα ρούχα του ήταν τρανή απόδειξη της μάχης που είχε μόλις δώσει. Τα πόδια του παραμέριζαν με άνεση τα σώματα που ήταν πεσμένα στο έδαφος. Ο Στίβεν παρατήρησε με φρίκη ότι μερικά από εκείνα βρίσκονταν ανάμεσα σε σωρούς στάχτης. Αυτό μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πανωλεθρία...

«Παράτα τα και υποχώρησε. Δεν ωφελεί να μείνουμε άλλο εδώ. Μας διέλυσαν», έλεγε τώρα ο Κολ στον άντρα που συγκρατούσε. Μέσα στην αγκαλιά του, ο Μάικλ Τζόζεφ τιναζόταν και γρύλιζε αδιάκοπα. Τούφες από τα μαύρα μαλλιά του ήταν τσουρουφλισμένες από τις φλόγες. Ό,τι κι αν προσπαθούσε να του πει ο αδερφός του, εκείνος ήταν ανένδοτος.

«Θα τις σκοτώσω! Άσε με ελεύθερο και θα τους δείξω εγώ! Δεν θα ανακατευτούν μαζί μας ποτέ πια!», φώναζε.

Ο Κολ έκανε το κράτημα του όσο πιο σφιχτό μπορούσε, αλλά η λεπτή σιλουέτα του Μάικλ Τζόζεφ τον βοήθησε να ξεγλιστρήσει μακριά.

Ο Στίβεν έτρεξε κατά πάνω του, αγνοώντας προς το παρόν ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον εμποδίσει αφού αυτή η σκηνή ανήκε στο παρελθόν. Ταυτόχρονα με τον ίδιο, είχε ξεχυθεί από τα δεξιά ο Ράνταλ. Τα χέρια του έσπρωξαν τον Μάικλ Τζόζεφ με τόση δύναμη που τον εκσφενδόνισαν προς τα πίσω. Εκείνος έκανε μια επιδέξια στροφή όσο βρισκόταν στον αέρα και κατάφερε να προσγειωθεί στα πόδια του.

Τώρα τον συγκρατούσαν δυο άτομα. Ο Κολ κρατούσε τα μπράτσα του κολλημένα στον κορμό του κι ο Ράνταλ πίεζε το στέρνο του με τον αγκώνα του.

«Ξέρω πώς νιώθεις και είμαι μαζί σου. Την επόμενη φορά, θα τα καταφέρουμε, θα τους ισοπεδώσουμε. Σου τ' ορκίζομαι αυτό! Για την ώρα, άκου αυτό που σου λέει η λογική σου κι υποχώρησε, κάνε ένα βήμα πίσω και περίμενε μέχρι να ανακάμψουμε», του έλεγε.

Ο Στίβεν είδε τη μανία στα μάτια του πατέρα του να καταλαγιάζει και να αντικαθίσταται από ένα άλλο, διαφορετικό βλέμμα. Ένα βλέμμα γεμάτο αποφασιστικότητα και δυναμισμό.

Ο Κολ χαλάρωσε σταδιακά το κράτημα στους ώμους του και μέσα σε ελάχιστα λεπτά τον άφησε ελεύθερο. Ο Ράνταλ ακολούθησε κατεβάζοντας τον αγκώνα του από το στέρνο του.

«Ξέρω ότι οι μάγοι μας φέρθηκαν σκάρτα, αλλά δεν αξίζει να παίξουμε κορώνα γράμματα το κεφάλι μας», του ψιθύρισε. Ο Μάικλ Τζόζεφ χαμήλωσε το κεφάλι του ταυτόχρονα με τον Στίβεν που τον παρακολουθούσε από απόσταση. «Ειδικά όταν μπορούμε να αξιοποιήσουμε όσα μάθαμε σήμερα για τις τακτικές τους προς όφελός μας», συμπλήρωσε ο Κολ.

Σε κλάσμα δευτερολέπτων, ο Στίβεν είδε τον πατέρα του να γυρίζει το κεφάλι του προς το μέρος του και να τον κοιτάζει κατάματα. Αμέσως ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Προσπάθησε να αρθρώσει μερικές λέξεις, αλλά οι φωνητικές χορδές του δεν ήθελαν να συνεργαστούν. Ο πανικός ήταν αρκετός για να διώξει τον αέρα από τα πνευμόνια του τόσο απότομα όσο αν είχε φάει κλωτσιά στο θώρακα.

«Ποιος είναι ο απολογισμός;», τον άκουσε να ρωτάει και για μια στιγμή είχε την εντύπωση πως η φωνή του έκανε αντίλαλο μέσα στο κεφάλι του. Έντρομος όπως ήταν ένιωσε την ανάγκη να του απαντήσει, να του πει κάτι, οτιδήποτε ενδεχομένως θα τον ευχαριστούσε. Ευτυχώς, όμως, το έκανε κάποιος άλλος αντί για τον ίδιο.

«Είναι αρκετά μεγάλος. Δεν θέλω να σου μιλήσω με νούμερα, μου είναι πραγματικά δύσκολο. Κάποιους από αυτούς τους ήξερα αιώνες και τώρα είναι σκόνη», αποκρίθηκε ένας μελαμψός άντρας. Κι ο Μάικλ Τζόζεφ φάνηκε να του δείχνει κατανόηση. Έγνεψε καταφατικά κι αποχώρησε περήφανα, αφήνοντας πίσω τη βαριά του ήττα...

Η επόμενη σκηνή που είδε ο Στίβεν αναδύθηκε απότομα, σαν παρουσίαση σε κάποιο προτζέκτορα.

Ο χώρος όπου βρισκόταν μύριζε οινόπνευμα, φάρμακα και αποστείρωση. Μπροστά του εκτεινόταν ένας μακρύς, άσπρος διάδρομος γεμάτος από ανθρώπους με πράσινες στολές που πηγαινοέρχονταν βιαστικά. Δεξιά κι αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δωμάτια και μέσα από αυτά έβγαιναν πολλά διαφορετικά μπιπ που δεν συμβάδιζαν μεταξύ τους.

Γιατί μου δείχνεις ένα νοσοκομείο; Τι δουλειά είχες εσύ εδώ; ,αναρωτήθηκε ο Στίβεν από μέσα του.

Ο Μάικλ Τζόζεφ πέρασε από δίπλα του μαυροντυμένος από την κορυφή ως τα πόδια. Το βλέμμα στα μάτια του ήταν γεμάτο θλίψη και τα χείλη του κουβαλούσαν ένα βουβό πένθος.

Βλέποντάς τον, μια αναλαμπή πέρασε από το μυαλό του Στίβεν σαν βολίδα. Χωρίς να χάσει τον πατέρα του από τα μάτια του έτρεξε προς ένα μεγάλο οβάλ πάγκο με την επιγραφή «Πληροφορίες» κι άρχισε να ψάχνει για κάποιο ημερολόγιο. Αν η χρονολογία ήταν εκείνη που υποψιαζόταν, τότε επρόκειτο να μάθει μια τεράστια αλήθεια.

Ο πίνακας ανακοινώσεων στον τοίχο ήταν γεμάτος χαρτιά, ενημερωτικά φυλλάδια, μπροσούρες, ακόμα και κουπόνια που είχαν λήξει αλλά κανείς δεν τα είχε κατεβάσει. Μάλλον κανείς δεν είχε το χρόνο να ασχοληθεί με τον πίνακα ανακοινώσεων στη γραμματεία. Στην πραγματικότητα, αν κάποιος έκανε μια σύντομη επισκόπηση στο χώρο, θα συνειδητοποιούσε ότι το γραφείο όπου καθόταν η μικροσκοπική γραμματέας ήταν το λιγότερο χαοτικό.

Κάποτε, τα μάτια του Στίβεν έπεσαν πάνω σε ένα ημερολόγιο που συνοδευόταν από μια φωτογραφία, μέσα στην οποία το νοσηλευτικό προσωπικό πόζαρε χαμογελώντας παρέα με τους γιατρούς. Ο μήνας ήταν Νοέμβριος του 1978.

Ο πανικός τον κατέκλυσε και τίναξε το σώμα του προς τα πίσω λες κι είχε μόλις έρθει σε επαφή με ένα γυμνό καλώδιο που διαπερνούσε ρεύμα. Με κομμένη την ανάσα και τα δάχτυλά του να μουδιάζουν, γύρισε προς το διάδρομο όπου βρισκόταν πριν ψάχνοντας τον Μάικλ Τζόζεφ.

Όταν, επιτέλους, τον βρήκε τον είδε να στέκεται ακίνητος μπροστά από μια κλειστή πόρτα με τα μάτια του κλειστά και το ένα του χέρι να ακουμπάει στον τοίχο. Ούτε εκείνος ανάσαινε· μονάχα στεκόταν, έχοντας στήσει αυτί κι ακούγοντας προσεκτικά. Δεν έφταιγε η μυρωδιά του οινοπνεύματος, ούτε εκείνη του αίματος για αυτό που του συνέβαινε. Όπως και με το Στίβεν, η θέλησή του να αντιμετωπίσει ψύχραιμα την κατάσταση τον εγκατέλειπε.

Τα πόδια του Στίβεν τον οδήγησαν προς τα εκείνον με δική τους πρωτοβουλία. Τώρα πια μπορούσε να ακούσει ακόμα πιο καθαρά όσα άκουγε κι εκείνος. «Μιάμιση βδομάδα ζωής... Κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το ανατρέψω. Απολύτως τίποτα, γαμώτο!», άκουσε τον πατέρα του να ξεσπάει ψιθυρίζοντας μέσα από τα σφιγμένα δόντια του.

Ελαφριά βήματα πλησίασαν προς την πόρτα και την άνοιξαν με απαλές κινήσεις. Ο νοσοκόμος που βγήκε από το δωμάτιο ετοιμάστηκε να μιλήσει, αλλά ο Μάικλ Τζόζεφ τον διέκοψε. «Μην πεις τίποτα, σε παρακαλώ», μουρμούρισε και τον παραμέρισε με περισσότερη δύναμη απ' όση σκόπευε να χρησιμοποιήσει.

Ο Στίβεν αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στο να τον ακολουθήσει και στο να μείνει εκεί που ήταν. Γνώριζε πολύ καλά τι θα έβλεπε εκεί μέσα. Ή, μάλλον, ποια. Τα δευτερόλεπτα μετρούσαν αντίστροφα στο κεφάλι του κι εκείνος αναγκάστηκε, τελικά, να πάρει τη μεγάλη απόφαση.

Η εύθραυστη μορφή της Νταϊάν έμοιαζε σαν να είχε βουλιάξει μέσα στα σκεπάσματα. Το λευκό πάπλωμα που κάλυπτε το σώμα της, αν και ελαφρύ, ήταν τεράστιο για μια τόσο καταβεβλημένη γυναίκα.

Ο Στίβεν περιεργάστηκε αργά το πρόσωπό της. Ακόμα κι ο καρκίνος δεν είχε καταφέρει να στερήσει την ομορφιά της. Τα μάτια της, πιο εκφραστικά από ποτέ, είχαν επικεντρωθεί στον Μάικλ Τζόζεφ κι αρνούνταν να κοιτάξουν αλλού.

«Νιώθω λιγάκι ένοχη που σε ανάγκασα να έρθεις, αλλά ταυτόχρονα χαίρομαι που σε βλέπω. Μου είχε λείψει η παρουσία σου. Συγνώμη που αγνόησα έτσι απλά το ρίσκο. Απλώς, ήθελα να σε αποχαιρετήσω», του είπε.

Ο Μάικλ Τζόζεφ άπλωσε το χέρι του και μετέφερε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι με κινήσεις που ξεχείλιζαν από ακρίβεια και σβελτάδα. Έπειτα, πήρε θέση απέναντί της και σταύρωσε τα χέρια του μεταξύ τους για να συγκρατηθεί.

«Χαζομάρες», μουρμούρισε

«Ξέρεις, τώρα που μεγάλωσε, νομίζω ότι ο Στίβεν σου μοιάζει. Σε θέμα χαρακτήρα θέλω να πω»

Ο Μάικλ Τζόζεφ αρκέστηκε σε ένα σιγανό «ωχ» και μόρφασε προβληματισμένος. Ο Στίβεν, από την άλλη, έμοιαζε να το διασκεδάζει. Δεν είχε ιδέα πως η μητέρα του πίστευε κάτι τέτοιο.

«Είναι ισχυρογνώμων, πανέξυπνος και, τολμώ να πω, έχει ωραία χαρακτηριστικά. Ο Τζέισον, από την άλλη, είναι ακριβώς όπως τον θυμάσαι. Ήσυχος, χαμηλών τόνων και αρκετά δημιουργικός. Έχει μια τάση προς τη ζωγραφική και του αρέσουν τα κόμικς»

«Έχουν, όμως, ένα κοινό: με μισούν»

«Τώρα εσύ είσαι αυτός που λέει χαζομάρες... Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έπαψαν να σε ζητάνε. Τους έχεις λείψει πολύ. Κάποιες φορές, είναι λες και σε περιμένουν να γυρίσεις. Αν μονάχα ήξεραν...»

«Αν μπορούσαν να ξέρουν, θα τους τα έλεγα όλα εγώ ο ίδιος. Ποτέ δεν χρειάστηκα μεσάζοντες όταν είχα να ανακοινώσω κάτι σημαντικό σε κάποιον. Αλλά, αρκετά με αυτά. Πες μου τι θέλεις από εμένα κι εγώ θα το κάνω»

«Για την ακρίβεια, αυτό που θέλω από εσένα δεν θα σου αρέσει καθόλου και ξέρω εκ των προτέρων ότι δεν θα συμφωνήσεις τόσο εύκολα. Όμως, δεν έχω άλλη επιλογή. Είμαι σίγουρη πως έχεις ήδη αρχίσει να ακούς τις σκέψεις που αναδύονται στο μυαλό μου»

Ο Μάικλ Τζόζεφ πετάχτηκε όρθιος τόσο απότομα που έκανε το Στίβεν να αναπηδήσει από την τρομάρα του. Τα μάτια του ήταν αυστηρά και γρήγορα έγιναν διπλάσια σε μέγεθος. «Αποκλείεται!», διαμαρτυρήθηκε χτυπώντας ασυναίσθητα το πόδι του στο πάτωμα. «Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο. Οι τύψεις θα με κυνηγούν για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Αλήθεια, το σκέφτηκε αυτό το πανέξυπνο μυαλουδάκι σου; Ή, μήπως, θα έπρεπε να σου υπενθυμίσω ότι κι εγώ έχω καρδιά;».

«Σε παρακαλώ, κάνε το για μένα. Δεν θέλω να πεθάνω μέσα στον πόνο. Και το κυριότερο, δεν θέλω να πεθάνω μόνη μου! Στο τελευταίο σου γράμμα είπες ότι το αίμα σου δεν μπορεί να θεραπεύσει ασθένειες. Οπότε, αυτή είναι η μοναδική λύση που μου μένει. Αν με αγάπησες ποτέ σου, θα με καταλάβεις»

«Καταλαβαίνω, Νταϊάν. Ίσως περισσότερο απ' όσο πιστεύεις εσύ»

«Τότε, τι σε εμποδίζει; Δεν είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά που θα σκοτώσεις άνθρωπο»

Ο Στίβεν πήγε πιο κοντά στον Μάικλ Τζόζεφ για να μπορεί να διακρίνει την έκφρασή του καλύτερα. Συμμεριζόταν τον πόνο του. Ήταν λες κι οι δυο τους επικοινωνούσαν σιωπηρά μέσω των συναισθημάτων που τους έδεναν. Αυτό που μόλις είχε ζητήσει η μητέρα του ήταν σκληρό. Ο ίδιος δεν θα το έκανε και, σύμφωνα με την εικόνα που είχε για τον πατέρα του, ούτε εκείνος θα παραιτούνταν τόσο εύκολα. Θα χρειαζόταν μεγάλη δόση πειθούς για να λυγίσει. Και, ξαφνικά, η Νταϊάν αξιοποίησε το καλύτερό της επιχείρημα.

«Εσύ δεν θα ευχόσουν να είχες την επιλογή μεταξύ του να ζήσεις ή να πεθάνεις; Γίνε ειλικρινής, αν μπορούσες να διαλέξεις τότε, τι θα έκανες;»

Και η απάντηση βγήκε αβίαστη από το στόμα του.

«Αν μπορούσα να διαλέξω, θα ήμουν νεκρός εδώ και πάρα πολύ καιρό... Έχεις κάποια τελευταία επιθυμία;»

Η Νταϊάν χαμογέλασε κι οι ώμοι του Μάικλ Τζόζεφ χαλάρωσαν.

«Μπορεί να ακουστεί χαζό, αλλά θέλω να μάθω το όνομά σου. Ποιος ήταν ο Μάικλ Τζόζεφ πριν γίνει ο Μάικλ Τζόζεφ;»

Εκείνος δίστασε και δάγκωσε το εσωτερικό των χειλιών του.

«Τι σημασία έχει;»

«Είμαι περίεργη να μάθω. Να έχω μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα»

Ο Μάικλ Τζόζεφ μάζεψε τα μαλλιά του προς τα μέσα, έτσι ώστε να φτάνουν μέχρι τους ώμους του κι ανάγκασε μια μικρή ποσότητα αίματος να ανέβει στα μάγουλα του. Ταυτόχρονα, έγειρε ελαφρώς την πλάτη του για να μοιάζει πιο ανθρώπινος και μαύροι κύκλοι σχηματίστηκαν κάτω από τα κατάμαυρα μάτια του. Η Νταϊάν είχε μείνει άφωνη, κοιτάζοντάς τον με θαυμασμό.

«Ήμουν ο Ορφέας κι ο αδερφός μου λεγόταν Ζέφυρος. Η Δάφνη βασίστηκε στη μυθολογία και φρόντισε ώστε τα ονόματά μας να ταιριάζουν με εμάς τους ίδιους και σε συμβολικό επίπεδο.

Διάλεξε το Ορφέας επειδή γεννήθηκα βράδυ κι επειδή γεννήθηκα άρρωστος. Ορφέας σημαίνει δυο πράγματα: "το σκοτάδι της νύχτας" και, κάποιες φορές, μεταφράζεται ως "στερημένος".

Ο Ορφέας της μυθολογίας ήταν μουσικός και, όταν η αγαπημένη του πέθανε, πήγε στον Κάτω Κόσμο για να τη βρει και να τη φέρει πίσω. Ο Πλούτωνας δέχτηκε το αίτημά του, έπειτα από παράκληση της Περσεφόνης. Του έθεσε, όμως, έναν όρο: να μη γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, παρά μόνο όταν οι δυο τους θα βρίσκονταν κάτω από το φως του ήλιου. Μόλις εκείνος βγήκε από τον Κάτω Κόσμο, όντας ανυπόμονος, γύρισε να κοιτάξει προς τη μεριά της Ευρυδίκης, η οποία δεν είχε προλάβει να βγει στο φως. Έτσι την έχασε και γύρισε κοντά της μετά το θάνατό του, έχοντας υποφέρει τα πάνδεινα. Μα τι βλάκας, αλήθεια...

Για τον αδερφό μου, διάλεξε το όνομα Ζέφυρος κυρίως επειδή, σύμφωνα με την ίδια, ένας δυνατός άνεμος φυσούσε από τα δυτικά και σήκωνε τα πάντα στο πέρασμά του τη μέρα που γεννήθηκε»

Τόσο ο Στίβεν όσο κι η Νταϊάν κρέμονταν από τα χείλη του. Η αφήγησή του είχε κάτι το μαγικό. Για μια στιγμή, ο πόνος είχε παραμεριστεί και τη θέση του είχε πάρει το αμέριστο ενδιαφέρον.

Με ένα τίναγμα του κεφαλιού του, ο Μάικλ Τζόζεφ επανήλθε στην προηγούμενη εμφάνισή του, με εξαίρεση το χρώμα των ματιών του. Δεν μπορούσε να ρισκάρει να τον δουν με χρυσά μάτια. Πλησίασε αργά τη Νταϊάν και την κράτησε απαλά στην αγκαλιά του. Εκείνη τύλιξε με θέρμη τα χέρια της γύρω από την πλάτη του κι έμεινε εντελώς ακίνητη για μερικά λεπτά.

«Θα πονέσει;»

«Εξαρτάται από το πώς θέλεις να το κάνω. Και, για να λέμε τα πράγματα έτσι όπως είναι, δεν μπορώ να κάνω και πολλά»

Η Νταϊάν έμοιαζε να το σκέφτεται για λίγο. Μετά από δυο – τρία λεπτά, το πρόσωπό της φωτίστηκε από μια αναλαμπή.

«Νομίζω ότι έχω μια ιδέα που θα μας ωφελήσει και τους δυο», ανακοίνωσε περιχαρής. Ο Μάικλ Τζόζεφ δεν πείστηκε. Η εικόνα στο κεφάλι της ήταν ακόμα αρκετά ασαφής για να βγάλει κάποιο νόημα από αυτή.

«Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το σωληνάκι στο χέρι μου για να ρουφήξεις όση ποσότητα αίματος μπορείς. Τόση ώστε να με σκοτώσεις. Απλώς, κάνε μου τη χάρη να χρησιμοποιήσεις την υποβολή, για να μην πονάω», του είπε.

«Και μετά θα αναπληρώσω το αίμα που λείπει με το να κλέψω μερικά σακουλάκια από το ψυγείο του νοσοκομείου και να τα χρησιμοποιήσω στο σώμα σου... Είναι σατανικό. Και... μπορεί να πετύχει. Χα! Δεν σου το'χα», παραδέχτηκε εκείνος αφήνοντας να του ξεφύγει ένα μικρό γελάκι.

Η Νταϊάν τον κοίταζε με ανυπομονησία. «Λοιπόν;», ρώτησε.

«Θα χρειαστώ το πολύ δυο λεπτά. Θα επιστρέψω πριν προλάβεις να αλλάξεις πλευρό», υποσχέθηκε εκείνος κι εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα που έμοιαζε λες και δεν ήταν ποτέ εκεί.

Ο Στίβεν δεν ένιωσε την ανάγκη να τον ακολουθήσει. Προτίμησε να μείνει μόνος με τη Νταϊάν και να παρακολουθεί τις κινήσεις της. Εκείνη αναστέναξε, όμως ο τρόπος που το έκανε δεν έκρυβε μελαγχολία. Έκρυβε κάτι πολύ διαφορετικό. Η Νταϊάν έστρεψε το κεφάλι της προς την πόρτα και το ακούμπησε στα λυγισμένα γόνατά της, γύρω από τα οποία είχε τυλίξει προηγουμένως τα χέρια της.

«Θα σε αγαπάω για πάντα», ψιθύρισε κι ύστερα σκούπισε βιαστικά τα δάκρυά της, δευτερόλεπτα πριν ο Μάικλ Τζόζεφ γυρίσει στο δωμάτιο με ένα θριαμβευτικό ύφος.

«Είδες; Ήμουν γρήγορος», καυχήθηκε για να την πειράξει.

«Βασικά, ήσουν τυχερός που βαριόμουν να αλλάξω πλευρό», του απάντησε εκείνη.

Ο Στίβεν στριφογύρισε τα μάτια του. Τώρα ξέρω σίγουρα από ποιον πήρα, σκέφτηκε και χαχάνισε σαν μικρό παιδί με αυτή του τη σκέψη.

Ο Μάικλ Τζόζεφ έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα κι η Νταϊάν του πέταξε το μαξιλάρι της. Εκείνος το έπιασε στον αέρα και το έσφιξε πάνω του. «Αν το θέλεις πίσω, σταμάτα τις εξυπνάδες», της είπε γελώντας για να την προκαλέσει. Εκείνη σταύρωσε τα μπράτσα της μπροστά από το στήθος της και μετά επιστράτευσε το πιο χαριτωμένο βλέμμα της. «Μπορώ να έχω πίσω το μαξιλάρι μου, σε παρακαλώ;», είπε δίνοντας στη φωνή της μια απαλή χροιά. Κι ο Μάικλ Τζόζεφ υποχώρησε.

«Δεν θα σταματήσεις ποτέ να μου πηγαίνεις κόντρα»

«Συγχαρητήρια, το βρήκες!»

«Νταϊάν... Πρέπει να τελειώνουμε. Αν πλησιάσει οποιοσδήποτε, θα πρέπει να κάνω τα αδύνατα δυνατά για να τον απομακρύνω κι αυτό θα κινούσε υποψίες»

«Εντάξει, είμαι έτοιμη. Αν και... Έχω μια μικρή περιέργεια για το πώς θα ήταν αν με δάγκωνες»

«Θα ήταν... επώδυνο»

Ο Στίβεν είδε τον πατέρα του να σκύβει και να χρησιμοποιεί την υποβολή πιο έντονα από καθέναν άλλον. Σίγουρα το δικό του χάρισμα θα έπρεπε να ήταν πιο δυνατό, σκέφτηκε. Από τη μια, ήθελε να φύγει κι από την άλλη ένιωθε πως είχε χρέος να μείνει. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε τη Νταϊάν ζωντανή. Κατά ένα τρόπο τουλάχιστον. Έπρεπε, επομένως, να εξοπλίσει τον εαυτό του με όλα τα διαθέσιμα ψυχικά εφόδια που είχε.

Η αναμονή πονούσε περισσότερο από αυτό που ήξερε ότι θα ακολουθούσε. Την ώρα που ο Μάικλ Τζόζεφ έβαζε με θρησκευτική ευλάβεια το σωληνάκι στο στόμα του, το στομάχι του Στίβεν δέθηκε κόμπος και τα γαστρικά υγρά αναδύθηκαν επικίνδυνα, αφήνοντας πίσω τους ένα έντονο κάψιμο.

Με έκπληξη παρατήρησε πως ο πατέρας του είχε γείρει το κεφάλι του με τρόπο που οι μαύρες μπούκλες των μαλλιών του να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του. Ο Στίβεν γονάτισε κοντά στους γονείς του και τότε παρατήρησε ότι έκλαιγαν κι οι δυο. Φυσικά ήταν τόσο περήφανοι που δεν ήθελαν ο ένας να δει τα δάκρυα του άλλου. Ο Μάικλ Τζόζεφ έσμιγε πού και πού τα φρύδια του. Το αίμα της Νταϊάν ήταν γεμάτο από φάρμακα και παυσίπονα που σίγουρα θα είχαν αηδιαστική γεύση αν κάποιος τα κατάπινε.

Παρόλο που ήταν βρικόλακας, ο Μάικλ Τζόζεφ δεν ρουφούσε λαίμαργα. Αντίθετα, ευχόταν να μην είχε χρειαστεί ποτέ να το κάνει αυτό. Τα βλέφαρα της Νταϊάν πετάριζαν νυσταγμένα. Σιγά – σιγά υπέκυπτε στο λυτρωτικό θάνατο που την περίμενε στη γωνία. Αίφνης, όμως, κάτι άλλαξε. Ο Στίβεν το είδε πριν εκείνη μιλήσει.

«Σταμάτα. Θέλω να σου πω κάτι»

Κι ο Μάικλ Τζόζεφ σταμάτησε.

«Σε ακούω», την ενθάρρυνε.

«Υποσχέσου μου ότι θα τους δώσεις να καταλάβουν. Κάνε τους να γευτούν τις φλόγες της Κολάσεως αν χρειαστεί. Αρκεί να μας το πληρώσουν!», ψιθύρισε η Νταϊάν με ένταση.

«Υπόσχομαι ότι θα κάνω ακόμα χειρότερα από αυτά που μόλις είπες. Θα είμαι η χειρότερη πλευρά του εαυτού μου», απάντησε εκείνος κι ο Στίβεν σχεδόν ένιωθε το θυμό να βράζει μέσα στο στήθος του.

Η Νταϊάν έφευγε και η ζωή έφθινε μέσα στο βλέμμα της, το οποίο γινόταν θολό σαν σκονισμένος καθρέφτης. Ο Στίβεν δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Την αποχαιρετούσε χωρίς να μιλάει, ευγνώμων που του δινόταν αυτή η ευκαιρία έστω και πολλές δεκαετίες αργότερα.

Ο Μάικλ Τζόζεφ είχε αποφύγει να του δείξει αυτή τη σκηνή όσο ζούσε κι εκείνος καταλάβαινε το γιατί.

«Καληνύχτα, Νταϊάν», ψιθύρισε ο Μάικλ Τζόζεφ φιλώντας το μέτωπό της κι εκείνη χαμήλωσε τα βλέφαρα της κι απελευθερώθηκε από τα δεσμά της ασθένειας που την έκανε να υποφέρει.

Ο Στίβεν πέρασε την υπόλοιπη ώρα όρθιος με την πλάτη στον τοίχο, την ώρα που ο πατέρας του εφάρμοζε το δεύτερο μέρος του σχεδίου. Όταν τελείωσε, έκρυψε τα άδεια σακουλάκια μέσα σε μια μεγαλύτερη πλαστική σακούλα, που σίγουρα είχε κλέψει επίσης από την αποθήκη, και τα έχωσε μέσα από το πουκάμισό του για να μην τα παρατηρήσει κανείς. Οι νοσοκόμοι βρίσκονταν καθοδόν. Τα αγωνιώδη τους βήματα ήταν εκκωφαντικά, σαν μανιασμένος όχλος. Ο Μάικλ Τζόζεφ είχε στη διάθεσή του ελάχιστα λεπτά, δευτερόλεπτα μάλλον, για να φύγει. Έτσι, με κίνηση τόσο ευλύγιστη όσο ενός αιλουροειδούς, άνοιξε το παράθυρο και κρεμάστηκε από τα δυο σίδερα στο κέντρο του ώστε να το ξανακλείσει. Μετά, άφησε τα χέρια του ελεύθερα και προσγειώθηκε με χάρη στο έδαφος.

Ο Στίβεν δεν τον ακολούθησε ούτε αυτή τη φορά. Αρκέστηκε στο να μείνει στο δωμάτιο της μητέρας του έως ότου βγει από την ανάμνηση του πατέρα του...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro