Ομάδα Περιπόλου [2]
«Οι τύψεις σε έχουν αλλάξει, Στίβεν», μουρμούρισε η Κριστίνα.
Κάτι υπήρχε μέσα στα μάτια της κι εκείνος το έβλεπε ολοκάθαρα. Κάτι μέσα σε εκείνα τα γαλανά μάτια, που είχαν το χρώμα του ουρανού, έμοιαζε διαφορετικό. Μητρικό ένστικτο ίσως, σκέφτηκε ο Στίβεν. Μάλλον αυτό θα είναι. Δεν είναι εύκολο να είσαι γονιός, ειδικά υπό αυτές τις συνθήκες.
«Τύψεις για ποιο πράγμα;», βρήκε το θάρρος να τη ρωτήσει κι εγώ του έριξα μια λοξή ματιά αναμένοντας την απάντησή της.
«Που δεν βρήκες το χρόνο να του πεις όσα θα ήθελες όσο ήταν ακόμα εδώ. Πολλές φορές, κι εγώ η ίδια σκέφτομαι τι άλλο θα μπορούσα να του έχω πει. Αλλά, ξέρω ότι ήταν αγύριστο κεφάλι όσον αφορά κάποια πράγματα. Δεν θα με άκουγε. Του μοιάζεις σε αυτό, όπως κι η Άιβι...»
«Θα ήθελα να του έχω πει ότι δεν χρειαζόταν να προσπαθεί τόσο να αναπληρώσει το παρελθόν. Ό,τι έγινε, έγινε. Όμως, δεν πρόλαβα»
Η Κριστίνα έσκυψε και φίλησε την Άιβι στο μάγουλο. Μια κίνηση που, στην αρχή, μας φάνηκε κάπως παράξενη. Αλλά, μετά καταλάβαμε.
Η Άιβι ένιωθε άβολα, σαν να καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ο Στίβεν μπορούσε να ακούσει την καρδιά της να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα. Θέλω να φύγω, σκεφτόταν και το εφηβικό της πρόσωπο μόρφαζε. Ξαφνικά, τον είδα να σηκώνεται και να της κάνει νόημα να τον ακολουθήσει. Εκείνη υπάκουσε με φόβο. Δεν μπορούσε ακόμα να χωνέψει όλο αυτό το κλίμα γύρω της.
Τον ακολούθησε σιωπηλά με τα μάτια της μητέρας της να είναι καρφωμένα πάνω της. Ο Στίβεν άνοιξε την πόρτα της ανακαινισμένης σοφίτας και κάθισε στο στρογγυλό χαλί μαζί με την Άιβι. Τα μάτια της εστίασαν στα δικά του για μια στιγμή και μετά κοίταξαν στο πάτωμα.
«Δεν θα σου πω ψέματα», ξεκίνησε ο Στίβεν, «είναι περίεργο και για μένα όλο αυτό»
«Θέλω απλά να μάθω την αλήθεια. Να μάθω γιατί έγιναν όλα αυτά»
«Υποθέτω ότι η Κριστίνα σου έχει πει για μας. Δηλαδή, τι είδους πλάσματα είμαστε»
Η Άιβι έγνεψε καταφατικά. Τον κοιτούσε και πάλι μέσα στα μάτια.
«Όλα αυτά συνέβησαν επειδή κάποιοι ένιωθαν πιο δυνατοί και πιο άξιοι από κάποιους άλλους... Ο Μάικλ Τζόζεφ κι ο Κολ ανέλαβαν ένα ρόλο που δεν μπορούσαν να φέρουν εις πέρας μόνοι τους και, τελικά, ο ένας από αυτούς κατέληξε νεκρός. Μόνιμα...»
«Ήθελε να μας προστατεύσει. Το έγραφε σε ένα γράμμα. Έλεγε και για σένα. Είχε πει στη μαμά μου ότι ένιωθε περήφανος που κατάφερες να φτάσεις ως εδώ μόνος σου»
Ο Στίβεν στράβωσε τα χείλη του σε ένα μισό χαμόγελο.
«Θα μπορούσα να σε πάω να τον δεις αμέσως τώρα, αλλά φοβάμαι ότι το θέαμα δεν είναι κατάλληλο για ένα μικρό παιδί»
«Κι αν σου το ζητούσα παρακαλώντας;»
«Έξυπνο, αλλά αυτά δεν πιάνουν σε μένα»
«Έχω ανάγκη να τον δω!», φώναξε η Άιβι κι ευθύς ακούστηκαν βιαστικά βήματα που έτρεχαν προς την κατεύθυνσή τους.
Η Κριστίνα πετάχτηκε μέσα στο δωμάτιο σαν αστραπή κι η ανάσα της έβγαινε διακεκομμένη. Με το χέρι της να ακουμπάει στο στήθος της ρώτησε τι είχε μόλις συμβεί. Μόλις ο Στίβεν της εξήγησε, εκείνη έμεινε να σκέφτεται σιωπηλά.
«Πήγαινέ τη να τον δει», είπε μετά από λίγο. Η Άιβι κρεμόταν από τα χείλη της ελπίζοντας να πει και κάτι άλλο. Αλλά, η Κριστίνα προτίμησε να αφήσει απλώς την πρότασή της να αιωρείται και να επιστρέψει στο σαλόνι όπου την περιμέναμε εγώ κι η Αϊλίν.
Την κοίταξα από την κορυφή ως τα πόδια. Τα κοντά μαλλιά σίγουρα την έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερη από την ηλικία που υποτίθεται ότι είχε. Ωστόσο, το πρόσωπό της διατηρούσε τη φρεσκάδα και τη νεανικότητα του. Αυτό με έκανε να αναρωτηθώ το πόσο δύσκολο ήταν να καταφέρει κάποιος να εκτελέσει ένα ξόρκι αθανασίας στον εαυτό του.
«Θα την πάει στην κρύπτη για να τον δει... Ήλπιζα πως θα μπορούσα να το καθυστερήσω, αλλά απέτυχα», ψιθύρισε περισσότερο στον εαυτό της παρά σε μας.
Η Αϊλίν την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο συμπόνια κι ύστερα σηκώθηκε για να καθίσει δίπλα της στον καναπέ.
«Νιώθω απαίσια!», ξέσπασε η Κριστίνα.
Δεν ήταν αδύναμη, συνειδητοποίησα. Αντιθέτως, είχε υπάρξει δυνατή για πολύ περισσότερο καιρό απ'όσο μπορούσε να αντέξει.
Το μυαλό μου απομακρύνθηκε κι εστίασε στον Μάικλ. Όσα μου είχε πει ο Ντάμιεν με είχαν ταρακουνήσει για τα καλά.
Η Κριστίνα κάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου λες και είχε καταλάβει τι σκεφτόμουν. Είχε κάτι το μητρικό και στοργικό. Έκλινε λίγο το κεφάλι της προς τα αριστερά και μετά είπε: «Ο Μάικλ είναι δυστυχισμένος».
«Του μίλησες;»
«Όχι πολύ, αλλά ξέρω να τον διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο. Τα μάτια του μου δείχνουν όλα όσα πρέπει να ξέρω, ακριβώς όπως του Μάικλ Τζόζεφ. Αγαπούσα εκείνο το μειονέκτημά του επειδή με βοηθούσε να τον καταλάβω»
Ένιωθα τις άμυνες μου να πέφτουν. Από εκεί που δεν ήθελα να πω τίποτα, τα λόγια άρχισαν να βγαίνουν απρόοπτα από το στόμα μου. Είπα σε εκείνη και την Αϊλίν σχεδόν τα πάντα, αφήνοντας βέβαια απέξω τη συνάντηση με τον Ντάμιεν. Το βάρος που καταπλάκωνε το στήθος μου ελάφρυνε. Επιτέλους, είχα πει σε κάποιον πώς πραγματικά αισθανόμουν.
«Κι εκείνος σε σκέφτεται. Διστάζει να σε προσεγγίσει επειδή φοβάται μη σε πληγώσει... σωματικά»
«Αυτό δεν είναι δικαιολογία. Αν το ήθελε κι εκείνος, θα μπορούσε να είναι ειλικρινής. Θα καταλάβαινα»
Η Κριστίνα τα είχε ξανακούσει αυτά τα λόγια στο παρελθόν. Ποιος ξέρει πόσα πράγματα είχαν μεσολαβήσει στη μέχρι τώρα πορεία της ζωής της. Άλλωστε, ήταν ήδη πάνω από χιλίων ετών. Τίποτα δεν της προκαλούσε εντύπωση. Είχε μάθει τους τρόπους των ανθρώπων να καλύπτουν τα λάθη τους. Είχε δει όλους τους διαφορετικούς τρόπους που δήλωναν τη μετάνοιά τους για αυτά. Και ήμουν απόλυτα σίγουρη πως ο Μάικλ Τζόζεφ είχε υπάρξει μεγάλος δάσκαλος για εκείνη· έχτισε τις αντοχές της, έθεσε όρια στην υπομονή της, της δίδαξε τον έρωτα.
«Εγώ του είπα να έρθει να σε βρει όταν είναι έτοιμος», παραδέχτηκε με κάποια ενοχή.
Τι θα γινόταν, αλήθεια, αν ο Μάικλ δεν ένιωθε ποτέ έτοιμος να μου μιλήσει;
Η Κριστίνα πάλευε με τον εαυτό της να συνεχίσει τη συζήτηση, παρόλο που δεν αισθανόταν ιδιαίτερα διαλλακτική. Η επιστροφή σε ένα γνώριμο περιβάλλον της είχε γυρίσει μπούμερανγκ. Αντί να κλωτσήσει τον πόνο μακριά, εκείνη έμπαινε βαθύτερα μες στην περιοχή του.
Ο Στίβεν κι η Άιβι ακούστηκαν να κατεβαίνουν τις σκάλες ο ένας πίσω από τον άλλον. Το ύφος στα πρόσωπά τους ήταν παρόμοιο: μια ανάμειξη συμπόνιας και δισταγμού. Η Κριστίνα κοίταξε για μια τελευταία φορά την κόρη της πριν εκείνη περάσει έξω από την πόρτα κι, αφού η Άιβι έφυγε, ξέσπασε σε κλάματα.
«Ο χρόνος κύλησε τόσο γρήγορα. Δεν μετανιώνω για το ξόρκι που επιτάχυνε την ανάπτυξή της. Μετανιώνω, όμως, για το ότι άφησα να περάσει τόσος καιρός προτού της πω όσα ήθελε να μάθει. Μέχρι πρόσφατα δεν ήξερε καν το όνομά του», παραδέχτηκε μέσα σε λυγμούς.
Στη μνήμη μου ήρθε μια στιγμή από το πρόσφατο παρελθόν. Καθόμουν στον καναπέ παρακολουθώντας μια ταινία κι έπιασα τον Στίβεν να κοιτάζει τη φωτογραφία του πατέρα του με τον αδερφό του που βρισκόταν μέσα σε ένα μικρό κάδρο. Μόλις τον είχε βρει και τον είχε ξαναχάσει...
Η Άιβι κατέβηκε αργά από την πλάτη του Στίβεν και τα ξερά κλαδιά κάτω από τα πέλματά της έκαναν ένα χαρακτηριστικό κρακ. Στροβιλίστηκε ρίχνοντας σχολαστικές ματιές γύρω της κι ένιωσε τις τριχούλες στο σβέρκο της να ανασηκώνονται τόσο από το τσουχτερό κρύο όσο κι από φόβο. Τα δέντρα είχαν καεί από το υπερβολικό ψύχος και τα κλαδιά τους έμοιαζαν με μαύρα, γαμψά νύχια. Οι τάφοι γύρω από την κρύπτη είχαν αρχίσει να φθείρονται και να ραγίζουν κι αυτό έκανε την Άιβι να τρομάζει και μόνο στη θέα τους. Μάλιστα, το μάρμαρο σε έναν από τους τάφους είχε σπάσει σε ένα μικρό σημείο από όπου φαίνονταν ελαφρά τα δάχτυλα εκείνου που βρισκόταν μέσα.
Η Άιβι άφησε μια στριγκλιά κι ο Στίβεν γύρισε ανήσυχος προς το μέρος της. Βλέποντας κι εκείνος με τη σειρά του το σπασμένο τάφο και τα άφθαρτα δάχτυλα έσπευσε να την απομακρύνει από εκεί. Όχι ότι αυτό που πρόκειται να της δείξω θα είναι πιο ευχάριστο, σκέφτηκε με την ψυχή στο στόμα.
Η Άιβι κρύωνε μέσα στην κρύπτη. Και μόνο το ότι βρισκόταν αρκετά βαθιά κάτω από το έδαφος ενός νεκροταφείου της προκαλούσε ανατριχίλες. Ποιος ξέρει πόσοι νεκροί τους περιτριγύριζαν. Τα μαύρα μάτια της σκάναραν τα πάντα στο πέρασμά τους. Πέτρες, χαλίκια, υγρασία, λακκούβες, τίποτα δεν της περνούσε απαρατήρητο. Κάθε της βήμα συνοδευόταν από αβεβαιότητα, την ώρα που το χνότο της φαινόταν στον αέρα. Νιώθω ότι βαδίζω προς το άγνωστο, σκέφτηκε σφίγγοντας τα δάχτυλά της σε γροθιές και καρφώνοντας τα μάτια της στον πυρσό που κρατούσε ο Στίβεν.
Ένα τέτοιο μέρος θα έφερνε τον οποιονδήποτε σε δύσκολη θέση. Ήταν λες και θα πεταγόταν κατά πάνω τους κάποιο φάντασμα με το που έστριβαν στη γωνία. Προς ανακούφιση της Άιβι, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Ευτυχώς, είπε από μέσα της και ξεφύσησε ηχηρά.
Ο Στίβεν κατανοούσε πλήρως τις αντιδράσεις της μικρής του αδερφής. Μικρή αδερφή, αναλογίστηκε από μέσα του. Ποιος θα το περίμενε; Σίγουρα, πάντως, όχι εγώ. Το χέρι του ξεκλείδωσε την καγκελόπορτα κι έκανε μια χειρονομία στην Άιβι να τον ακολουθήσει.
Μπήκαν κι οι δυο στο χώρο και στάθηκαν αντιμέτωποι με το φέρετρο στο κέντρο του. Αυτή τη φορά, ο Στίβεν δεν δίστασε να προχωρήσει προς το μέρος του. Αν εκείνος δεν στεκόταν δυνατός, τότε ποιος;
«Αν το μετάνιωσες, μπορούμε να γυρίσουμε πίσω», είπε με προειδοποιητικό τόνο.
Η Άιβι πάλευε με τον εαυτό της να πει όχι. Από την άλλη, είχε ένα άσχημο προαίσθημα.
«Άνοιξε το», αρκέστηκε να πει.
«Όπως θέλεις»
Τα δάχτυλα του Στίβεν έπιασαν τις μικρές εσοχές και τις πίεσαν ώστε να ακουστεί ένα μικρό κλικ. Ύστερα, άρχισε να σηκώνει το καπάκι προς τα πάνω.
Οι φαρδιοί ώμοι του Στίβεν και τα λυγισμένα του μπράτσα έκρυβαν το πρόσωπο του Μάικλ Τζόζεφ από την Άιβι. Εκείνη αναγκάστηκε να κάνει μερικά βήματα μπροστά για να το δει κι η ίδια. Τη στιγμή που τον είδε, τα φρύδια της σηκώθηκαν προς τα πάνω, τα μάτια της βούρκωσαν και μια σειρά από ευθείες ρυτίδες εμφανίστηκε στο μέτωπό της. Ο Στίβεν κατάλαβε ότι βρισκόταν σε σοκ κι έτσι απέφυγε να της μιλήσει. Αντίθετα, παραμέρισε για να την αφήσει να πάει πιο κοντά.
Η Άιβι έμεινε κοκαλωμένη στη θέση της, βγάζοντας μικρά επιφωνήματα κι αναπνέοντας κοφτά. Όταν, επιτέλους, πήρε την απόφαση να πλησιάσει το φέρετρο ο Στίβεν στεκόταν ήδη στη γωνία του κελιού με τις παλάμες να καλύπτουν το στόμα του.
Η νεανική όψη του Μάικλ Τζόζεφ έκανε την εικόνα πιο γκροτέσκα και μακάβρια. Η Άιβι αποπειράθηκε να τον αγγίξει, μα τράβηξε γρήγορα το χέρι της πίσω αηδιασμένη. Πάω να αγγίξω ένα πτώμα, σκέφτηκε.
«Είναι εντάξει. Δεν χρειάζεται να τον αγγίξεις», την ενθάρρυνε ο Στίβεν.
«Θέλω να το κάνω, αλλά... δεν μπορώ»
Ο Στίβεν στάθηκε πλάι της κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της καθησυχαστικά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα είχε πάρει το δικό της χέρι και το κατηύθυνε αργά προς το κεφάλι του Μάικλ Τζόζεφ.
«Τα μαλλιά του είναι άγρια και ξηρά, σαν να αγγίζω άχυρο», προσπάθησε να αστειευτεί η Άιβι κι ο Στίβεν γέλασε.
«Η υγρασία φταίει. Του χαλάει τα μαλλιά», συνέχισε το αστείο.
Μια αμυδρή υποψία πέρασε από το μυαλό της Άιβι. Η συνάντησή της με τον Ορφέα ήταν ακόμα φρέσκια στη μνήμη της. Ασυναίσθητα, έκανε μια σύνδεση μεταξύ εκείνου και του πατέρα της που της προκάλεσε φρίκη. Κι οι δυο πέθαναν τόσο νέοι, είπε από μέσα της.
Απομάκρυνε το χέρι της από το κεφάλι και χάιδεψε το μάγουλο του Μάικλ Τζόζεφ. Το παγωμένο δέρμα του την έκανε να αναριγήσει. Ο Στίβεν περίμενε να τη δει να κλαίει ανά πάσα στιγμή, όμως εκείνο το μικροκαμωμένο – σαν την Κριστίνα – ξανθό κορίτσι ήταν τέρας ψυχραιμίας. Εγώ στη θέση της θα είχα καταρρεύσει, σκέφτηκε χωρίς ενδοιασμούς.
Η σύγκριση του εαυτού του με την Άιβι – διόρθωση: τη μικρή του αδερφή – του θύμισε τον τρόπο με τον οποίο συγκρινόταν με τον Τζέισον. Αν, μονάχα, είχε καταφέρει να ακυρώσει τελείως τον παράγοντα της ζήλιας, θα έφερνε τον εαυτό του σε πιο εύκολη θέση.
Για να πούμε, βέβαια, και την αλήθεια, όταν ο Τζέισον ήρθε για πρώτη φορά στο σπίτι, ο Μάικλ Τζόζεφ τα βρήκε λίγο μπαστούνια προσπαθώντας να μεταχειριστεί και τους δυο με τον ίδιο τρόπο. Για το νεαρό Στίβεν, αυτό ήταν ασυγχώρητο. Εκείνος, από την άλλη, έβλεπε τη σχέση των δυο αδερφών σαν φιλικό ανταγωνισμό κι όχι σαν κάτι που θα είχε διάρκεια.
«Ένας βρικόλακας που κατάφερε να κάνει παιδιά. Ακούγεται σαν κακό ανέκδοτο», σκέφτηκε φωναχτά ο Στίβεν κι η Άιβι τον λοξοκοίταξε.
«Σίγουρα θα δυσκολεύτηκε πολύ. Λένε πως... να, λένε πως δεν μπορείτε να κάνετε παιδιά επειδή, τεχνικά, είστε... νεκροί»
«Δυστυχώς, αυτό ισχύει. Ευτυχώς, το ότι δεν μπορούμε να τεκνοποιήσουμε χωρίς... εξωτερικές παρεμβάσεις μειώνει τις πιθανότητες να υπάρξουν γεννημένα τέρατα»
«Θεωρείς τον εαυτό σου ένα τέρας;», ρώτησε η Άιβι ξαφνιασμένη.
Ο Στίβεν έδειξε με το κεφάλι του προς τον Μάικλ Τζόζεφ.
«Κι εκείνος αυτό θεωρούσε τον εαυτό του. Εκείνος κι ο Κολ, σύμφωνα με τους ίδιους, είχαν προσπαθήσει να αυτοκαταστραφούν πολλές φορές. Ήταν ιδιαίτερα δημιουργικοί πάνω σε αυτό το κομμάτι. Όμως, κάθε φορά ο ένας έσωζε τον άλλον. Μετά από ένα σημείο, τα παράτησαν»
«Θα πρέπει να ήταν απαίσιο για αυτούς. Η μητέρα μου λέει ότι μπορούσαν να εναλλάσσονται μεταξύ των ανθρώπινων και των δολοφονικών τους ενστίκτων με πολύ μεγάλη ευκολία. Μια φορά μου είπε ότι ο πατέρας μου – συγνώμη, μας – παραλίγο να πεθάνει προσπαθώντας να την κρατήσει πλάι του. Ο μόνος λόγος που εκείνη δεν τον κατέστρεψε ήταν επειδή δεν ήθελε να σβήσει το πείσμα από τα μάτια του, αν αυτό βγάζει νόημα...»
«"Να σβήσει το πείσμα από τα μάτια του"; Δεν νομίζω ότι αυτό που είδε ήταν πείσμα. Θα ορκιζόμουν πως ήταν...»
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος διέκοψε τα λόγια του Στίβεν κι ανάγκασε εκείνον και την Άιβι να καλύψουν τ' αυτιά τους. Έριξαν μερικές ματιές στο χώρο γύρω τους κι, αφού μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να συνέλθουν, κατάλαβαν τι είχε συμβεί.
Ένας κεραυνός είχε σκάσει σε ένα σημείο πάνω από το έδαφος, όμως το περιβάλλον της κρύπτης είχε ενισχύσει τον ήχο του τουλάχιστον κατά δέκα φορές. Ωστόσο, ο ήχος του κεραυνού σύντομα συνοδεύτηκε από τον ήχο δυνατών βημάτων εντός της κρύπτης.
«Μείνε πίσω μου», είπε ο Στίβεν στην Άιβι και πρόταξε το χέρι του για να την κάνει να οπισθοχωρήσει.
Ένας μουσκεμένος Αλεξάντερ εμφανίστηκε μέσα από τις σκιές και το βλέμμα του καρφώθηκε απευθείας πάνω στο θυμωμένο πρόσωπο του Στίβεν.
«Για δες εδώ. Ομαδική συγκέντρωση; Να σας κάνω λίγη παρέα;», σχολίασε.
«Καλύτερα να φύγεις πριν σε στείλω να κάνεις παρέα με αυτούς που είναι θαμμένοι εδώ μέσα!»
«Δεν περίμενα τέτοια υποδοχή. Εντάξει, δεν είναι και τόσο ωραίο όταν ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Πρέπει να το βρω!»
«Έχεις μεγάλο θράσος να γυρίζεις εδώ και να τον βλέπεις να είναι έτσι εξαιτίας σου! Και τι διάολο είναι αυτό που ψάχνεις εδώ;»
Ξαφνικά, ο Αλεξάντερ παρατήρησε την Άιβι που ήταν ζαρωμένη πίσω από τον Στίβεν και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
«Πότε απέκτησες παιδί; Και πώς το απέκτησες;», ρώτησε.
«Εσύ σκότωσες τον πατέρα μου!», ούρλιαξε η Άιβι προτού ο Στίβεν καταφέρει να αρθρώσει λέξη.
Ο Αλεξάντερ τα είχε χαμένα. Αυτό που είχε μόλις ακούσει ήταν αδύνατον.
«Τον πατέρα σου; Άρα... αυτό που έψαχνα τόσο καιρό να βρω ήσουν εσύ!», φώναξε κι ευθύς όρμησε κατά πάνω της, προσπαθώντας να την αρπάξει.
Ο Στίβεν αντέδρασε με ταχύτητα φωτός και τον εκσφενδόνισε αρκετά μέτρα προς τα πίσω. Με γρήγορες κινήσεις, έκλεισε το φέρετρο του Μάικλ Τζόζεφ και γρύλισε απειλητικά στον Αλεξάντερ. Εκείνος έκανε άλλη μια κίνηση να πιάσει την Άιβι και κατέληξε και πάλι πεσμένος ανάσκελα με τα πετραδάκια από τον διαλυμένο τοίχο να πέφτουν στο κεφάλι του.
Ένα δευτερόλεπτο προτού σταθεί στα πόδια του, άκουσε την Άιβι να ψιθυρίζει κάτι κι ύστερα σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στο έδαφος.
«Και τώρα τι κάνουμε;»
«Τώρα τον παίρνουμε μαζί μας στο σπίτι. Και θα δούμε τι θα έχει να πει η Κριστίνα για όλο αυτό», απάντησε ο Στίβεν.
*
Ο Μάικλ αντιστάθηκε με το ζόρι στο να μη συνθλίψει το κινητό του μέσα στην παλάμη του. Ο Αλεξάντερ είχε επιστρέψει. Και σαν αυτό να μην ήταν αρκετό, είπε ότι έψαχνε την Άιβι. Πόσο πιο άσχημα να γίνουν τα πράγματα; ,αναρωτήθηκε από μέσα του κι έσφιξε τα δόντια του. Αυτό ήταν κακό. Πολύ κακό. Η άφιξή του είχε προσθέσει άλλο ένα πρόβλημα ανάμεσα στα ήδη υπάρχοντα.
«Που να με πάρει και να με σηκώσει!», φώναξε και σταμάτησε τη γροθιά του ελάχιστα χιλιοστά προτού χτυπήσει τον τοίχο.
Ο Ιβάν κι ο Ντάμιεν μπήκαν αργά στο δωμάτιο. Στα χείλη τους κουβαλούσαν βουβά τα μαντάτα της ημέρας. Ο Μάικλ δεν είχε όρεξη να ακούσει την αναφορά τους. Γνώριζε ήδη ποια θα ήταν: δεν βρέθηκε τίποτα ακόμα.
Χωρίς να χάνει χρόνο, φόρεσε το μαύρο μανδύα του και γύρισε να τους κοιτάξει παίρνοντας το πιο σκληρό κι αμείλικτο ύφος που μπορούσε. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος τους και μετά στάθηκε ακίνητος σαν άγαλμα.
«Θέλω διπλές περιπολίες, κυρίως όσον αφορά το ποιος φεύγει και ποιος έρχεται. Ακόμα απορώ πώς σας ξέφυγε κάποιος σαν τον Αλεξάντερ, αλλά ας το ξεχάσουμε αυτό για την ώρα. Ντάμιεν, θέλω να γίνεις τα μάτια και τα αυτιά μου όπου πηγαίνεις. Θα μου αναφέρεις τα πάντα, οτιδήποτε πιστεύεις ότι έχει σημασία»
Ο Ντάμιεν έγνεψε καταφατικά.
«Ιβάν, πάρε μαζί σου τον Ντιμίτρι και φύγετε δυτικά. Πολύ φοβάμαι ότι η ομάδα μας εκεί πέρα χρειάζεται ενίσχυση. Οι ρωγμές στην οργάνωσή μας δεν βοηθάνε»
«Συμφωνώ απόλυτα», αναφώνησε ο Ιβάν κι αποχώρησε.
Ο Ντάμιεν έμεινε πίσω, αρνούμενος να φύγει χωρίς να πει τα τελευταία του λόγια.
«Μάικλ... Εκείνη μου είπε να σου μεταφέρω το ότι σε σκέφτεται ακόμα»
Ο Μάικλ αναστέναξε. Την περίμενε μια τέτοια στιγμή. Είχε προετοιμαστεί για αυτήν. Όμως, όσο καλά κι αν προετοιμάζεσαι για κάτι η μοίρα μπορεί να σου τα φέρει αλλιώς. Τίποτα δεν είναι δεδομένο κι οι διαρκείς υπολογισμοί δεν αρκούν για να καλύψουν όλα τα ενδεχόμενα.
*
Έκλεισα τα μάτια κι έπεσα προς τα πίσω, πάνω στο κρεβάτι.
Πώς διαχειρίζεσαι κάτι που δεν ξέρεις;
Πώς ξυπνάς ένα πρωί κι αποφασίζεις ότι αυτή μπορεί να μην είναι η μέρα σου, όμως η επόμενη μπορεί και να σου φέρει εκείνα που θέλεις;
Μετά τα «πώς» ακολουθούν, συνήθως, τα «γιατί». Μια σειρά από ερωτήματα που δεν μπορείς να απαντήσεις. Κι όσο αυτά κλωθογυρίζουν στο κεφάλι σου, τόσο πιο δύσκολα μπορείς να ησυχάσεις. Πάντα θα υπάρχει κάτι που θα σε κάνει να βασανίζεσαι. Θα ξεπηδάει από τα εσώψυχα σου και θα έρχεται στην επιφάνεια απλά και μόνο για να κάνει ξανά αισθητή την παρουσία του.
Η μουσική από τα ακουστικά μου ακουγόταν αμυδρά, σαν ηχώ. Πάτησα το κουμπί κι ανέβασα τον ήχο μήπως και η έντασή του με βοηθούσε να ξεφύγω από την πραγματικότητα. Ο Gary Moore τραγουδούσε το στίχο «η μοναξιά είναι ο μοναδικός σου φίλος» κι ύστερα «μια σπασμένη καρδιά που δεν επουλώνεται με τίποτα είναι το τίμημα που πληρώνεις».
Λες να είναι έτσι;
Λες να πρέπει να μείνω για λίγο καιρό μόνη και να σκεφτώ;
Στον κάτω όροφο γινόταν σαματάς. Οι φωνές τους έφταναν φιμωμένες από τη μουσική. Έβγαλα τα ακουστικά με αργές κινήσεις και τα ακούμπησα στα σκεπάσματα. Ούτε που κατάλαβα για πότε βγήκα από την πόρτα. Αυτό, όμως, που κατάλαβα κατευθείαν ήταν πως κάτι είχε ταράξει την Κριστίνα σε απίστευτο βαθμό.
«Άθλιε κρετίνε!», την άκουγα να φωνάζει.
«Έι, αυτό είναι άδικο! Ούτως ή άλλως θα πέθαινε. Θυμάσαι την προφητεία; Εγώ έκανα απλώς αυτό που έπρεπε να κάνω»
Του Αλεξάντερ ήταν εκείνη η φωνή; Ωχ, όχι!
«Έχεις ακούσει για πολλές προφητείες που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα άτομα;»
Κι αν η Κριστίνα είχε δίκιο; Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό;
«Υπονοείς κάτι;», συνέχισε ο Αλεξάντερ.
Η Κριστίνα αναστέναξε βαθιά.
«Αυτές οι τρεις γριές σκύλες ήθελαν τον Μάικλ Τζόζεφ νεκρό και ήξεραν ότι δεν θα άφηνε ένα παιδί να σκοτωθεί στη θέση του! Εσύ τους έδωσες ακριβώς αυτό που ήθελαν! Ηλίθιε, εγωιστή...»
«Κριστίνα, αρκετά! Τον έχεις ήδη ακινητοποιήσει, οπότε δεν θα πάει πουθενά μέχρι να συζητήσουμε ιδιαιτέρως», επενέβη ο Στίβεν.
Κατέβηκα αργά τις σκάλες και το βλέμμα όλων καρφώθηκε πάνω μου. Η Άιβι καθόταν κουλουριασμένη στη γωνία του καναπέ κι αγκάλιαζε τα γόνατά της με τα μπράτσα της. Χωρίς να το σκεφτώ πήρα θέση δίπλα της και τη χάιδεψα στην πλάτη. Είχε ήδη περάσει αρκετά σε μια μέρα. Για να είμαι ειλικρινής, τη λυπόμουν.
«Δεν χρειάζεται να είσαι εδώ. Μπορούμε να πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο, αν θέλεις», ψιθύρισα κοντά στο αυτί της. Ήμουν σίγουρη πως θα με αγνοούσε, μα τότε είδα το κεφάλι της να γνέφει θετικά. Τα μάτια της ήταν πρησμένα και κατακόκκινα όταν γύρισε να με κοιτάξει.
«Νομίζω ότι θα ήθελα πολύ ένα ζεστό κακάο», σκέφτηκε φωναχτά κι ύστερα μου χαμογέλασε.
Το κλίμα στο αυτοκίνητο ήταν ζεστό. Το καλοριφέρ ήταν αναμμένο σε υψηλή θερμοκρασία κι εμείς αποφεύγαμε τις πολλές κουβέντες για να μη θολώνουν τα παράθυρα. Τώρα που ήμασταν μακριά από το σπίτι, η Άιβι είχε συνέλθει κι ήδη γελούσε κάθε φορά που της περιέγραφα κάποιες από τις στιγμές που είχα μοιραστεί με τον Μάικλ και τους γονείς μου.
«Δηλαδή ο Μάικλ κρεμόταν από το δέντρο με το ένα του χέρι κι εσύ φοβόσουν ότι θα πέσει;», είπε και ξέσπασε ξανά σε γέλια.
«Ναι, κι όμως!», απάντησα γελώντας με τη σειρά μου.
«Κι έκανες τον πατέρα μου να δοκιμάσει να φάει σνακ;»
«Υπερβολές. Μόνος του παραλίγο να δοκιμάσει. Αλλά, την τελευταία στιγμή, το μετάνιωσε»
Το κάθισμα κουνήθηκε καθώς η Άιβι χτυπούσε την πλάτη της προς τα πίσω. Το γέλιο της ήταν μεταδοτικό κι ευχάριστο, συνειδητοποίησα. Ίσως αυτή η μικρή να ήταν εκείνη που θα μου έφτιαχνε τη διάθεση!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro