Ομάδα Περιπόλου [1]
Chapter soundtrack: The Secret Sisters - Water Witch
Τότε:
Ο Κολ άφησε ένα μακρόσυρτο αναστεναγμό να βγει από το στόμα του. Άλλη μια ήττα, άλλη μια καταστροφή. Αυτή ήταν η πολλοστή φορά που αποτύγχαναν να προκαλέσουν ισχυρό πλήγμα στους μάγους και ιδιαίτερα στις τρεις μάγισσες του Σάλεμ, τις υπεύθυνες για κάθε μαγική ατασθαλία.
Όσο εκείνος κατσούφιαζε, ο Μάικλ Τζόζεφ χαμογελούσε πονηρά στον εαυτό του. Με το χέρι του κάτω από το σαγόνι του, βημάτιζε αργά στο μεγάλο δωμάτιο ξέροντας πως το βλέμμα όλων κινούνταν εναλλάξ από το δικό του πρόσωπο σε εκείνο του αδερφού του.
Κάποτε, ο Κολ φούντωσε από οργή και πετάχτηκε όρθιος με μάτια που πετούσαν σπίθες.
«Μπορείς να μου πεις γιατί χαμογελάς; Αποτύχαμε. Ξανά! Κι εσύ τι παριστάνεις; Κανένα σούπερ ήρωα που ετοιμάζει την εκδίκησή του και νιώθει ικανοποιημένος με τα ίδια του τα σχέδια;», απαίτησε να μάθει.
Ο Μάικλ Τζόζεφ σήκωσε ψηλά τα φρύδια του και κάρφωσε τα μάτια του σε ένα πίνακα στον τοίχο. Ακόμα χαμογελούσε, ωστόσο τώρα το χαμόγελό του έμοιαζε περισσότερο με εκείνο της Μόνα Λίζα κι όχι με εκείνο που διατηρούσε νωρίτερα.
«Χαμογελάω επειδή αναγνωρίζω τα λάθη μου. Επειδή υπολογίζω την επόμενή μου κίνηση. Απορώ πώς δεν το σκέφτηκα εξαρχής», είπε.
«Μήπως θα ενδιαφερόσουν να μοιραστείς αυτό που έχεις στο μυαλό σου και μ' εμάς τους υπόλοιπους;», ρώτησε ο Κολ αγανακτισμένος.
Ξαφνικά, το ύφος του Μάικλ Τζόζεφ άλλαξε και το ψύχος που απέρρεε από τα χρυσά του μάτια έγινε αισθητό από όλους τους παρευρισκόμενους.
«Σύμφωνα με τις προβλέψεις που είχε κάνει η Σαλόμε στο Μαρακές, σε λίγα χρόνια είναι πολύ πιθανό πως θα καταλήξω νεκρός. Μόνιμα νεκρός. Ξέρω ότι η πλειοψηφία δεν πιστεύετε σε τέτοια, αλλά εγώ είμαι σίγουρος ότι, για κάποιο λόγο, τα λόγια της θα επαληθευτούν»
«Πού ακριβώς θέλεις να καταλήξεις;»
«Στο ότι δεν πρέπει να πολεμήσουμε τους μάγους εκ των έξω, αλλά εκ των έσω. Και ξέρω δυο τρόπους με τους οποίους θα τα καταφέρω. Ο πρώτος σχετίζεται με ένα αρκετά γνώριμο πρόσωπο σε εμάς τους δυο. Ο δεύτερος είναι αρκετά ζόρικος, όμως θα το παλέψω»
«Πες μου ότι δεν σκέφτεσαι να εμπλέξεις εκείνη σε όλο αυτό. Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι είναι άξια εμπιστοσύνης;»
«Η Κασσάνδρα κι εγώ μοιραστήκαμε αρκετά πράγματα στο σύντομο διάστημα που μείναμε μαζί. Να σου θυμίσω επίσης πως εκείνη ήταν που με έκανε άφθαρτο κι ύστερα όλο αυτό μεταφέρθηκε σε εσάς;»
«Και πώς θα τους πολεμήσεις εκ των έσω; Αν πρόκειται να είσαι εσύ αυτός που θα κάνει το πρώτο βήμα, πώς σκοπεύεις να τους προκαλέσεις πλήγμα;»
Εκείνη τη στιγμή, ο Μάικλ Τζόζεφ γέλασε. Η εικόνα που είχε φανταστεί ήταν πολύ καλή για να γίνει πραγματικότητα, όμως ήταν ταυτόχρονα αυτό ακριβώς που ήλπιζε να πετύχει.
«Με το να γίνω ένας από αυτούς...»
*
Τώρα:
Η Άιβι ακουμπούσε το κεφάλι της στο παράθυρο του αυτοκινήτου προσπαθώντας να νιώσει αρκετά άνετα για να πάρει ένα σύντομο υπνάκο. Τα μαύρα μάτια της φωτίζονταν κάθε φορά που κινούνταν κάτω από τα φώτα του δρόμου. Ο αμερικανικός αέρας ήταν σίγουρα διαφορετικός από εκείνον που είχε συνηθίσει. Η μυρωδιά του καυσαερίου ήταν κυρίαρχη, αναμεμειγμένη περιστασιακά με τη μυρωδιά του πετρελαίου και των αποβλήτων.
Η Κριστίνα πίσω από το τιμόνι του νοικιασμένου της Audi φαινόταν ξέγνοιαστη. Τα κομμένα καρέ μαλλιά της ανέμιζαν καθώς ριπές ανέμου εισέβαλαν στο όχημα από το ελάχιστα ανοιχτό παράθυρο. Η μουσική στο ραδιόφωνο κυμαινόταν μεταξύ απαλής τζαζ και αργόσυρτης μπλουζ.
Λίγες ώρες νωρίτερα, είχε λάβει μια κλήση στο κινητό της από τον Μάικλ. «Έμαθα ότι γυρίζεις πίσω κι ότι φέρνεις και μια μικρή επισκέπτρια», είπε πριν της προτείνει να μείνει μαζί του στο σπίτι της ίδιας και του Μάικλ Τζόζεφ. Η Κριστίνα είχε ενδοιασμούς, όμως το να νοικιάσει ξενοδοχείο ενώ είχε ήδη ένα σπίτι στις ΗΠΑ της φάνηκε άσκοπο κι έτσι συμφώνησε.
Τα πάντα κανονίστηκαν πολύ γρήγορα. Με το ξημέρωμα της επομένης, κάποιος από τους βρικόλακες της ομάδας του Μάικλ θα επέστρεφε το Audi και θα της παραχωρούσε τα κλειδιά μιας γυαλιστερής, μαύρης Dodge Challenger SRT του 2010.
Έπειτα από μια σύντομη αναζήτηση στο Google, η Κριστίνα - έχοντας μείνει άφωνη από το είδος αυτοκινήτου που θα της έδιναν – ρώτησε σε ποιον ανήκε. Ο Μάικλ γέλασε. «Στην αρχή, ούτε κι εγώ το πίστευα», σχολίασε. «Όμως, όπως ξέρουμε κι οι δυο, οι γηραιοί αδερφοί Φόστερ έχουν ακριβά γούστα και μια αγάπη για την ταχύτητα». Η Κριστίνα γέλασε κι εκείνη και τερμάτισε την κλήση. Έπρεπε να το περιμένω, σκέφτηκε.
Καθώς περνούσε από τους ίδιους γνώριμους δρόμους, έπαιρνε τις ίδιες γνώριμες στροφές και σταματούσε για να αγοράσει ζεστά κρουασάν και καφέ από το αγαπημένο της γωνιακό κατάστημα, δυσκολευόταν να καταλάβει αν αυτό που αισθανόταν ήταν νοσταλγία ή θλίψη. Ονειροπολούσε για ώρα προτού η Άιβι την επαναφέρει στην πραγματικότητα, κάνοντας την ίδια ερώτηση που έκαναν σχεδόν πάντα τα παιδιά όταν επρόκειτο για μακρινά ταξίδια: «Φτάνουμε;». Εκείνη αναστέναξε χαμογελώντας κι έγνεψε καταφατικά. «Δεν έμεινε πολύ ακόμα», πρόσθεσε φωναχτά.
Και μόνο η θέα του σπιτιού έκανε την Κριστίνα να νιώσει ένα έντονο κάψιμο που ξεκινούσε από το στομάχι κι ανέβαινε όλο και πιο ψηλά με κατεύθυνση το λαιμό της. Θυμήθηκε τις στιγμές πάθους που είχαν λάβει χώρα στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, τα φιλιά εκείνου στο λαιμό της και τόσα άλλα πράγματα που έκαναν το δέρμα της να μυρμηγκιάσει.
Ο Μάικλ βγήκε από την κύρια είσοδο φορώντας το μαύρο μανδύα του κι η Άιβι κοκάλωσε ευθύς αφότου το βλέμμα της προσγειώθηκε πάνω του. Αυτό ήταν το πιο πιστό υποκατάστατο του Μάικλ Τζόζεφ που θα μπορούσε να έχει κι εκείνη η σκέψη την πίκραινε.
Το ύφος του εξέπεμπε απάθεια κι αλαζονεία. Η Κριστίνα δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ έτσι και τραβήχτηκε ενστικτωδώς μακριά του.
Ο Μάικλ είχε βαρεθεί να πνίγεται από μια απρόσωπη πηγή δυστυχίας. Έπρεπε οπωσδήποτε να της προσδώσει κάποιο πρόσωπο, κάποιο όνομα, κάποιο χαρακτήρα. Κι ήταν σχεδόν έτοιμος να το κάνει. Όμως, παρά τα όσα θα περίμενε κανείς, το πρώτο όνομα που του ερχόταν στο μυαλό ήταν του Κασπάρο.
Το βλέμμα του κάρφωσε την Κριστίνα σαν χιλιάδες μαχαίρια στην ίδια ματωμένη πληγή. Κι όταν, επιτέλους, μίλησε τα λόγια του ήταν προσεκτικά αρθρωμένα. Είχε προετοιμάσει τον εαυτό του για όλο αυτό, σκέφτηκε εκείνη.
«Άλλαξες», της είπε άχρωμα.
«Είσαι πάντα τόσο παρατηρητικός;», ειρωνεύτηκε εκείνη.
«Έτσι θέλω να πιστεύω... Λοιπόν, δεν θα με συστήσεις στην επισκέπτρια μας;»
Η Κριστίνα γύρισε απρόθυμα προς την Άιβι και της έδειξε τον Μάικλ. Της εξήγησε εν συντομία τι συνέβαινε με τους σωσίες και τη μεταξύ τους συγγένεια κι εκείνη την άκουγε με το μικροσκοπικό της πρόσωπο να έχει φωτιστεί από ενδιαφέρον.
Και ξαφνικά, η Άιβι εξέπληξε τόσο την Κριστίνα όσο και τον Μάικλ με το να τρέξει κατά πάνω του και να τον αγκαλιάσει όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Ήξερα ότι θα σε συναντούσα, την άκουσε ο Μάικλ να σκέφτεται και σήκωσε το ένα του φρύδι με απορία. Η Κριστίνα τον είδε να σαστίζει, αλλά επέλεξε να μη ρωτήσει τι περνούσε από το μυαλό του.
Ίσως, τελικά, η Άιβι να ήξερε πολύ περισσότερα απ' όσα όλοι νόμιζαν – άγνωστο το πώς...
*
Ο Ορφέας παρακολουθούσε το πρόσωπό του να καθρεφτίζεται πάνω στη λίμνη. Οι νεκροί πάλευαν, ως συνήθως, μεταξύ τους για μια ευκαιρία να αναδυθούν από τα παγωμένα νερά και να περπατήσουν ξανά ανάμεσα στους θνητούς. Κάποια στιγμή, ένα χέρι υψώθηκε πιο ψηλά από τα άλλα και βγήκε στην επιφάνεια. Εκείνος δεν κινήθηκε· περίμενε με ενδιαφέρον να δει μέχρι πού θα έφτανε η προσπάθεια της νεκρής γυναίκας να πάρει πίσω τη θνητή ζωή της. Σχεδόν απογοητεύτηκε όταν είδε μια σειρά από άλλα χέρια να την τραβούν ξανά προς τα κάτω και τα χάλκινα μαλλιά της να χάνονται στα σκοτεινά βάθη.
«Βαρκάρη!», φώναξε με όλη του τη δύναμη κι είδε μερικά πετραδάκια να πέφτουν μπροστά στα πόδια του από την ένταση.
Ο βαρκάρης της Calidia εμφανίστηκε με μια μεγάλη λάμπα να είναι κρεμασμένη στην άκρη της βάρκας του κι υποκλίθηκε ως ένδειξη σεβασμού.
«Είχαμε αφίξεις;»
«Όχι ακόμα, κύριε. Αλλά, περιμένω μερικούς. Όπου να' ναι θα πρέπει να φτάσουν», απάντησε με τη βραχνή φωνή του.
«Καλώς τότε»
Ο Ορφέας αποσύρθηκε προς την Αίθουσα των Σφαιρών. Το προηγούμενο βράδυ είχε μετρήσει τις σφαίρες με τις προφητείες και κατέληξε στο συμπέρασμα πως του έλειπε μία. Όσα μάγια κι αν δοκίμασε για να την καλέσει, απέτυχαν παταγωδώς. Οι άλλοι δυο δράκοι τον αμφισβήτησαν όταν τους το ανέφερε. Του είπαν ότι έκανε σίγουρα λάθος. Κι έτσι, εκείνος πείσμωσε κι επέστρεψε για να ρίξει άλλη μια ματιά.
Ο έλεγχός του διακόπηκε από μικρά βήματα πίσω του. Επιφωνήματα έκπληξης και θαυμασμού ακούγονταν όλο και πιο συχνά από την επισκέπτρια. Ο Ορφέας γύρισε για να την αντιμετωπίσει και πισωπάτησε από έκπληξη. Ένα παιδί, σκέφτηκε.
Το κορίτσι είχε τόσο ανοιχτόχρωμα ξανθά μαλλιά που έμοιαζαν άσπρα και δυο κατάμαυρα μάτια, σαν δυο κομμάτια κάρβουνου. Ήταν ντυμένη με ένα λευκό νυχτικό και τα πόδια της ήταν ξυπόλυτα.
«Τι είναι αυτό το μέρος;», αναρωτήθηκε φωναχτά
«Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Κανείς δεν έχει κατορθώσει να εισέλθει στην Calidia!» είπε ο Ορφέας υψώνοντας τον τόνο της φωνής του.
«Εσύ με κάλεσες. Άκουγα τη φωνή σου που έλεγε ότι ψάχνεις για κάποια χαμένη προφητεία»
Ο δράκος την κοίταξε με δυσπιστία. Κι αν είχε πράγματι ακούσει τη φωνή του; Αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Έσκυψε κι άγγιξε το πρόσωπό της περιμετρικά με τα δάχτυλά του. Ηλεκτρικά κύματα τον διαπέρασαν αμέσως μόλις το δέρμα του άγγιξε το δικό της και στ' αυτιά του έφτασε και πάλι ο ήχος της παλλόμενης καρδιάς που ο Αλεξάντερ είχε φυλάξει μέσα σε εκείνο το μικρό ξύλινο κουτί.
«Νιώθω σαν να σε ξέρω, ενώ δεν σε έχω ξαναδεί ποτέ», του ψιθύρισε η Άιβι κι ο Ορφέας τραβήχτηκε.
«Δεν έχεις ιδέα ποιος και τι είμαι!», γρύλισε.
«Σίγουρα δεν είσαι άνθρωπος. Άρα, τι ακριβώς είσαι;»
Ο Ορφέας γέλασε άχρωμα, κουνώντας το κεφάλι του. Ήταν σωστό να της δείξει τα αποτελέσματα της μαγείας που κυλούσε στις φλέβες του; Για κάμποσα δευτερόλεπτα, τα γρανάζια στο μυαλό του δούλευαν πυρετωδώς για να αποφασίσουν τι ακριβώς μπορούσε να της δείξει. Τελικά, με μια του λέξη αναδύθηκαν από την πλάτη του ένα ζευγάρι μαύρα φτερά δράκου, το μέγεθος των οποίων σχεδόν κάλυψε τον ορίζοντα της Άιβι.
«Δράκος», αναφώνησαν κι οι δυο σε απόλυτο συγχρονισμό.
Ο Ορφέας έπαψε να διατηρεί την πλάτη του γυρισμένη προς εκείνη και στράφηκε προς το μέρος της. Το ύφος του ήταν περισσότερο προειδοποιητικό παρά απειλητικό. Και πάλι, όμως, αρκούσε για να πικάρει την περιέργεια της Άιβι.
Τον πλησίασε κι άπλωσε διστακτικά το χέρι της για να αγγίξει τα μαύρα φτερά του. Η αίσθηση ήταν σαν μετάξι· το πιο απαλό και το πιο αγνό μετάξι του κόσμου, σκέφτηκε. Κάποιες πλευρές ήταν ιριδίζουσες κι έπαιρναν κάθε λογής απόχρωση του μοβ και του μπλε κάτω από το φως των πολυελαίων. Τα λεπτά δάχτυλα της Άιβι χάιδευαν το δέρμα των φτερών με στοργή, σαν να φοβόταν να μην τα καταστρέψει. Και τότε, τα φτερά εξαφανίστηκαν και το μόνο που έμεινε ήταν ο άλικος μανδύας που έντυνε την πλάτη και τους ώμους του Ορφέα.
«Αυτό ήταν υπέροχο!», αναφώνησε η Άιβι και του χαμογέλασε.
Ο Ορφέας την κοιτούσε με σκεπτικισμό. Τα αυτιά του βούιζαν κι ένα σωρό φωνές μέσα στο κεφάλι του ούρλιαζαν φριχτά, σαν φαντάσματα. Αυτό διήρκεσε μονάχα μερικά δευτερόλεπτα, πολύ λίγα ώστε η Άιβι να καταλάβει τι συνέβαινε.
«Τι άλλο μπορείς να κάνεις;»
«Εξαρτάται από το τι περιμένεις να με δεις να κάνω. Η δικιά μας μαγεία είναι η ισχυρότερη που υπάρχει, όμως και πάλι τη συνοδεύει κάποιο τίμημα που αντιστοιχεί στη βαρύτητα αυτού που πράττουμε»
«"Η δικιά μας μαγεία"; Υπάρχουν κι άλλοι σαν εσένα;»
«Άλλοι δυο. Αλλά, αμφιβάλλω για το αν θα ήταν τόσο διαλλακτικοί μαζί σου όσο εγώ. Κανονικά δεν θα έπρεπε να μιλάς καν μαζί μου. Ακόμα θεωρώ ύποπτο το πώς μπήκες εδώ μέσα»
«Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι νύσταζα πολύ κι όταν έκλεισα τα μάτια μου άρχισα να ακούω τη φωνή σου. Σκεφτόσουν φωναχτά. Έλεγες ότι σου λείπει μια προφητεία και την έψαχνες. Και, ξαφνικά, βρέθηκα εδώ»
«Θέλω να σε πιστέψω, αλλά μου είναι δύσκολο. Στις σκέψεις σου βλέπω ότι δεν ψεύδεσαι, όμως αυτό δεν παύει τις ανησυχίες μου. Θα πρέπει να ελέγξω όλα τα προστατευτικά ξόρκια γύρω από την Calidia ώστε να είμαι σίγουρος πως δεν έχουν υποβαθμιστεί κι αργότερα να σε αναφέρω στο Λέων και στον Έγκαν... Θα είμαι τυχερός αν δεν εκτοξεύσουν κάποια κατάρα κατά πάνω μου», είπε ο Ορφέας προσθέτοντας σκόπιμα μια δόση υπερβολής σε όσα έλεγε.
«Μη φοβάσαι. Δεν ήθελα να προκαλέσω μπελάδες. Όπως σου είπα, δεν ήθελα να έρθω»
«Δεν φοβάμαι! Όταν κάποιος γίνεται Δράκος αποστερείται από τα συναισθήματά του. Σπάνια μπορεί να νιώσουμε κάποια σουβλιά πόνου ή ενοχής, αλλά μέχρι εκεί. Μας έχει απαγορευτεί η ενσυναίσθηση εδώ και πολλούς αιώνες...»
«Μα αυτό είναι φριχτό!», διαμαρτυρήθηκε η Άιβι εκτοξεύοντας ένα κύμα ανησυχίας προς τον Ορφέα, ο οποίος τραντάχτηκε από την έντασή του.
«Κι όμως, το να βάζει κανείς στην άκρη τα συναισθήματα και να ακολουθεί μόνο την αίσθηση της λογικής και του καθήκοντος βάζει τα πράγματα σε μια τάξη. Τα συναισθήματα λειτουργούν αρνητικά, αποδιοργανώνουν τα πάντα και φέρνουν ένα χάος χωρίς αρχή και τέλος»
Η Άιβι ανασήκωσε τους ώμους της. Όσο κι αν προσπαθούσε να τον καταλάβει, οι εμπειρίες της δεν συγκρίνονταν με τις δικές του. Ο Ορφέας φαινόταν νεαρός στην όψη, όμως η πραγματική του ηλικία ήταν απείρως μεγαλύτερη.
Με βλέμμα που παρέμενε απαράλλαχτο, κατέβηκε τα δυο σκαλοπάτια που βρίσκονταν μπροστά του και προχώρησε προς μια άλλη αίθουσα. Με τα χέρια του προτεταμένα έσπρωξε τη δίφυλλη πόρτα και έκανε νεύμα στην Άιβι να τον ακολουθήσει.
«Μας αρέσει να ονομάζουμε αυτό το μέρος Αστεροσκοπείο», μουρμούρισε κι εκείνη έβγαλε ένα επιφώνημα θαυμασμού.
Όπου κι αν κοιτούσε, έβλεπε τα χρώματα του απέραντου νυχτερινού ουρανού και των χιλιάδων αστεριών του. Μερικοί αστερισμοί ήταν τόσο προφανείς που δεν μπορούσε να μην τους προσέξει. Στο κέντρο του δωματίου, μικρές σφαίρες στο σχήμα και στο χρώμα του καθενός από τους πλανήτες του γαλαξία επέπλεαν σε αργή κίνηση. Η Άιβι προσπάθησε να τους αγγίξει, όμως τα δάχτυλά της πέρασαν από μέσα τους σαν να επρόκειτο για οφθαλμαπάτη. Ο Ορφέας γέλασε με την κίνησή της και θυμήθηκε την πρώτη του φορά σε εκείνη την αίθουσα. Είχε κι εκείνος αποπειραθεί να κάνει το ίδιο. Γρήγορα, όμως, το γέλιο του κόπηκε μαχαίρι για να κρύψει κάθε ένδειξη ευθυμίας.
«Ξέρεις», άρχισε να λέει η Άιβι σκεφτική, «δεν πρόλαβα να σου συστηθώ. Είμαι η Άιβι»
Ο Ορφέας ανασήκωσε τους ώμους του και συστήθηκε λακωνικά. Ωστόσο, τα συναισθήματα που η παιδική αθωότητα της Άιβι άφηνε να διοχετευτούν σε όλη την ατμόσφαιρα του δημιουργούσαν μια παράξενη αίσθηση. Από το πουθενά είδε τον εαυτό του να απλώνει το αριστερό του χέρι και να ψιθυρίζει τη λέξη «veni»*. Έπειτα, γύρισε προς το μέρος της Άιβι κι είδε το λαμπερό χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό της.
«Τι είναι αυτό;», ρώτησε εκείνη βλέποντας το μικρό φωτεινό σχήμα μέσα στις ενωμένες παλάμες του.
«Η μικρογραφία ενός γαλαξία, κάπου πολύ μακριά από εδώ», απάντησε ο Ορφέας
«Κι αυτός ο γαλαξίας έχει τους δικούς του πλανήτες, σωστά;»
«Σωστά»
«Αναρωτιέμαι αν αυτοί που πεθαίνουν ταξιδεύουν για κάποιον άλλο γαλαξία...», είπε η Άιβι εντελώς απρόοπτα.
Ο Ορφέας δάγκωσε τα χείλη του. Δεν ήθελε με τίποτα να τη φέρει αντιμέτωπη με τη λίμνη των ψυχών, ακόμα κι αν εκείνη τον ανάγκαζε να της τη δείξει.
«Εσύ τι λες;», επέμεινε εκείνη.
«Δεν έχω ιδέα», της απάντησε ψέματα κι αμέσως είδε τους ώμους της να κρεμάνε και το κεφάλι της να κατεβαίνει.
Ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από το στόμα της. Ένας αναστεναγμός απογοήτευσης. Σίγουρα δεν ήταν αυτή η απάντηση που περίμενε από εκείνον, ο Ορφέας το γνώριζε. Τα μαύρα μάτια της στράφηκαν προς το πάτωμα κι εκείνη χάθηκε στις σκέψεις της. Καθεμιά από αυτές οδηγούσε σε μια άλλη και δεν άργησαν να σχηματίσουν ένα ξέπλεκο κουβάρι.
Ο Ορφέας ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της κι η Άιβι ταράχτηκε λες κι είχε ξυπνήσει από κάποιο όραμα. «Είναι ώρα να σε βοηθήσω να επιστρέψεις σπίτι», της είπε. Εκείνη δεν είπε τίποτα. Απλώς έπιασε το χέρι του και περίμενε να ανοίξει κάποια πύλη μπροστά της. «Δεν εννοούσα να σε συνοδεύσω εκεί», ψιθύρισε ο Ορφέας κι η μικρή τράβηξε το χέρι της ντροπαλά υπενθυμίζοντας στον εαυτό της πως εκείνος ήταν απλώς ένας ξένος.
Η πύλη ήταν γαλάζια κι άνοιξε προκαλώντας μια δυνατή ριπή ανέμου προς το μέρος τους. Η Άιβι δίστασε. Λίγα δευτερόλεπτα προτού η πύλη την απορροφήσει και την επιστρέψει στη δικιά της πραγματικότητα, έριξε μια σύντομη ματιά πίσω της. Προς έκπληξή της ο Ορφέας στεκόταν ακίνητος εκεί ακριβώς που βρισκόταν και πριν. Θέλει να σιγουρευτεί, σκέφτηκε η Άιβι και περπάτησε μέσα στο γαλαζωπό φως με τα μάτια της κλειστά...
*
Ο Στίβεν μπήκε στο σπίτι τόσο αθόρυβα όσο μια γάτα. Το αποτέλεσμα ήταν να πεταχτώ τουλάχιστον ένα μέτρο μακριά μόλις τον είδα να ανεβαίνει τις σκάλες μέσα στα σκοτάδια.
«Συγνώμη για αυτό», είπε έχοντας καταλάβει ότι με τρόμαξε.
«Όλα καλά», απάντησα προσπαθώντας να ξαναβρώ τη χαμένη μου ανάσα κι εκείνος γέλασε.
Τον παραμέρισα αργά, πηγαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση με την ελπίδα πως η συζήτησή μας είχε λήξει εκεί. Τότε, ο Στίβεν γύρισε προς εμένα και ρώτησε: «Μιας και το έφερε η κουβέντα, για πού το έβαλες στα άγρια χαράματα;».
Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Είχα ξεχάσει ότι τώρα έπρεπε να λογοδοτώ σε εκείνον, εφόσον είχα τεθεί προσωρινά υπό την προστασία του.
«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και θέλω να πάω μια βόλτα στην περιοχή γύρω από το σπίτι. Θα γυρίσω σύντομα», είπα κι ευχήθηκα να τον πείσω.
«Στη θέση σου, θα είχα τα μάτια μου κάτι παραπάνω από δεκατέσσερα. Επίσης, ο Μάικλ με ενημέρωσε πως η Κριστίνα κι η Άιβι έφτασαν σπίτι. Αργά το απόγευμα θα περάσουν από εδώ».
Η χαρά μου για την επιστροφή της Κριστίνα επισκίασε σε δευτερόλεπτα την ανησυχία που καραδοκούσε στο κεφάλι μου κι έτσι κατάφερα να καταπολεμήσω την ταχυπαλμία που με έπιασε. Ο Στίβεν είχε σίγουρα ακούσει τους παλμούς μου να αυξάνονται αλλά, για κάποιο λόγο, απέφυγε να το σχολιάσει.
«Μην αργήσεις», αρκέστηκε να μου υπενθυμίσει κι ύστερα ανέβηκε τις υπόλοιπες σκάλες προς το δωμάτιο που μοιραζόταν με την Αϊλίν.
Άνοιξα την πόρτα και βάλθηκα να τρέχω μακριά από το σπίτι προς την κατεύθυνση των δέντρων. Σύντομα, τα κλαδιά πάνω από το κεφάλι μου σχημάτισαν μια πράσινη σκεπή που άφηνε ελάχιστο από το χλωμό φως του φεγγαριού να φωτίσει το δρόμο μου. Μύριζα υγρασία και το χώμα κάτω από τα πόδια μου ήταν νοτισμένο. Ελπίζω μόνο να μην το μετανιώσω όλο αυτό, σκέφτηκα κι έσφιξα τις γροθιές μου με πείσμα.
Ο Ντάμιεν ήταν καθισμένος πάνω σε ένα μεγάλο βράχο, ακριβώς στην ώρα που είχαμε κανονίσει. Όσο έλειπε ο Στίβεν είχα κατορθώσει να έρθω σε επαφή μαζί του και να του ζητήσω να με συναντήσει. Όλως περιέργως, εκείνος δέχτηκε. Και τώρα τον έβλεπα ακριβώς μπροστά μου, με τα μαρόν μαλλιά του να έχουν πάρει μια σκούρα απόχρωση εξαιτίας του φωτισμού και τον ασημένιο κρίκο στη μύτη του να γυαλίζει ελαφρώς.
«Ομολογώ ότι μου έκανε εντύπωση που πήρες το ρίσκο να με συναντήσεις εδώ μόνη σου τέτοια ώρα», είπε.
«Ναι, το ξέρω. Μέχρι κι εγώ εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου. Ακόμα δεν ξέρω αν ήταν λάθος μου να σε συναντήσω. Υποθέτω ότι θα το δω στην πορεία»
«Αυτές οι εισαγωγές είναι εντελώς άσκοπες. Θα προτιμούσα να μου πεις απευθείας το λόγο που ήθελες να με δεις»
Δεν περίμενα ότι ο Ντάμιεν θα ήταν τόσο απότομος μαζί μου. Ποτέ πριν δεν είχε αντιδράσει έτσι. Εκτός από εκείνη τη φορά στη Γιούτα, θυμήθηκα.
«Σκέφτηκα ότι δεν είχα την ευκαιρία να σε ευχαριστήσω για όσα έκανες για μένα», δίστασα.
«Παρακαλώ, λοιπόν. Και τώρα, μίλα»
Ξεροκατάπια.
«Ήθελα να σε ρωτήσω για τον Μάικλ...», ψέλλισα.
«Φυσικά, πώς δεν το σκέφτηκα; Ο Μάικλ. Πάντα ο Μάικλ...»
«Πώς είναι;»
«Όπως τον είδες. Σαν ένα άψυχο ρομπότ»
«Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε είχες πει πως είναι θανάσιμα επικίνδυνος. Θα μπορούσες, μήπως, να επεκταθείς πάνω σε αυτό;»
«Νικόλ, κάθε βρικόλακας, λυκάνθρωπος, υβρίδιο – πες το ότι θέλεις – είναι επικίνδυνος. Απλώς, ο Μάικλ το πήγε ένα επίπεδο παραπάνω με το να ανακαλύψει το υπερφυσικό του ταλέντο»
«Και ποιο είναι αυτό;»
«Για αρχή, ξέρουμε ότι μπορεί να ελέγχει το σώμα κάθε ζωντανού πλάσματος όποτε και όπως θέλει, αρκεί να βρίσκεται κάπου κοντά του»
Τραβήχτηκα και τον κοίταξα μη μπορώντας να πιστέψω αυτό που είχα ακούσει.
«Αλλά, ένα τέτοιο χάρισμα δεν σημαίνει τίποτα για σένα, σωστά;», συνέχισε ο Ντάμιεν χωρίς να το περιμένω.
«Ορίστε;», ρώτησα έκπληκτη.
«Τον αγαπάς. Θα ήμουν ηλίθιος – ίσως και τυφλός – αν δεν το έβλεπα»
«Δεν είναι τόσο απλό. Είμαι... μπερδεμένη. Αλλά, ναι, τον νοιάζομαι ακόμα»
Ο Ντάμιεν ξέσπασε σε ειρωνικό γέλιο.
«Μη λες ψέματα στον ίδιο σου τον εαυτό... Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να του μεταβιβάσω; Με έχει βάλει στην ομάδα περιπόλου, αλλά υπάρχει πιθανότητα να τον δω αργότερα»
«Ομάδα περιπόλου;! Για ποιο πράγμα περιπολείτε;»
«Όσο καιρό βρισκόμασταν στη Σουηδία, βρίσκαμε διαμελισμένους ή καμένους βρικόλακες. Στην αρχή, όλα έδειχναν ότι επρόκειτο για κάποια κόντρα μεταξύ των τοπικών φυλών βρικολάκων και λυκανθρώπων. Όμως, κάναμε λάθος. Όσοι καταφέραμε να σώσουμε είπαν ότι οι μάγοι έχουν πάρει αγέλες λύκων και υβριδίων μαζί τους κι από τότε που μαθεύτηκε ότι ο Μάικλ Τζόζεφ είναι νεκρός τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα. Με απλά λόγια, επιτίθενται...»
«Αυτό είναι παράλογο! Δεν υπάρχει λόγος να επιτεθούν», διαμαρτυρήθηκα.
Ο Ντάμιεν στριφογύρισε για μια στιγμή τα μάτια του.
«Εδώ κάνεις λάθος», είπε. «Είναι πολλά τα οφέλη για εκείνους. Ο Μάικλ Τζόζεφ και ο προηγούμενος Άλφα, ο Κέιλεμπ, πήγαιναν κόντρα στις τρεις μάγισσες του Σάλεμ για πάρα πολύ καιρό. Ο νέος Άλφα, αντίθετα με εκείνον, ήταν πιο συνεργάσιμος μαζί τους. Κυκλοφορεί εδώ και πολύ καιρό η φήμη πως θέλει να χτίσει μια τεράστια αγέλη και να τους κουμαντάρει κατά πώς τον συμφέρει. Είναι αρκετά αυτά που διακυβεύονται εδώ κι ο Μάικλ, όπως κι εμείς, δεν πρόκειται να υποχωρήσει»
«Θυμίζετε τόσο πολύ τις αφορμές για τις οποίες οι άνθρωποι σκοτώνονται μεταξύ τους που καταντάει ανατριχιαστικό», σχολίασα και τον είδα να γνέφει καταφατικά με περισυλλογή.
Το εχθρικό ύφος του Ντάμιεν φάνηκε να μαλακώνει. Στα κόκκινα μάτια του εμφανίστηκε μια σπίθα αποφασιστικότητας που δεν υπήρχε πριν. Σκεφτόταν, ήταν προφανές.
Άνοιξα το στόμα μου για μιλήσω, αλλά εκείνος με πρόλαβε.
«Κοίτα, μπορεί να μη χωνεύω τον Μάικλ, αλλά υπόσχομαι ότι θα τον υποστηρίξω. Εξάλλου, οι απόψεις μας συμφωνούν και δεν βλέπω κανένα λόγο να του αντιταχτώ», είπε.
Άφησα όσο αέρα κρατούσα στους πνεύμονές μου να βγει αργά. Μόλις μου είχε φύγει ένα βάρος, συνειδητοποιούσα. Το επόμενο που έπρεπε να σκεφτώ ήταν αν πράγματι δεν ήθελα ο Ντάμιεν να μεταβιβάσει κάτι στον Μάικλ. Η λογική μου έλεγε ένα ξεκάθαρο «όχι», αλλά η καρδιά μου έλεγε «ναι» εμφατικά.
«Ντάμιεν», ξεκίνησα να λέω καθώς εκείνος μου γύριζε την πλάτη, «θέλω να του πεις ότι τον σκέφτομαι. Μπορείς να το κάνεις αυτό για μένα;»
Εκείνος μόρφασε με... απογοήτευση;
«Εντάξει», είπε τελικά και μετά, χωρίς να πει κάτι άλλο, εξαφανίστηκε μέσα στο πράσινο πάπλωμα από φύλλα και κλαδιά.
*Veni (Λατινικά): έλα
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro