Μαγικές αναταραχές
Οι μάγισσες του Σάλεμ ήταν ανήσυχες για πολύ καιρό κι εκείνου του είδους η ανησυχία σχεδόν έκανε τα κόκαλά τους να τρίζουν επίμονα. Η μακραίωνη παρουσία τους στον κόσμο τις είχε φέρει αντιμέτωπες με ένα σωρό από περίπλοκες καταστάσεις, τόσο καλές όσο και κακές. Αυτό, όμως, δεν το είχαν συναντήσει ποτέ ξανά. Είχαν σκεφτεί τα πάντα από πολύ νωρίς, είχαν σχεδιάσει κάθε τους βήμα, είχαν συνεννοηθεί την παραμικρή λεπτομέρεια και όλα είχαν φανεί να οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Κι όμως, την τελευταία στιγμή, όλα πήγαν στραβά.
«Πώς είναι δυνατόν;», ούρλιαξε η Άρια εκσφενδονίζοντας κάθε αντικείμενο που βρισκόταν στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της αίθουσας.
«Ειλικρινά, δεν ξέρω. Πίστευα, όπως κι εσείς, πως ήταν νεκρός. Νεκρός!», φώναξε η Λότους σε απάντηση.
Η Τζανίν ήταν σκεφτική κι είχε φέρει τα χέρια της μπροστά από το πρόσωπό της ώστε το σαγόνι της να ακουμπάει πάνω τους. Αναστέναξε ηχηρά κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τις υπόλοιπες. Η κόρη της, η Κλαούντια, μπήκε στο δωμάτιο για να τις σερβίρει τσάι το οποίο, όμως, καμιά τους δεν άγγιξε μέχρι που κρύωσε.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κάποιος τις παρακολουθούσε. Είχαν αισθανθεί την ενέργειά του, αλλά δεν μπορούσαν να είναι σίγουρες αν επρόκειτο για ένα μονάχα άτομο ή για περισσότερα. Είχαν ήδη βουτήξει σε πολύ βαθιά νερά με το να κατασκευάσουν μια ψεύτικη προφητεία και να βγάλουν από τη μέση τον Μάικλ Τζόζεφ. Για εκείνες, η άφιξη της Άιβι στον κόσμο είχε φέρει πρόσθετα προβλήματα. Μια μικρή μάγισσα γεννημένη από έναν βρικόλακα και μια άλλη μάγισσα, είχε σκεφτεί τότε η Τζανίν. Η Άρια είχε σφίξει τα δόντια της και είχε ξεστομίσει κάτι για μια προδοσία ενάντια στη φύση της μαγείας. Η Λότους είχε προτιμήσει να μην πάρει θέση.
«Εν μέρει, είναι πράγματι νεκρός. Από την άλλη, το αποτύπωμά του δεν έχει σβήσει εντελώς», μουρμούρισε η Τζανίν.
Τα μάτια της Άρια πετούσαν σπίθες προς κάθε κατεύθυνση. Οι γροθιές της ήταν ακόμα σφιγμένες και η οργή της δεν έλεγε να ηρεμήσει. Της έτρωγε τα σωθικά σαν καρκίνωμα.
«Όταν έχασε το γιο του στην πυρκαγιά, όρμησε εδώ μέσα και προκάλεσε χάος κατηγορώντας μας ότι αφήναμε ανεξέλεγκτους τους αποστάτες μάγους! Και δείτε τον τώρα. Έχει αμφισβητήσει το θάνατο και του έχει ξεφύγει... Ξανά! Πόσες φορές ακόμα θα το κάνει αυτό; Και το κυριότερο... Πώς μπορεί να το κάνει;», εξερράγη.
«Καλή ερώτηση», σκέφτηκε φωναχτά η Λότους.
«Η Δάφνη... Εκείνη είναι η μόνη που μπορώ να σκεφτώ. Τον έφτιαξε σχεδόν τέλειο και απόλυτα ανθεκτικό σε πολλά πράγματα, εν αγνοία μας», είπε η Τζανίν.
Και οι τρεις τους κοίταξαν ταυτόχρονα προς το ταβάνι, αναπολώντας τη μέρα που ο Μάικλ Τζόζεφ είχε έρθει για πρώτη φορά στη ζωή. Θυμούνταν ακόμα τις σκοτεινές ενέργειες της Δάφνης, ώστε να δημιουργήσει ένα γιο που θα έμοιαζε με πιστό αντίγραφο του Λέοντα, του άντρα που είχε αγαπήσει περισσότερο από τον καθένα. Η ιδέα να κάνει το γιο της να του μοιάζει της είχε έρθει όταν, στους πρώτους τρεις μήνες της εγκυμοσύνης της, ο Λέοντας είχε εκδιωχθεί για πάντα από την πόλη εξαιτίας της απιστίας της απέναντι στον Αλεξάντερ.
Τότε, οι τρεις μάγισσες του Σάλεμ δεν ήταν παρά τρεις ιέρειες της Περσεφόνης, της αρχόντισσας του Κάτω Κόσμου. Είχαν αισθανθεί την ατμόσφαιρα να αλλάζει με παράξενο τρόπο, τον καιρό να γίνεται πιο κρύος, τη γη να τρέμει με την έλευση εκείνου του παράξενου πλάσματος το οποίο μπορεί να ήταν θνητό, αλλά μέσα του ενδεχομένως να έκρυβε την απόλυτη καταστροφή!
Η Τζανίν είχε επισκεφτεί πρώτη το άρρωστο αγόρι, όταν εκείνο ήταν δώδεκα ετών. Οι ίριδες των ματιών του ήταν σκούρες σαν το βαθύτερο σκοτάδι κι έκρυβαν μέσα τους ένα βουβό πόνο. Κάπου εκεί, ωστόσο, η Τζανίν είχε διακρίνει και κάτι άλλο. Ο μικρός Ορφέας ήταν πολύ έξυπνος και διορατικός για την ηλικία του. Στο αίμα του κυλούσε μαγεία η οποία, ευτυχώς, ήταν αδρανής.
Με την αλλαγή του σε βρικόλακα, κατά λάθος, οποιαδήποτε ψήγματα μαγείας είχαν μπει στο πίσω μέρος του μυαλού του, μόνιμα. Ο ίδιος, βέβαια, είχε πάντα την περιέργεια να μάθει τι θα συνέβαινε αν μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτή. Κι αυτό φόβιζε τόσο τις μάγισσες του Σάλεμ όσο κι εμένα την ίδια.
«Πιστεύετε ότι η καταγωγή του από την πλευρά της Δάφνης τον βοήθησε να επιβιώσει και αυτή τη φορά;», αναρωτήθηκε η Λότους η οποία έμοιαζε οριακά τρομοκρατημένη από τις πάμπολλες πιθανότητες στο μυαλό της.
Η Άρια έφτυσε το τσάι της και πετάχτηκε όρθια.
«Θεωρείς ότι κάτι τέτοιο θα αρκούσε για να γλιτώσει ακόμα και μια προφητεία, όσο ψεύτικη κι αν είναι; Εδώ υπάρχει κάτι άλλο. Κάτι δυσοίωνο κι επικίνδυνο και για τις τρεις μας!», ούρλιαξε.
Η Κλαούντια μπήκε στο δωμάτιο θορυβημένη και κοίταξε τη Τζανίν, η οποία προσπάθησε να την καθησυχάσει. Η Λότους απολογήθηκε σιωπηλά με το βλέμμα της για την ένταση που είχε αναστατώσει την ησυχία της. Όσο κι αν προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε σειρά, εκείνες την πρόδιδαν την τελευταία στιγμή προξενώντας άλλο ένα απίθανο κι όμως πιθανό σενάριο.
«Πόσο μακριά θα ήταν διατεθειμένος να φτάσει για να επιβιώσει;», ρώτησε.
Οι άλλες τρεις σταμάτησαν ό,τι έκαναν ή έλεγαν και γύρισαν αργά να την κοιτάξουν. Το πρόσωπό της ήταν απόλυτα σοβαρό και δεν πρόδιδε κανένα από τα συναισθήματά της.
«Προσπάθησε να αυτοκτονήσει με εκατό διαφορετικούς τρόπους, σιχαινόταν την ίδια του την ύπαρξη, ερχόταν εδώ και μας προκαλούσε να τον σκοτώσουμε. Οπότε, η απάντησή μου είναι: όχι και πολύ», απάντησε η Τζανίν.
Ξαφνικά, τα μάτια της Κλαούντια φωτίστηκαν από μιαν αναλαμπή που καμία από τις γηραιότερες μάγισσες δεν περίμενε κι η ίδια δεν δίστασε να πει φωναχτά την ιδέα της.
«Κι αν δεν έφτασε ο ίδιος στα άκρα, αλλά το έκανε κάποιος άλλος ώστε εκείνος να μη χαθεί για πάντα;», είπε.
«Η Κριστίνα... Αλλά, μόνη της;», ρώτησε η Λότους.
«Είμαι σίγουρη πως όχι», της αποκρίθηκε η Τζανίν.
Το χειρότερο όλων ήταν πως τα πάντα ήταν αλήθεια. Η Δάφνη είχε επέμβει τόσο πολύ στη φύση του γιού της ήδη από πριν γεννηθεί, είχε αγνοήσει τις σκιές που λούφαζαν πάνω από το λίκνο του, είχε ξεπεράσει κάθε όριο που της είχαν θέσει. Το αποτέλεσμα ήταν να πληρώσει το τίμημα κι ο ίδιος μαζί με εκείνη. Όσα κι αν συνέβησαν στην πορεία δεν ήταν αρκετά για να κατευνάσουν το μίσος που ένιωθε για τον εαυτό του...
*
Ο Ορφέας είχε βαλθεί να σκαλίζει καθεμιά προφητεία ξεχωριστά μέχρι να ανακαλύψει ποια ήταν εκείνη που έλειπε. Έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί μήπως ο ίδιος είχε κάνει κάποιο λάθος στην καταμέτρησή τους. Βάλθηκε να τις μετράει από την αρχή ξανά και ξανά, μόνο και μόνο για να καταλήξει στον ίδιο αριθμό.
«Πώς γίνεται αυτό;», φώναξε εξαγριωμένος.
Ο Βέριαν ήταν απασχολημένος να κάνει καταγραφή των νεκρών που είχε δεχθεί πρόσφατα η Λίμνη των Ψυχών και δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Όσο για τον Έγκαν και το Λέοντα εκείνοι είχαν καταπιαστεί με ζητήματα που αφορούσαν κενά στο χωροχρόνο και με την καρδιά που είχαν αποσπάσει από τον Αλεξάντερ, η οποία συνέχιζε το μελαγχολικό της χτύπο αδιάκοπα.
Ακόμα κι η απόλυτη μοναξιά είχε το δικό της ήχο, έναν ήχο κενό και νεκρό. Που ταιριάζει απόλυτα με αυτό το καταραμένο μέρος, σκεφτόταν ο Ορφέας. Το πρόσωπό του σφίχτηκε σε μια γκριμάτσα δυσφορίας. Κάθισε οκλαδόν στο ύψωμα όπου συνήθως ξάπλωνε για να έχει πρόσβαση σε νέες προφητείες κι έκλεισε τα μάτια. Επικεντρώθηκε στον αργό και σταθερό ρυθμό της ανάσας του. Αν είχε καρδιά μέσα στο στήθος του, ήταν σίγουρος πως θα την ένιωθε να ηρεμεί.
«Ορφέα;»
Μια δυνατή κι ωστόσο νεανική, κοριτσίστικη φωνή τον καλούσε. Προσπάθησε να την παρακάμψει και να συγκεντρωθεί σε αυτό που είχε να κάνει, αλλά ήταν αδύνατο. Η φωνή καλούσε το όνομά του ξανά και ξανά δίχως σταματημό.
«Ορφέα, με ακούς; Είναι ανάγκη να σου μιλήσω... Σε παρακαλώ»
Στα τύμπανα των αυτιών του σφυροκοπούσε το αίμα που έρρεε ακόμα στις φλέβες του. Ανάσανε βαθιά μερικές φορές προτού αποφασίσει να ανταποκριθεί στο απροσδόκητο κάλεσμα.
«Τι θέλεις;», ρώτησε.
Η φωνή άργησε να του απαντήσει λες και περίμενε στην άλλη άκρη ενός αόρατου ακουστικού. Τώρα πια είχε αρχίσει να θυμώνει τόσο με τον εαυτό του όσο και με τη φωνή.
«Είμαι η Άιβι... Με θυμάσαι, έτσι δεν είναι;»
Αυτό κι αν ήταν παράξενο. Η νεαρή μάγισσα που είχε, με κάποιο τρόπο, παρακάμψει τα ξόρκια γύρω από την Καλίντια στο παρελθόν μπορούσε πλέον να του μιλάει απευθείας χωρίς να είναι παρούσα στον ίδιο χώρο μαζί του.
Ο Ορφέας ένιωσε το θυμό του να ξεθυμαίνει με το που έφερε στο νου του τα μαύρα μάτια και τα σχεδόν λευκά μαλλιά του κοριτσιού. Δεν ήξερε γιατί, όμως το ένστικτό του ήθελε ξαφνικά να την προστατεύσει από κάτι. Ή από κάποιον, συμπλήρωσε από μέσα του.
«Ναι, Άιβι. Θυμάμαι», αρκέστηκε να πει.
Δεν ήταν σίγουρος αν έπραττε σωστά. Κανονικά δεν θα έπρεπε καν να της είχε απαντήσει, δεδομένου ότι οι Δράκοι υποτίθεται πως δεν έπρεπε να διατηρούν επαφές εκτός του πεδίου δράσης τους. Όμως, κάτι τον είχε τραβήξει προς εκείνη. Όταν την είχε δει για πρώτη φορά, είχε νιώσει μια οικειότητα απέναντί της. Ακόμα αναρωτιόταν γιατί.
«Είχα ένα όνειρο... Σε είδα να πονάς», συνέχισε η Άιβι.
Ο Ορφέας κοκάλωσε. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως εκείνο που είχε δει η μικρή ήταν η τιμωρία που του είχαν επιβάλλει οι άλλοι δύο επειδή είχε παραβεί το πρωτόκολλο και είχε επιχειρήσει να ανακτήσει τις χαμένες αναμνήσεις του. Τα μάτια του κινούνταν νευρικά μέσα στην αίθουσα για αρκετά λεπτά. Εκείνη περίμενε την απάντησή του.
«Δεν έπρεπε να το δεις αυτό», σχολίασε φωναχτά.
Η Άιβι αναστέναξε ηχηρά. Κάποιος άλλος ήταν στο χώρο μαζί της, καθόταν δίπλα της. Η ανάσα του άλλου προσώπου αντηχούσε μέσα στο δωμάτιο όπως ακριβώς κι η φωνή της μικρής. Ο Ορφέας παραξενεύτηκε. Ποιο ήταν εκείνο το δεύτερο πρόσωπο και γιατί άκουγε τη συζήτησή τους;
«Ποιος είναι μαζί σου;», τη ρώτησε ξεκάθαρα.
Εκείνη ξεροκατάπιε. Δίσταζε να του απαντήσει. Τι θα του έλεγε; Ότι ακριβώς δίπλα της καθόταν η γυναίκα που είχε αγαπήσει με όλη του την καρδιά όσο ζούσε; Ή, μήπως, ότι τους άκουγε η γυναίκα που δεν είχε σταματήσει να τον ψάχνει σε κάθε πιθανή διάσταση μετά το θάνατό του;
«Η μητέρα μου», ψιθύρισε η Άιβι.
Ο Ορφέας παραξενεύτηκε ακόμα περισσότερο απ' ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κάθε φορά που απαντούνταν μια ερώτησή του προέκυπταν άλλες τόσες που σχετίζονταν μαζί της.
«Και γιατί να μας ακούει η μητέρα σου;», ρώτησε αποφασιστικά, λες κι απαιτούσε μιαν άμεση και ξεκάθαρη απάντηση.
«Επειδή σε έψαχνε εδώ και πολύ καιρό. Ήταν βέβαιη ότι δεν ήσουν νεκρός!»
Δεν ήμουν νεκρός; Πότε;
«Τι εννοείς με αυτό, Άιβι;»
Εκείνη τη στιγμή ανέλαβα να του απαντήσω εγώ. Ήξερα ότι ο χρόνος μας ήταν περιορισμένος και μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να μας ανακαλύψουν, οπότε έπρεπε να βιαστώ.
«Θυσιάστηκες για να σώσεις κάποιον άλλον εξαιτίας μιας προφητείας. Εγώ κι εσύ είχαμε ένα σχέδιο ώστε να επιβιώσεις μετά το θάνατό σου... Σε παρακαλώ, Ορφέα, προσπάθησε να θυμηθείς», του είπα.
Η ταραχή στη φωνή μου προήλθε από ένα συνδυασμό ταχυπαλμίας και δύσπνοιας ταυτόχρονα. Μέσα μου σφάδαζα αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσω να το καταλάβει. Τώρα που κατάφερνα να επικοινωνήσω για δεύτερη φορά μαζί του δεν υπήρχε περίπτωση να δείξω αδυναμία.
Ο Ορφέας βάλθηκε να κουνάει το κεφάλι του με γρήγορο ρυθμό. Κάτι χτυπούσε τα τείχη του μυαλού του με τρόπο που ένιωθε το μέτωπό του να σφυροκοπάει. Πάλεψε να θυμηθεί όσα του ζητούσα, όχι επειδή το ήθελα εγώ αλλά επειδή το ήθελε κι ο ίδιος. Ξαφνικά, οι αναμνήσεις της τελευταίας τιμωρίας του εισέβαλλαν με ορμή κύματος στις σκέψεις του. Έσφιξε τα δόντια του κι έκλεισε τα μάτια. Τα φρύδια του έσμιξαν μεταξύ τους την ώρα που ίδιος προσπαθούσε να βάλει τα πάντα σε μια τάξη μέσα του.
«Δεν μπορώ να θυμηθώ... Δεν πρέπει... Δεν μου το επιτρέπουν», ψέλλισε πιάνοντας το κεφάλι του και με τα δυο χέρια και γονατίζοντας στο κρύο πάτωμα.
«Συγκεντρώσου και προσπάθησε. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου... Σε ικετεύω», επέμεινα.
Ο Ορφέας προσπάθησε ξανά. Το αόρατο φράγμα που τον χώριζε από τις αναμνήσεις του άρχισε να ραγίζει, αλλά δεν έσπασε. Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να του προκαλέσει ένα ισχυρό πλήγμα. Πάνω στον πανικό του αποπειράθηκε να χρησιμοποιήσει όσα ξόρκια ήξερε. Προσπάθησε ξανά και ξανά κι όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός να πυροδοτήσει τον εκνευρισμό του και αφετέρου να τον κάνει να δακρύσει από την υπερβολική πίεση.
Αίφνης, από εκεί που δεν το περίμενε, μια εικόνα αναδύθηκε. Ο Ορφέας είδε τον εαυτό του να στέκεται απέναντι από έναν καστανόξανθο άντρα και να τον κοιτάζει κατάματα. Ο άντρας ήταν σχεδόν βουρκωμένος ενώ κρατούσε στο ένα του χέρι την παλλόμενη καρδιά του.
«Τελείωσέ το», του έλεγε ο Ορφέας.
Ο άντρας αδυνατούσε να τραβήξει το χέρι του, παρόλο που το ήθελε. Τότε, ο Ορφέας τον έπιασε από τους ώμους και τον ταρακούνησε. Του ζήτησε να τον ξανακοιτάξει στα μάτια. Τότε, επιστράτευσε την ισχυρή του ικανότητα εξαναγκασμού. Τον έβαλε να αφαιρέσει την καρδιά του και να του κόψει τα μαλλιά κι ύστερα τον διέταξε να τα πάει στην Αθήνα, στην Κασσάνδρα.
«Πες της να φυλάγεται. Οι μάγισσες του Σάλεμ θα την κυνηγήσουν αν υποψιαστούν πως μας βοήθησε. Μόλις ο δεσμός με αυτό τον κόσμο είναι αρκετά ισχυρός, εκείνη θα πρέπει να βρει την Κριστίνα και να προσπαθήσουν μαζί να με τραβήξουν πίσω. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά θα πρέπει να το κάνουν, διαφορετικά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να επιστρέψω....
Θα συναντήσεις εμπόδια στο δρόμο σου, αλλά προς το παρόν κανείς δεν ξέρει για αυτό που πας να κάνεις. Θα σε μισήσουν οι πάντες, αυτό είναι σίγουρο. Μη συγκεντρώσεις πάνω σου τα βλέμματα. Μείνε στις σκιές μέχρι να ολοκληρώσεις την αποστολή σου. Έπειτα, πήγαινε στο Σάλεμ και προκάλεσε τις μάγισσες για να σε σκοτώσουν.
Το κατάλαβες αυτό, Αλεξάντερ;»
Ο Ορφέας δάκρυσε από την έντονη προσπάθεια. Οι αναμνήσεις συνέχιζαν να επιστρέφουν. Είδε τον εαυτό του να μεταφέρεται στην Καλίντια και να περνάει την τελετή μύησης, είδε τους άλλους δύο Δράκους να σβήνουν κάθε ίχνος της προηγούμενης ζωής του από μέσα του, είδε το Τζωρτζ να τον αναγνωρίζει όταν έφτασε στη Λίμνη των Ψυχών...
Ο Τζωρτζ είναι νεκρός. Αυτό δεν έπρεπε να συμβεί, σκέφτηκε σε μια στιγμή πλήρους συνειδητοποίησης.
«Ορφέα; Μπορείς ακόμα να με ακούσεις;», ρώτησα.
«Ναι... Κριστίνα, συγνώμη», μου ψιθύρισε.
«Μισό λεπτό. Γιατί ζητάς συγνώμη;»
Και τότε τους άκουσα κι εγώ. Ο Έγκαν κι ο Λέων μπήκαν στην αίθουσα, προφανώς, έχοντας διαισθανθεί για δεύτερη φορά την προδοσία του Ορφέα. Εκείνος δεν έφερε την παραμικρή αντίσταση και τους άφησε να τον οδηγήσουν στην Αίθουσα Ανάκρισης.
Τον έβαλαν να γονατίσει ξανά μπροστά τους και να απολογηθεί για τις πράξεις του, όμως αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα σε σχέση με την προηγούμενη. Ο Έγκαν τον χτύπησε με ένα ισχυρό ξόρκι πάνω στα νεύρα του κι αυτό τον έστειλε στον τοίχο στην άλλη άκρη της αίθουσας με τέτοια ορμή που το μάρμαρο ράγισε κι ο Ορφέας άρχισε να ματώνει. Με τις άκρες των δαχτύλων του ψηλάφισε το κεφάλι του κι ένιωσε το ζεστό ρυάκι αίματος να κυλάει από το δέρμα του πριν επουλωθεί.
«Είναι η δεύτερη φορά που παρακούς τις εντολές μας», του είπε ο Λέων προειδοποιητικά.
«Την τρίτη φορά, θα καταλήξεις κάρβουνο!», απείλησε ο Έγκαν με πιο έντονο τρόπο.
Ο Ορφέας δεν φοβόταν τόσο για τον εαυτό του όσο για εμένα και την Άιβι. Ήταν αποφασισμένος να προσπαθήσει με κάθε τρόπο ώστε να επανακτήσει πλήρως τις αναμνήσεις του, όμως ταυτόχρονα φοβόταν. Οι άλλοι δύο είχαν τη δύναμη να τον καταστρέψουν μια και καλή και δεν μπορούσε να το ρισκάρει.
Πάντα να θυμάσαι, επαναλάμβανε από μέσα του.
Ακόμα κι όταν ο Λέων διέγραψε καθετί που είχε προλάβει να θυμηθεί, ο Ορφέας σκεφτόταν και ψιθύρισε μέσα στο μυαλό του: πάντα να θυμάσαι.
*
Η Άιβι είχε καθίσει οκλαδόν στο πάτωμα και δεν άρθρωνε λέξη. Κατανοούσα πλήρως το δισταγμό της. Στη θέση της ούτε κι εγώ θα άνοιγα το στόμα μου. Φοβόταν, αγχωνόταν, στεναχωριόταν, όλα ταυτόχρονα. Προσπάθησε μια φορά να κρύψει τα συναισθήματά της από εμένα, όμως μια σύντομη διασταύρωση των βλεμμάτων μας το κατέστησε αδύνατο. Λες και θα μπορούσε να κρυφτεί....
Αναρωτιόμουν αν είχα φερθεί εγωιστικά, αν είχα πιέσει τον Ορφέα να κάνει περισσότερα από όσα ήταν σε θέση να κάνει. Από την άλλη, το να θυμηθεί έστω και τα μισά από όσα είχαμε περάσει οι δυο μας ήταν πολύ σημαντικό για όλους μας. Η μαγική ενέργεια στις φλέβες μου ήταν πιο ορμητική από ποτέ και με καλούσε να αναλάβω δράση. Σηκώθηκα αργά κι απομακρύνθηκα από τη σοφίτα, όπου είχαμε αποσυρθεί με την Άιβι για να επικοινωνήσουμε μαζί του.
Κατέβηκα αργά τις σκάλες, σφίγγοντας πάνω στο πλευρό μου τη μαύρη δερμάτινη τσάντα μου με τους κρυστάλλους, τα κεριά και τα λοιπά μαγικά σύνεργα. Τα δάκρυα που δεν είχα αφήσει να κυλήσουν ακόμα έκαναν τα μάτια μου να καίνε σαν να είχαν έρθει σε επαφή με καυστικό υγρό. Το μέσα μου πονούσε ακόμα χειρότερα.
Τηλεμεταφέρθηκα στην κρύπτη. Ήταν το μόνο ασφαλές μέρος που μπορούσα να σκεφτώ. Δεν άφησα το βλέμμα μου να συναντήσει για χιλιοστή φορά το φέρετρο από πίσω μου. Του γύρισα την πλάτη και άπλωσα τα αντικείμενα στο έδαφος. Η ατμόσφαιρα μου φαινόταν παράξενα φιλόξενη. Εγώ, εκείνος και οι νεκροί – βασικά όχι και τόσο νεκροί – βρικόλακες που ήταν κοιμισμένοι στα πέτρινα και μαρμάρινα μνήματα.
Χτύπησα δυο πέτρες μεταξύ τους και ο ήχος έφτασε σε κάθε γωνιά του χώρου, προκαλώντας αντίλαλο. Βάλθηκα να ψέλνω μια αρχαία μελωδία στα λατινικά, που την ήξερα από τη μητέρα μου τη Λουκρητία. Εκείνη έλεγε πως με αυτό τον τρόπο κατεύναζε τυχόν εχθρικές ενέργειες γύρω της και απέτρεπε τα κακόβουλα πνεύματα από να της επιτεθούν αν βρισκόταν αφύλαχτη.
Αυτή τη φορά δεν είχα στόχο να μιλήσω στον Ορφέα, αλλά σε εκείνη. Μπορεί να είχε πεθάνει αιώνες πριν, όμως, πολλές φορές την ένιωθα δίπλα μου. Η αύρα της ήταν τόσο ιδιαίτερη που είχε αφήσει συγκεκριμένα μνημονικά ίχνη μέσα στο μυαλό μου από τότε που ήμουν παιδί. Η Λουκρητία ήταν ειδική στη νεκρομαντεία και αρκετά επιβλητική ώστε να παρασύρει αρκετά άτομα στα δίχτυα της.
Τα ξόρκια έρεαν από την άκρη της γλώσσας μου αβίαστα. Τα δάχτυλά μου κινούνταν στον αέρα φτιάχνοντας σχήματα και καθοδηγώντας τις μικρές αύρες δεξιά κι αριστερά. Για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό ένιωθα αρκετά δυνατή για να χειριστώ όλη αυτή τη μαγεία που κρυβόταν μέσα μου εξαιτίας της μητέρας μου.
Και τότε την είδα...
Ξεπρόβαλε από μια σφαίρα δυνατού λευκού φωτός και με πλησίασε με τα γυμνά της πέλματα να πατούν ανάλαφρα κάτω. Με περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω. Τα μαλλιά της ήταν σαν της Άιβι, λευκό ξανθό. Τα καταπράσινα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου κι εκείνη χαμογέλασε. Το πρόσωπό της είχε πάψει να είναι τόσο λαμπερό όταν ήμουν δέκα χρονών κι η σκοτεινή μαγεία που ασκούσε την είχε τυλίξει μέσα της.
«Αουρέλια... Περίμενα αιώνες να σε ξαναδώ», είπε γλυκά.
Δεν ήμουν σίγουρη αν αυτό που ήθελα περισσότερο ήταν να πέσω στην αγκαλιά της και να κλάψω σαν κοριτσάκι ή να τη στείλω πίσω από εκεί που ήρθε. Μέσα σε δευτερόλεπτα, το χαμόγελό της μετατράπηκε σε μια ίσια γραμμή στο πρόσωπό της κι η έκφρασή της σοβάρεψε απότομα.
«Νιώθω τη νεκρομαντεία να σε τυλίγει. Σε έχει σκοτεινιάσει», σχολίασε.
Όλος ο κόσμος έμοιαζε να κρατάει την ανάσα του εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησα να αναπνεύσω και πνίγηκα με το ίδιο μου το σάλιο. Δεν ήταν κι εύκολο να πω στη μητέρα μου όσα είχα κάνει στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από το θάνατό της κι έπειτα.
«Το ξέρω», παραδέχτηκα.
Εκείνη σήκωσε τα φρύδια της περιμένοντας να συνεχίσω. Σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά από τον κορμό μου και περίμενα για μερικά δευτερόλεπτα.
«Λίγα χρόνια αφότου με στείλατε στην Αθήνα, γνώρισα ένα νεαρό της ηλικίας μου ο οποίος είχε γεννηθεί με μια σπάνια ασθένεια. Όταν τον σκότωσαν, χρησιμοποίησα τη νεκρομαντεία για να τον φέρω πίσω στη ζωή, όμως αυτό που κατάφερα ήταν να τον μετατρέψω σε ένα πλάσμα που ήταν μισό ζωντανό και μισό νεκρό.
Τη στιγμή που μιλάμε, έχει γίνει Δράκος στην Καλίντια. Είναι νεκροφιλημένος, μητέρα. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τον φέρω πίσω στον κόσμο των ζωντανών, παρόλο που υπάρχουν άγκυρες εδώ για να τον τραβήξουν. Η ίδια μας η κόρη είναι μια άγκυρα...»
Η Λουκρητία δεν χάρηκε με όσα της είπα. Κούνησε το κεφάλι της με αποδοκιμασία.
«Και σε είχα προειδοποιήσει. Σου είχα πει πως αν ερωτευόσουν θα έβγαινες εκτός ελέγχου! Δεν το πιστεύω ότι έκανες όλα αυτά που έκανες για έναν άντρα...», είπε μέσα από σφιγμένα δόντια.
«Ακούς τι λες;», ξέσπασα ουρλιάζοντας μπροστά της.
Εκείνη δεν αντέδρασε.
«Κοίταξέ με, μητέρα. Αν δεν ήταν εκείνος, αν δεν είχε έρθει στη ζωή μου... Θα είχα αυτοκαταστραφεί πολύ νωρίτερα. Εκείνος ήταν που με γείωνε κάθε φορά που ήμουν υπερφιλόδοξη και ήθελα να διαβώ επικίνδυνα μονοπάτια. Εκείνος με επανέφερε στην πραγματικότητα κάθε φορά που έπαιρναν αέρα τα μυαλά μου. Και περίμενες να τον παρατήσω;», συνέχισα να φωνάζω χωρίς να είμαι σίγουρη αν τα λόγια μου θα την άγγιζαν έστω και στο ελάχιστο.
Δεν είχα ξαναδεί τη Λουκρητία τόσο προβληματισμένη. Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε λες κι επικαλούνταν από μέσα της όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος για να μου αλλάξουν γνώμη. Ακόμη κι αν το έκανε, θα αποτύγχανε, σκεφτόμουν από μέσα μου.
Οι λέξεις που ήταν βαθιά φυλαγμένες μέσα στην καρδιά μου κρύβονταν πίσω από μια κλειδαριά τόσο απαραβίαστη που μέχρι κι εγώ δυσκολευόμουν να δω από πίσω της. Ήθελα να την ανοίξω και να της πω τα πιο μύχια μυστικά μου; Μάλλον όχι. Τα μάτια της με κοίταξαν γουρλωμένα σε βαθμό που δεν περίμενα.
«Μα τι στο καλό έχεις κάνει; Προσπάθησες να επικοινωνήσεις με ένα ον της Καλίντια; Θέλεις να τους φέρεις όλους αυτούς στο ζωντανό κόσμο; Θέλεις να κουβαλήσεις την απόλυτη μαγική ιεραρχία εδώ για να σας διαλύσουν όλους για προδοσία;», άρχισε να φωνάζει.
Κάνεις σαν να μη σκέφτηκα ποτέ μου τις συνέπειες, σκέφτηκα.
Κατέβασα τα μούτρα μου, όχι από σεβασμό προς εκείνη αλλά από φόβο μη δει στα μάτια μου περισσότερα από όσα ήθελα να της πω. Είχα συμφωνήσει με τον εαυτό μου να μην ξεφύγω πολύ μακριά. Η Λουκρητία συνέχισε να κοιτάζει προς το μέρος μου, περιμένοντας κάτι παραπάνω από μιαν απλή εξήγηση.
«Μητέρα...», άρχισα, αλλά οι λέξεις κόλλησαν στο λαιμό μου σκληρές σαν πέτρα.
Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό άλλο. Με μια κίνηση του χεριού μου την έδιωξα, παρόλο που η ίδια φώναζε να σταματήσω. Γύρισα ξανά στο σπίτι κι έπεσα κατευθείαν πάνω στο Στίβεν. Προβλεπόταν μεγάλη μέρα...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro