Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Καλίντια

Η Κριστίνα χτένιζε τα μαλλιά της Άιβι και περνούσε απαλά τα δάχτυλα της μέσα τους. Το κορίτσι καθόταν σιωπηλό, όπως ήταν άλλωστε ο χαρακτήρας του. Τα μαύρα μάτια του κινούνταν πότε δεξιά και πότε αριστερά, γυρεύοντας κάτι το ενδιαφέρον στα σχέδια της ταπετσαρίας του τοίχου. Εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει με ένα παράξενο προαίσθημα που δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της. Ότι κι αν ήταν που τις προκαλούσε τέτοιες σκοτούρες, το καλό που του ήθελε ήταν να βγει αληθινό έστω ένα μέρος του.

Πριν δυο μέρες, η Άιβι είχε δανειστεί κρυφά ένα από τα βιβλία της μητέρας της και προσπάθησε να εκτελέσει ένα ξόρκι επίκλησης με την ελπίδα ότι θα μάθαινε, επιτέλους, για τον πατέρα της. Αντί γι' αυτό, το ξόρκι πήγε τόσο στραβά που εκείνη κατέληξε με μια μεγάλη χαρακιά στο δεξί της μάγουλο. Μετά από το ατύχημα της, η Άιβι αναγκάστηκε να εξηγήσει στην Κριστίνα τι είχε στο μυαλό της. Κι ενώ θα μπορούσε να της έχει πει ψέματα, τελικά δεν τα κατάφερε. Η μητέρα της έγινε έξω φρενών και της απαγόρευσε μια και καλή την πρόσβαση στο δωμάτιο της.

Τώρα που η Κριστίνα αναλογιζόταν τις κινήσεις και τη συμπεριφορά της, κατέληγε στο ότι κάτι έκανε λάθος. Ήταν απάνθρωπο να κρατάει την κόρη της μακριά από την υπόλοιπη οικογένεια, σκέφτηκε. Πριν, όμως, επεκτείνει εκείνη τη σκέψη τη διέκοψε ένα τηλεφώνημα.

«Δεν περίμενα να σε ακούσω τόσο σύντομα. Αλλά, ας αφήσουμε τους χαιρετισμούς και τα λοιπά. Έκανες αυτό που έπρεπε;», εκτόξευσε τις λέξεις στερώντας από τον Ντάμιεν το χρόνο να πει οτιδήποτε. Εκείνος απάντησε ένα ξερό «ναι».

Η Κριστίνα γύρισε και κοίταξε την Άιβι, η οποία είχε σκυφτό το κεφάλι και την απέφευγε. «Πολύ ωραία. Και τώρα φύγε από εκεί και γύρισε πίσω στην Αυστρία. Νομίζω ότι εκεί θα σε χρειαστούν περισσότερο», συνέχισε άχρωμα. Όμως, ο Ντάμιεν είχε διαφορετική άποψη.

«Δεν θα πάω πουθενά, για την ώρα. Όσο για σένα, αντί να εκτοξεύεις εντολές, πες μας γιατί μόλις έκανα όσα είπες τα μάτια του Μάικλ Τζόζεφ άνοιξαν από μόνα τους»

Η Κριστίνα ξεροκατάπιε. Μετά από εκείνη την πρόταση, είχε ξεχάσει ότι η κόρη της, η οποία δεν είχε ιδέα για το τι συνέβαινε, βρισκόταν ακόμα στο δωμάτιο.

«Τι θέλεις να ακούσεις, Ντάμιεν;»

«Την αλήθεια. Και μαζί μ' εμένα θα την ακούσει κι ο Στίβεν»

Η Κριστίνα το φοβόταν αυτό. Η πιθανότητα ο Ντάμιεν να συναντούσε τον Στίβεν ήταν εξαρχής μεγάλη, αλλά εκείνη είχε προτιμήσει να επικεντρωθεί στις πιθανότητες αυτό να μη συνέβαινε ποτέ.

«Τα μάτια του άνοιξαν επειδή χρησιμοποίησα το σώμα του για να φτιάξω μια δίοδο που θα με βοηθήσει να τον ψάξω στον κόσμο των πνευμάτων», παραδέχτηκε

«Θα μπορούσες να το είχες πει από την αρχή αυτό... Άρα, υποψιάζεσαι ότι ένα κομμάτι του έχει επιβιώσει και βρίσκεται κάπου εκεί έξω, παρόλο που ο ίδιος είναι νεκρός»

Όλη η ένταση που είχε φωλιάσει μέσα της συσσωρεύτηκε γύρω από την καρδιά της και την τύλιξε σαν σχοινί. Μπορεί το μυαλό της να ήταν βυθισμένο στο απόλυτο χάος, όμως το σώμα της θυμόταν ακόμα την έλξη που ένιωθε απέναντι του. Αν εκείνος είχε πράγματι χαθεί, σκεφτόταν η Κριστίνα, θα είχε πάρει μαζί του κι εκείνο τον παράξενο δεσμό που υπήρχε μεταξύ τους.

«Δεν είναι νεκρός, που να πάρει και να σηκώσει!», ούρλιαξε ξεσπώντας. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο Ντάμιεν, ο Στίβεν, η Αϊλίν κι εγώ είχαμε μείνει άναυδοι από εκείνη την αντίδραση. Και δεν ήμασταν οι μόνοι. Η Άιβι πετάχτηκε όρθια ρίχνοντας προς τα πίσω την καρέκλα, στην οποία καθόταν,και κάρφωσε με το βλέμμα της την Κριστίνα. Τα δάκρυα της γυάλιζαν σαν μικρά κρύσταλλα καθώς κυλούσαν στο λευκό της δέρμα.

«Ξέρω ότι λες για τον πατέρα μου! Μου είπες ψέματα!», φώναξε.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε τη φωνή της Άιβι. Ο ήχος της ήταν σαν χιλιάδες μικρά καμπανάκια και συνάμα η χροιά της ακουγόταν πολύ ώριμη. Ακριβώς δίπλα μου στην κρύπτη, ο Στίβεν τα είχε χαμένα. Άρπαξε βίαια το κινητό από το χέρι του Ντάμιεν κι έκλεισε τα μάτια του για να ελέγξει τον εαυτό του.

«Επιτάχυνες την ανάπτυξη της! Πώς μπόρεσες;», φώναξε μέσα από σφιγμένα δόντια.

«Και τι περίμενες να κάνω; Μήπως, ήθελες να μεγαλώσω μόνη μου ένα μωρό; Τον Μάικλ Τζόζεφ τον πήραν μέσα από τα χέρια μου. Η Άιβι είναι το μοναδικό πράγμα που μου έχει απομείνει, η μοναδική μου οικογένεια!», αμύνθηκε η Κριστίνα

«Κάνεις λάθος! Έχεις απορροφηθεί τόσο πολύ στον πόνο σου, ώστε δεν βλέπεις παρά ένα τμήμα του ορίζοντα μπροστά σου»

«Κριστίνα», πήρε το λόγο η Αϊλίν. «Δεν είσαι μόνη σου. Πάρε την κόρη σου και γυρίστε πίσω. Θα είστε πιο ασφαλείς μαζί μας».

Η Κριστίνα έστρεψε τα μάτια της προς την Άιβι, η οποία την κοιτούσε με μίσος. «Όλα όσα έκανα ήταν για να σε κρατήσω ασφαλή... Μου τον θυμίζεις τόσο πολύ. Έχετε τα ίδια μάτια», ψιθύρισε.

Με μια αστραπιαία κίνηση του χεριού της, η Άιβι εκτόξευσε ένα κεραυνό προς τη μεριά της μητέρας της κι εκείνη τον απώθησε με την ίδια ακριβώς ταχύτητα. Ο Στίβεν άκουσε τον ήχο του κεραυνού κι αναρίγησε.

«Άιβι, ηρέμησε. Δεν βοηθάς κανέναν ξεσπώντας έτσι», είπε κι ο τόνος της φωνής του άλλαξε τόσο πολύ που με το ζόρι τον αναγνώρισα. Παρά τον αρχικό εγωισμό του, τώρα φανέρωνε στοργή. Η Κριστίνα αναστέναξε ηχηρά, θέλοντας να δείξει ότι κατέθετε τα όπλα.

«Κέρδισες», είπε παγερά στον Στίβεν. «Θα μαζέψουμε όσα μπορούμε και μεθαύριο θα πετάξουμε για Νέα Υόρκη. Ελπίζω να χάρηκες τώρα».

Η Άιβι δεν πρόβαλε καμία αντίσταση απέναντι στα λόγια της. Ο Στίβεν, από την άλλη, χαμογέλασε θριαμβευτικά. «Και κάτι ακόμα», συμπλήρωσε. «Μπορείς να κάνεις τα μάτια του να κλείσουν; Είναι ανατριχιαστικό να τα βλέπει κανείς έτσι». Η Κριστίνα ψιθύρισε μερικές λέξεις σε κάποια άγνωστη γλώσσα κι αμέσως τα βλέφαρα του Μάικλ Τζόζεφ χαμήλωσαν από μόνα τους.

Ξαφνικά, η ατμόσφαιρα τόσο στην κρύπτη όσο και στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν η Κριστίνα κι η Άιβι έγινε παγωμένη. Τα χνότα μας έμοιαζαν με λευκό καπνό που πλανιόταν στον αέρα. Ο Ντάμιεν κοιτούσε εναλλάξ τον Μάικλ Τζόζεφ και τον Στίβεν προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε. Κάπου μέσα μου, ένα παράξενο προαίσθημα με παρακαλούσε να του δώσω σημασία.

Η Άιβι κράτησε την ανάσα της και γούρλωσε τα μάτια. Η Κριστίνα την κοίταξε εξεταστικά, αποτυγχάνοντας να βρει κάτι λάθος. «Το ακούτε κι εσείς αυτό;», ρώτησε εκείνη. Ο Στίβεν έσμιξε τα φρύδια του κι η ακοή του επεκτάθηκε ώστε να είναι σε θέση να εντοπίσει οποιονδήποτε ήχο δεν ταίριαζε με το περιβάλλον. Ο Ντάμιεν τον μιμήθηκε με μια παρόμοια έκφραση στο πρόσωπο του. Η Αϊλίν κι εγώ εξετάσαμε όλο το χώρο, η μια ταυτόχρονα με την άλλη, αλλά δεν εντοπίσαμε τίποτα.

«Δεν ακούγεται τίποτα παράξενο εδώ», ανακοίνωσε ο Στίβεν.

«Ούτε κι εδώ», του απάντησε η Κριστίνα μέσα από το τηλέφωνο.

Τα βήματα της ακούστηκαν να κινούνται προς τα μπρος, πλησιάζοντας πιθανότατα την κόρη της. «Άιβι, γλυκιά μου. Τι είναι αυτό που άκουσες;», τη ρώτησε χαϊδεύοντας περιμετρικά το πρόσωπο της. Και η Άιβι της απάντησε γεμάτη αθωότητα: «Ένα φρενιασμένο καρδιοχτύπι, πολύ μακριά από εδώ»...

*

Ο Αλεξάντερ έτρεχε ξυπόλυτος πάνω στο δρομάκι που ήταν στρωμένο με πέτρες. Κάτω από τα πόδια του, οι παγωμένες γραμμές από όπου θα περνούσε σε λίγες ώρες το μικρό τελεφερίκ ίσα που τον άγγιζαν. Κάποιος τον κυνηγούσε, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για την ταυτότητα του. Μέσα στο σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη του, τα λιγοστά αντικείμενα χοροπηδούσαν με ένα θόρυβο που του τρυπούσε τα τύμπανα. Εκείνο, όμως, που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν ο γρήγορος κι επίμονος χτύπος της καρδιάς που τόσους μήνες κρατούσε κλεισμένη σε ένα ξύλινο κουτί.

Ο Αλεξάντερ συχνά σκεφτόταν ότι ο λόγος για τον οποίο εξακολουθούσε να χτυπάει ήταν για να του θυμίζει την ενοχή του. Η Λισαβόνα του είχε προσφέρει καταφύγιο όλες εκείνες τις νύχτες που το πρόσωπο του Μάικλ Τζόζεφ τη στιγμή που πέθαινε ερχόταν να στοιχειώσει τις σκέψεις του. Όλες εκείνες τις φορές, που βρισκόταν αντιμέτωπος με το σκληρό και γυάλινο βλέμμα του. Και τώρα καλούνταν να την εγκαταλείψει.

Σταμάτησε να τρέχει κι έριξε μια κοφτή ματιά πίσω του. Δεν άκουγε ούτε έβλεπε κάποιον. Όμως, η παρουσία του αγνώστου που τον καταδίωκε ήταν ακόμα αισθητή.

Πάνω στις σκεπές των κτιρίων, τα τούβλα είχαν μαυρίσει εξαιτίας του καπνού που έβγαινε από τα τζάκια. Ο Αλεξάντερ είχε πανικοβληθεί από την απουσία ήχων και ανθρώπων που να κινούνται στο δρόμο. Παρόλο που κόντευε πεντέμισι το πρωί, υπέθετε ότι θα συναντούσε τουλάχιστον ένα νυχτόβιο άνθρωπο τριγύρω. Αλλά, δεν κυκλοφορούσε κανείς. Έμοιαζε λες κι ο διώκτης του είχε εξαφανίσει, με κάποιο μαγικό τρόπο, τα πάντα.

Ο Αλεξάντερ έπρεπε οπωσδήποτε να προστατεύσει το πολύτιμο φορτίο που κουβαλούσε. Εκείνη η καρδιά ήταν η μοναδική διέξοδος από το χρέος του. Αρκούσε μόνο να προλάβαινε να φτάσει στην Αθήνα χωρίς να τον καταλάβει κανείς. Απ' ότι φαινόταν, όμως, τα σχέδια του είχαν σαλπάρει και ναυαγήσει καιρό πριν· τη νύχτα που ένας άντρας με ασημένια μαλλιά τον είχε επισκεφτεί στον ύπνο του, ζητώντας του να παραδοθεί πριν να είναι αργά. Για το μυαλό του Αλεξάντερ ήταν ασύλληπτο το πόσα πράγματα διακυβεύονταν γύρω από την καρδιά του θετού γιου του. Ωστόσο, δεν ήταν καιρός για να αναλογίζεται τέτοια πράγματα.

Ο άντρας τον είχε προειδοποιήσει ότι αν δεν τα παρατούσε, θα τον καταδίωκε ασταμάτητα μέχρι να πάρει αυτό που ήθελε. Και, μάλλον, ο Αλεξάντερ θα έπρεπε να έχει δώσει περισσότερη σημασία στις απειλές του.

Η στεριά τελείωνε και μπροστά υπήρχε μόνο μια αχανής έκταση γεμάτη από το νερό μιας παγωμένης θάλασσας. Πολύ ιδανικό, σκέφτηκε ο Αλεξάντερ γνωρίζοντας ότι το θαλασσινό νερό θα κάλυπτε όχι μόνο τα ίχνη αλλά και τη μυρωδιά του. Ετοιμάστηκε να πηδήξει τεντώνοντας ελαφρά τους αγκώνες του προς τα πίσω. Αλλά, την τελευταία στιγμή, κάτι σαν αόρατοι ιμάντες τον τράβηξαν και τον εγκλώβισαν στην απόλυτη ακινησία.

Ένας νεαρός μάγος εμφανίστηκε μπροστά του από το πουθενά. Ο Αλεξάντερ δεν τον είχε ακούσει να φτάνει κοντά του και σίγουρα δεν τον είχε πιάσει το μάτι του να τον κυνηγάει. Αποπειράθηκε να αμυνθεί μα σύντομα κατάλαβε πως ήταν μάταιο.

Ο Βέριαν έκανε ένα κύκλο γύρω του, κοιτώντας τον περιφρονητικά. Μέσα του απολάμβανε τα λίγα λεπτά εξουσίας που είχε, πριν γυρίσει ξανά στην Calidia* και ξαναγίνει ο νεαρός μάγος που υπαγόταν στους τρεις δράκους. Οι οδηγίες του Έγκαν, του Λέοντα και του Ορφέα ήταν σαφείς. Ο Βέριαν έπρεπε να φέρει τον Αλεξάντερ στην Calidia ανοίγοντας μια πύλη που θα τους επέτρεπε να ταξιδέψουν μέχρι τη λίμνη Aeterna**. Από εκεί, ο βαρκάρης θα τους παραλάμβανε για να τους περάσει απέναντι κι ύστερα οι δυο τους θα κατευθύνονταν προς την Αίθουσα της Κρίσεως.

Ο Βέριαν έδωσε στον Αλεξάντερ ένα μακρύ, άλικο μανδύα και του επέβαλε να τον φορέσει. «Κανένας ξένος δεν μπαίνει στην Calidia χωρίς να φοράει έναν τέτοιο μανδύα, αυτοί είναι οι κανόνες», υποστήριξε κι άκουσε το χαμηλό του γρύλισμα σε απάντηση. Παρά τη δυσαρέσκεια του, ο Αλεξάντερ φόρεσε το πορφυρό ύφασμα πάνω στους ώμους του και κούμπωσε το μοναδικό χρυσό κουμπί που θα το κρατούσε στερεωμένο στο σώμα του. Αν κρίνω από το παρουσιαστικό αυτού εδώ, δεν είναι να μπλέκει κανείς με τέτοιους, σκέφτηκε δαγκώνοντας το εσωτερικό των χειλιών του. Δεν είχε ιδέα τι ήταν ή πού ήταν η Calidia, ωστόσο θεωρούσε πως αυτό ήταν το μικρότερο από τα προβλήματα του για την ώρα.

Ο Βέριαν χάραξε μια σειρά από ρούνους πάνω στο χώμα χρησιμοποιώντας ένα αιχμηρό αντικείμενο που έμοιαζε με λαξευμένο ηφαιστειακό πέτρωμα. Έπειτα, μετακίνησε την παλάμη του στον αέρα, περνώντας την από πάνω τους κι εκείνοι έλαμψαν και τυλίχθηκαν στις φλόγες. Η είσοδος για την Calidia είχε μόλις ανοίξει. «Μετά από εσένα», είπε ο Βέριαν.

Γιατί πρέπει πάντα να τρώω το κεφάλι μου έτσι; ,αναρωτήθηκε ο Αλεξάντερ από μέσα του και μετά πέρασε την πύλη.

Η λίμνη μπροστά από τον Αλεξάντερ ήταν περιτριγυρισμένη από ένα παχύ κι αδιαπέραστο στρώμα ομίχλης. Ακόμα κι ο ίδιος δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό, παρόλο που τεχνικά θα έπρεπε να είναι σε θέση να το κάνει. «Πάνω στην ώρα. Τελείωνε, έχουμε και δουλειές να κάνουμε!», άκουσε το Βέριαν να φωνάζει στο κενό κι ευθύς η ανατριχιαστική μορφή ενός μαυροφορεμένου βαρκάρη ξεπρόβαλλε μέσα από τον καπνό.

Ο βαρκάρης του έκανε νόημα να καθίσει στη βάρκα κι ο Αλεξάντερ άρχισε να νιώθει υπερβολικά καχύποπτος για τα δικά του δεδομένα. Η ανεμελιά που, κάποιες φορές, τον χαρακτήριζε είχε εξαφανιστεί. Ο Βέριαν κάθισε ακριβώς από πίσω του κι εκείνος μπορούσε να νιώσει τα μάτια του καρφωμένα στην πλάτη του. Είναι αδύνατον να ξεφύγω από αυτό το μέρος, σκέφτηκε αναστενάζοντας ηχηρά. «Αν ήμουν στη θέση σου θα πρόσεχα τις ανάσες μου σαν να ήταν οι τελευταίες μου. Εδώ μέσα υπάρχουν εκατομμύρια ψυχών που θα ήθελαν να σου τις κλέψουν», αστειεύτηκε ο Βέριαν κι ο Αλεξάντερ αναρίγησε. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, πήρε απόφαση να είναι πιο προσεκτικός όσο βρισκόταν σε εκείνο το παράξενο μέρος...

Η Calidia ήταν ιδιαίτερα ασυνήθιστη και γεμάτη τόσο αρμονικές όσο και παράταιρες λεπτομέρειες. Ο Αλεξάντερ περπάτησε πλάι στον Βέριαν μέσα από μια πετρώδη έκταση που έμοιαζε να μην έχει τελειωμό. Γύρω τους υπήρχαν αιχμηροί βράχοι και σταλακτίτες, αλλά καμία είσοδος. Ο Βέριαν έμοιαζε τόσο επικεντρωμένος στον εαυτό του που δεν έδινε πια σημασία στον επισκέπτη.

Εκεί που τελείωναν οι βράχοι βρισκόταν μια τεράστια έκταση γεμάτη πάγο και παχιά στρώματα χιονιού, λες κι είχαν εισέλθει ξαφνικά σε έναν εντελώς διαφορετικό τόπο. Ο Αλεξάντερ παραμέρισε τον Βέριαν κι ετοιμάστηκε να τη διαβεί πρώτος· τόσο μεγάλη γοητεία του ασκούσε το τοπίο. Όμως, εκείνος τον κράτησε στη θέση του.

«Μη σε ξεγελάει αυτό που βλέπεις. Όσοι μπαίνουν εκεί μέσα δεν ξαναβγαίνουν ποτέ. Κάποιες φορές, ορισμένοι μάγοι και μάγισσες επιχείρησαν να εισβάλουν στην Calidia και να καταχραστούν τα μυστικά που κρύβονται πίσω από τις πύλες της. Γι' αυτό, οι δράκοι αναγκάστηκαν από νωρίς να πάρουν μέτρα προστασίας που θα απαγόρευαν στον οποιονδήποτε να βρει την είσοδο.

Ο μόνος λόγος για τον οποίο ετοιμάστηκες να περάσεις μέσα από τον πάγο και το χιόνι ήταν επειδή το σκηνικό είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να προκαλεί τους εισβολείς να το διαβούν. Είναι τόσο όμορφο που κανείς τους δεν υποψιάζεται ότι είναι ψεύτικο»

Τώρα, ο Αλεξάντερ καταλάβαινε κι αμέσως έκανε ένα βήμα πίσω από φόβο μην τυχόν η αχανής έκταση από πάγο τον τραβήξει μέσα της. «Και τότε, πώς θα μπούμε μέσα;», ρώτησε αφηρημένος κι ο Βέριαν γέλασε, ίσως για πρώτη και τελευταία φορά από το λεπτό που συναντήθηκαν κι έπειτα. «Από την πόρτα», απάντησε και, παρόλο που ο ίδιος αισθανόταν ότι επισημαίνει το προφανές, η πόρτα για την οποία μιλούσε δεν φαινόταν πουθενά.

Το χέρι του Βέριαν άγγιξε το ηφαιστειακό πέτρωμα που είχε χρησιμοποιήσει νωρίτερα και χάραξε μια κάθετη γραμμή στην ατμόσφαιρα, ανοίγοντας ένα χάσμα ανάμεσα στην οφθαλμαπάτη και αυτό που βρισκόταν πίσω της. Δίπλα του, ο Αλεξάντερ ένιωθε τα άκρα του να τρέμουν από υπερένταση. Μέχρι να μπουν στην Calidia, η περιέργεια του έτρωγε τα σωθικά.

Ο Βέριαν έκανε νόημα στο συνοδό του να περάσει μέσα από το χάσμα ταυτόχρονα με εκείνον. Κι οι δυο έδωσαν ώθηση στα πόδια τους και πήδηξαν μπροστά. Προς έκπληξη του Αλεξάντερ, το άνοιγμα διογκώθηκε από μόνο του ώστε να τους χωρέσει κι αργότερα έκλεισε ακριβώς πίσω τους. Τώρα, βρίσκονταν σε έναν τεράστιο διάδρομο, από την οροφή του οποίου κρέμονταν μεγάλοι πολυέλαιοι από καθαρό χρυσάφι. Κάποια σημεία στους τοίχους ήταν, επίσης, καλυμμένα με χρυσές ανάγλυφες λεπτομέρειες ενώ το υπόλοιπο μέρος τους αποτελούνταν από μαύρο μάρμαρο.

Τα μάτια του Αλεξάντερ πλανήθηκαν για αρκετά λεπτά στο χώρο γύρω του. Κάποια στιγμή, αναγκάστηκε να επιβραδύνει το βηματισμό του για να θαυμάσει μια σειρά από πάλλευκα αγάλματα που ήταν στημένα κι από τις δυο μεριές των τοίχων κι αναπαριστούσαν σκηνές μάχης ανάμεσα σε ιππότες και δράκους. Πώς θα ήταν, άραγε, αν ο ίδιος καλούνταν να πολεμήσει ένα τέτοιο θηρίο; Σίγουρα όχι ευχάριστο, αναλογίστηκε από μέσα του και ξεφύσησε.

«Στρίψε αριστερά», του επισήμανε ο Βέριαν βλέποντας ότι είχε αφαιρεθεί. Δεν τον αδικούσε, βέβαια. Η θαυμάσια αρχιτεκτονική ήταν ένα από τα λίγα πράγματα στην Calidia που άξιζε να παρατηρεί κανείς με τις ώρες.

Οι διάδρομοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλο τόσο γρήγορα που ο Αλεξάντερ είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Ήταν σαν να βαδίζει στα τυφλά, όντας παγιδευμένος σε ένα λαβύρινθο χωρίς έξοδο. Τα συναισθήματα μέσα του, άλλοτε αντιφατικά κι άλλοτε παρόμοια, συγκρούονταν δυναμικά μεταξύ τους. Η οργή διαδεχόταν το φόβο, ο φόβος διαδεχόταν την αβεβαιότητα. Έλεγε στον εαυτό του να μη σκέφτεται, αλλά ήταν αδύνατον να προσπαθήσει να μη φαντάζεται τη μορφή που θα είχαν οι δράκοι. Οι δυο εικόνες που είχε κατά νου ως αντιπροσωπευτικές τους ήταν εκείνη των τεράστιων ερπετών από τα παραμύθια κι εκείνη τριών ηλικιωμένων αντρών που έμοιαζαν με τις μάγισσες του Σάλεμ αλλά διέθεταν πολύ μεγαλύτερη δύναμη.

Τη στιγμή που ο Βέριαν ανακοίνωσε πως είχαν φτάσει στην Αίθουσα της Κρίσεως, ο Αλεξάντερ παραλίγο να καταπιεί τη γλώσσα του. Από εδώ και πέρα θα πρέπει να σκεφτόταν δυο και τρεις φορές πριν ξεστομίσει το οτιδήποτε, σκέφτηκε και μετά ξεροκατάπιε.

Η βαριά δίφυλλη πόρτα υποχώρησε με ένα δυνατό ήχο, έτσι όπως ο Βέριαν την κοπάνησε στον τοίχο. Στο κέντρο του δωματίου αιωρούνταν μια χρυσή ζυγαριά, περιτριγυρισμένη από πορτοκαλιές και κόκκινες φλόγες. Ακόμα κι η φωτιά στην Calidia ήταν διαφορετική. Φαινόταν λες και κάποιος είχε διαλέξει πολλές παρόμοιες αποχρώσεις από μια μεγάλη παλέτα κι ύστερα τις είχε αναμίξει όλες μαζί. Κι ακόμα δεν έχεις δει τίποτα, σκέφτηκε ο Βέριαν και το στήθος του φούσκωσε από περηφάνια.

«Είναι ώρα να αποχωρήσω. Μείνε εδώ και μην πειράξεις απολύτως τίποτα», ανακοίνωσε στον Αλεξάντερ κι ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του με ένα υπεροπτικό βλέμμα. Για δες τον πώς περπατάει, ειρωνεύτηκε από μέσα του εκείνος. Μόλις έμεινε μόνος του στο άδειο δωμάτιο, άρχισε να ανακαλεί ένα μέρος των σκέψεων που είχε κάνει για τον Βέριαν. «Τρεις δράκοι. Τρεις αναθεματισμένοι δράκοι», επαναλάμβανε ψιθυριστά από φόβο μήπως οι τοίχοι εκεί μέσα είχαν κι αυτοί αυτιά. Πλησίασε διστακτικά τη χρυσή ζυγαριά κι άγγιξε ένα από τα ζύγια της με τις άκρες των δαχτύλων του. Εκείνο δεν κουνήθηκε. Ο Αλεξάντερ έκλινε απορημένος το κεφάλι του προς τα δεξιά κι άσκησε περισσότερη πίεση. Το ζύγι και πάλι δεν κουνήθηκε. Παράξενο, σκέφτηκε κι ύστερα απομακρύνθηκε.

Ο Αλεξάντερ γύρισε την πλάτη του στη ζυγαριά κι ολόκληρη η αίθουσα φωτίστηκε απότομα από ένα γλυκό φως που πήρε μακριά την αίσθηση του μακάβριου και του αφιλόξενου. Οι τρεις δράκοι εμφανίστηκαν φορώντας άλικους μανδύες και ντυμένοι κατά τα πρότυπα παλαιότερων αιώνων. Τα ρούχα τους θύμιζαν τη βικτωριανή εποχή στολισμένα, όπως ήταν, με χρυσά κουμπιά κι ανάγλυφες λεπτομέρειες στα μανίκια. Ο Αλεξάντερ πρόσεξε αμέσως ότι ο τόνος του δέρματος τους ήταν πολύ ανοιχτός, σχεδόν τόσο όσο ο δικός του. Είχαν κι οι τρεις τους ασημένια μαλλιά κι οι ίριδες των ματιών τους ήταν σαν υγρό χρυσάφι. Στα έντονα χαρακτηριστικά τους, ο ίδιος είχε την εντύπωση ότι διέκρινε απαξίωση αλλά, σύντομα, απέρριψε εκείνη την ιδέα και την αντικατέστησε με εκείνη της περιττής επισημότητας.

Οι εικόνες κατέκλυζαν το μυαλό του με ένα σωρό λεπτομέρειες, τις οποίες ήταν αδύνατον να επεξεργαστεί ταυτόχρονα. Αυτό τον έκανε να ανυπομονεί να ακούσει τον ήχο των φωνών τους. Ίσως έτσι να έπαυε να ακούει τη δική του φωνή που ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι του.

Λένε ότι στη ζωή, δύο είναι τα πράγματα που δημιουργούν τις πιο έντονες αναμνήσεις: οι μυρωδιές κι οι ήχοι. Κι ο ήχος που βγήκε από το στόμα των δράκων ήταν κάτι που ο Αλεξάντερ θα θυμόταν για όσα χρόνια θα ακολουθούσαν.

Πρώτος μίλησε ο Έγκαν. Η χροιά της φωνής του δημιούργησε στον Αλεξάντερ μια απρόοπτη δυσφορία. «Ξέρεις γιατί είσαι εδώ. Επίσης, είμαι σίγουρος ότι ξέρεις και πως η μαγεία πάντοτε αφήνει ίχνη. Έτσι σε βρήκαμε κι εμείς και, πίστεψε με, δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Η καρδιά που μεταφέρεις τόσο καιρό λειτούργησε σαν φάρος που μας έδειχνε πού βρισκόσουν ανά πάσα στιγμή», είπε κάνοντας τον Αλεξάντερ να ανατριχιάσει και να στυλώσει τα πόδια του στο έδαφος.

«Αυτό που έχεις κάνει είναι ασυγχώρητο!», φώναξε ο Λέων μέσα από σφιγμένα δόντια.

«Ότι κι αν έκανα, σίγουρα δεν αφορά εσάς! Δεν με ενδιαφέρει τι ή ποιοι είστε. Δεν έχετε καμία δουλειά στις προσωπικές μου υποθέσεις!», ανταπάντησε ο Αλεξάντερ με τον ίδιο τρόπο για να κρύψει κάθε αίσθημα κατωτερότητας αλλά, γρήγορα, το μετάνιωσε.

Ο Ορφέας, που μέχρι τότε δεν είχε πει λέξη, σχημάτισε γύρω από τον Αλεξάντερ ένα κύκλο από φλόγες. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, η φωτιά κινούνταν όλο και πιο κοντά του, κάνοντας τον να κραυγάζει σε διαμαρτυρία. «Είστε τρελοί; Θα με κάψετε ζωντανό. Τι είναι, τέλος πάντων, αυτό που υποτίθεται ότι έχω κάνει; Δεν μπορείτε να με καταδικάσετε για κάτι που δεν γνωρίζω», τους κατηγόρησε. Ο Ορφέας σήκωσε τα φρύδια του με μια έκφραση απάθειας. Οι λέξεις του Αλεξάντερ δεν τον άγγιζαν ούτε στο ελάχιστο, ωστόσο με μια σύντομη κίνηση του χεριού του έκανε τη φωτιά να χαμηλώσει και να απομακρυνθεί ελαφρώς από εκείνον χωρίς ποτέ να σβήσει.

«Μπορώ να δω τα πάντα ολοκάθαρα. Το ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, όλη η ιστορία της ζωής σου ανοίγεται μπροστά μου σαν ένας τεράστιος εικονογραφημένος τόμος», είπε κάνοντας μερικά βήματα προς το μέρος του.

«Ποιοι είστε; Και πώς ξέρετε για εμένα; Ποτέ μου δεν ανακατεύτηκα με τους μάγους τόσο όσο ανακατεύτηκαν ο Μάικλ Τζόζεφ κι οι άλλοι. Οπότε, μην προσπαθήσετε να μου χρεώσετε το κρίμα που βαραίνει το δικό τους λαιμό»

«Σε αυτό τον κόσμο και στον δικό σας είμαστε ταυτόχρονα η προσωποποίηση της ζωής και του θανάτου. Είμαστε αυτοί που διαχειρίζονται καθετί μαγικό και θέτουν όρια σε όλα όσα υπάρχουν πέρα και εκτός της φύσης. Οι κριτές των πάντων κι οι ρυθμιστές της ισορροπίας.

Βιάζεσαι πολύ να ρίξεις το φταίξιμο σε άλλους. Κι αυτό γιατί πάντα είχες την εντύπωση ότι μπορείς να γλυτώσεις με οτιδήποτε κι αν έκανες. Αυτή ακριβώς η εντύπωση σε οδήγησε εδώ. Βλέπεις, έκανες ένα μοιραίο λάθος. Η συμφωνία σου με εκείνη την αιρετική, την Κασσάνδρα, δεν ισχύει πια. Και γι' αυτό φροντίσαμε εμείς.

Το έγκλημα για το οποίο κατηγορείσαι είναι το ότι μέσα από το φόνο του θετού σου γιου, αποφάσισες τον τρόπο που θα εκπληρωθεί η προφητεία. Ανέλαβες να πάρεις μια απόφαση που ανήκε σε άλλο πρόσωπο. Αλλά, αυτό δεν είναι το χειρότερο. Δέχτηκες να παραδώσεις στην Κασσάνδρα μερικά από τα μαλλιά του μαζί με την καρδιά του, την οποία έκλεισες σε ένα ξύλινο κουτί. Και δεν φρόντισες καν να αναρωτηθείς τι τα χρειαζόταν. Πίστεψες ότι, μόλις εξοφλούσες το χρέος σου προς εκείνη, όλα θα ήταν εντάξει και δεν θα αναγκαζόσουν να ασχοληθείς με το ίδιο θέμα ξανά.

Πες μου κάτι, Αλεξάντερ. Μήπως έχεις κάποια ιδέα ως προς το γιατί αυτή η καρδιά χτυπάει παρόλο που το σώμα που τη φιλοξενούσε είναι νεκρό;»

Ο Αλεξάντερ απομάκρυνε το βλέμμα του από τον Ορφέα, σαν να διέκρινε στα λόγια του μια ερώτηση – παγίδα. Με την ψυχή στο στόμα, γονάτισε κι έβγαλε το μικρό ταξιδιωτικό του σακίδιο από τους ώμους του. Στην τελευταία θήκη, το φερμουάρ κόντευε να σπάσει από το βάρος του αντικειμένου που περιείχε. Με μια σύντομη ματιά προς τον Ορφέα, ο Αλεξάντερ το κατέβασε προς τα αριστερά και πήρε στα χέρια του το ξύλινο κουτί με τη χρυσή κλειδαριά στο μπροστινό μέρος. «Ορίστε, πάρτε το. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση με αυτό πια. Όσο για την Κασσάνδρα, φροντίστε να τα βγάλετε εσείς πέρα μαζί της, αφού η αμοιβή της έπεσε στα χέρια σας!», φώναξε τείνοντας τα χέρια του προς τους δράκους.

Ο Έγκαν πήρε στα χέρια του το κουτί κι αμέσως έφερε την παλάμη του μπροστά από την κλειδαριά, η οποία άνοιξε από μόνη της. Σηκώνοντας αργά το καπάκι, ο ήχος της παλλόμενης καρδιάς στο εσωτερικό του δυνάμωσε, αντηχώντας σε όλο το χώρο. Βλέποντας ότι η προσοχή και των τριών ήταν στραμμένη αλλού, ο Αλεξάντερ κίνησε για να φύγει. Κανένας δεν τον σταμάτησε μέχρι να φτάσει στην πόρτα. Μόλις, ωστόσο, άπλωσε το χέρι του για να την ανοίξει ο Ορφέας του έδωσε την απάντηση στην ερώτηση που ο ίδιος του είχε κάνει νωρίτερα. «Η καρδιά χτυπάει διότι ένα κομμάτι αυτού που κάποτε ήταν εκείνος έχει επιζήσει. Η τιμωρία, λοιπόν, που έχουμε αποφασίσει ότι σου ταιριάζει είναι το να ψάξεις να βρεις εκείνο το κομμάτι και να μας οδηγήσεις σε αυτό», είπε με αυτάρεσκο τόνο.

Ο Αλεξάντερ είδε ένα αμυδρό, στραβό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του Ορφέα και του Λέοντα. «Μα αυτό είναι κάτι που μπορείτε να κάνετε και μόνοι σας!», διαμαρτυρήθηκε. Η απάντηση που εισέπραξε ήταν το δυνατό γέλιο και των τριών τους, ο ήχος του οποίου έκανε όλο το δωμάτιο να τραντάζεται. «Ναι, αλλά είναι πιο ενδιαφέρον όταν ξέρουμε εκ των προτέρων ότι θα δυσκολευτείς πολύ να το βρεις. Και πριν πεις κάποια άλλη εξυπνάδα, η απάντηση είναι όχι. Δεν έχουμε ακόμα κάποια εικόνα για το τι μπορεί να είναι. Εναπόκειται αποκλειστικά σε εσένα να το ανακαλύψεις», δήλωσε ο Έγκαν κι ύστερα γύρισε πρώτος την πλάτη του στο συνομιλητή του.

Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Αλεξάντερ έμεινε και πάλι μόνος στο δωμάτιο. Αποπροσανατολισμένος όπως ήταν, και όντας ζαλισμένος από την απότομη εναλλαγή του φωτισμού, παραπάτησε ξανά προς την πόρτα. Τα δάχτυλά του γύρισαν το βαρύ πόμολο και με ένα δυνατό κλικ, ένα από τα φύλλα της πόρτας άνοιξε για να τον φέρει και πάλι αντιμέτωπο με το δαιδαλώδη διάδρομο.

«Μη μου πεις ότι περίμενες να μείνω εκεί μέσα μαζί σου», πετάχτηκε ο Βέριαν. Ο Αλεξάντερ προτίμησε να του απαντήσει από μέσα του. Δεν θα άλλαζαν και πολλά, σκέφτηκε και το μυαλό του επέστρεψε ξανά σε αυτό που του είχαν επιβάλλει να κάνει.

Το τελευταίο κομμάτι του Μάικλ Τζόζεφ που έχει επιβιώσει... Τι διάολο είναι; Έτσι όπως το θέτουν είναι σαν να τον διέλυσα σε κομμάτια τη στιγμή που τον σκότωσα. Κι αν το σώμα του είναι άθικτο, τότε εκείνο που διαλύθηκε ήταν το μέσα του. Μα πώς; Εκείνος είχε πει ότι πούλησε την ψυχή του αρκετούς αιώνες πριν. Ίσως αυτή να είναι που επιβίωσε. Όμως, σε ποιον την πούλησε; Μήπως το είχε πει κι εγώ τον αγνόησα ή το θεώρησα ασήμαντο;

«Δεν ξέρω τι συζητήσατε με τους δράκους, αλλά αυτό το βλέμμα το έχω ξαναδεί. Είτε σου είπαν κάτι που δεν περίμενες να ακούσεις είτε σου ανέθεσαν κάτι δύσκολο. Τι από τα δυο ήταν;», μουρμούρισε ο Βέριαν διακόπτοντας τις σκέψεις του.

«Δεν είναι απλώς δύσκολο. Είναι αδύνατο! Πού υποτίθεται ότι θα βρω αυτό που ζήτησαν; Εγώ δεν είμαι μάγος για να εμφανίζω πράγματα από το πουθενά!»

«Κάποτε, όταν βάζουμε όλη την επιμονή μας σε κάτι, εμφανίζεται απρόοπτα μπροστά μας», είπε αινιγματικά ο Βέριαν κι έσπρωξε τον Αλεξάντερ μέσα από μια πύλη που θα τον γυρνούσε στον ανθρώπινο κόσμο...

*

Το βράδυ πριν την αναχώρησή τους από την Αθήνα, η Κριστίνα κι η Άιβι το έβρισκαν επώδυνα δύσκολο να κοιμηθούν. Η μια είχε κυριευτεί από αγανάκτηση, ενώ η άλλη από την ανυπομονησία. Ξαπλωμένη στο ευρύχωρο, διπλό κρεβάτι της η Κριστίνα είχε συνδυάσει τη μαγεία με τις αναμνήσεις της για να δημιουργήσει ένα οπτικό ομοίωμα του Μάικλ Τζόζεφ. «Ξέρω ότι παραλογίζομαι», του ψιθύριζε. «Αλλά είναι τόσο δύσκολο να περιμένω. Όλα πηγαίνουν ακριβώς όπως τα σχεδιάσαμε, όμως τα αποθέματα υπομονής μου έχουν αρχίσει να λιγοστεύουν επικίνδυνα κι απειλούν να τα τινάξουν όλα στον αέρα». Το ομοίωμα δίπλα της βλεφάρισε, λες κι ήθελε να διώξει μια άσχημη σκέψη. Μπορεί να ήταν ένα φθηνό υποκατάστατο για τις στιγμές που η Κριστίνα έφτανε σε απόσταση αναπνοής από το να χάσει τον αυτοέλεγχο της, ωστόσο έμοιαζε τόσο αληθινό που θα μπορούσε να ξεγελάσει ανά πάσα στιγμή τον οποιονδήποτε.

«Εξαιτίας σου είμαι ζωντανός», της απάντησε το ομοίωμα κι εκείνη κούρνιασε δίπλα του σε εμβρυική στάση. Τράβηξε τα σκεπάσματα πιο ψηλά ώστε να καλύπτουν επαρκώς την πλάτη και τους ώμους της κι ευθύς το βλέμμα της συνάντησε το δικό του. «Κι όταν όλα μπουν στη θέση τους, θα γυρίσεις πίσω σε εμένα», συμπλήρωσε.

Ή θα σε τραβήξω εγώ πίσω...

Το ομοίωμα χαμογέλασε στην Κριστίνα με το ίδιο λαμπερό χαμόγελο που της έσκαζε συχνά ο πραγματικός Μάικλ Τζόζεφ. Εκείνη άπλωσε τα δάχτυλα της για να τον αγγίξει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τα δει να περνούν από μέσα του. Με ένα βαθύ, μελαγχολικό αναστεναγμό η Κριστίνα κατέθεσε τα όπλα και ξάπλωσε με την πλάτη.

«Ένα από τα πράγματα που μου λείπουν περισσότερο είναι οι στιγμές που ξαπλώναμε και το άρωμά σου γέμιζε όλο το δωμάτιο. Πάντα διάλεγες έντονα αρώματα. Συνήθιζες να επιμένεις ότι η διακριτικότητα δεν ήταν του χαρακτήρα σου, αλλά εκείνα παραήταν έντονα. Πράγμα που θα έπρεπε να το κάνει χειρότερο για εσένα, δεδομένης της ευαισθησίας που έχουν οι βρικόλακες απέναντι σε έντονες μυρωδιές. Όμως, μη με παρεξηγήσεις, ο τρόπος που η μυρωδιά του αρώματος συνδυαζόταν με εκείνη του δέρματος σου κατέληγε πάντα σε ένα μεθυστικό αποτέλεσμα», άρχισε να λέει μέχρι που η φωνή της έβγαινε αργόσυρτη και νυσταγμένη.

Τώρα που η κούραση άρχιζε να την καταβάλει, το ομοίωμα αχνοφαινόταν. Λίγα δευτερόλεπτα πριν χαθεί εντελώς, η Κριστίνα παρατήρησε ότι τα μάτια του ήταν ακόμα καρφωμένα πάνω της. «Καληνύχτα», της ψιθύρισε κι η εικόνα του διαλύθηκε...

*Calidia (Λατινικά): ζεστή, φλογερή

** Aeterna (Λατινικά): αιώνια

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro