Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Θυσία στην Εκάτη [2]


Ο Μάικλ ευχόταν να είχε μια κόλλα χαρτί κι ένα μολύβι για να καταγράψει όσα είχε μάθει. Ήξερε πως, για την ώρα, μπορούσε να θυμηθεί τα πάντα. Όταν, όμως, θα έφευγε από το μέρος στο οποίο βρισκόταν δεν ήταν σίγουρο αν αυτό θα εξακολουθούσε να ισχύει.

«Τι απέγιναν, τελικά, οι ψυχές των νεκρών που σκότωσε ο Ορφέας;»

«Οι περισσότερες διαμοιράστηκαν ανάμεσα στον Άδη και στην Εκάτη, όπως είχε συμφωνηθεί. Άλλες, πάλι, κατέληξαν εδώ. Στη Λίμνη των Ψυχών»

Η ζοφερή πραγματικότητα ταρακούνησε ταυτόχρονα τόσο το Μάικλ όσο και το Δράκο. Κανείς από τους δυο δεν θα διανοούνταν να παίξει παιχνίδια με τους παλιούς θεούς, παρόλο που η δύναμή τους – με εξαίρεση μερικούς – είχε εξασθενίσει.

«Όταν κάποιος παίζει με τη φωτιά, πρέπει να περιμένει ότι κάποια στιγμή θα καεί», επισήμανε ο Δράκος κοιτώντας τον Μάικλ λοξά.

«Άσε με να μαντέψω: όσοι κατέληξαν στη Λίμνη πήγαιναν γυρεύοντας. Και για να πηγαίνουν γυρεύοντας χωρίς να υπολογίζουν τίποτα στο διάβα τους, σίγουρα δεν ήταν άνθρωποι»

Ο Δράκος γέλασε με την ευστροφία του νεαρού βρικόλακα. Φαινόταν να καταλαβαίνει πράγματα που δεν θα ήταν και τόσο αυτονόητα για τους άλλους.

«Σωστά. Ο Ορφέας δεν σκότωσε μόνο ανθρώπους, αλλά και υπερφυσικούς που ξεπέρασαν τα όρια. Ο πρώτος κανόνας της φύσης είναι η ισορροπία. Οποιοσδήποτε και οτιδήποτε τη διαταράσσει πρέπει να καταστρέφεται ή, έστω, να αδρανοποείται. Αλλιώς, δεν έχει νόημα να μιλάμε για έναν Κόσμο, που θα υπακούει σε αντίρροπες δυνάμεις»

Ο Μάικλ έβραζε από την επιθυμία να επισημάνει στον άντρα δίπλα του εκείνο που ο ίδιος αγνοούσε: ο Ορφέας τον οποίο παρουσίαζε ως φονιά και γκρίζα φιγούρα απέναντι στη φυσική τάξη πραγμάτων ήταν ο ίδιος του ο εαυτός.

«Τι χρειάζεται για να βγει κάποιος από τη Λίμνη;», ρώτησε ξαφνικά ο Μάικλ.

Τα λόγια του ήταν λες και χτύπησαν έναν αόρατο στόχο ακριβώς στο κέντρο του. Ο Δράκος ξεροκατάπιε και τον αγριοκοίταξε. Είχε μόλις ρωτήσει κάτι τόσο επικίνδυνο που θα μπορούσε να έχει συνέπειες τόσο για τον ίδιο όσο και για τον οικοδεσπότη του. Παρόλα αυτά, ο Ορφέας το είδε σαν πρόκληση. Προκάλεσε τον εαυτό του να απαντήσει στην περιέργεια του Μάικλ χωρίς να του δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση.

«Υπάρχει ένας τρόπος που δεν τον ξέρουν παρά ελάχιστοι. Αρκεί να σκεφτείς τι ακριβώς είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο», είπε κορδώνοντας το σώμα του με περηφάνια για τον τρόπο που χειριζόταν την κατάσταση.

Ο Μάικλ έτεινε μπροστά το ένα του χέρι κι άπλωσε τα δάχτυλά του στον αέρα, προσπαθώντας να επεξεργαστεί το ερώτημα και να απαριθμήσει όσα εκείνος θεωρούσε βασικά συστατικά ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου.

«Πρώτα, ένας άνθρωπος πρέπει να διαθέτει σώμα. Και το σώμα αυτό πρέπει να διαθέτει δυο υποσυστατικά: καρδιά και ψυχή. Αν και ένα άτομο μπορεί να ζήσει και χωρίς την ψυχή του, όπως κάνω κι εγώ τώρα, εκείνη είναι που ρυθμίζει τις αντίρροπες δυνάμεις του εσωτερικού κόσμου»

«Και πάλι», είπε ο Δράκος, «αυτό που περιγράφεις είναι μια ημιτελής κατασκευή. Ο άνθρωπός σου έχει, μέχρι τώρα, σώμα, καρδιά και ψυχή. Τι είναι εκείνο που του λείπει; Σκέψου το καλά και θα έχεις την απάντησή σου, στο δρόμο για το σπίτι σου»

«Μισό λεπτό. Με διώχνεις;»

Ο Ορφέας μισογέλασε κι έκανε σινιάλο στο βαρκάρη – στο Βοξ, όπως θυμόταν ο Μάικλ – να πλησιάσει ξανά με τη βάρκα του για να απομακρύνει τον επισκέπτη από την Καλίντια. Το ξύλινο κουπί του ακούστηκε από μακριά να σκίζει το νερό και να δημιουργεί αυλακιές στην ήρεμη επιφάνειά του. Ο Βοξ χαμήλωσε το κεφάλι από σεβασμό μπροστά στο Δράκο απέναντί του και μούγκρισε επιτακτικά προς τον Μάικλ.

«Μη μου πεις ότι θα πρέπει να περάσω από πύλη τηλεμεταφοράς ή κάτι τέτοιο γιατί δεν θα το αντέξω», είπε ο Μάικλ μεταξύ σοβαρού κι αστείου.

Ο Ορφέας άνοιξε διάπλατα τα χέρια του με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Θα το κρατήσω για έκπληξη μήπως σου εξάψω λίγο ακόμα το ενδιαφέρον», απάντησε κι εξαφανίστηκε μέσα στις σκιές...

*

Όση ώρα περίμενα το Μάικλ ν' ανοίξει τα μάτια του, αποφάσισα να κλείσω κι εγώ τα δικά μου και να ξαπλώσω στο δροσερό έδαφος. Πού και πού τον έβλεπα να σμίγει τα φρύδια του με δυσφορία κι αυτό με προβλημάτιζε. Αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που έβλεπε. Άραγε, θα μου έλεγε όταν θα ξυπνούσε ή θα με άφηνε βαθειά νυχτωμένο;

Άρχισα να μετράω αντίστροφα από το εκατό προς το μηδέν και φανταζόμουν τον εαυτό μου να ανεβαίνει ένα σύνολο από σκαλοπάτια σε μια γκαλερί τέχνης στη Φλωρεντία, την οποία είχα επισκεφθεί στο μακρινό 19ο αιώνα. Κάπου στο βάθος άκουγα να παίζουν οι Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι, αλλά κανείς δεν χόρευε στο ρυθμό ούτε κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι του. Όλοι έμοιαζαν με ακίνητα αγάλματα: αμίλητα κι αγέλαστα απέναντι στα καλαίσθητα εκθέματα.

Η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι με κοιτούσε από ένα τοίχο ακριβώς απέναντι από εκεί όπου στεκόμουν. Το διαπεραστικό, χρυσοκάστανο βλέμμα της θα ήταν ικανό να τρυπήσει ακόμα και την ψυχή μου, αν την είχα ακόμα. Το χέρι μου απλώθηκε προς τον καμβά χωρίς να τον αγγίξει. Αρκεί να έχει κανείς ομορφιά για να κατακτήσει τον κόσμο;, βρέθηκα να σκέφτομαι υπό το ζεστό φως των λαμπτήρων.

Πολλοί θα βιάζονταν να απαντήσουν αρνητικά στην παραπάνω ερώτηση, ξεχνώντας φυσικά – όπως ήταν αναμενόμενο – το γεγονός ότι με κίνητρο την ομορφιά και την κατάκτηση του προσώπου που την κατέχει ξέσπασαν ολόκληροι πόλεμοι. Στο βάθος των αιώνων είχε χυθεί μπόλικο αίμα για χάρη της κι όμως οι περισσότεροι στέκονταν τυφλοί απέναντι στο πολύ απλό ερώτημα «γιατί».

Άνοιξα τα μάτια για να διακόψω τη σειρά των λέξεων που απειλούσαν να με στρέψουν προς μια διαφορετική πορεία σκέψης. Ο Μάικλ, τώρα, ατένιζε τον ουρανό που σκοτείνιαζε και ψιθύριζε ένα επαναλαμβανόμενο ερώτημα: «Τι κάνει έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο;». Με τα δάχτυλα των χεριών του απαριθμούσε τις απαντήσεις που είχε ήδη σκεφτεί και πάλευε να ανακαλύψει εκείνη που έλειπε.

«Σώμα, καρδιά, ψυχή», απάντησα αυθόρμητα κι εισέπραξα ένα λοξό βλέμμα από εκείνον.

Ο Μάικλ κούνησε το κεφάλι του γνέφοντας αρνητικά.

«Κι όμως, ένας τέτοιος άνθρωπος παραμένει λειψός. Κάτι λείπει, κάτι που ακόμα μου διαφεύγει», είπε.

Τι άλλο θα μπορούσε να λείπει; Αυτό είναι το τρίπτυχο κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, σκέφτηκα από μέσα μου.

Κάπου στο βάθος ακουγόταν φασαρία και ποδοβολητό τουλάχιστον εκατό ατόμων. Τον ήχο του μανιασμένου τρεξίματός τους μπορούσε να συναγωνιστεί μονάχα ένας κεραυνός από εκείνους που σχίζουν τον ουρανό στα δυο με ένα τους πέρασμα. Μας κύκλωσαν σαν στρατιωτικό απόσπασμα και μας έτειναν τα χέρια για να σηκωθούμε όρθιοι.

Ο Σβεν ήταν αλαφιασμένος κι επιθεωρούσε ολόκληρη την περιοχή με κοφτά βλέμματα. Οι φλέβες στο μέτωπό του έκαναν εμφανή την ταραχή του. Άραγε, τους είχε στείλει η Κριστίνα; Ο Στίβεν γιατί δεν ήταν μαζί τους;

«Έφυγαν τώρα», είπα φωναχτά για να με ακούσει και ο τελευταίος βρικόλακας.

«Ναι, το καταλάβαμε... Με το που άφησαν ήσυχους εσάς, προσπάθησαν να χτυπήσουν το σπίτι. Η καημένη η Κριστίνα είναι καταβεβλημένη από τις πολλές ασπίδες που σήκωσε. Όσο για την Άιβι, παραλίγο να κάνει ολόκληρη την πόλη κάρβουνο», απάντησε ο Σβεν έντονα.

«Θέλω μια ομάδα των δεκαπέντε να πάει στην κρύπτη κι άλλη μια να επισκεφθεί κάθε περιοχή όπου σφαγιάστηκαν μάγισσες στο παρελθόν. Όλες αυτές οι περιοχές έχουν μεγάλο μαγικό φορτίο και θέλω να είμαι σίγουρος ότι κάποιοι θα προσπαθήσουν έστω να εμποδίσουν τους μάγους από το να έχουν πρόσβαση εκεί», διέταξε ο Μάικλ κι είδα τριάντα βρικόλακες να προθυμοποιούνται από μόνοι τους να χωριστούν σε ομάδες.

«Κι εσύ τι θα κάνεις;», τον ρώτησα από ενδιαφέρον.

Ο Μάικλ αναστέναξε έντονα. Το βλέμμα του καρφώθηκε σε μια μεγάλη πέτρα στο έδαφος και δεν έφυγε από εκεί μέχρις ότου ο ίδιος αποφασίσει να μου πει.

«Εγώ έχω να κάνω μια κουβεντούλα με τον αδερφό σου. Πίστεψέ με, ξέρω πώς ακούγεται. Υπόσχομαι να σας εξηγήσω τα πάντα μόλις φτάσω στο σπίτι», μουρμούρισε.

Έκλινα το κεφάλι μου χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς είχε σκοπό να κάνει και γιατί. Σίγουρα η παρούσα φάση δεν ήταν ιδανική για μια «κουβεντούλα» με τον αδερφό μου, ωστόσο αποδεχόμουν το γεγονός ότι όλοι μας είχαμε ταρακουνηθεί αρκετά μετά τις σημερινές επιθέσεις.

Ο Μάικλ έφυγε χωρίς να μιλήσει περεταίρω. Εγώ απόμεινα να κοιτάζω το Σβεν κατάματα ανασηκώνοντας τους ώμους μου.

«Πήγαινε στους άλλους», με παρότρυνε με τη βαριά ρώσικη προφορά του.

«Θα πάω, αρκεί να παραμείνετε σε επιφυλακή», του αποκρίθηκα και τον είδα να συμφωνεί.

*

Ο αέρας με φυσούσε στο πρόσωπο, όμως, εγώ ένιωθα το οξυγόνο να φτάνει μειωμένο στους πνεύμονές μου. Νευρίασα με τον εαυτό μου, με τον Ορφέα, με τους πάντες και τα πάντα. Πόσες φορές είχαμε αναγκαστεί να ζυγίσουμε τα υπέρ και τα κατά της κάθε μας κίνησης; Πόσες φορές είχαμε σφάλει, παρόλο που ήμασταν προσεκτικοί;

Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι με το που πατούσα το πόδι μου στο σπίτι η Κριστίνα θα με περίμενε στην πόρτα για να με αγριοκοιτάξει επειδή απομάκρυνα το Μάικλ τόσο πολύ από τα προστατευτικά ξόρκια της. Πού να φανταστώ ότι θα μας επιτίθονταν έτσι; Κι όμως, δεν θα είχε νόημα να διαφωνήσω μαζί της επειδή θα είχε δίκιο. Είχα πράξει κάτι παράτολμο σε καιρό πολέμου...

Είδα από μακριά το μικροκαμωμένο σώμα της να στηρίζεται στο ξύλο της πόρτας και το ένα της χέρι να ακουμπάει στη μέση της. Ακόμα δεν είχα συνηθίσει να τη βλέπω με καρέ μαλλιά. Έμοιαζε σαν μια νεαρή μητέρα που ξαγρυπνάει μέχρι την επιστροφή και του τελευταίου παιδιού της, παρόλο που είχαμε μόλις έξι χρόνια διαφορά ηλικίας. Το ύφος της με έκανε ν' ανατριχιάσω.

«Επικαλέστηκα θεούς και δαίμονες για να διώξω όλο αυτό το πράγμα που έριξαν κατά πάνω μας κι εσύ ήσουν άφαντος», φώναξε.

Και ιδού ο λόγος που ποτέ δεν χώνευα τους μάγους κι ήμουν εναντίον κάθε μορφής μαγείας. Αλλά, κανείς δεν το καταλάβαινε. Η μαγεία έχει ολέθριες συνέπειες τόσο για όσους την ασκούν όσο και για τους γύρω τους. Κι ενώ άτομα σαν τον Ορφέα πίστευαν ότι μπορούσαν να την αξιοποιούν, κατά καιρούς, όπως θέλουν εγώ την είχα απαρνηθεί σχεδόν εξαρχής.

«Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ένα τέτοιο ενδεχόμενο», απάντησα κοιτώντας την – αυτή τη φορά – κατάματα.

Άκουσα την καρδιά της να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα, αλλά το πρόσωπό της παρέμεινε το ίδιο σκληρό. Με κοιτούσε λες κι ήταν ένας αδέκαστος κριτής. Οποιαδήποτε προσπάθεια να την καλοπιάσω ή να την κάνω να ηρεμήσει θα ήταν άκαρπη. Οι γαλάζιες ίριδες των ματιών της είχαν σκοτεινιάσει απότομα και δεν έφταιγε ο φωτισμός γι' αυτό. Η απάντησή μου δεν της άρεσε κι αυτό ήταν ξεκάθαρο.

«Είναι δουλειά σου να σκέφτεσαι ακόμα και τα απίθανα σενάρια», δήλωσε εμφατικά.

Έκλινα το κεφάλι ντροπιασμένος. Ήταν όντως η δουλειά μου. Την παραμέρισα νιώθοντας τα μάτια της να ακολουθούν την κάθε μου κίνηση κι έφτασα στο σαλόνι. Ο Στίβεν είχε απλωμένο το πόδι του πάνω στο τραπεζάκι και το κατέβασε μόλις με είδε.

«Μόλις βάλαμε το γόνατό μου πίσω στη θέση του και το μούδιασμα ήταν ανυπόφορο για μερικά λεπτά», εξήγησε.

«Ο Μάικλ θα αργήσει λιγάκι να γυρίσει. Είχε μια... δουλειά να τακτοποιήσει», είπα προτιμώντας να θέσω τα πάντα στο τραπέζι τώρα παρά αργότερα.

Η Αϊλίν κρατούσε πάνω της μια ζαλισμένη Άιβι. Το συνονθύλευμα στοργής και ανησυχίας μέσα μου με ώθησε προς το μέρος της. Πήρα αργά τη θέση της Αϊλίν κι η Άιβι με κοίταξε μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να την αναστατώσω. Έμοιαζε τόσο εύθραυστη έτσι όπως το χέρι μου είχε τυλιχθεί γύρω από την πλάτη της.

Ένας κρότος ακούστηκε από το χολ και είδα με την άκρη του ματιού μου την Κριστίνα να πηγαίνει στην κουζίνα και να επιστρέφει με ένα πιάτο γεμάτο φαγητό. Το άφησε αργά μπροστά στην Άιβι και της έριξε ένα ένοχο βλέμμα.

«Ξέρεις ότι θα σε προστατεύω για πάντα, έτσι;», της ψιθύρισε.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά κι ένα αμυδρό χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της. Άθελά μου την έσφιξα πάνω μου λίγο παραπάνω απ' όσο έπρεπε. Η μικρή έβγαλε έναν πνιχτό πονεμένο ήχο και το χέρι μου χαλάρωσε. Το στομάχι της γουργούριζε σαν τις γάτες, αλλά αρνούνταν να απλώσει χέρι στο φαγητό της.

«Τι σκέφτεσαι;», τη ρώτησα όσο πιο διακριτικά γινόταν.

«Η μαγεία που περιλαμβάνει το στοιχείο της φωτιάς είναι γλυκιά και δελεαστική. Όμως, πολλές μορφές της είναι απαγορευμένες. Έτσι λέει η μητέρα μου. Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς έκανα σήμερα, αλλά παραλίγο να τους κάψω όλους ζωντανούς», απάντησε θλιμμένα.

Η Κριστίνα την είχε ακούσει από τη γωνία του καναπέ κι ανασήκωσε τους ώμους της σε απάντηση προς το ερωτηματικό βλέμμα που της έριξα. Δεν μπορούσε να της εξηγήσει ακόμα. Ήταν πολύ νωρίς για να μάθει τόσο το πώς όσο και το γιατί.

«Η μαγεία γενικά μπορεί να δώσει ζωή, αλλά μπορεί και να την πάρει. Πρέπει κανείς να τη χρησιμοποιεί με σύνεση και να ξέρει από πριν τι είναι αυτό που πάει να κάνει. Διαφορετικά, μπορεί να προκαλέσει μεγάλο κακό», είπα αργά και καθαρά.

Η Αϊλίν κοίταξε την Κριστίνα από τη θέση της στην πολυθρόνα. Εκείνη φαινόταν να έχει μουτρώσει, έτσι όπως είχε σταυρώσει τα μπράτσα της μπροστά από το στήθος της κι είχε χαμηλώσει το κεφάλι. Πού και πού ανάσαινε βαριά ή ξεφυσούσε όσο εγώ μιλούσα στην κόρη της – την ανιψιά μου. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως ήξερα τι ακριβώς σκεφτόταν, παρόλο που αρνούμουν πεισματικά να διαβάσω το μυαλό της.

«Πολλές φορές, δεν είμαστε εμείς που θέτουμε όρια στη μαγεία, αλλά η μαγεία που θέτει όρια σ' εμάς», μουρμούρισε κάπως απογοητευμένα.

Είχαμε τσακωθεί για το ίδιο θέμα πολλούς αιώνες πριν. Η άποψή μου ήταν η ακριβώς αντίθετη κι η ίδια το ήξερε. Παρόλα αυτά, δεν το επισήμανε στο λόγο της κι αυτό με εκνεύρισε ελαφρώς.

«Υπάρχουν οι συμβατικές μαγικές μέθοδοι κι επικίνδυνα ανεξέλεγκτες μαγικές μέθοδοι. Είναι δουλειά εκείνου που τις χρησιμοποιεί να φροντίσει ώστε η μαγεία που ασκεί να μην υπερβεί τα όρια», επισήμανα.

«Εσύ θα αρνούσουν να ξεπεράσεις τα όρια αν εξαρτιόταν από εσένα η μοίρα του προσώπου που αγαπάς με την ψυχή σου;», μου πέταξε η Κριστίνα τόσο γρήγορα όσο ένα όπλο που εκτοξεύει τη σφαίρα με το που πατήσεις τη σκανδάλη.

Σκέφτηκα ένα γρήγορο «όχι», όμως όταν επεξεργάστηκα καλύτερα το ερώτημα κατέληξα στο ότι δεν μπορούσα να το απαντήσω. Η φωνή του Ράνταλ που πλησίαζε στο σπίτι μου απέσπασε την προσοχή κι ήμουν ευγνώμων γι' αυτό. Με πρόλαβε από το να αφήσω τη φαντασία μου να πλάσει ένα σενάριο στο οποίο ο ίδιος βρισκόταν σε κίνδυνο κι εγώ ήμουν ο μοναδικός του σωτήρας.

Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα από τον αέρα κι υπέθεσα ότι έτρεχε τριγύρω εδώ και πολλή ώρα. Τα μάτια του εντόπισαν την Κριστίνα και προσηλώθηκαν πάνω της.

«Δεν βρίσκεται κανένας τριγύρω σε ακτίνα εκατό χιλιομέτρων. Κοίταξα παντού, ακόμα και στο κέντρο της Νέας Υόρκης, σε περίπτωση που είχαν αναμειχθεί με τον κόσμο στα πολυκαταστήματα», είπε τόσο γρήγορα που παραλίγο εκείνη να μην καταλάβει τι της έλεγε.

«Καλώς», του πέταξε εκείνη ξερά.

«Έι, δεν θέλω τέτοια μούτρα. Τους τσάκισες ό,τι είχε μείνει άφθαρτο! Πήρε φωτιά ο πισινός τους!», συνέχισε ο Ράνταλ με πιο εύθυμο τόνο σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.

«Ράνταλ! Πρόσεχε το στόμα σου», είπε η Κριστίνα δείχνοντάς του με το κεφάλι της προς τη μεριά της Άιβι κι εκείνος έβγαλε ένα σύντομο γελάκι.

«Πολύ θα ήθελα να δω τα μούτρα σου αν έπρεπε να πεις στον Μάικλ Τζόζεφ να μαζέψει το στόμα του»

Ο Ράνταλ, συχνά, δεν ήξερε πού να σταματήσει. Σηκώθηκα και τον έπιασα από το μπράτσο για να τον απομακρύνω από το άγριο βλέμμα της Κριστίνα, παρόλο που ήξερα ότι έκανε πλάκα. Εκείνη θα τον είχε κεραυνοβολήσει επιτόπου αν βρισκόμασταν σε ανοιχτό χώρο.

Τον οδήγησα προς τα δυτικά και περπάτησα μαζί του μέσα από τα δέντρα κρατώντας το χέρι του με το δικό μου. Τα δάχτυλά του με έσφιξαν με τρυφερότητα και το κεφάλι του έκλινε ελαφρώς προς το μέρος μου.

«Παραλίγο να σε κάνει κάρβουνο», του είπα.

«Αμφιβάλλω. Και να προσπαθούσε θα αποτύγχανε. Μετά τα σημερινά είναι εξουθενωμένη. Έπρεπε να δεις με τι λύσσα και ορμή τους χτυπούσε. Της έριξαν κάτι σαν σφαίρα γεμάτη κεραυνούς και λίγο έλειψε να τη σκοτώσει.

Όταν η μάχη τελείωσε, την πήρα αγκαλιά και τη μετέφερα στο σπίτι βουτηγμένη στο αίμα. Έπαιρνε ανάσα με το ζόρι και αρνούνταν να τη θεραπεύσω. Κι όλα αυτά την ώρα που η Άιβι ούρλιαζε από το φόβο της και τους πυρπόλησε με μια τεράστια έκρηξη που ξεπήδησε από τα χέρια της.

Βούτηξα την Κριστίνα με τα ρούχα μέσα σε μια μπανιέρα με παγωμένο νερό. Ξεδιάλυνα τα μαλλιά της που είχαν γίνει κόμπος κι έπλυνα το πρόσωπό της. Εκείνη κοιτούσε το ταβάνι και δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Της μιλούσα και δεν απαντούσε. Πρέπει να ομολογήσω ότι τα χρειάστηκα για τα καλά. Νόμιζα πως θα μου έμενε στα χέρια, όμως είναι σκληρό καρύδι η ξανθούλα», μου εξιστόρησε.

Η εικόνα της ετοιμοθάνατης Κριστίνα με τάραξε τόσο πολύ που ολόκληρο το σώμα μου καταλήφθηκε από έντονο τρέμουλο. Και να φανταστεί κανείς ότι ο σκοτωμός με τους μάγους κρατούσε καλά από το δέκατο πέμπτο αιώνα και μετά. Εκείνο το «όχι» που είχαμε βροντοφωνάξει στα μούτρα τους εγώ κι ο αδερφός μου είχε σταθεί η αφορμή για πάμπολλες διαφωνίες επειδή, όταν ο μαγικός κόσμος σείστηκε συθέμελα κατά τις δίκες των μαγισσών και το κυνήγι τους από τους ανθρώπους, εμείς αρνηθήκαμε να βοηθήσουμε.

«Δεν είναι δικιά μου δουλειά να προστατεύσω τους αρχάριους ή τους αδύναμους μάγους από τα χέρια των θνητών. Είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε άλλο τρόπο να διατηρήσετε την πολυπόθητη ισορροπία που ζητάτε. Προσωπικά, την έχω γραμμένη στα παλιά μου τα παπούτσια», τους είχε πει ο αδερφός μου.

Η Άρια ήταν η πρώτη που τον είχε αγριοκοιτάξει και τόλμησε να προσπαθήσει να τον χαστουκίσει. Ευτυχώς είχε τη σύνεση να σταματήσει το χέρι της μερικά εκατοστά πριν το μάγουλό του. Η Τζανίν και η Λότους με παρακάλεσαν να το ξανασκεφτώ.

«Εσύ δεν είσαι ο αδερφός σου. Δεν χρειάζεται να συμφωνείς με όσα λέει», μου είχε πει η Τζανίν με το σώμα της σε αμυντική στάση.

«Αυτή τη φορά, όμως, η άποψή του με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο», της είχα απαντήσει.

Μήπως είχαμε κάνει λάθος τότε; Μήπως θα έπρεπε να έχουμε τείνει μια χείρα βοηθείας προς το μέρος τους και να περιμένουμε κάποια μελλοντική ανταπόδοση; Όπως έβλεπα τα πράγματα, μετά τα όσα είχα δει και ακούσει ανά τους αιώνες, εξακολουθούσα να πιστεύω πως έστω κι αν το είχαμε κάνει οι μάγοι θα έβρισκαν κάποιο τρόπο να μας βλάψουν πισώπλατα. Όμως, πρέπει να παραδεχτώ ότι κι εμείς δεν ήμασταν ποτέ μας άγιοι.

Εκείνο που περίμενα περισσότερο απ' όλα ήταν να επιστρέψει ο Μάικλ από την κρύπτη και να μου πει το λόγο που επέστρεφε εκεί τόσο συχνά. Μπορεί να έχει κάποια σχέση με το ερώτημα 'τι κάνει έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο', σκέφτηκα κι ήλπιζα να έχω δίκιο. Σε διαφορετική περίπτωση, θα είχαμε άλλο ένα μυστήριο να λύσουμε κι είχαν αρχίσει ήδη να μαζεύονται πολλά από δαύτα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro