Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Θυσία στην Εκάτη [1]

Η Κριστίνα ήταν μελαγχολική για μέρες, αλλά κανείς μας δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο να της δώσει σημασία. Μόνη της έγνοια ήταν η Άιβι, αν και θα ορκιζόμουν πως τα πράγματα στο κεφάλι της ήταν τόσα πολλά που ένα ξεκαθάρισμα θα ήταν απαραίτητο. Τα νυχτοπερπατήματά της δεν με ανησυχούσαν. Με τα χρόνια, την είχα δει πολλές φορές να πηγαινοέρχεται τα βράδια και να επιστρέφει αγκαλιάζοντας τον αδερφό μου ή ακόμα και το μαξιλάρι της - όταν δεν ήθελε να τον ενοχλήσει. Όμως, αυτή τη φορά κάτι έμοιαζε διαφορετικό και δεν μπορούσα να το κατανοήσω πλήρως.

Την είδα να κάθεται στον καναπέ τυλιγμένη με μια λεπτή κουβέρτα και κρατώντας μια κούπα με τσάι. Το χάρτινο ταμπελάκι κρεμόταν από τη μικρή λευκή κλωστή του κι εγώ διάβασα από περιέργεια τη γεύση: Μαύρο τσάι με μούρα.

«Κακός ύπνος ή άσχημα όνειρα;», τη ρώτησα ψιθυριστά με το μπράτσο μου να τυλίγεται γύρω από τους ώμους της.

«Κακή νύχτα γενικά», απάντησε κατσουφιάζοντας.

«Γιατί;»

Τα γαλάζια μάτια της έμοιαζαν θλιμμένα. Όταν γύρισε να με κοιτάξει, είδα μέσα τους ένα βλέμμα που δεν είχα δει για πολλούς αιώνες.

«Απλώς δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να μη μπορώ να τον βρω. Φωνάζω κάθε βράδυ το όνομά του κι εκείνος δεν μου δίνει ούτε το παραμικρό σημάδι»

«Σίγουρα θα υπάρχει κάποιος λόγος για όλο αυτό», προσπάθησα να την ενθαρρύνω.

«Έχω χάσει τον ύπνο μου προσπαθώντας να τον βρω», μου ψιθύρισε η Κριστίνα σε απάντηση κι έγειρε το κεφάλι της στο στήθος μου.

Δεν είχα ιδέα πώς έπρεπε να νιώσω εκείνη τη στιγμή. Τη χάιδευα απαλά στην πλάτη όσο εκείνη ξεσπούσε, αλλά μέσα μου ήμουν μουδιασμένος. Ήθελα να της μιλήσω περισσότερο και δίσταζα. Τι θα της έλεγα; Για κακή μου τύχη, συνέχισε εκείνη τη συζήτηση.

«Κάποτε, είχε φύγει εκείνος πρώτος. Είχαμε τσακωθεί και τον προσέβαλα, οπότε πήδηξε από το παράθυρο κι εξαφανίστηκε για μέρες. Τον εντόπισα με ένα ξόρκι, αλλά όταν πήγα στην περιοχή που μου υπέδειξε εκείνος δεν φαινόταν πουθενά.

Επέμενα να τον φωνάζω Άριους. Έτσι τον φώναζαν όλοι τότε. Υπέθεσα ότι, για κάποιο λόγο, με απέφευγε και δεν ήθελα να τον πιέσω. Ήλπιζα ότι θα γύριζε μόνος του, αν το ήθελε. Εξάλλου, η αποχώρησή του δεν ήταν... άνανδρη. Μου είχε ξεκαθαρίσει το λόγο που αποφάσισε να φύγει.

Λίγο πριν παρατήσω την προσπάθεια, τον φώναξα Ορφέα και το επανέλαβα μερικές φορές ακόμα. Έπειτα, τυλίχτηκα με το μανδύα μου και ξάπλωσα στον κορμό ενός δέντρου για να ξεκουραστώ. Με πήρε ο ύπνος πριν καν το καταλάβω.

Η εξάντλησή μου ήταν τέτοια που με έκανε να κοιμηθώ βαριά. Δεν συνειδητοποίησα καμία αλλαγή στο περιβάλλον γύρω μου, μέχρι που ξύπνησα στο κρεβάτι μου σκεπασμένη μέχρι το λαιμό. Με το που σηκώθηκα είδα ότι εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο μπαλκόνι με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος μου και προσποιούνταν ότι κοιμόταν. Αισθάνθηκα ανακούφιση, χαρά, λύπη... Όλα μαζί.

Γονάτισα δίπλα του και πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά του. Είχαν την αλμύρα της θάλασσας και το αλάτι είχε αφήσει πάνω τους μερικές άσπρες νιφάδες. Τα ρούχα του ήταν στεγνά, αλλά τα μαλλιά του ήταν νωπά. Χωρίς δεύτερη σκέψη ψιθύρισα στ' αυτί του μια συγνώμη.

Με έπιασε ταχυπαλμία περιμένοντας την αντίδρασή του. Εκείνος, γύρισε αργά προς το μέρος μου, άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε. "Το ήξερα πως θα λογικευτείς", μου είπε περιπαικτικά και μετά με τράβηξε πάνω του», διηγήθηκε.

Γέλασα σκεφτόμενος ότι εγώ κι εκείνος ήμασταν τόσο διαφορετικοί σε όλα. Δεν είχαμε κανένα κοινό στοιχείο κι όμως συνεννοούμασταν μια χαρά. Εγώ δεν θα την είχα συγχωρέσει, αν μου είχε πει όσα διάβαζα στις σκέψεις της πως είχε πει σ' εκείνον...

Η Κριστίνα κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου για μερικές ώρες κι εγώ έμεινα εντελώς ακίνητος για να μην την ενοχλήσω. Εισέπραξα ένα λοξό βλέμμα από το Ράνταλ, όταν κατέβηκε στην κουζίνα και μας είδε αγκαλιά. Ευτυχώς που ήξερα πώς ακριβώς να του εξηγήσω την κατάσταση. Όχι, βέβαια, πως είχε συμβεί κάτι παράξενο μεταξύ μας.

Ακούμπησα με αργές κι απαλές κινήσεις το κεφάλι της στο μαξιλάρι του καναπέ και σηκώθηκα περπατώντας στις μύτες. Από την απόσταση στην οποία στεκόμουν οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της ήταν εμφανέστατοι.

Ένας μικρός κρότος ακούστηκε από τον πάνω όροφο κι ο Μάικλ παραλίγο να πέσει πάνω μου και να με διαλύσει έτσι όπως όρμησε έξω από το σπίτι. Έχω αργήσει που να με πάρει, σκεφτόταν φωναχτά. Ο Ράνταλ αναστέναξε κι έτεινε προς εμένα μια αχνιστή κούπα καφέ.

«Τρέχει πέρα δώθε σαν διάολος αλλά και πάλι καταφέρνει να τα βγάλει πέρα. Ακόμα απορώ πώς το κάνει», σχολίασε.

«Μην τον υποτιμάς. Εκείνος έχει την πρωτοκαθεδρία τώρα. Αν αρχίσουμε κι εμείς να τον βλέπουμε ως έναν απλό αναπληρωματικό, θα βάλουμε τρικλοποδιά στον εαυτό μας. Ήδη ακούγονται ψίθυροι εκεί έξω», είπα.

«Ναι, το έχω παρατηρήσει. Όμως, πρακτικά, αντικαταστήσαμε το χαμένο πιόνι της σκακιέρας με ένα που του μοιάζει σχεδόν απόλυτα. Δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημά τους»

«Δεν είμαστε πιόνια, Ράνταλ. Κανείς μας δεν είναι. Είμαστε συμμέτοχοι στην ίδια αποστολή, μέρη του ίδιου παιχνιδιού αλλά όχι υπό αυτούς τους όρους»

Ο Ράνταλ έγνεψε καταφατικά. Είχε συνειδητοποιήσει από νωρίς το λάθος του και το είχε πάρει πίσω με τη στάση του. Το αγαπούσα αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα του. Πίεσα το μάγουλό του πάνω στα χείλη μου και του έδωσα ένα διαρκές φιλί.

Η Κριστίνα κουνήθηκε πάνω στον καναπέ, προκαλώντας την άμεση παρέμβασή μου πριν πέσει στο πάτωμα. Κοίτα να δεις που μοιάζουμε πιο φυσιολογικοί από ποτέ, σκέφτηκα καθώς τη σκέπαζα ξανά με την κουβέρτα. Αυτό ήταν που ελπίζαμε να πετύχουμε κάποτε και τα είχαμε κάνει σαν τα μούτρα μας.

Ο Μάικλ κινούνταν σαν μανιασμένος σίφουνας. Μαύρες τούφες των μαλλιών του πετούσαν περιμετρικά του κεφαλιού του. Έμοιαζε νευριασμένος και τα μάτια του γυάλιζαν επικίνδυνα. Έριχνε δολοφονικά βλέμματα σε μια μικρή ομάδα νεογέννητων στ' αριστερά του κι εκείνοι σχεδόν έτρεμαν από το φόβο τους. Δεν ήθελε και πολύ για να υποψιαστώ τι είχε συμβεί.

«Άσε με να μαντέψω: τους τσάκωσες στα πράσα να σε σχολιάζουν και τους έκανες να παραλύσουν από φόβο», είπα αγγίζοντάς τον στον ώμο.

Αν επιχειρούσε να ορμήσει, θα τον συγκρατούσα είτε με το σώμα είτε με το υπερφυσικό μου χάρισμα. Τον είδα να γνέφει καταφατικά εξακολουθώντας να τους απειλεί με το βλέμμα του. Τα συναισθήματά του ήταν απολύτως φυσιολογικά κι εγώ υπενθύμισα ξανά στον εαυτό μου πως δεν ήταν ακόμα πλήρως προετοιμασμένος να τα διαχειριστεί.

Πόσο καιρό να αντέξει κανείς το να τον συγκρίνουν με κάποιον άλλον;

Έσφιξα τα δόντια σκεφτόμενος εκείνη την ερώτηση. Κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει οποιοδήποτε μέτρο σύγκρισης. Από την άλλη, ο έξω κόσμος ήταν συχνά πολύ σκληρός και το γεγονός πως ήμασταν βρικόλακες κι όχι θνητοί δεν μας εξαιρούσε από εκείνο τον κανόνα. Είχα νιώσει κι εγώ μειονεκτικά κάποτε. Φρόντισα, όμως, να το αποβάλλω πριν με διαλύσει.

Ανυπομονούσα να τον εκπαιδεύσω για δεύτερη φορά. Πίστευα πως έτσι θα κατάφερνα να χτίσω έναν καλύτερο δεσμό μαζί του. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα άρεσε και σε εκείνον το να έρθουμε λίγο πιο κοντά. Ένιωθα σαν μέντορας κι αυτός ήταν ένας ρόλος που μου ήταν αρκετά γνώριμος.

Μέσα στο κεφάλι μου είχα φτιάξει ένα αναλυτικό υπόμνημα με στρατηγικές, πολεμικές κινήσεις, μεθόδους αντιπερισπασμού κι άλλα τόσα. Αν όλα πήγαιναν όπως τα είχα υπολογίσει, ο Μάικλ θα μάθαινε τα περισσότερα απ' όλα αυτά σε διάστημα μικρότερο των δυο βδομάδων. Είχε την εκπληκτική ικανότητα να μαθαίνει πολύ γρήγορα. Όχι επειδή το μυαλό του συγκρατούσε αμέσως τις πληροφορίες - όπως, άλλωστε, και κάθε άλλου βρικόλακα - αλλά επειδή το σώμα του ήταν τόσο καλά συντονισμένο με τις νοητικές του λειτουργίες που του επέτρεπε να κάνει πράγματα με την πρώτη προσπάθεια.

Τον είδα με την άκρη του ματιού μου να χαλαρώνει τους ώμους του και να ηρεμεί το θυμό του. Αυτό πέρασε γρήγορα, σκέφτηκα με ένα μισό χαμόγελο στα χείλη. Ο Μάικλ αναθάρρησε και με ρώτησε πότε θα βρισκόμασταν μόνοι για του κάνω «μάθημα».

«Το λες σαν να είναι μάθημα πολεμικών τεχνών, από εκείνα που κάνουν στους εφήβους», του είπα χιουμοριστικά.

«Μοιάζει αρκετά», παραδέχτηκε εκείνος.

Μαζί μ' εκείνον φάνηκα να χαλαρώνω κι εγώ. Το ένιωθα στο σώμα και στο μυαλό μου ταυτόχρονα. Τον τράβηξα παραπέρα για να τον απομονώσω από τους άλλους εκπαιδευόμενους, οι οποίοι αφέθηκαν υπό την εποπτεία του Σβεν και του Ντάμιεν.

«Τι λες να σε διδάξω τώρα;», πρότεινα και τον είδα να γνέφει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.

Αρχίσαμε να τρέχουμε μακριά, αφήνοντας τους πάντες πίσω μας. Παρακάμπταμε δέντρα, ποτάμια, δρόμους, πεδιάδες μέχρι να φτάσουμε στον Καναδά και να πατήσουμε στα Βραχώδη Όρη. Ο τσουχτερός αέρας πάγωσε τις βλεφαρίδες μας και το χιόνι κάτω από τα πόδια μας έμοιαζε με ένα τεράστιο βαμβακερό πάπλωμα.

Έσκυψα στα γρήγορα, έφτιαξα μια μπάλα χιονιού και την πέταξα στον Μάικλ χωρίς να τον κοιτάξω. Εκείνος δεν πρόλαβε να αντιδράσει και το χιόνι έσκασε ακριβώς πάνω στο πλάι του κεφαλιού του. Τα μακριά μαλλιά του έκρυβαν την έκφρασή του από εμένα, όση ώρα εκείνος στεκόταν σιωπηλός κι ακίνητος. Κάποια στιγμή, ο αέρας μου φανέρωσε το πλατύ του χαμόγελο κι είδα το σώμα του να τραντάζεται από το γέλιο. Δεν περίμενε την κίνηση αλλά, εφόσον την έκανα, την έβλεπε σαν παιχνιδιάρικη πρόκληση.

«Θέλεις πόλεμο, έτσι;», ειρωνεύτηκε.

«Ξέρω ήδη ότι θα κερδίσω», απάντησα.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του κι απομακρύνθηκε, πρώτα αργά κι έπειτα πιο γρήγορα. Στάθηκε απέναντί μου με την πλάτη του κορδωμένη και περίμενε να πάρω θέση.

«Θα μπορούσα να έχω ξεκινήσει ήδη, αλλά εγώ δεν παίζω βρώμικα», αστειεύτηκε.

Του πέταξα μια δεύτερη χιονόμπαλα, που πέρασε ξυστά από τον ώμο του. Ο Μάικλ αντέδρασε με ταχύτητα φωτός τη στιγμή που με είδε να κινούμαι και, συνεπώς, με πέτυχε κατευθείαν στο μέτωπο. Το χιόνι ήταν τόσο παχύ που έθαβε, στην κυριολεξία, τον ήχο του τρεξίματός μας, τα σκαρφαλώματά μας πάνω στις βουνοκορφές και πολλά άλλα.

Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σου πεταχτεί κάποιος επίδοξος σκιέρ μέσα σε όλον αυτό το χαμό. Όσο προσεκτικός κι αν είσαι, όσο ενισχυμένη κι αν είναι η ακοή σου, δεν μπορείς να έχεις το νου σου σε όλα ταυτόχρονα. Συνήθως, άκουγα τους ανθρώπους που κατέβαιναν τις πλαγιές με τις σανίδες τους μερικά χιλιόμετρα πριν με φτάσουν.

Σε μια στιγμή, ένιωσα λες και πάθαινα déjà vu. Είχα βρεθεί πάμπολλες φορές να σκαρφαλώνω βουνά σαν το αγρίμι και καθεμιά από αυτές έμοιαζε λες κι έβλεπα το ίδιο μοτίβο σε επανάληψη. Ο Μάικλ, από την άλλη, ήταν ξέγνοιαστος - όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι κανείς στην ηλικία του.

Τον είδα να κάθεται σε ένα λυγισμένο δέντρο που, παραδόξως, άντεχε το βάρος του και να με καρφώνει επίμονα με το βλέμμα του. Έσμιξε τα φρύδια λες και προσπαθούσε να εκτιμήσει κάτι ή να το υπολογίσει.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;», τον ρώτησα.

«Αναρωτιέμαι ποιοι να ήταν οι λόγοι που, τελικά, δεν με μίσησες όταν πέθανε ο Μάικλ Τζόζεφ. Σε είχα ρωτήσει αν θα το κάνεις κι είχες απαντήσει αρνητικά», απάντησε.

«Εσύ ποιοι λες να είναι;», του πέταξα προσπαθώντας να αποφύγω μια τέτοια συζήτηση όσο πιο περίτεχνα μπορούσα.

«Σίγουρα δεν είναι μόνο η φάτσα μου. Πιστεύω ότι αυτό που βλέπεις σ' εμένα είναι ένας έμμεσος τρόπος να κάνεις όσα δεν μπόρεσες να κάνεις όταν έπρεπε»

Το κακό ήταν πως δεν έβρισκα τα λόγια να τον αμφισβητήσω. Το ακόμα χειρότερο ήταν ότι είχε δίκιο. Αιώνες πριν, οι μάγισσες του Σάλεμ μας κήρυξαν έναν αφανή πόλεμο. Ένα από τα αποτελέσματά του ήταν να έρθω πιο κοντά με ένα πλάσμα τόσο έξυπνο και χαρισματικό όσο ήταν ο Μάικλ.

Σκεφτόμενος όλα αυτά, έφαγα μια γερή σφαλιάρα από την πραγματική ζωή. Ο Μάικλ κι εγώ γλιστρήσαμε στο κενό, το λεπτό που το χιόνι πάνω στο βουνό έλιωσε και μετατράπηκε σε ορμητικό χείμαρρο.

Προσπαθήσαμε να πιαστούμε από κάπου, αλλά η φόρα του νερού και η ταχύτητα με την οποία έσκαγε πάνω μας δυσκόλευε την όλη κατάσταση. Βρήκα μια μικρή εσοχή και τράβηξα το σώμα μου με τρόπο που να βρεθεί να φωλιάζει μέσα της. Ο Μάικλ πιάστηκε από το πόδι μου και χώρεσε οριακά στο κενό μαζί μου.

«Όλα εντάξει; Μήπως σου λείπει κανένα άκρο;»

«Μπα. Είμαι ακόμα αρτιμελής, ευχαριστώ»

Επιθεώρησα την κατάστασή του από πάνω μέχρι κάτω μέχρι να είμαι σίγουρος πως δεν του έλλειπε κανένα χέρι ή πόδι. Πανικοβλήθηκα, όμως δεν ήθελα να το δείξω.

Επίθεση και μάλιστα σε τόσο μακρινή ακτίνα, σκέφτηκα.

Η πρώτη μου υπόνοια ήταν πως μας παρακολουθούσαν κι αυτό ήταν κάτι που οι μάγισσες του Σάλεμ μπορούσαν να κάνουν με τεράστια ευκολία. Το ίδιο, όμως, ίσχυε και για την Κριστίνα. Έπρεπε να θυμηθώ να της το ζητήσω, αν δεν τις παρακολουθούσε ήδη. Δεν ήθελα να τη ζορίσω, βέβαια.

Ο καταρράκτης από νερό που έβρεχε το γκρεμό σταμάτησε κι ο Μάικλ έβγαλε το κεφάλι του προς τα έξω για να επιθεωρήσει την κατάσταση. Με μια γρήγορη εκτίμηση φάνηκε πως όλα ήταν εντάξει και μπορούσαμε να βγούμε. Όμως, κάτι τον προβλημάτιζε.

«Πού ξέρω ότι δεν θα μου έρθει τίποτα κατακέφαλα με το που ξεπροβάλλω από αυτή την τρύπα;», αναρωτήθηκε φωναχτά.

Αυτό το παιδί σκεφτόταν πολύ πρακτικά, τελικά.

«Ακούς τίποτα παράξενο; Προσωπικά, το μόνο που ακούω είναι τα πουλιά που διαγράφουν κύκλους, τις κραυγές των τραυματισμένων σκιέρ, τα κλάματα για όσους σκοτώθηκαν και τα λοιπά»

Ο Μάικλ τέντωσε τα αυτιά του για να συγκρίνει όσα άκουγε με τα λόγια μου. Σούφρωσε τα χείλη του προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στον παραμικρό ήχο κι ύστερα γύρισε προς εμένα κι έγνεψε καταφατικά.

«Ακούμε κι οι δυο τα ίδια», είπε.

Είδα ένα πετραδάκι να κατρακυλάει δίπλα μου και να καταλήγει στο κενό. Στην αρχή, το αγνόησα. Τι σημασία να είχε, άλλωστε, ένα μικρό πετραδάκι; Μέσα στην αφέλειά μου, ωστόσο, παρέβλεψα πως όσα συνέβαιναν δεν ήταν πρόθεση της φύσης. Το πετραδάκι ακολούθησε μια πέτρα και την πέτρα ακολούθησε σχεδόν ολόκληρο το πάνω μέρος του ανοίγματος, όπου είχαμε βρει καταφύγιο.

Ο Μάικλ με τράβηξε ενστικτωδώς στο κενό μαζί του. Το βάρος των σωμάτων μας αύξησε την ταχύτητα της πτώσης. Η λέξη «γκρεμοτσακιστήκαμε» αποκτούσε νέο νόημα μέσα σε όλο αυτό. Αν δεν είχε παραμείνει άθικτο ένα παχύ στρώμα χιονιού, θα σπάζαμε το κεφάλι μας.

«Αυτό δεν πόνεσε τόσο όσο περίμενα. Μάλλον, έχω συνηθίσει τώρα πια», αστειεύτηκε ο Μάικλ.

«Κι ακόμα είσαι μόνο στην αρχή. Κάτσε να περάσει ο πρώτος αιώνας της ζωής σου και μετά θα σου πω εγώ πώς θα είσαι», απάντησα δύσθυμα.

Εκείνος στριφογύρισε τα μάτια του ξεφυσώντας. Άραγε είχε τελειώσει η επίθεση ή αυτή ήταν απλά μια μικρή, πρώτη γεύση; Παρακολουθούσα ένα μικροσκοπικό κόκκαλο στην ανάστροφη της παλάμης μου που προσπαθούσε να επουλωθεί, αλλά ήταν στραβό. Χωρίς να το σκεφτώ, το τράβηξα στη σωστή θέση κι εκείνο επουλώθηκε κατευθείαν.

«Άουτς. Ανατρίχιασα και μόνο από τον ήχο»

«Λες και δεν έχεις σπάσει τίποτα στο παρελθόν»

«Άλλο αυτό κι άλλο ο ήχος που κάνουν τα κόκκαλα όταν τα ξαναβάζουμε στη θέση τους», επισήμανε ο Μάικλ.

Έχει ένα δίκιο, σκέφτηκα χαμογελώντας. Σε αυτό το σημείο τα χείλη μου τεντώνονταν από μόνα τους για να σχηματίσουν χαμόγελο. Μέσα μου ένιωθα τη χαρά ενός μικρού παιδιού που κατάφερε, επιτέλους, να δημιουργήσει μια σημαντική φιλία. Ο νέος μου φίλος βρισκόταν μόλις πέντε μέτρα μακριά μου και κοιτούσε περιμετρικά της πλαγιάς, έχοντας το νου του για κάποια ενδεχόμενη επίθεση κι εγώ αισθανόμουν τόσο περήφανος για εκείνον.

Κούνησα το κεφάλι μου για να βγω από αυτή τη διάθεση υπέρμετρης χαράς και περηφάνιας και να συγκεντρωθώ κι εγώ στο τι συνέβαινε γύρω μου. Τεχνικά, ο Μάικλ ήταν ανιψιός μου - νομίζω. Ποτέ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα με τα ανθρώπινα γενεαλογικά δέντρα για να γνωρίζω όλους τους τίτλους συγγένειας. Από την άλλη, στο πρόσωπό του είχα βρει κάποιον ο οποίος δεν με περνούσε από μικροσκόπιο μέχρι να μάθει πώς να συμβαδίζει μαζί μου.

Ιδέα μου είναι ή τα δέντρα μοιάζουν, ξαφνικά, νεκρά;

Δεν πρόλαβα να του φωνάξω για να τον προειδοποιήσω. Ούτε κι εκείνος πρόλαβε να γυρίσει προς εμένα και να μου πει να τρέξω, όπως είχε σκεφτεί να κάνει. Σκιές μας περικύκλωσαν από παντού και μας τύλιξαν σε ένα κουβάρι σκοταδιού. Όλο το φως του έξω κόσμου χάθηκε κι η δύναμη της μαγείας των εχθρών μας λειτουργούσε σαν γιγάντια χέρια, που μας βύθιζαν σταδιακά μέσα στην άβυσσο.

Ενεργοποίησα το χάρισμά μου και το ίδιο έκανε κι ο Μάικλ. Κάποιες από τις σκιές ξεκαθάρισαν κι αποκάλυψαν ανθρώπους με συνηθισμένα, βαρετά πρόσωπα ικανά να δώσουν τροφή σε κάθε είδους στερεότυπο για τους μάγους. Τους είδαμε να πισωπατούν κι αναθαρρήσαμε. Τέντωσα τα πόδια μου για να κάνω ένα πρώτο δειλό βήμα. Το σώμα μου μετατράπηκε σε αδιαπέραστο βράχο κι εγώ προετοιμάστηκα όσο καλύτερα μπορούσα για τη βολή που πίστευα ότι θα ερχόταν κατά πάνω μου.

Το μεγαλύτερό μου λάθος είναι πως δεν κοίταξα τον Μάικλ για να του δώσω το απαραίτητο σινιάλο να κινηθεί ταυτόχρονα μ' εμένα. Το χάρισμά του, δυνατό και ενίοτε θανάσιμο, δεν στάθηκε αρκετό για να τον σώσει. Τα χέρια των σκιών τυλίχθηκαν γύρω από το σώμα και το κεφάλι του σαν μακριά ξερόκλαδα με τρόπο που τον έκρυβαν από εμένα.

Ο Μάικλ επιστράτευσε κάθε πιθανή δυνατότητα που του πρόσφερε η υπερφυσική μας φύση, αλλά η θέλησή του λύγιζε όλο και περισσότερο μπροστά στην ένταση της μαγείας. Έβγαλε μια σειρά από μανιασμένες κραυγές, προσπαθώντας να ελευθερωθεί. Ακόμα κι αν τον έβλεπα δεν υπήρχαν και πολλά που θα μπορούσα να κάνω. Παρόλα αυτά, άπλωσα το χέρι μου ελπίζοντας να τον αγγίξω.

Το σώμα του αιωρήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να ενεργοποιήσω ξανά το χάρισμά μου, που μου επέτρεπε να έχω πρόσβαση στους χειρότερους εφιάλτες των άλλων. Αυτό που έκαναν στον Μάικλ ήταν από μόνο του ένας ζωντανός εφιάλτης και τον έβλεπα να εκτυλίσσεται ακριβώς μπροστά στα μάτια μου. Το άγχος και ο τρόμος με παρέλυσαν. Δεν είχα φοβηθεί ποτέ τόσο πολύ σε όλη μου τη ζωή. Πιθανότατα, δεν θα φοβόμουν τόσο ακόμα κι αν επρόκειτο για τον ίδιο μου τον εαυτό. Ένα πλάσμα που υποτίθεται πως έπρεπε να προσέχω κινδύνευε να γίνει μαριονέτα στα χέρια - ένας θεός ξέρει - πόσων μάγων.

Δεν τους άκουγα, δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τον αριθμό τους. Τα βήματά τους δεν άφηναν πατημασιές ούτε και ήχο, λες και πατούσαν στον αέρα. Ποιον να φωνάξω για βοήθεια; Κι αν υποθέσουμε ότι το έκανα, ποιος θα με άκουγε τόσα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι;

Ήμουν αποφασισμένος να θερίσω κεφάλια για να διώξω τον κλοιό που έσφιγγε όλο και περισσότερο γύρω από το λαιμό μου κι έκοβε κάθε παροχή οξυγόνου. Έριξα μια μπουνιά στα τυφλά και, μάλλον, πέτυχα κάποιον αόρατο στόχο - όποιος κι αν ήταν αυτός. Το θάρρος μου αναζωπυρώθηκε κι εγώ όρμησα με τα μούτρα στις σκιές. Έβλεπα, δεν έβλεπα, δεν είχε σημασία.

Ένιωσα το λαιμό κάποιου κοντά στην αριστερή μου παλάμη και, πολύ βολικά, τον έσφιξα μέχρι να ακούσω το πολυπόθητο «κρακ». Δεν ρίσκαρα να δαγκώσω. Είχαν έρθει τόσο καλά προετοιμασμένοι που είχαν σίγουρα πιει βερβένα κι εγώ χρειαζόμουν όση δύναμη μπορούσα να βρω μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό.

Ο Μάικλ αγκομαχούσε υπό την πίεση μαγικών κυμάτων που χτυπούσαν το στήθος του με την ορμή μιας στρατιάς μισθοφόρων, χωρίς την απολαυστική μυρωδιά της αλμύρας ή το αναζωογονητικό μούδιασμα από το κρύο μέσα στον κατάλευκο χειμώνα. Το κεφάλι του έγειρε προς τα πίσω και μια διακεκομμένη ανάσα διαλύθηκε μέσα στη μουντή ατμόσφαιρα. Τα χέρια του τυλίχθηκαν γύρω από μια άμορφη μάζα κι αρπάχτηκαν από αυτή, ενώ το ανοιχτό του στόμα έμενε σιωπηλό. Ακόμα και το υπερφυσικό του χάρισμα είχε πέσει σε λήθαργο και τον είχε προδώσει.

Το πρόσωπό του συσπάστηκε από μια επιθανάτια γκριμάτσα. Τα χέρια του έπεσαν στα πλάγια κι η καρδιά του σίγησε όσο εγώ κονταροχτυπιόμουν με τα ζωντανά φαντάσματα που κρύβονταν σαν τους δειλούς μες στην καταχνιά. Ο θόρυβος που έκανε το σώμα του όταν προσγειώθηκε στο έδαφος πνίγηκε από το πάχος του χιονιού, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να μη φτάσει στ' αυτιά μου.

Το παγωμένο βλέμμα του, στυλωμένο για πάντα στον ουρανό που δεν πρόλαβε να ξαναδεί αποτυπώθηκε σε κάθε γωνία του μυαλού μου. Οι σκιές διαλύθηκαν μετά την τελευταία του ανάσα, σαν χορωδία που ολοκλήρωσε την παράστασή της κι ήταν ώρα να φύγει.

Βιάστηκα να κάνω τις χειρότερες σκέψεις, καθαρά από ένστικτο. Ο κόσμος υποχωρούσε κάτω από τα πόδια μου, η Γη έμοιαζε ακόμα πιο αφιλόξενη, οι μάγοι άσπλαχνοι και άκαρδοι - χειρότεροι ακόμα κι από εμάς. Είχα το άσχημο προαίσθημα ότι εκείνος δεν θα ξυπνούσε ποτέ μετά από αυτό. Γονάτισα δίπλα του κι έκλεισα τα μάτια του με τα δάχτυλά μου, όπως είχα κάνει πολλές φορές στο παρελθόν - τότε που ο αδερφός μου κι εγώ είμαστε συνηθισμένοι στο να σκηνοθετούμε το θάνατό μας και ενίοτε αλληλοσκοτωνόμασταν επίτηδες.

Τι έπρεπε να αναθεματίσω πρώτα; Τη μοίρα, την καταραμένη γενιά του αίματός μας; Ποια από όλα εκείνα τα λόγια που ανυπομονούσα να ξεστομίσω κι από τις βλαστήμιες που απειλούσαν να εκτοξευτούν από το στόμα μου θα είχαν το παραμικρό νόημα τώρα;

«Κριστίνα!», ούρλιαξα μέσα στο απόλυτο τίποτα. Οι άνθρωποι βρίσκονταν αρκετά μακριά μας και, ευτυχώς, δεν είχαν σταθεί μάρτυρες του τι είχε λάβει χώρα νωρίτερα. Εξάλλου, το σύμπαν δεν είχε φερθεί καλά ούτε σ' εκείνους. Δεν ένιωσα την ανάγκη να δακρύσω, αλλά το μέσα μου θρηνούσε σπαρακτικά. Κρυφοκοίταξα μέσα από τις ξανθές μπούκλες μου προς τη μεριά του και η ταραχή μου μειώθηκε ελαφρώς.

Έμοιαζε υπερβολικά αθώος, έτσι όπως το πρόσωπό του φωτιζόταν από το θαμπό φως του ήλιου, φιλτραρισμένο από τα αραιά γκρίζα σύννεφα. Στα δικά μου μάτια ήταν ένας μικρός ήρωας. Το συνειδητοποίησα ευθύς μόλις τον άκουσα να αναπνέει. Άφησα τα συναισθήματά μου και τις αντιδράσεις του σώματός μου να μπουν σε τάξη από μόνες τους κι όρθωσα το ανάστημά μου πάνω στο χιόνι, γελώντας όσο πιο δυνατά μου επέτρεπαν οι πνεύμονες κι οι φωνητικές μου χορδές.

Είχαμε χάσει τη μάχη, αλλά είχαμε κερδίσει στη ζωή. Η μαγεία τους δεν μας τσάκισε. Προς το παρόν...

*

Ο Μάικλ σκεφτόταν πως είχε νιώσει τον εαυτό του να πεθαίνει, αλλά δεν ένιωθε νεκρός. Απέναντί του στεκόταν ένας βαρκάρης που του έγνεφε να πλησιάσει. Εκείνος τραβήχτηκε προς τα πίσω αφήνοντας τους ενδοιασμούς να υπερισχύσουν έναντι της λογικής που του έλεγε να διερευνήσει την κατάσταση. Η όχθη της τεράστιας λίμνης, τα όρια της οποίας χάνονταν στον ορίζοντα σαν ξεβαμμένη τέμπερα σε σκούρο μπλε, τον προκαλούσε να βυθιστεί μέσα της.

Θα ορκιζόμουν ότι ακούω φωνές μέσα από τη λίμνη, έλεγε από μέσα του.

Ένα κοκαλιάρικο, κουρελιασμένο χέρι αναδύθηκε από το νερό προσπαθώντας να πιαστεί από κάπου. Ο βαρκάρης αντέδρασε λες κι ήταν συνηθισμένος να βλέπει αυτό το σκηνικό κάθε μέρα. Για πόσα χρόνια, άραγε; Χτύπησε δυνατά το χέρι με το κουπί του κι εκείνο βυθίστηκε αμέσως.

«Τι ήταν αυτό; Και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, πού ακριβώς υποτίθεται ότι βρίσκομαι;», ρώτησε ο Μάικλ.

Ο βαρκάρης μούγκρισε βραχνά δίχως να του δώσει απάντηση. Έτεινε για άλλη μια φορά το χέρι του προς τη βάρκα, ζητώντας του να τον ακολουθήσει. Ο Μάικλ είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για τις νοητικές ικανότητες του πλάσματος στη βάρκα. Σίγουρα δεν ήταν το είδος ατόμου με το οποίο θα μπορούσε να πιάσει μια πολιτισμένη συζήτηση.

Η βάρκα ήταν από ξύλο και ταλαντεύτηκε βίαια πάνω στο νερό με το που πάτησε το πόδι του μέσα. Έγειρε την πλάτη του όσο πιο πίσω μπορούσε για να αποφύγει τα μάτια του βαρκάρη, τα οποία ένιωθε να τον καρφώνουν σαν σκουριασμένες πρόκες κάτω από τη μαύρη κουκούλα του. Πώς να έμοιαζε το πρόσωπο του στην πραγματικότητα, αναρωτιόταν. Ο παφλασμός της λίμνης την ώρα που το κουπί διέλυε τη σύνθεσή της τον ηρεμούσε. Μπορεί το μέρος να έμοιαζε ανατριχιαστικό, ωστόσο η μυρωδιά της λίμνης ήταν ευχάριστη. Δεν μύριζε σήψη και θάνατο.

Όταν, επιτέλους, πάτησε το πόδι του στην αντίπερα όχθη ο Μάικλ ξεφύσησε δυνατά και φρόντισε να το κάνει αρκετά δυνατά για να φτάσει στ' αυτιά του δύστροπου και σιωπηλού βαρκάρη. Εκείνος αντέδρασε σαν να μην τον είχε ακούσει ποτέ και ξαναμπήκε στη βάρκα του χωρίς, όμως, να φύγει. Έμοιαζε να περιμένει κάτι να συμβεί ή κάποιον να εμφανιστεί.

«Έχω αρχίσει να φρικάρω, διάολε», μουρμούρισε ο Μάικλ σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.

Δεν είχε καμία απολύτως ιδέα τι έπρεπε να κάνει. Πουθενά δεν φαινόταν κάποια έξοδος διαφυγής. Μπροστά του έβλεπε κάτι σαν βαριά πόρτα κι ακριβώς από πίσω του ήταν η όχθη της λίμνης, την οποία δεν διακινδύνευε να διασχίσει κολυμπώντας. Ιδιαίτερα υπό το επίμονο βλέμμα του βαρκάρη που ήταν ικανό να τρυπήσει μέχρι και κόκαλο.

«Ευχαριστώ που οδήγησες τον επισκέπτη μας ως εδώ, Βοξ. Αναλαμβάνω εγώ τώρα», ακούστηκε να λέει μια αντρική φωνή.

Ο βαρκάρης έγνεψε χαμηλώνοντας το κεφάλι του και απομακρύνθηκε με κινήσεις που έμοιαζαν μηχανικές.

«Τον φωνάζετε Βοξ*; Σοβαρά τώρα;», αναρωτήθηκε φωναχτά ο Μάικλ.

«Είναι το παρατσούκλι του. Βοξ, ο σιωπηλός βαρκάρης. Κάποτε, ένας προηγούμενος Δράκος είχε ράψει το στόμα του με χοντρό σπάγκο κι οι φήμες λένε πως ο καημένος ο Τζίλιαν δεν ξαναμίλησε έκτοτε. Εκτός κι αν τον πετύχει κανείς στις καλές του, οπότε ίσως και να εισπράξει ένα μουγκρητό ή κάποια μονολεκτική απάντηση»

Ο άντρας είχε σχεδόν το ίδιο ανάστημα με τον Μάικλ. Ξεπρόβαλλε από το σκοτάδι καλυμμένος με έναν άλικο μανδύα που έκρυβε το πρόσωπό του.

«Εμείς οι δυο πρέπει να κάνουμε μια επείγουσα συζήτηση», του είπε.

«Δεν έχω να πω τίποτα με κάποιον ο οποίος διστάζει να μου δείξει το πρόσωπό του», ξεκαθάρισε εκείνος.

Ο ξένος γέλασε σαρκαστικά. Ήταν σαν να περίμενε τη στάση του και να είχε ήδη προετοιμάσει την κατάλληλη απάντηση. Άπλωσε τα χέρια του πάνω από το πρόσωπό του κι έριξε προς τα πίσω την κουκούλα του μανδύα του, αφήνοντας το Μάικλ άναυδο και παγωμένο.

«Και τώρα, ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα μας», ανακοίνωσε ο άντρας με τα ασημένια μαλλιά και το κατάλευκο δέρμα.

Ο Μάικλ δάγκωνε με πείσμα τη γλώσσα του για να μην πει κάτι που δεν έπρεπε, τη στιγμή που δεν έπρεπε. Το μούδιασμα στα άκρα του επεκτεινόταν με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε και κατέληγε να δημιουργεί μια σφαίρα συμπιεσμένου αέρα γύρω από το κεφάλι του.

«Εγώ και τ' αδέρφια μου έχουμε στην κατοχή μας μια καρδιά που εξακολουθεί να χτυπάει, παρόλο που το σώμα που τη φιλοξενούσε είναι νεκρό εδώ και καιρό. Ο λόγος που σε καλέσαμε εδώ είναι επειδή γνωρίζουμε πως συνδέεσαι με τον ιδιοκτήτη της»

«Και τι ακριβώς περιμένετε να σας πω; Αν βρήκατε εμένα, ξέρετε πού να βρείτε κι εκείνον. Αν και πιστεύω ότι δεν θα είναι ιδιαίτερα διαλλακτικός. Έχει μήνες να μιλήσει. Μια από τις συνέπειες του να είναι κανείς νεκρός, ξέρεις», ειρωνεύτηκε ο Μάικλ προτάσσοντας το στήθος του σε θέση επιφυλακής.

Ο Δράκος στριφογύρισε τα μάτια του κι ανεβοκατέβασε τους ώμους του σε ένδειξη αγανάκτησης. Δεν του άρεσαν και πολύ αυτού του είδους οι εξυπνάδες.

«Περπάτησε μαζί μου», είπε στον Μάικλ με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Με μια κίνηση του χεριού του μια πύλη άνοιξε μπροστά τους σαν υπήρχε εκεί από πάντα. Ο Μάικλ στάθηκε δίπλα στο Δράκο πάνω σε ένα πέτρινο μονοπάτι που οδηγούσε στην άλλη άκρη μιας πανάρχαιας πόλης.

«Οι επικίνδυνες ιδέες φέρνουν κι επικίνδυνα αποτελέσματα», μουρμούρισε ο Δράκος την ώρα που μια μαυροντυμένη φιγούρα περνούσε από μπροστά τους.

Το σώμα της ήταν μικροκαμωμένο και θηλυκό, ειδικά έτσι όπως τυλιγόταν γύρω του ο μανδύας που το κάλυπτε κάθε φορά που φυσούσε. Η γυναίκα ήταν επιφυλακτική και έλεγχε κάθε λεπτό που περνούσε έλεγχε αν την είχε ακολουθήσει κάποιος. Η αγκαλιά της ήταν γεμάτη με αντικείμενα, τα οποία ήταν σφιχτοδεμένα σε ένα σάκο από δέρμα.

Έτρεχε κι η ανάσα της έβγαινε λαχανιασμένη. Έπρεπε να βιαστεί να φτάσει στον προορισμό της ακριβώς τη στιγμή που η πανσέληνος θα βρισκόταν στο κέντρο του ουρανού. Η θέση της Σελήνης ήταν πολύ σημαντική για τη δουλειά που ετοιμαζόταν να κάνει.

Κάτω από το φεγγαρόφωτο, ο Μάικλ αναγνώρισε το πρόσωπο της Δάφνης. Εκείνη δεν μπορούσε να τον δει, ωστόσο έριξε αρκετές κοφτές ματιές προς τη μεριά του.

«Τι κάνει;», αναρωτήθηκε φωναχτά.

«Κάτι απίστευτα επικίνδυνο, χωρίς καν να υπολογίζει τις συνέπειες», απάντησε ο Δράκος.

Κάπου στον ορίζοντα το βλέμμα του Μάικλ συνάντησε ένα μεγάλο τριγωνικό σχήμα, φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από τεράστιες πέτρες τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη. Η Δάφνη μπήκε μέσα στο μεγάλο τρίγωνο και γονάτισε τρέμοντας - πότε από φόβο και πότε από ευλάβεια.

Κάτι κουνήθηκε μέσα στο σάκο της. Τα λεπτά της δάχτυλα άνοιξαν τον κόμπο στην άκρη του και μες στα χέρια της εμφανίστηκε ένα μικρό, λευκό κουνέλι. Το άμοιρο πλάσμα πάλευε να της ξεφύγει με όλες του τις δυνάμεις, αλλά εκείνη το κρατούσε γερά.

«Δεν θα μου φύγεις», του ψιθύρισε σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά τη δεινή κατάστασή του.

Ο Δράκος χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του και το ύφος του προσώπου του έγινε σκληρό. Κοιτούσε επίμονα τη Δάφνη χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τις κινήσεις των χεριών της. Αραιά και πού βλεφάριζε για να διώξει κάποια ανεπιθύμητη σκέψη, αλλά το υπόλοιπο σώμα του παρέμενε στυλωμένο σαν μαρμάρινο άγαλμα.

Μια απότομη λάμψη πέρασε μπροστά από τα μάτια τους και λίγο αργότερα τα σημάδια του φονικού έγιναν εμφανέστατα πάνω στις άγριες πέτρες και το χωμάτινο έδαφος. Η Δάφνη σήκωσε το κουνέλι στον ουρανό και φώναξε πως αφιέρωνε εκείνη τη θυσία στη μία και μοναδική Εκάτη, την αφέντρα του ουρανού, του νερού και της γης. Πάνω στο αίμα που είχε βάψει κόκκινα τα πάντα γύρω από τα γόνατά της έριξε μερικά χρυσά κέρματα κι ένα ζευγάρι μακριά σκουλαρίκια, γεμάτα με πολύτιμους λίθους.

Τα χέρια της μικροκαμωμένης μάγισσας φωτίστηκαν από τις φλόγες που την κύκλωσαν και το σώμα της έμοιαζε πια σαν να ήταν φτιαγμένο από πυρακτωμένο σίδερο. Σηκώθηκε όρθια και τα κυματιστά καστανά μαλλιά της ανέμισαν προς τα πίσω από τη δύναμη της μαγείας.

«Η θυσία σου έγινε αποδεκτή, γυναίκα. Σε ακούω, λοιπόν. Ποιο είναι το αίτημά σου;», ρώτησαν ταυτόχρονα τρεις διαφορετικές γυναικείες φωνές.

«Μητέρα, θεά και κόρη αυτό που σου ζητώ είναι κάτι που έχεις ξανακάνει στο παρελθόν. Η μόνη διαφορά σε σχέση με τότε είναι πως εγώ είμαι διατεθειμένη να θυσιάσω ακόμα περισσότερα για να χαίρω της διαρκούς εύνοιάς σου», απάντησε η Δάφνη.

«Δύστυχη μητέρα. Ο γιος σου είναι ήδη νεκροφιλημένος κι εσύ θέλεις να τον κρατήσεις στον κόσμο των ζωντανών πάση θυσία»

«Μην τον αφήσεις να χαθεί. Φώτιζε το δρόμο του Ορφέα μου για να γυρίζει πίσω σ' εμένα κάθε φορά που η ζωή τον επιστρέφει στα ανάκτορα του Άδη κι εγώ θα φροντίσω να σου παρέχω όσα ζητήσεις σε ανταμοιβή»

Η Εκάτη έμεινε σιωπηλή. Για πρώτη φορά, οι τρεις μορφές της πήραν σχήμα μέσα από το φεγγαρόφωτο, τη φωτιά και τη στάχτη και το βλέμμα τους προσγειώθηκε κατευθείαν πάνω της.

«Και τι το ιδιαίτερο έχει ο δικός σου Ορφέας που δεν το είχε κι ο προηγούμενος; Μεταξύ μας, όλες μας ξέρουμε πού κατέληξε εκείνος»

«Οι προφητείες τον προορίζουν για την αθανασία. Κράτησέ τον μακριά από τον Άδη και σου ορκίζομαι σε όλους τους θεούς πως όσες ζωές θα θερίζει ο γιος μου στο μέλλον, θα είναι δικές σου»

Η τρισυπόστατη θεά έκλινε και τα τρία της κεφάλια, αποδεχόμενη την προσφορά.

«Μερικές για μένα και μερικές για τον Άδη για να κατευνάσουν την οργή του που θα του τον στερήσουμε», είπε στη Δάφνη - αυτή τη φορά με μια και μοναδική φωνή η οποία ήταν μελιστάλακτη.

Ο Μάικλ κόντευε να χάσει τα λογικά του. Τίναξε μερικές φορές το κεφάλι του, ώστε να είναι σίγουρος πως όσα είχε ακούσει ήταν σωστά. Αυτή, λοιπόν, ήταν η απάντηση στο ερώτημα γιατί ο σωσίας του είχε κλείσει τη Δάφνη στην κρύπτη.

«Προτίμησε να κάνει το γιο της μια δολοφονική μηχανή προκειμένου να μην τον χάσει. Κι όλα αυτά έγιναν επειδή η όψη του παιδιού της της θύμιζε εκείνη του πατέρα του. Του άντρα από τον οποίο την είχαν απομακρύνει βάναυσα προτού εκείνο γεννηθεί», σχολίασε ο Δράκος απαντώντας σε όλα τα ερωτήματα του Μάικλ.

«Πώς το ξέρεις;»

Και τότε ο Δράκος γέλασε τρανταχτά.

«Είμαι απλώς ένας ακόμα Ορφέας», αρκέστηκε να απαντήσει.

*Βοξ (Vox - Λατινικά): η φωνή

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro