Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Αποκαλύψεις

 Κοίταξα τη μισοτελειωμένη κούπα καφέ μπροστά μου και τη στριφογύρισα ανάμεσα στα χέρια μου. Στο απέναντι τραπέζι από το δικό μου καθόταν μια παρέα κοριτσιών κι αγοριών που γελούσαν δυνατά. Έκαναν γκριμάτσες, χειρονομίες, έλεγαν αστεία και προκαλούσαν το χαχάνισμα των φίλων τους. Στιγμές σαν κι αυτή ένιωθα απίστευτα μόνη. Το πρόσωπο μου σκοτείνιασε ξαφνικά. Δεν άντεχα άλλο να τους βλέπω να είναι τόσο χαρούμενοι.

Άφησα ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι μου κι άνοιξα την πόρτα να φύγω. Τότε, κάπου στο βάθος του καφέ, άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομα μου. Δεν ήμουν ιδιαίτερα πρόθυμη να δω ποιος ήταν. Εξάλλου, θα μπορούσαν να φωνάζουν οποιαδήποτε, σωστά;

Έμεινα ακίνητη για αρκετά λεπτά και μερικοί από τους πελάτες μου έριχναν αγριεμένες ματιές που άφηνα το κρύο να μπει μέσα στο ζεστό χώρο. Ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο μου και με τράβηξε απαλά προς τα πίσω. Τα μάτια μου συνάντησαν ένα ζευγάρι γαλάζια μάτια κι ένα πλατύ χαμόγελο σε ένα πρόσωπο γεμάτο μικρές φακίδες. «Συγνώμη αν σε τρόμαξα», απολογήθηκε ο κάτοχος τους. Έγνεψα προβάλλοντας ένα βεβιασμένο χαμόγελο και τον ακολούθησα στο τραπέζι του. «Είμαι ο Ντάμιεν», μου συστήθηκε κι έτεινε το χέρι του για χειραψία. Ιδέα μου είναι ή αυτός μιλάει σκωτσέζικα; Αναρωτήθηκα από μέσα μου.

«Πώς ξέρεις ποια είμαι;»

«Πολλοί ξέρουν ποια είσαι. Λίγοι, όμως, βρίσκουν το θάρρος να σε πλησιάσουν. Υπάρχει κάτι στην αύρα σου που τους αποθαρρύνει»

«Πολύ αστείο», η σοβαροφάνεια μου ταρακούνησε τον Ντάμιεν και τελικά τον ανάγκασε να μπει στο θέμα

«Έχεις δει τον Μάικλ τελευταία;»

Άλλη μια έκπληξη από αυτόν το μυστηριώδη ξένο. Δεν ήξερε μόνο για μένα αλλά και για εκείνον.

«Όχι», απάντησα ξερά γνωρίζοντας πως μέσα μου η αγωνία μου έτρωγε τα σωθικά

Ο Ντάμιεν χαμογέλασε στραβά και τράβηξε την καρέκλα του προς τα πίσω.

«Δεν πειράζει, θα τον βρω μόνος μου»

Εκείνη τη στιγμή, τον άρπαξα από το μανίκι και του έκανα νόημα να καθίσει και πάλι στην καρέκλα του. Ο Ντάμιεν δεν προέβαλε αντίσταση, παρόλο που από το ύφος του φαινόταν σαν το είχε σκεφτεί. Τα πολυσύχναστα μέρη δεν ήταν και το ιδανικό σημείο για σκηνές έντασης. Τα δάχτυλα του χτυπούσαν ρυθμικά στο ξύλινο τραπέζι ενώ τα μάτια του παρέμεναν προσηλωμένα πάνω μου. Κάτι κρυβόταν πίσω από εκείνο το ψυχρό γαλάζιο.

«Είσαι κι εσύ βρικόλακας», συμπέρανα ψιθυριστά. Ο Ντάμιεν άρχισε να γελάει καλύπτοντας το στόμα του με την παλάμη του για να μην ακούγεται δυνατά. «Μάλλον έχεις το χάρισμα να μην σου περνάει τίποτα απαρατήρητο», αστειεύτηκε. Αναστέναξα και στριφογύρισα τα μάτια μου. Αν αυτό ήταν προσπάθεια για φλερτ, είχε ήδη αποτύχει.

«Μη φοβάσαι, δεν σου την πέφτω. Ο Μάικλ θα με έγδερνε αν το έκανα... Ή, μάλλον, θα έκανε χειρότερα»

«Κάτι πάει λάθος, παραδέξου το. Είτε εκείνος έπαθε κάτι είτε έκανε κάτι σε κάποιον άλλον»

«Είσαι σίγουρη ότι δεν μπορείς να διαβάσεις το μυαλό μου; Θα ήταν άβολο αλλά ταυτόχρονα χρήσιμο αν μπορούσες... Τέλος πάντων, η απάντηση είναι και τα δυο»

«Δηλαδή;»

«Δεν μπορώ να σου πω τίποτα παραπάνω μέχρι να τον βρούμε. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σε προειδοποιήσω. Είναι θανάσιμα επικίνδυνος»

Θανάσιμα επικίνδυνος, επανέλαβα από μέσα μου. Είχα ακούσει την ίδια φράση πολλές φορές στο παρελθόν. Από την άλλη, θα έπρεπε να νιώθω τυχερή που κανένας από τους βρικόλακες που είχα συναντήσει ως τώρα δεν ήθελε να μου επιτεθεί. Ο Μάικλ είχε παρασυρθεί από τα ένστικτα του και παραλίγο να με βλάψει, αλλά στο τέλος προτίμησε να πληγώσει τον εαυτό του αντί για μένα.

Το βράδυ που ακολούθησε ήταν μια νύχτα χωρίς ύπνο. Ένιωθα λες και μια πέτρα πλάκωνε το στήθος μου και μου έκοβε την ανάσα. Η Λόρι δεν είχε γυρίσει στο δωμάτιο. Όσο κι αν δεν το ήθελα, κατά ένα τρόπο τη μισούσα. Ή, μάλλον, τη ζήλευα θανάσιμα. Εκείνη μπορούσε να απολαύσει μερικές στιγμές χαράς, ενώ εγώ δεχόμουν απανωτά χτυπήματα για άλλη μια φορά.

Ο Μάικλ είχε πάθει κάτι άσχημο κι αυτό τον έκανε να βλάψει άλλους.

Δεν μπορούσα με τίποτα να το χωνέψω. Έμοιαζε με πικρό φαρμάκι που δεν έλεγε να με αφήσει να το καταπιώ. Με έθλιβε το να γνωρίζω πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το αλλάξω. Το κίτρινο τριαντάφυλλο δίπλα μου λειτουργούσε σαν στήριγμα. Όμορφο και έντονο μέσα στο γυάλινο βαζάκι του γέμιζε το χώρο με τη θεσπέσια μυρωδιά του. Για μένα, το κίτρινο δεν ήταν απλά το χρώμα της χαράς. Μου θύμιζε, επίσης, το – πλέον – χρυσό χρώμα των ματιών του Μάικλ. Για μια στιγμή ανακάλεσα στη μνήμη μου τον τρόπο με τον οποίο τα δάχτυλα μου άγγιζαν τις γωνίες του προσώπου του, το πώς ο αντίχειρας μου περνούσε πάνω από τα χείλη του, το πώς το σώμα μου τεντωνόταν ενστικτωδώς προς τα πίσω κάθε φορά που μου έδινε το σήμα για κάτι παραπάνω.

Πήρα το κινητό μου στο χέρι μου και βάλθηκα να κοιτάζω τις φωτογραφίες που με είχε αφήσει να τον τραβήξω στο παλιό εξοχικό της οικογένειας του. Χαμογέλασα θλιμμένα στη σκέψη ότι τον είχα αφήσει να φύγει.

Ο Μάικλ ήταν διπολικός. Υπήρχαν στιγμές που έπεφτε σε κατάθλιψη η οποία διαρκούσε ώρες ή, κάποιες φορές, μέρες. Άλλοτε, πάλι, γελούσε και συμπεριφερόταν σαν να ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Δεν υπήρχε τίποτα που δεν μπορούσε να διορθωθεί με μια αγκαλιά ή με ένα χάδι. Όμως, ο Μάικλ ήταν, ταυτόχρονα, και πιεσμένος. Ένιωθε το βάρος των προσδοκιών των άλλων να τον καταπλακώνει, έβλεπε τους ανθρώπους γύρω του να αλλάζουν στάση, να τον συγκρίνουν με το σωσία του. Κι αυτό δεν του άρεσε...

Ήθελα πολύ να γυρίσει, να έχω την ευκαιρία να τον κοιτάξω κατάματα και να του πω ότι όλα θα έφτιαχναν. Από την άλλη, σκεφτόμουν ότι ίσως ήταν καλύτερα να μείνει μακριά απ' όλους μας. Ήταν εγωιστικό από μέρους μου να κοιτάζω μόνο πώς θα ικανοποιήσω τις δικές μου ανάγκες.

Δεν κατάλαβα πότε και πώς με πήρε ο ύπνος. Πρέπει, όμως, να ήταν κάπου στις έξι το πρωί. Στο ενδιάμεσο διάστημα, η Λόρι είχε επιστρέψει στο δωμάτιο χωρίς να με ενοχλήσει. Ήταν αρκετά κουρασμένη για να συνεννοηθεί με άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Γέλασα πνιχτά αφού πρόσεξα το ιδρωμένο της πρόσωπο με το χαλασμένο μακιγιάζ και τα μπερδεμένα της μαλλιά και τότε ήταν που αποκοιμήθηκα.

*

Ο Μάικλ περπατούσε ξυπόλυτος στο ξύλινο σπίτι με τα δυο πατώματα, το οποίο ο Μάικλ Τζόζεφ είχε αφήσει στην εντέλεια. Μάλιστα, όλη αυτή η οργάνωση του έδινε την εντύπωση πως ο σωσίας του ήλπιζε να επιστρέψει σύντομα. Δεν είχε υπολογίσει πως θα έβρισκε στο δρόμο του την Κριστίνα, σκέφτηκε. Έχοντας αποκτήσει μια ξεκάθαρη ιδέα για το γούστο του Μάικλ Τζόζεφ, ο Μάικλ δεν περίμενε το σπίτι να είναι διακοσμημένο με αυτό τον τρόπο. Τα έπιπλα ήταν στην πλειονότητα τους λευκά, δημιουργώντας έναν ωραίο συνδυασμό χρωμάτων με το ξύλο στο δάπεδο και τους τοίχους στο χρώμα της κόκκινης ώχρας.

Στο τραπεζάκι του σαλονιού βρισκόταν ένα μισοτελειωμένο βιβλίο στα γερμανικά. «Πόσες γλώσσες ήξερες;», αναρωτήθηκε ο Μάικλ φωναχτά. Η απάντηση ήρθε από μόνη της με μια ματιά στις δυο τετραώροφες βιβλιοθήκες, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στα αριστερά μιας μεγάλης πλάσμα τηλεόρασης έτσι ώστε να σχηματίζουν γωνία μεταξύ τους. Εκεί υπήρχαν τοποθετημένα με απόλυτη ακρίβεια και ταξινομημένα ανά ύψος βιβλία στα ελληνικά, τα ισπανικά, τα γερμανικά, τα φινλανδικά, τα ρώσικα και κάμποσες άλλες γλώσσες. Ο Μάικλ τράβηξε από περιέργεια ένα που είχε χαραγμένο στο δερματόδετο εξώφυλλο του έναν ήλιο να δύει. Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε έντεχνα τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλα του ίδιου χρώματος ώστε να μην είναι τόσο εύκολο σε κάποιον να το ξεχωρίσει. Πράγματι, έμοιαζε τιποτένιο μπροστά στους άλλους σκληρόδετους τόμους.

Ο Μάικλ πήρε θέση στην άκρη του τριθέσιου καναπέ κι άνοιξε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα. Η γραμματοσειρά του έμοιαζε με εκείνες παλιών τυπογράφων. Ίσως και να ήταν γραμμένο έτσι. Ο τίτλος έγραφε Από στιγμή σε στιγμή και, για καλή του τύχη, σηματοδοτούσε πως όσα θα έβλεπε στις επόμενες σελίδες ήταν γραμμένα στα αγγλικά.

Η γυναίκα ήταν γονατισμένη στο πάτωμα χωρίς να βγάζει λέξη από το στόμα της. Ταπεινωμένη από την αμαρτία που την είχαν πείσει ότι βάραινε τις πλάτες της, καθόταν έτσι με τις ώρες να ανακαλεί στη μνήμη της πού είχε φταίξει. Πριν δύσει ο ήλιος, μια σιγανή ευχή ξεπήδησε από μέσα της και χάθηκε με το τελευταίο φως της μέρας.

Ξαφνικά, το πλάσμα που μεγάλωνε μέσα της κουνήθηκε σε διαμαρτυρία. Μόνο τότε η γυναίκα συνειδητοποίησε ότι είχε παραμείνει νηστική για περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Με μια μόνο διαταγή της, οι υπηρέτριες γέμισαν το δωμάτιο με φαγητά και αφεψήματα για τη ναυτία. Ο δυνατός χτύπος που ακούστηκε στην πόρτα έκανε τα πράσινα μάτια της να στραφούν αλλού με τρόμο. Ο άντρας που στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας την κάρφωνε επίμονα με το βλέμμα του. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Το μίσος έβραζε μέσα του κι οι παλάμες του ήταν σφιγμένες σε γροθιές.

Τα πράσινα μάτια της γυναίκας γέμισαν με δάκρυα, έτοιμα να τρέξουν ανά πάσα στιγμή. «Μη με πλησιάσεις», ψιθύρισε με τρεμάμενα χείλη. Εκείνος ο ψίθυρος όμως, παρότι αρκετά δυνατός, δεν άγγιξε τ' αυτιά του.

Ο Μάικλ ξεφύλλισε τις υπόλοιπες σελίδες περνώντας τις με γρήγορες ματιές. Στο τέλος του βιβλίου είδε γραμμένη μια φράση που τον έκανε να τρανταχτεί σύγκορμος. «Εμπνευσμένο από τις αναμνήσεις της Δάφνης».

Ήρθα εδώ για να βρω την ησυχία μου και μόνο αυτή δεν βρήκα

Στο υπνοδωμάτιο του Μάικλ Τζόζεφ, ο Μάικλ βρήκε ένα διπλό κρεβάτι στρωμένο με μεταξένια υφάσματα σε βυσσινί χρώμα. Στριφογύρισε αργά τα μάτια του ξεφυσώντας. Ο Μάικλ Τζόζεφ θα έπρεπε να έχει ξοδέψει πολλά λεφτά εκεί μέσα. Κι ούτε λόγος για το πού τα βρήκε, συμπλήρωσε από μέσα του.

Τα μάτια του Μάικλ αντιλήφθηκαν την ύπαρξη ενός μεγάλου λάπτοπ πάνω στο κομοδίνο, το οποίο φαινόταν τόσο ακριβό όσο και τα υπόλοιπα αντικείμενα στο σπίτι. Κάθισε αργά στην άκρη του κρεβατιού και το πήρε στα πόδια του, ανοίγοντας διστακτικά το καπάκι. Πολύ βολικά το λάπτοπ ήταν κλειδωμένο με σύστημα αναγνώρισης προσώπου. Εύκολο, σκέφτηκε ο Μάικλ και γέλασε με τον εαυτό του. Το σύστημα πράγματι τον μπέρδεψε με το σωσία του δίνοντας του, έτσι, πρόσβαση σε όλα τα αρχεία. Η επιφάνεια εργασίας είχε για φόντο ένα πίνακα του Ντελακρουά. Τα σκούρα χρώματα του πίνακα έσπαγαν δεκάδες φάκελοι και συντομεύσεις αρχείων. Ο Μάικλ άνοιξε τυχαία έναν και βρέθηκε αντιμέτωπος με καμιά δεκαριά βίντεο, ο πρωταγωνιστής των οποίων ήταν ο σωσίας του. Όλα τους ήταν αριθμημένα κι έφεραν τον τίτλο «Εξομολόγηση».

«Έχω την εντύπωση πως κάποιες φορές ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού μου είμαι εγώ ο ίδιος», ξεκινούσε να λέει ο Μάικλ Τζόζεφ στο πρώτο βίντεο. Ο Μάικλ είχε προετοιμαστεί για το περιεχόμενο του, καθησυχάζοντας τον εαυτό του με μια πληθώρα σκέψεων. «Κάθομαι κλεισμένος εδώ μέσα μπροστά από μια οθόνη κι αναλογίζομαι όσα έχω κάνει. Και καταλήγω στο ότι έχω βαρεθεί να ζω έτσι. Είμαι άρρωστος. Ή, τουλάχιστον, έτσι νιώθω. Ψυχικά άρρωστος. Υπάρχει ένα τέρας μέσα μου, μια άλλη... οντότητα. Και μου ρουφάει τη ζωή. Έκανα τα πάντα. Ζήτησα βοήθεια από τις μάγισσες για να το ξεφορτωθώ κι εκείνες μου γύρισαν την πλάτη. Αυτές οι τρεις γριές σκύλες...

Αλλά εγώ είμαι χειρότερος από εκείνες. Μέχρι τώρα, αυτό που έβλεπαν ήταν το καλό μου πρόσωπο. Καιρός να με δουν κι απ' την ανάποδη. Δεν θα τους αρέσει, αλλά η αλήθεια είναι πάντα άσχημη. Αν εκείνες νομίζουν ότι μπορούν να με χρησιμοποιούν κατά πώς τις συμφέρει, τότε ας θυμούνται ότι έμπλεξαν με το λάθος κάθαρμα – όχι, δεν ντρέπομαι για το στόμα που έχω. Ας θυμούνται, επίσης, ότι δεν είμαι βλάκας.

Έκανα ένα βήμα πριν από εκείνες κι αυτό που εξασφάλισα είναι μια δικλείδα ασφαλείας σε περίπτωση που μου συμβεί κάτι. Έφτιαξα έναν σωσία. Δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να με σκοτώσει πριν ολοκληρώσω αυτά που θέλω να κάνω. Σε περίπτωση που κάποιος με βγάλει από τη μέση, θα υπάρχει εκείνος.

Έχω κλειδώσει το λάπτοπ με αναγνώριση προσώπου για να είμαι σίγουρος πως ο μοναδικός που θα δει αυτά τα βίντεο θα είναι εκείνος. Προς τον μελλοντικό μου θεατή, λοιπόν, έχω να πω το εξής: όσα θα δεις εδώ μέσα αποτελούν μια μικρή κατάθεση ψυχής. Θα σου πω όλα όσα πρέπει να γνωρίζεις με την προϋπόθεση ότι θα τα κρατήσεις μέσα σου για όσο περισσότερο μπορείς. Ενδεχομένως να μην είμαι παρών όταν βρεις αυτά τα αρχεία. Όμως, να θυμάσαι πως δεν είσαι αδύναμος. Όταν σε έφτιαξα, βεβαιώθηκα από νωρίς για το αντίθετο. Μη με απογοητεύσεις».

Ο Μάικλ στράβωσε τα χείλη του αναρωτώμενος αν θα έπρεπε να συνεχίσει με το δεύτερο βίντεο. Το φως από την οθόνη του λάπτοπ αντανακλούσε στις χρυσές του ίριδες και δημιουργούσε μικρές σκιές πάνω από τα μάτια του. Ίσως αν το καθένα τους είχε διαφορετικό τίτλο να μου ήταν πιο εύκολο να επιλέξω, σκέφτηκε και τέντωσε τα μπλεγμένα μεταξύ τους δάχτυλα του μέχρι να ακουστεί το γνωστό «κρακ».

Το δεύτερο βίντεο είχε διπλάσια διάρκεια από το πρώτο. «Σαράντα επτά λεπτά. Τι στο καλό λέει τόση ώρα;», μουρμούρισε ο Μάικλ λίγα δευτερόλεπτα πριν κάνει διπλό κλικ για να το ανοίξει.

Ο Μάικλ Τζόζεφ φαινόταν σε κακά χάλια. Πίσω του, μέσα από το παράθυρο, σχηματιζόταν η απαρχή μιας βροχερής μέρας. Ο Μάικλ Τζόζεφ άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει αλλά, σύντομα, το έκλεισε ξανά. Έμοιαζε να διστάζει για κάτι. Ο Μάικλ δεν μπόρεσε να μην προσέξει πόσο κενό ήταν το βλέμμα του. Τα μάτια του έμοιαζαν γυάλινα μέσα στις εσοχές τους καθώς κινούνταν δεξιά κι αριστερά με φορά προς το πάτωμα.

«Εδώ και πολλά χρόνια ήμουν ένας εχθρός για τον εαυτό μου. Ένας σιωπηλός εισβολέας που διέλυσε την ίδια μου την καρδιά. Το τέρας δεν είναι αυτό που πρέπει να κατηγορήσω για την κατάπτωση μου. Ήταν η ίδια μου η συνείδηση που με οδήγησε σε αυτό το δρόμο. Ποτέ δεν ήμουν το είδος του ανθρώπου που ικετεύει για έλεος. Που να με πάρει, δεν ήλπιζα καν ότι θα συγχωρεθώ!

Κάποτε έσωσα τη ζωή μιας κοπέλας που είχε πουληθεί από την οικογένεια της σε έναν πλούσιο οίκο της Αθήνας. Από το πρώτο κιόλας βλέμμα που μου έριξε ένιωσα κάτι μέσα μου να φτερουγίζει. Την αγάπησα, αν και άργησα να το παραδεχτώ στον εαυτό μου. Ήταν για μένα η απάντηση στη μοναξιά μου, η πηγή κουράγιου που έψαχνα για να γεμίσει νόημα η ζωή μου. Τη συναντούσα κρυφά τα βράδια και κάθε φορά το έσκαγα από το σπίτι με την ψυχή στο στόμα από το φόβο.

Μετά από αρκετό καιρό, ο πατέρας μου μας έπιασε στα πράσα. Και δεν του άρεσε αυτό που είδε. Η αντίδραση του ήταν άμεση. Με εξευτέλισε, με ταπείνωσε, με τιμώρησε με το χειρότερο τρόπο. Ήμουν δεκαέξι χρονών που να πάρει! Κι εκείνος δεν ενδιαφέρθηκε στιγμή γι' αυτό. Το νεαρό της ηλικίας μου κι η αρρώστια μου του περνούσαν αδιάφορα. Όμως, εγώ ακόμα την αγαπούσα. Αδιαφορούσα για την άποψη των άλλων. Ήθελα να το σκάσω μαζί της και να μην με ξαναδεί κανείς τους. Αλλά, από την άλλη, ήξερα πως έπρεπε να περιμένω μερικά χρόνια ακόμα...»

Ο Μάικλ είχε μαγνητιστεί από την ένταση που χαρακτήριζε την αφήγηση του σωσία του. Έβλεπε τα μάτια του που είχαν κοκκινίσει από το θυμό, τα σφιγμένα του δόντια που έκαναν το σαγόνι του να μαζεύεται ελαφρώς προς τα πάνω και τα χέρια του που σχημάτιζαν γροθιές.

«Πού και πού αναρωτιέμαι αν της άξιζαν όλα αυτά που της πρόσφερα», συνέχιζε ο Μάικλ Τζόζεφ κάπου προς τη μέση του βίντεο. Σε εκείνο το σημείο τα μάτια του δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο τα δάκρυα τους. Οι μορφασμοί του έκαναν μικρές ρυτίδες να εμφανιστούν στο μέτωπο του.

«Κι όταν η Κριστίνα με παράτησε ένιωθα μέσα μου ένα τεράστιο κενό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αν χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο είμαι σίγουρος πως θα τον γκρέμιζα. Είχα θυμώσει και με τους δυο μας. Πώς μπόρεσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο για μένα; Εμένα!

Τα επόμενα δυο χρόνια ήμουν στην κυριολεξία ένας ζωντανός νεκρός. Αλλού πατούσα κι αλλού βρισκόμουν. Μέσα στην απελπισία μου αναζήτησα παρηγοριά στην αγκαλιά του Ράνταλ»

Ο Μάικλ πάγωσε στη θέση του ακούγοντας εκείνο το όνομα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να τον έχει προειδοποιήσει γι' αυτό. Αισθανόταν ενοχές που είχε δώσει μια σιωπηλή υπόσχεση να φυλάξει αυτό το μυστικό. Άραγε, αναρωτιόταν, ο Κολ τι ήξερε για τη σχέση αυτών των δύο;

«Ήμουν σύντροφος του για δυόμισι περίπου χρόνια. Πριν από κάθε συνεύρεση, εκείνος φρόντιζε να με γδύσει. Κι εγώ αποδεχόμουν παθητικά οτιδήποτε κι αν έκανε. Χρειάστηκα αρκετό χρόνο για να συνηθίσω και να προσαρμοστώ σε όλο αυτό. Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου, αλλά στην πορεία άρχισα να παίρνω πρωτοβουλίες. Και ο Ράνταλ το απολάμβανε. Υπήρχαν φορές που έκλεινα τα μάτια για να μην τον κοιτάζω στο πρόσωπο κι έπειτα άφηνα τις υπόλοιπες αισθήσεις μου να λειτουργήσουν.

Τον χρησιμοποιήσα... Και μετά τον παράτησα εγώ...

Πριν πεις ή σκεφτείς οτιδήποτε, προσπάθησε να έρθεις λίγο στη δική μου θέση. Η Κριστίνα ήταν το στήριγμα μου. Ο μοναδικός λόγος που πάντοτε προσπαθούσα να κρατώ το μυαλό μου υπό έλεγχο.

Είμαι άρρωστος. Ψυχικά άρρωστος. Το γνωρίζω εδώ κι αιώνες, ωστόσο, τίποτα και κανένας δεν έχει καταφέρει να με βοηθήσει. Είναι κάπως αστείο αν το καλοσκεφτείς. Όταν οι άνθρωποι ακούν για μας περιμένουν να είμαστε τέλειοι, όπως άλλωστε τα περισσότερα μυθικά πλάσματα. Ε, λοιπόν, δεν είμαστε. Κανείς δεν είναι. Ανεξάρτητα από το τι είδους εικόνα έχει για τον εαυτό του.

Με θεοποίησαν, με έβλεπαν σαν κάτι έξω από αυτό τον κόσμο. Κι ίσως έτσι έμοιαζα. Το να παραβλέπουν, όμως, το αίμα που είχε χυθεί εξαιτίας μου κι όλα εκείνα τα άθλια πράγματα που είχα κάνει με έκανε έξαλλο. Νευρίαζα όταν κάποιος με πλησίαζε και οι σκέψεις του ήταν γεμάτες λόγια όπως "κοίτα πόσο μεγαλειώδη πλάσματα είναι οι βρικόλακες". Ήμουν έτοιμος να τους αρπάξω από το λαιμό και να τους κοπανήσω το κεφάλι όπου έβρισκα μπας και τους κάνω να συνέλθουν. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα σε αυτή την άθλια ύπαρξη που να είναι μεγαλειώδες. Υπάρχει πόνος, μιζέρια και ατελείωτη μοναξιά. Τώρα, αν κάποιοι θεωρούν τα παραπάνω ως σημάδι σπουδαιότητας ή ανεξαρτησίας ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, κακό του κεφαλιού τους. Αυτοί θα φάνε τα μούτρα τους στην πορεία».

*

Αθήνα

Η Κριστίνα καθόταν σε μια πολυθρόνα μπροστά από το κλειστό παράθυρο του δωματίου της και μετρούσε τις σταγόνες της βροχής που ο αέρας είχε φυσήξει πάνω στο τζάμι. Η δεξιά παλάμη της ακουμπούσε απαλά το στομάχι της, κινούμενη αργά πότε προς τα πάνω και πότε προς τα κάτω. Ένιωθε χαλαρή κι ο ήχος της μουσικής του Μότσαρτ κάπου στο βάθος του δωματίου ενίσχυε αυτό το αίσθημα.

«Μητέρα, είσαι καλά;»

Η Κριστίνα έστρεψε το κεφάλι της προς τη μεριά του ξανθού κοριτσιού που στεκόταν στην πόρτα εμφανώς θορυβημένο. Έγνεψε καταφατικά και της χαμογέλασε. Έπειτα της έκανε ένα νεύμα να πλησιάσει. «Έλα να καθίσεις μαζί μου». Το κορίτσι υπάκουσε και πήρε θέση στη δεύτερη πολυθρόνα. Ύστερα έστρεψε με τη σειρά του το βλέμμα προς τις σταγόνες στο τζάμι. «Τι σκέφτεσαι, Άιβι;», ρώτησε η Κριστίνα. Τα μαύρα μάτια της Άιβι την κάρφωσαν με ένα δυσοίωνο βλέμμα. «Αναρωτιόμουν... Πότε θα μου μιλήσεις για τον πατέρα μου;», ψέλλισε.

Το πρόσωπο της Κριστίνα χλώμιασε απότομα. Ο θάνατος του Μάικλ Τζόζεφ ήταν ακόμα πολύ πρόσφατος για εκείνη κι η ερώτηση που της απηύθυνε η κόρη της την έκανε να ξανασκεφτεί μήπως, τελικά, ήταν κακή ιδέα να επιταχύνει την εγκυμοσύνη και την ανάπτυξη της.

Η ίδια η Άιβι έμοιαζε με έφηβη. Τα μαλλιά της είχαν έναν ξανθό τόνο τόσο ανοιχτό ώστε έμοιαζαν σχεδόν άσπρα. Τα μάτια της, από την άλλη, είχαν τόσο το χρώμα όσο και το σχήμα εκείνων του πατέρα της.

«Δεν είναι ώρα ακόμα γι' αυτό»

«Κάθε φορά αυτό μου λες!»

«Και κάθε φορά αναγνωρίζω τον εκνευρισμό σου»

«Τότε γιατί δεν μου δείχνεις έστω μια φωτογραφία του;».

Η Κριστίνα θα ήθελε να πει τα πάντα στην κόρη της, αλλά η συνείδηση της την εμπόδιζε. Θεωρούσε ότι αν μάθαινε για κείνον θα την κατέστρεφε. Πριν τη γέννηση της είχε φροντίσει να μην υπάρχει τίποτα στο σπίτι που να τον θυμίζει...

Η Άιβι συνέχισε να κοιτάζει τη μητέρα της μουτρωμένη. Ακόμα κι αν ο πατέρας της την είχε εγκαταλείψει, θα εξακολουθούσε να αναρωτιέται πώς έμοιαζε στην όψη ή πώς ακουγόταν ο ήχος της φωνής του. Η Άιβι δάγκωσε το εσωτερικό των χειλιών της βλέποντας τις απαρχές μιας παράξενης σκέψης να σχηματίζονται στο μυαλό της. Κι αν προσπαθούσε να μάθει για τον πατέρα της κάνοντας χρήση μαγείας; Είχε ήδη ακούσει τη μητέρα της να της λέει πως η μαγεία ήταν ένα θαυμάσιο και ταυτόχρονα πολύ επικίνδυνο αντικείμενο. Παρόλο που οι γνώσεις της ήταν μηδαμινές, ήταν σίγουρη ότι κάπου θα έβρισκε πληροφορίες γι' αυτό που είχε σκοπό να κάνει. Θα τον ψάξω παντού, σκέφτηκε κι ένιωσε την καρδιά της να γεμίζει με χαρά...

*

Ο Μάικλ Τζόζεφ είχε σταματήσει για λίγο να μιλάει κι έπαιζε μια μπαλάντα στο πιάνο. Ο Μάικλ συνέχισε να παρακολουθεί το βίντεο χωρίς να μιλάει. Πού και πού του περνούσε από το μυαλό να παραλείψει μερικά λεπτά, αλλά σύντομα το μετάνιωνε. Δεν καταλαβαίνω, σκέφτηκε. Προετοίμαζες τον εαυτό σου για το ενδεχόμενο να μείνεις μόνος. Έχτισες τις άμυνες σου. Και παρόλο που όλο αυτό σε πονούσε εσύ το επέβαλες στον εαυτό σου. Ο σωσίας του επανήλθε μπροστά από την κάμερα και για μια στιγμή ο Μάικλ πίστεψε ότι μπορούσε να τον δει μέσα από την οθόνη.

«Ζούμε σε ένα κόσμο όπου το διαφορετικό είναι κατακριτέο. Και με αυτό δεν αναφέρομαι μόνο σε πλάσματα σαν εμάς. Ακόμα κι όταν ήμασταν θνητοί, βιώναμε την απέχθεια του κόσμου σε πολύ μεγάλο βαθμό...

Ο Κολ δεν ήταν σαν εμένα, με την έννοια ότι δεν γεννήθηκε με κάποια σπάνια ασθένεια που του ρουφούσε τη ζωή. Είχε μια άλλου είδους ιδιαιτερότητα την οποία κι οι δυο μας προσπαθήσαμε με νύχια και με δόντια να κρύψουμε. Ήταν ομοφυλόφιλος. Και παρότι η ομοφυλοφιλία δεν ήταν εντελώς ασυνήθιστη ανάμεσα στα υψηλότερα στρώματα, δεν έπαυε να είναι η εξαίρεση στον κανόνα.

Φοβόμουν ότι θα τον σκότωναν ή έστω θα τον εξαφάνιζαν αν μάθαιναν για την κλίση του προς κάποια συγκεκριμένα πράγματα. Ήμουν διατεθειμένος, έστω και με τις περιορισμένες δυνατότητες μου, να τον υπερασπιστώ αν κάτι πήγαινε λάθος. Σκόπευα να πάρω εκείνον και την Κριστίνα και να φύγουμε. Αλλά με πρόλαβε ο Αλεξάντερ...

Ξέρω πως απέκτησα τη φήμη του άκαρδου και στυγερού δολοφόνου με το σπαθί μου. Με την έννοια ότι έχω επίγνωση των όσων έκανα. Και γι' αυτά δεν έφταιγε κανείς άλλος πέρα από το ξερό μου το κεφάλι. Πάντα είχα το συνήθειο να είμαι ισχυρογνώμων και ξεροκέφαλος. Έπαιρνα το ένα ρίσκο μετά το άλλο κι άφηνα τους άλλους να χειριστούν τις παράπλευρες απώλειες. Ο Ράνταλ πιστεύει ακόμα ότι είναι αδύνατον για μένα να αγαπήσω. Όχι, δεν είναι αδύνατον... Είναι απλά πάρα πολύ δύσκολο».

Ο Μάικλ δάγκωσε την άκρη των χειλιών του κάνοντας τη να ματώσει. Στα λόγια του σωσία του αναγνώριζε και μερικές πτυχές του δικού του «εγώ». Είχε ακολουθήσει τον Κασπάρο και τους άλλους μέχρι τις χώρες του Βορρά. Στο διάστημα εκείνο οι ηθικοί φραγμοί που ένιωθε είχαν μειωθεί σημαντικά. Αισθανόταν πως κάτι μέσα του είχε αλλάξει ριζικά. Τώρα πια η απώλεια της ψυχής του γινόταν πιο αισθητή. Με αυτή τη σκέψη η καρδιά του άρχισε να ανεβάζει παλμούς. Δεν είμαι ακριβώς σαν εκείνον, προσπάθησε να διαψεύσει τον εαυτό του. Μα τα μάτια του Μάικλ Τζόζεφ, όπως έμοιαζαν στραμμένα πάνω του, τον έκαναν να αναθεωρήσει. Κάτι υπήρχε σε εκείνα τα μάτια, συνειδητοποίησε. Ήταν λες κι όλη του η ζωή καθρεφτιζόταν μέσα στις χρυσές του ίριδες. Όσο καλά κι αν είχε μάθει να κρύβεται, κάποιες φορές εκείνα τον πρόδιδαν.

Ο Μάικλ έκλεισε το λάπτοπ και το ακούμπησε στο κρεβάτι. Κάθισε για λίγα ακόμα λεπτά στη θέση που βρισκόταν κι έπειτα αποφάσισε να εξερευνήσει και το υπόλοιπο σπίτι. Αντί, όμως, να κινηθεί προς τα υπόλοιπα δωμάτια του πάνω ορόφου επέλεξε να κατέβει προς το υπόγειο. Εκεί βρήκε μια ξύλινη πόρτα με τουλάχιστον τρεις κλειδαριές να τον περιμένει. Δεν ήθελε να τη σπάσει. Αλλά, από την άλλη, δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν τα κλειδιά ή γιατί υπήρχαν τόσες κλειδαριές. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του ξεφυσώντας. Πρέπει να τη σπάσω, δεν γίνεται αλλιώς, σκέφτηκε. Πήρε φόρα κι έριξε όλο του το βάρος πάνω στην πόρτα. Εκείνη όχι μόνο δεν κουνήθηκε χιλιοστό αλλά δεν υπέστη καμία απολύτως φθορά. Ο Μάικλ ξαναπροσπάθησε χωρίς αποτέλεσμα. Μια σιγανή φωνούλα στο μυαλό του τον πίεζε να θυμηθεί όσα είχε ακούσει τον Μάικλ Τζόζεφ να αναφέρει σε εκείνα τα βίντεο. Ίσως η απάντηση να βρισκόταν εκεί.

Memento audere semper

«Θυμήσου πάντα να τολμάς», είχε μεταφράσει ο Μάικλ Τζόζεφ. Ο Μάικλ δεν ήταν σίγουρος αν θα κατάφερνε κάτι με αυτό, ωστόσο επανέλαβε τη φράση δυνατά και καθαρά. Ευθύς, άκουσε τις κλειδαριές να ανοίγουν από μόνες τους. Για να δούμε τι κρύβεις εδώ μέσα, είπε από μέσα του.

Ο χώρος του υπογείου ήταν καθαρός και τακτοποιημένος, σαν ο σωσίας του να περνούσε πολύ χρόνο εκεί. Ο Μάικλ παρατήρησε ένα ογκώδες αντικείμενο που ήταν καλυμμένο με κάτι σαν λευκό σεντόνι. Με τους παλμούς του να χτυπούν στ' αυτιά του, το πλησίασε κι αφαίρεσε το ύφασμα. Το αντικείμενο που κρυβόταν από κάτω επρόκειτο για ένα μεγάλο φέρετρο. Ο Μάικλ άρχισε να νιώθει τα δάχτυλα του να μουδιάζουν από την αγωνία για το περιεχόμενο του φέρετρου. Σήκωσε διστακτικά το καπάκι και χωρίς να το καταλάβει η ανάσα του κόπηκε. Για καλή του τύχη, τα αντικείμενα που αντίκρισε δεν ήταν κάτι το φοβερό. Πήρε από περιέργεια ένα στα χέρια του και το εξέτασε τόσο με την αφή όσο και με την όραση. Ήταν μια χρυσή καρφίτσα πάνω στην οποία αναγραφόταν η λέξη «guardia». Ο Μάικλ δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί ποια ακριβώς φρουρά αφορούσε. Μέχρι που γύρισε την καρφίτσα ανάποδα και διέκρινε τη λέξη «España». Η βασιλική φρουρά της Ισπανίας. Απίστευτο.

Για μια στιγμή, γέμισε περηφάνια για το σωσία του. Πράγματι θα πρέπει να έμοιαζε πολύ σπουδαίος μπροστά στα μάτια των άλλων – θνητών και αθάνατων. Όμως για όσους τον γνώριζαν πραγματικά...

Ο Μάικλ συνέχισε να ανακατεύει τα αντικείμενα με τα χέρια του μέχρι να εντοπίσει και κάποιο ακόμα που θα του κινούσε το ενδιαφέρον. Οι άκρες των δαχτύλων του πέρασαν ξυστά από μια δερματόδετη, μακρόστενη θήκη.

Κρύβεις και σπαθιά τώρα;

Το μέταλλο ήταν πιο κρύο απ' όσο περίμενε κι η λεπίδα του πρόσφατα ακονισμένη. «Γιατί να έχει κρύψει όλα αυτά τα αντικείμενα εδώ μέσα; Ένας άντρας που έχει χάσει τον εαυτό του δεν γυρίζει πίσω στο παρελθόν... Και σίγουρα δεν κρατάει ενθύμια», μουρμούρισε ο Μάικλ στον εαυτό του. Ξαφνικά, ο ήχος βημάτων που πλησίαζαν προς τη μπροστινή πόρτα τον απέσπασε από τις σκέψεις του. Έστρεψε το σώμα του προς την πόρτα, αναρωτώμενος αν θα έπρεπε να βγει έξω και να υποδεχτεί τον απρόσκλητο επισκέπτη ή να βιαστεί να κλειδωθεί στο υπόγειο για να δει με την ησυχία του τον υπόλοιπο χώρο. Τελικά, επέλεξε το πρώτο.

Αμέσως μόλις έφτασε στην πόρτα, ο ξένος είχε ήδη στρίψει το κλειδί στην κλειδαριά κι ετοιμαζόταν να κάνει το πρώτο του βήμα μέσα. Το λεπτό που τα μάτια του προσγειώθηκαν πάνω στον Μάικλ η ανάσα του κόπηκε από το σοκ. «Δεν περίμενα να γυρίσεις τόσο σύντομα. Εννοώ, είχες πει πως δεν θα έμενες πολύ στην Αμερική, αλλά έλα τώρα. Μόνο τόσο λίγο; Πες τα μου όλα. Σε έδιωξε ο γιος σου ή τσακώθηκες με το σωσία σου;», άρχισε να φλυαρεί λίγα λεπτά αργότερα. Με πέρασε για κείνον, σκέφτηκε ο Μάικλ και χαμογέλασε. «Τίποτα από τα δυο», απάντησε με προσποιητό τόνο.

«Τότε, τι;»

«Δεν είμαι υποχρεωμένος να σου δώσω λογαριασμό γι' αυτό»

«Τον μιμείσαι πολύ καλά, έτσι;»

Τα μάτια του Μάικλ έγιναν διπλάσια σε μέγεθος ακούγοντας εκείνη την πρόταση. Ο ξένος τον είχε ξεγελάσει. Πόσα ακόμα γνώριζε για κείνον; Και από ποιόν τα έμαθε; «Πώς το κατάλαβες;», ρώτησε. Ήταν ανυπόμονος να μάθει τι είχε κάνει λάθος, ποια μικρή λεπτομέρεια τον είχε καρφώσει. «Εύκολο. Ο Μάικλ Τζόζεφ δεν θα είχε μπει καν στη διαδικασία να μου απαντήσει. Θα στράβωνε τα χείλη του προς τα πάνω, θα ξίνιζε και θα μου γυρνούσε την πλάτη», απάντησε ο ξένος. Ο Μάικλ γέλασε. Ίσως ο Μάικλ Τζόζεφ να ήταν πιο δύστροπος όταν δεν τον συνέφερε κάτι.

Ο Μάικλ έκανε νόημα στον ξένο να τον ακολουθήσει στο σαλόνι κι ύστερα του πρόσφερε μια θέση στον ευρύχωρο καναπέ. Προτού καν ανοίξει το στόμα του για να ρωτήσει, εκείνος του γνωστοποίησε το όνομα του: Χανς. «Να φανταστώ ότι είδες τα βίντεο».

«Σου είχε πει γι' αυτά;»

«Ναι... Αλλά, ποτέ δεν μου είπε το περιεχόμενο τους. Κι ούτε θέλω να το μάθω»

«Πόσα χρόνια τον ήξερες;»

«Αρκετά για να ξέρω τι είδους διάολοι τον βασάνιζαν»

«Πόσα ακόμα υπάρχουν που δεν ξέρω;»

«Κοίτα, για να τα πάρουμε από την αρχή, ήταν αλκοολικός. Έπινε τεράστιες ποσότητες κρασιού. Αν δεν το έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια, δεν θα το πίστευα. Είχα την εντύπωση ότι τα πλάσματα του είδους σας ήταν, ξέρεις, τέλεια»

Ο Μάικλ σταύρωσε τα δάχτυλα του πάνω στο ένα του γόνατο κι έμεινε να τον ακούει με τεντωμένα αυτιά.

«Ήταν πολύ οξύθυμος, ιδιαίτερα όταν έπινε. Δεδομένου του πόσο γρήγορα περνάει η επίδραση του αλκοόλ από τους δικούς σας οργανισμούς, εκείνος ξαναγέμιζε το στομάχι του με κρασί προτού συνέλθει. Για κάποιο λόγο δεν ήθελε να θυμάται πράγματα. Όμως, όσο πιωμένος και να ήταν, πάντα έβλεπα ένα ψήγμα λογικής στα μάτια του. Κι από εκείνο ακριβώς το ψήγμα πιανόμουν για να βρω την ευκαιρία να του μιλήσω.

Σιχαίνομαι που το παραδέχομαι αλλά είχα προμηθευτεί από μια μάγισσα κέλτικης καταγωγής ένα διάφανο υγρό που λειτουργεί σαν υπνωτικό για εσάς. Είναι άοσμο κι άγευστο, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να το καταλάβετε. Δεν ήμουν σίγουρος ότι δουλεύει, μέχρι που το χρησιμοποίησα πάνω του.

Η επίδραση ήταν πιο αργή απ' όσο περίμενα. Πριν κλείσει τα μάτια του θα ορκιζόμουν ότι φαινόταν τόσο ανθρώπινος. Με ρώτησε γιατί το έκανα και του είπα πως δεν είχα άλλη επιλογή. Από το βλέμμα που μου έριξε ήταν εμφανές ότι καταλάβαινε. Δεν είπε τίποτα παραπάνω, απλώς χαμήλωσε τα βλέφαρα του κι αποκοιμήθηκε με το κεφάλι του να πέφτει στον ώμο μου.

Μέσα στον ύπνο του έλεγε διάφορα, σε διάφορες γλώσσες. Κυρίως, όμως, ελληνικά και λατινικά. Δεν καταλάβαινα και πολλά, αλλά άκουγα τα ονόματα που ανέφερε ένα προς ένα. Θα ορκιζόμουν ότι άκουσα τη λέξη "θάνατος" κάπου σε εκείνο το σημείο»

Ο Μάικλ ανακάθισε στο μαξιλάρι του καναπέ μαζεύοντας τα πόδια του. Μια έντονη απορία του έτρωγε τα σωθικά, αλλά δεν τολμούσε να την ξεστομίσει. «Υπήρχε κάποιο όνομα που τον άκουσες να επαναλαμβάνει;», ρώτησε τελικά. Ο Χανς στράβωσε τα χείλη του σε ένα χαμόγελο. «Του Τζέισον», απάντησε με σιγουριά.

«Ο πατέρας μου κάηκε ζωντανός! Χαίρομαι που ξέρω ότι είχε τύψεις που έσωσε μόνο εμένα»

«Μην το λες αυτό! Μπορεί να μην ήμουν μπροστά όταν συνέβη, αλλά ξέρω ότι του στοίχησε πολύ κι ότι έβαλε τα δυνατά του για να το εμποδίσει»

Όμως ο Μάικλ δεν πίστευε τα λόγια του Χανς. Αν το καλοσκεφτόταν, μάλιστα, θα μπορούσε όλο αυτό να είναι άλλη μια προσπάθεια του σωσία του να συγκεντρώσει τις εντυπώσεις. Είχε ένα προαίσθημα πως στον Μάικλ Τζόζεφ άρεσε πολύ να εξυμνούν τα κατορθώματα του. Γι' αυτό, άλλωστε, είχε κρατήσει όλα εκείνα τα αντικείμενα στο υπόγειο.

Ο Χανς σηκώθηκε νωχελικά από τον καναπέ κι ανακοίνωσε την αποχώρηση του. Ο Μάικλ διάβαζε τις σκέψεις του κι αυτό που έβλεπε ήταν κάτι που άλλοτε έκλινε προς τη συμπάθεια κι άλλοτε προς την καχυποψία. «Θα τα ξαναπούμε, σωσία». Ο Μάικλ δεν αντέδρασε κι ο Χανς θεώρησε πως ήταν ελεύθερος να φύγει. Η έκφραση του δεν άλλαξε μέχρι που άκουσε την πόρτα να κλείνει.

Ήταν και πάλι αντιμέτωπος με το άδειο σπίτι. Οι τοίχοι τον περικύκλωναν σχεδόν ασφυκτικά. Ένιωθε λες και δεν μπορούσε να αναπνεύσει πια. Ίσως αυτό να ήταν συνέπεια του ότι δεν είχε φροντίσει να τραφεί για δυο μέρες. Ίσως, από την άλλη, η ίδια η ανάγκη να τραφεί προερχόταν από το ότι το νέο του ταλέντο τον εξαντλούσε. Πρέπει να πάω για κυνήγι, σκέφτηκε. Η αδρεναλίνη στις φλέβες του κυλούσε σαν ναρκωτικό, γεμίζοντας τον με ένταση.

Αντί να φύγει από τη μπροστινή πόρτα, ο Μάικλ προτίμησε την πόρτα της κουζίνας. Τα δέντρα μπροστά του εκτείνονταν άφθονα μέχρι εκεί που έφτανε η όραση του. Στ' αυτιά του έφτανε ο ήχος δυο ταξιδιωτών που είχαν χάσει το δρόμο της επιστροφής και περιπλανούνταν άδικα πέρα δώθε. Ο Μάικλ χαμογέλασε στον εαυτό του. Είχε μόλις εξασφαλίσει διπλό γεύμα κι ένιωθε ευχαριστημένος... 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro