Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Όσα μας κυνηγάνε

Ο Μάικλ είχε το βλέμμα καρφωμένο στον απέναντι τοίχο. Παρατηρούσε τις μικρές ατέλειες στη μπογιά, οι οποίες δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι, ανέλυε από μέσα του την ακριβή κατηγορία αποχρώσεων στην οποία ανήκε, οτιδήποτε για να μετριάσει όσα πήγαιναν να διαλύσουν την ιδιοσυγκρασία του. Στην πραγματικότητα, όμως, το μόνο που έβλεπε ήταν γκρι και μαύρο.

Μέσα στην ησυχία του σπιτιού, θυμήθηκε τον πατέρα του. Του είχε διδάξει ότι ο κόσμος δεν ήταν πάντοτε σκληρός κι είχε αναθρέψει τόσο τον ίδιο όσο και τον αδερφό του κρατώντας τους μακριά από τον υπερφυσικό κόσμο στον οποίο ανήκε ήδη ο Στίβεν.

Ο Τζέισον είχε μια διαφορετική νοοτροπία από τον αδερφό του. Ενώ ο Στίβεν διψούσε για εκδίκηση, εκείνος πίστευε ότι μια νέα αιματοχυσία δεν θα ωφελούσε κανέναν. Δεν ήταν μεθυσμένος από την ιδέα της δύναμης που θα του πρόσφερε η υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης του κι η αλλαγή του σε κάτι άλλο.

Ο Μάικλ έφερε στο μυαλό του το πράο ύφος του, την ήρεμη φωνή του, τα βράδια που ξενυχτούσε δίπλα του για να μειώσει τον πυρετό. Και ξαφνικά, όλα διακόπηκαν από μια άλλη ενθύμηση.

Η έντονη μυρωδιά της φωτιάς είχε ξυπνήσει τον Μάικλ και τον Πίτερ από τον ύπνο τους. Τα δυο παιδιά έτρεξαν πανικόβλητα στο διάδρομο προς το δωμάτιο των γονιών τους. Ο Πίτερ άρπαξε το χερούλι κι άνοιξε απότομα την πόρτα, αντικρίζοντας τη μητέρα τους να κοιμάται γαλήνια στο διπλό κρεβάτι. Το πρόσωπο της έλαμπε κάτω από το αμυδρό φως του φεγγαρόφωτου που έμπαινε από τη μισάνοιχτη κουρτίνα.

Ο πατέρας τους ήταν εξαφανισμένος. Όσο ο Πίτερ πλησίαζε τη μητέρα τους για να την ξυπνήσει, ο Μάικλ έφυγε αθόρυβα και κατέβηκε τις σκάλες προς το ισόγειο. Αμέσως, ο πυκνός καπνός τυλίχθηκε γύρω από το λαιμό του κι έκοψε σαν μαχαίρι την ανάσα του. Ο Τζέισον πάλευε μόνος του να σβήσει τις φλόγες κι εκείνες απειλούσαν με τη σειρά τους να γλείψουν το δέρμα του. Η πόρτα της εισόδου είχε αποκλειστεί από καμένα ξύλα, τα οποία είχαν καταρρεύσει από την οροφή. Η μοναδική τους διαφυγή δεν ήταν πια προσβάσιμη.

Ο Μάικλ άρχισε να βήχει. Τα μάτια του πατέρα του προσγειώθηκαν πάνω του με ένα απότομο γύρισμα του κεφαλιού του, απύθμενα κι εκφραστικά. «Πήγαινε πάνω και μείνε με τη μητέρα και τον αδερφό σου!», φώναξε ο Τζέισον κι εκείνος υπάκουσε απρόθυμα.

Η δίνη του μαύρου καπνού τον είχε κιόλας προλάβει. Τα αντικείμενα γύρω του έχαναν ένα προς ένα το σχήμα τους μέσα στη θολούρα. Υποκύπτοντας στον πανικό του, τα δάκρυα κύλησαν ζεστά στο πρόσωπο του.

Η μητέρα του κι ο Πίτερ τον πρόλαβαν πριν διασχίσει όλο το διάδρομο. Το ύφος στα πρόσωπα τους τον τρόμαξε περισσότερο από καθετί άλλο. Τρόμος, ανησυχία. Τα χέρια του τυλίχθηκαν γύρω από τη μέση της μητέρας του την ώρα που εκείνη ούρλιαζε για βοήθεια. Προσπάθησε να της πει πως ο πατέρας του βρισκόταν στο ισόγειο, προσπάθησε να την ηρεμήσει, προσπάθησε...

Ο Μάικλ αποχωρίστηκε τη μητέρα του κι έκανε μερικά βήματα προς τις σκάλες. Ήθελε να κατέβει ξανά και να σιγουρευτεί ότι ο Τζέισον ήταν εντάξει. Όμως, σύντομα, κάτι τον απώθησε από εκείνη τη σκέψη. Γύρισε προς τα πίσω με σφιγμένες γροθιές και ψαχούλεψε στα τυφλά για να βρει τους άλλους δυο. Ο καπνός κάλυπτε τα πάντα. Ήχους, πράγματα, ανθρώπους...

Έφερε το ένα πόδι του μπροστά από το άλλο, βαδίζοντας ευθεία σε μια ατέλειωτη πορεία προς το άγνωστο. Οι αισθήσεις του τον εγκατέλειπαν κάθε λεπτό που περνούσε. Ήταν μάταιο να προσπαθεί να αποφύγει το θάνατο, σκεφτόταν. Ιδιαίτερα όταν εκείνος τον είχε βάλει στο μάτι από τότε που γεννήθηκε.

«Μη!», ακούστηκε να φωνάζει ο Τζέισον μέσα στην πύρινη κόλαση που απλωνόταν στο κτίριο. «Αν τραβήξεις αυτό το ξύλο μπορεί να καταρρεύσει ο πάνω όροφος!». Ο Μάικλ δεν καταλάβαινε σε ποιον φώναζε. Μπορεί ο πατέρας του να είχε παραισθήσεις από τον καπνό;

Λίγο αργότερα, όμως, μια άλλη φωνή του απάντησε. «Εγώ δεν πρόκειται να φύγω μέχρι να σε βγάλω έξω!», φώναζε με τη σειρά της. Ο διάλογος έφτανε στα αυτιά του Μάικλ σαν μακρινός απόηχος.

Τα βλέφαρα του χαμήλωναν, απειλώντας να τον βυθίσουν στο απύθμενο σκοτάδι ακόμα νωρίτερα απ' όσο περίμενε. Η γλυκιά ανυπαρξία τον τραβούσε, επιτέλους, κοντά της. Και τότε, ένας άντρας εμφανίστηκε μέσα από τον καπνό. Το πρόσωπο του, αν και θολό, έμοιαζε λερωμένο από τη στάχτη και βρεγμένο από τα δάκρυα. «Έλα, μικρέ. Πάμε να φύγουμε», ψιθύρισε κοντά στο αυτί του κι ο Μάικλ δεν είδε ούτε άκουσε κάτι άλλο...

Όταν ξύπνησε την επόμενη μέρα, συνειδητοποίησε ότι ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ήταν διαφορετικός. Έκανε κίνηση να σηκωθεί και κάποιος τον πίεσε ξανά πάνω στο στρώμα.
Τα μισάνοιχτα μάτια του εξέτασαν το χώρο την ώρα που το εκκωφαντικό μπιπ τον έκανε να εκνευρίζεται.

Ο Στίβεν καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι του με το χλωμό του δέρμα να αποκλίνει λίγους μονάχα τόνους από το άσπρο των κλινοσκεπασμάτων. Ο Μάικλ προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά δεν μπορούσε. Ένας λεπτός σωλήνας έβγαινε από το στόμα του, ακουμπούσε στο σαγόνι του και ήταν συνδεδεμένος με ένα μηχάνημα στα δεξιά του.

Ενστικτωδώς, έφερε το χέρι του πάνω του κι ετοιμάστηκε να τον τραβήξει. Ο Στίβεν τον σταμάτησε. «Μην κουνάς τον αναπνευστήρα», τον συμβούλεψε ψυχρά χαμηλώνοντας το βλέμμα.
Ένιωθε άβολα κοιτάζοντας το μοναδικό άτομο που είχε επιβιώσει από την καταστροφή της προηγούμενης νύχτας. Και ο Μάικλ είχε κλείσει τα μάτια του για να πάψει να του ανταποδίδει το βλέμμα...

Για όλα αυτά έφταιγε ο αδερφός του Χανς. Τρεις φόνοι σε μια βραδιά. Παραλίγο τέσσερις αν ο Μάικλ Τζόζεφ δεν είχε ορμήσει μέσα στο σπίτι, σκέφτηκε και μια βελόνα τρύπησε την καρδιά του.

Ο Μάικλ βγήκε από την πίσω πόρτα του σπιτιού κι ένιωσε τον παγωμένο αέρα να του χαστουκίζει το πρόσωπο. Ήξερε ότι τον παρακολουθούσαν, παρόλο που η απόσταση που τον χώριζε από εκείνους ήταν τεράστια. Είχαν προσπαθήσει να καλύψουν τη μυρωδιά τους με το να κρυφτούν ανάμεσα από τα κλαδιά των δέντρων που είχαν καλυφθεί από μια λευκή κουβέρτα χιονιού.

Άραγε, πόσο καιρό βρίσκονταν στην Αυστρία; Πιθανότατα, ούτε πολύ ούτε λίγο. Άλλωστε, ήταν θέμα χρόνου να τον ανακαλύψουν. Ο λόγος που είχε επιλέξει τη συγκεκριμένη χώρα είχε πλήρη σχέση με το σωσία του.

Ο Μάικλ τρύπησε το εσωτερικό των χειλιών του με τους κυνόδοντες του· χρειαζόταν ένα δυνατό ερέθισμα για να τον ωθήσει να κάνει την επόμενη κίνηση του. Φόρεσε το καλύτερο προσωπείο του, γύρισε την πλάτη του κι αποχώρησε με αργές κινήσεις. Όταν γύρισε και πάλι, ο μακρύς μαύρος μανδύας του κρεμόταν από τους ώμους του, αγκαλιάζοντας το λεπτοκαμωμένο σώμα του.

«Δεν υπάρχει λόγος να μπαίνετε σε τόσο κόπο, Κασπάρο. Καταθέτω τα όπλα από μόνος μου», φώναξε γνωρίζοντας ότι αυτό θα του κέντριζε το ενδιαφέρον. Το πρόσωπο του ήταν ανέκφραστο, λείο σαν μάρμαρο χωρίς ίχνος μορφασμού. Κι αυτό γιατί το γέλιο του αντηχούσε δυνατά μέσα στο κεφάλι του.

Ο Κασπάρο αργούσε να εμφανιστεί, αλλά ο Μάικλ ήταν σίγουρος πως βρισκόταν τριγύρω. Ο εγωισμός του ήταν τόσο μεγάλος που δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει μια τέτοια ευκαιρία για μάχη. Για τον Μάικλ, το μυαλό του Κασπάρο ήταν ρηχό, αδιάφορο, μουντό παρόλο που δεν μπορούσε να το διαβάσει όπως θα έκανε ο Μάικλ Τζόζεφ. Ώστε θέλει να πάω εγώ εκεί, σκέφτηκε και με ένα νεύμα άρχισε να περπατάει προς την πλευρά των δέντρων.

Κάτω από τα ξεραμένα κλαδιά, κάθε επαφή με το φως χανόταν. Ο Μάικλ είχε τα αυτιά του ανοιχτά για τον παραμικρό ήχο. Έχοντας παραμείνει για περισσότερο καιρό στη Βιέννη από ότι εκείνοι, είχε παραπάνω χρόνο να εξερευνήσει την πόλη και να προσαρμοστεί σε αυτή. Δεν χρειαζόταν καν να κοιτάξει γύρω του για να καταλάβει σε ποιο σημείο βρισκόταν. Θα ήταν αρκετά εύκολο να προσανατολιστεί ακόμα και με κλειστά μάτια.

Λίγο πιο κάτω, ένα μεγάλο κλαδί έφραζε το μονοπάτι που ακολουθούσε. Ο Μάικλ το θυμόταν και το παρέκαμψε με μια κίνηση του κάθε ποδιού του.
Ένιωθε υπερένταση. Ο μαύρος μανδύας κυμάτιζε πίσω του και τόνιζε το περπάτημα του. Από μακριά έμοιαζε με μαύρο λαγωνικό κι η άγρια διάθεση που σιγά σιγά αναπτυσσόταν μέσα του μπορούσε μονάχα να ενισχύσει μια τέτοια εντύπωση.

Η ελαφρά χιονόπτωση είχε επανέλθει εντονότερη. Με τις λευκές νιφάδες πάγου να προσγειώνονται στα άγρια μαύρα μαλλιά του, ο Μάικλ έριξε μια σειρά από κοφτές ματιές ψάχνοντας στον ορίζοντα για κάποιο γνώριμο πρόσωπο.

Ο ήχος των βημάτων πίσω του ήταν σαν ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα από τη σιγή του δάσους. Τα μάτια του συνάντησαν τις κόκκινες ίριδες του Κασπάρο και τις καλωσόρισαν με ένα γρήγορο βλεφάρισμα.
Καμιά απότομη κίνηση μέχρι στιγμής, είπε ο Μάικλ από μέσα του και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του. Είχε αποφασίσει να προσφύγει σε ένα παλιό κόλπο του· να διαχειριστεί τις εντυπώσεις χτίζοντας γύρω από τον εαυτό του ένα αόρατο τείχος γεμάτο ψύχραιμες αντιδράσεις. Αυτό θα του έδινε τον απαραίτητο χρόνο να επεξεργαστεί τις επιλογές του.

«Σηκώθηκες κι έφυγες σαν λυσσασμένο σκυλί, σκορπίζοντας μικρές απροσεξίες στο δρόμο σου», εκτόξευσε ο Κασπάρο. Η παρομοίωση με σκυλί νευρίασε τον Μάικλ. Ήταν μια προσβλητική έκφραση που βρήκε εύκολα το στόχο της. Είπε στον εαυτό του να διατηρήσει το προσωπείο του πριν τον πλησιάσει περισσότερο.
«Ίσως αυτός ο χαρακτηρισμός να ταιριάζει καλύτερα στο φίλο σου το Ράνταλ», του πέταξε σε απάντηση. Ο Κασπάρο χαμογέλασε δυσοίωνα. Δεν ήταν στο χαρακτήρα του να αποδέχεται φραστικές επιθέσεις εις βάρος του. Μια φλέβα πετάχτηκε στο κέντρο του μετώπου του κι ο Μάικλ συνεχάρη τον εαυτό του από μέσα του.

«Όσο διάστημα εσύ βρισκόσουν εδώ, στείλαμε τον Ντάμιεν πίσω στις ΗΠΑ για να σιγουρευτεί ότι δεν είχες πάρει την επόμενη πτήση για το σπίτι σου. Χαρήκαμε ιδιαίτερα όταν μάθαμε ότι έκανε και μια μικρή επίσκεψη σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Έχει ωριμάσει ακόμα περισσότερο μέσα στους μήνες που έχουν περάσει, να ξέρεις.  Προσπάθησε, μάλιστα, να ψαρέψει τον Ντάμιεν κι εκείνος με τη σειρά του της είπε αρκετά για να την κάνει να διατηρήσει τις αμφιβολίες της».

Ο Μάικλ ένιωσε τα γρανάζια στο μυαλό του να γυρίζουν πυρετωδώς. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι ο Κασπάρο κι ο Ιβάν θα έφταναν τόσο μακριά ώστε να εμπλέξουν κι εμένα σε όσα σχεδίαζαν. Κυρίως αφότου είχα απομακρυνθεί τόσο από την οικογένεια Φόστερ όσο κι από την ευρύτερη περιοχή που αποτελούσε την έδρα τους...

Μερικές βαθιές εισπνοές από τη μύτη αργότερα, το αίμα του Μάικλ εξακολουθούσε να βράζει μέσα στις φλέβες του και να πυροδοτεί την καρδιά του με μίσος. Μίσος προς τον εαυτό του που είχε επιτρέψει κάτι τέτοιο. Η ανάγκη να χρησιμοποιήσει το υπερφυσικό του χάρισμα πάνω στον Κασπάρο συνέχιζε να τον πιέζει σαν γροθιά στο στομάχι. Οξύ αναδυόταν προς το λαιμό του, μετατρέποντας το δυνατό κάψιμο σε πυρά.

Πριν το καταλάβει, το σαγόνι του είχε αρχίσει να τρέμει και τα μάτια του είχαν γουρλώσει τόσο που έμοιαζαν διογκωμένα. Το σώμα του κατέλαβε η πλήρης ακινησία.

Ο Κασπάρο έκανε ένα βήμα πίσω. Ο Μάικλ δεν ήξερε αν το έκανε για να μπλοφάρει ή αν είχε όντως φοβηθεί την αντίδραση του. Όπως και να είχε, όμως, έπρεπε να του αποδείξει ότι κανείς πέραν του ίδιου δεν ήταν σε θέση να αποφασίζει.

Τα γόνατα του Κασπάρο κόλλησαν στο έδαφος κι ο λαιμός του έγειρε απότομα προς τα πίσω σε μια επικίνδυνη κλίση. Αλλά, ο Μάικλ δεν σταμάτησε εκεί. Στις σκέψεις του είχε οραματιστεί πώς θα έμοιαζε το να σκοτώσει τον Κασπάρο χωρίς να λερώσει τα χέρια του. Το αίμα του θα έβαφε κόκκινο το έδαφος χωρίς εκείνος να απλώσει χέρι πάνω του.

Άθελα του διοχέτευσε εκείνη την εικόνα στο μυαλό του σε συνδυασμό με το χάρισμα του, το οποίο του επέτρεπε να ελέγχει τα σώματα όλων των πλασμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν φρικιαστικό. Από την άλλη, πρόσφερε στον Μάικλ μια άγρια χαρά που όμοια της δεν είχε ξαναβρεί στο παρελθόν.

Ο θώρακας του Κασπάρο παραμέριζε από μόνος του κάτω από τη σάρκα του. Τα κόκαλα κινούνταν προς τα πλάγια του σώματος του, αφήνοντας εκτεθειμένα τα εσωτερικά όργανα. Το πρόσωπο του έγινε μια παγωμένη μάσκα στην οποία είχε ζωγραφιστεί ο απόλυτος τρόμος.

Από στιγμή σε στιγμή, ο Μάικλ περίμενε πως ο Κασπάρο θα άρχιζε να τον παρακαλάει να σταματήσει. Ένα λειψό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο του. Το να του ξεριζώσει την καρδιά δεν θα τον σκότωνε για πάντα. Η καρδιά του θα ενωνόταν ξανά με το σώμα του αν κάποιος την έβαζε αργότερα στη θέση της.

Για μισό λεπτό...

Ο Μάικλ πισωπάτησε. Οι βρικόλακες που είχαν έρθει μαζί με τον Κασπάρο βιάστηκαν να τον απομακρύνουν αμέσως μόλις έπαψε να είναι υπό την επήρεια του χαρίσματος του. «Πόσο καιρό αντέχει η καρδιά ενός βρικόλακα μακριά από το σώμα του;», ρώτησε με τα μάτια κολλημένα στο έδαφος. Απορημένα βλέμματα και δυνατές εκπνοές ακούστηκαν από όλες τις πλευρές. Ο Ιβάν πλησίασε διστακτικά, αφήνοντας τον Κασπάρο να καθίσει στο έδαφος μέχρι να ολοκληρωθεί η επούλωση των τραυμάτων του. Τώρα πια οι σκέψεις του βρίσκονταν πολύ κοντά στο να ακολουθήσουν το ίδιο μονοπάτι με εκείνες του Μάικλ.

«Πού το πας;», ρώτησε για σιγουριά. Όταν ο Μάικλ γύρισε να τον κοιτάξει, ο Ιβάν θα ορκιζόταν ότι το χρώμα στις ίριδες των ματιών του είχε ξεθωριάσει.
«Ο Αλεξάντερ του έκλεψε την καρδιά. Ο Κολ κι η Κριστίνα δεν τη βρήκαν πουθενά όταν τον μετέφεραν σπίτι», συνέχισε ο Μάικλ σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Άρα, είτε την κατέστρεψε κι άφησε επίτηδες το σώμα του ανέπαφο είτε την κουβάλησε μαζί του», συμπλήρωσε ο Ιβάν.

Ξαφνικά, ένας δυνατός ήχος βγήκε από το λαιμό του Κασπάρο. «Τότε γιατί ο Κολ, ο Ράνταλ κι οι άλλοι δεν κάνουν τίποτα για να τη βρουν; Αφού ξέρουν πως ένας βρικόλακας παραμένει νεκρός μόνο αν τον κάψεις», φώναξε σε διαμαρτυρία. Ο Μάικλ του έριξε ένα συνωμοτικό βλέμμα. Δεν μπορεί. Κάποιος λόγος θα υπάρχει που δεν έχουν κάνει τίποτα ακόμα, σκέφτηκε.

Οι σκέψεις του άρχισαν να απλώνονται σαν τα κλαδιά ενός κισσού, καλύπτοντας κάθε πτυχή του μυαλού του και γεμίζοντας τη συνείδηση του με δεκάδες αλληλοσυγκρουόμενα σενάρια. Αλλά, όλα αυτά διακόπηκαν από μια ξαφνική απορία του Ιβάν. «Πρώτα μας βασανίζεις με το νέο σου χάρισμα και τώρα ψάχνεις να βρεις πώς θα φέρεις πίσω τον Μάικλ Τζόζεφ. Τι ακριβώς προσπαθείς να πετύχεις;».

Και ο Μάικλ απάντησε με πλήρη ειλικρίνεια.

«Θέλω να με ελευθερώσει από τις αλυσίδες που μου φόρεσε».

*

Κάθε φορά που ρωτούσα τον εαυτό μου γιατί είχα έρθει να σπουδάσω στη Γιούτα, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: για να μειώσω την επαφή μου με τον υπερφυσικό κόσμο. Τώρα, όμως, συνειδητοποιούσα ότι αυτή μου η προσπάθεια ήταν εντελώς άκαρπη.

Κοίταξα έξω από το παράθυρο κι είδα έναν θηλυκό βρικόλακα με κοντά ροζ μαλλιά να μου ανταποδίδει το βλέμμα. Μέσα σε μια βδομάδα είχε φτάσει στην περιοχή μια αρμαθιά από αρσενικούς και θηλυκούς βρικόλακες κι ανάμεσα τους βρισκόταν κι ο Ντάμιεν.

Ήταν εκνευριστικό να πέφτω πάνω στα χλωμά πρόσωπα τους κάθε φορά που έστριβα σε μια γωνία ή κατευθυνόμουν προς την καφετέρια. Έμοιαζαν με κλοιό που έκλεινε γύρω μου ασφυκτικά. Δεν είχα ιδέα αν είχαν έρθει για να με παρακολουθούν ή να με κρατούν ασφαλή ή κάτι τέτοιο.

Άνοιξα την πόρτα του δωματίου με το σακίδιο μου στην πλάτη, έτοιμη για την επόμενη διάλεξη εγκληματολογίας. Κι από το πουθενά...

«Καλημερα, θνητή», αστειεύτηκε ο Ντάμιεν σκάζοντας μου άλλο ένα από τα εκτυφλωτικά του χαμόγελα. Στριφογύρισα τα μάτια μου ξεφυσώντας δυνατά για να κάνω εμφανή τον εκνευρισμό μου. «Κάνε μεταβολή κι εξαφανίσου», του πέταξα αδιάφορα και τον παραμέρισα για να κινηθώ προς το αμφιθέατρο. Ο Ντάμιεν, όμως, δεν παραιτήθηκε. Με ακολούθησε και κράτησε ανοιχτή την πόρτα για να περάσω. Ύστερα, ήρθε να καθίσει ακριβώς δίπλα μου.

Με την περιφερειακή μου όραση είδα τη Λόρι και την παρέα της να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, πιθανότατα σχολιάζοντας την προσκόλληση του Ντάμιεν πάνω μου. Μόλις πρόσεξαν ότι τους είχα δει, βιάστηκαν να κοιτάξουν αλλού.

«Η φίλη σου πιστεύει ότι είμαι ακαταμάχητος», μου ψιθύρισε αυτάρεσκα ο Ντάμιεν. Του έριξα μια απαλή αγκωνιά στο πλευρό για να μην τραυματίσω τον αγκώνα μου. Εκείνος έβγαλε ένα πνιχτό ήχο γέλιου πριν ησυχάσει.

Έριξα μια ματιά στη Λόρι. Ευτυχώς δεν είχε ξαναγυρίσει να κοιτάξει προς τη μεριά μου. Όμως, ήμουν σίγουρη ότι ο Ντάμιεν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της σαν ανοιχτό βιβλίο και για πρώτη φορά ευχήθηκα να μπορούσα να το κάνω κι εγώ αυτό.

Στο στήθος μου είχε φωλιάσει μια έντονη δυσπιστία. Ίσως και να τραβούσα πάνω μου τις συμφορές. Κι απ' ότι έβλεπα, ο Ντάμιεν ανήκε σε μια ιδιαίτερη κατηγορία συμφορών.

Το καρδιοχτύπι μου έγινε μανιασμένο την ώρα που διαπίστωνα ότι μου ήταν αδύνατο να συγκεντρωθώ στη διάλεξη. Ο Ντάμιεν εξέπνευσε δυνατά κι έκανε κίνηση να φύγει. Μάλλον θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για το γεγονός ότι ένιωθα άβολα. Πριν, όμως, τον δω να περνάει έξω από την πόρτα ένιωσα τα πόδια μου να σηκώνονται από το κάθισμα και να κινούνται ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση με τη δική του.

Ο Ντάμιεν δεν περπατούσε γρήγορα κι έτσι κατάφερα να τον προφτάσω. Σταμάτησε να περπατάει τόσο απότομα που σχεδόν έπεσα πάνω στην πλάτη του. Τη στιγμή που γύρισε να με κοιτάξει ο ασημένιος κρίκος που φορούσε στη μύτη του λαμπύρισε κάτω από τις λάμπες φθορίου και τα βουργουνδί μαλλιά του πήραν μια σχεδόν χάλκινη απόχρωση.

«Κοίτα, δεν έχω πρόθεση να σου φορτωθώ αλλά είμαι υποχρεωμένος να εξασφαλίζω την ασφάλεια σου», δήλωσε για να υποστηρίξει τον εαυτό του. Τα φρύδια μου σηκώθηκαν τόσο ψηλά που νόμιζα ότι θα ένιωθα τις τριχούλες τους να πέφτουν από το πρόσωπο μου. «Δεν είσαι υποχρεωμένος να κάνεις τίποτα. Πριν λίγο καιρό ήρθες εδώ ψάχνοντας τον Μάικλ. Κανείς δεν σου είπε να μείνεις, ούτε φαίνεται να έχεις ένα καλό λόγο για να το κάνεις», του πέταξα κάπως εχθρικά.

Αίφνης, το βλέμμα του άλλαξε και τα μάτια του έριξαν το βλέμμα τους στο πάτωμα. «Κι όμως, έχω», ψιθύρισε δυσοίωνα κι έπειτα απομακρύνθηκε.

Δεν είχα όρεξη να επιστρέψω στη διάλεξη. Αντίθετα, βάλθηκα να περπατάω στον άδειο και παγωμένο διάδρομο χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό μου.

Ήταν από τις λίγες φορές που ένιωθα τη μοναξιά να με πνίγει. Τα βήματα μου αντηχούσαν πάνω στο μάρμαρο κι ο ήχος μου φαινόταν φοβερά εκνευριστικός.

Μόλις βγήκα στο πεζοδρόμιο, τα πάντα έγιναν μουντά και άχρωμα. Σκιές ανθρώπων περπατούσαν μπροστά μου, μόνο οι σκιές τους. Εκείνοι δεν ήταν πουθενά. Σκοτεινά πρόσωπα στοίχειωσαν τη βόλτα μου μέχρι τη βιβλιοθήκη. Ζωντανοί εφιάλτες με σάρκα και οστά.

Τι ήθελαν όλοι εκείνοι οι βρικόλακες από μένα; Και γιατί με προστάτευαν; Ή, καλύτερα, από ποιον με προστάτευαν;

Η αποδιοργάνωση μέσα στο μυαλό μου είχε αρχίσει να με κουράζει. Οι πόρτες της βιβλιοθήκης άνοιξαν με ένα δυνατό τρίξιμο. Ο χώρος ήταν άδειος. Η μοναδική παρούσα ήταν η υπάλληλος στο γραφείο δανεισμού. Τη χαιρέτισα προσπαθώντας να δείχνω όσο πιο ευγενική γινόταν κι εκείνη μου ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Δεν είχα ιδέα τι να ψάξω πρώτο. Τα πόδια μου με οδήγησαν στο τμήμα ιστορίας σαν από δική τους πρωτοβουλία. Η μια από τις λάμπες φθορίου ήταν έτοιμη να καεί και τρεμόπαιζε ανά μερικά δευτερόλεπτα. Τότε ήταν που μια και μοναδική ιδέα ήρθε να ανακουφίσει κάπως την ταραχή μου.

Άπλωσα το χέρι μου σε ένα από τα ψηλότερα ράφια και τράβηξα ένα βιβλίο σκανδιναβικής μυθολογίας. Έπειτα, τράβηξα άλλο ένα με θρύλους και ιστορίες από την ασιατική ήπειρο. Τα στοίβαξα με προσοχή στο μπράτσο μου κι έκανα να πάω προς ένα από τα άδεια τραπέζια του αναγνωστηρίου. Όμως, κάτι μου έλεγε πως είχα παραλείψει να κοιτάξω προς την αριστερή πτέρυγα με βιβλία.

Παρόλο που ήμουν σίγουρη πως είχα ήδη ρίξει μια ματιά σε εκείνη την πτέρυγα χωρίς να βρω κάτι που με ενδιέφερε, επιχείρησα να ξανακοιτάξω. Και σαν να το είχε αφήσει εκεί κάποιος από μηχανής θεός, βρέθηκε μπροστά μου ένα χοντρό, δερματόδετο βιβλίο σε σκούρο κόκκινο χρώμα που έφερε τον τίτλο Οι Ψυχροί Δαίμονες: μύθοι και θρύλοι.

Άγγιξα το εξώφυλλο και το χάιδεψα απαλά με τις άκρες των δαχτύλων μου, νιώθοντας παράλληλα έναν ανεξήγητο ηλεκτρισμό να απορρέει από εκείνο. Παρόλα αυτά, δεν ήμουν διατεθειμένη να το βάλω στη θέση του. Εκείνο το βιβλίο ήταν λες και είχε κάποια απόκοσμη ελκτική δύναμη που με είχε τραβήξει προς το μέρος του.

Ανοίγοντας τα βιβλία, τα ρουθούνια μου γέμισε η μεθυστική μυρωδιά του παλιού χαρτιού. Οι σελίδες τους δεν είχαν ούτε μια τσάκιση. Απ' ότι έβλεπα, αυτοί οι πολυκαιρισμένοι θησαυροί δεν είχαν ανοιχτεί καθόλου πρόσφατα.

Τα ανατριχιαστικά πράγματα που αναφέρονταν στα περιεχόμενα με εμπόδισαν από το να κάτσω να σκεφτώ γιατί. Εκεί μέσα συναντούσε κανείς περισσότερα είδη τεράτων από αυτά στους εφιάλτες του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι συγγραφείς δεν είχαν αμελήσει να προσθέσουν και εικόνες που να τα απεικονίζουν.

Τα παράξενα αποκρουστικά πρόσωπα, οι εξωπραγματικοί σωματότυποι, τα γαμψά νύχια ήταν μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά τους. Γύριζα τις σελίδες σαν τρελή, με την περιέργεια του τι θα αντικρίσω αργότερα να με τρώει σαν άλλο ένα τέρας.

Όταν έφτασα στις αντίστοιχες θεωρίες για τους βρικόλακες απογοητεύτηκα. Τίποτα που να μη γνώριζα ήδη. Μάλιστα, θα μπορούσα άνετα να καυχηθώ ότι γνώριζα τόσα πολλά που να είμαι σε θέση να διαψεύσω κάποιες από αυτές, όπως το ότι οι βρικόλακες καίγονταν υπό το φως του ήλιου.

Με το δεξί μου μπράτσο έσπρωξα πέρα τα δυο πρώτα βιβλία κι έφερα κοντά μου το τρίτο. Η διαδικασία που ακολούθησα ήταν ίδια με τα προηγούμενα. Κοίταξα τα περιεχόμενα κι ύστερα άρχισα να το ξεφυλλίζω. Κάποια στιγμή, τα μάτια μου έπεσαν τυχαία σε μια γραμμή κι η αντίδραση του σώματος μου ήταν άμεση.

Κοκάλωσα σαν να είχε πέσει πάνω μου ένα βουνό από πάγο. Η περιγραφή μου τον θύμιζε τόσο πολύ που ήταν μάταιο να το αρνούμαι.

«Οι ντόπιοι είπαν ότι ήρθε τη νύχτα, τυλιγμένος από σκοτάδι όπως οι δαίμονες. Το πρόσωπο του ήταν πέτρινο, τα μαλλιά του μια μπερδεμένη άβυσσος. Με ένα του βλέμμα έβλεπε κανείς το θάνατο να στέκεται μπροστά του...

Η σφαγή που ακολούθησε δεν αναφέρθηκε ποτέ σε κάποιο βιβλίο ή επίσημο έγγραφο. Κανείς δεν τολμούσε να παραμερίσει το φόβο του για να την καταγράψει.

Κανείς μέχρι σήμερα. Και παρόλο που το γεγονός αποσιωπήθηκε για αιώνες, ο ξένος άφησε την ανεξίτηλη υπογραφή του σε εκείνο το χωριό. Μια υπογραφή γραμμένη με το αίμα όσων έσφαξε μαζί με το συνεργό του. Η υπογραφή εκείνη σήμαινε και τότε όπως και τώρα την κυριολεξία του ονόματος του: Άριους ή, αλλιώς, αυτός που δεν μπορεί να πεθάνει»

Εκείνο το όνομα ήταν τόσο γνώριμο, τόσο οικείο και ταυτόχρονα τόσο άγνωστο και μυστήριο. Θυμόμουν την πρώτη φορά που τον συνάντησα, το πόσο γρήγορα ξεφορτώθηκε τους κυνηγούς. Κούνησα το κεφάλι μου για να διώξω τη θύμηση και συνέχισα να διαβάζω.

«Ο συνοδός του, ο άντρας με την αγγελική ομορφιά και τα κατάξανθα μαλλιά, δεν ήταν λιγότερο θανατηφόρος.

Σκότωνε και γελούσε. Οι απόγονοι όσων κατάφεραν να γλιτώσουν είχαν ακούσει τους δικούς τους να περιγράφουν τη σκηνή σαν μακάβρια παράσταση.

Η σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ που έμοιαζαν να μοιράζονται δήλωνε την ευχαρίστηση που ένιωθαν καθώς έβαφαν τα πάντα κόκκινα.

Κανείς δεν άκουσε τη φωνή τους. Ακόμα και το γέλιο τους ήταν μια ανάμειξη γρυλίσματος κι άναρθρων κραυγών. Όμως, ο πιο δυνατός ήχος που ακουγόταν ήταν τα πονεμένα ουρλιαχτά των ανθρώπων που είχαν παραλύσει από φόβο.

Κάποιοι αντιστάθηκαν, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα παραπάνω από το να κόψουν μια τούφα μαύρων μαλλιών ή μια άτσαλη γρατσουνιά πάνω στο μαρμάρινο σώμα τους»

Ίσως αυτό ήταν που χρειαζόμουν. Μια σειρά από φορτισμένες λέξεις που με έκαναν να νιώθω ακόμα πιο έντονα την ανάγκη να μείνω μακριά από την οικογένεια Φόστερ. Βαθιά μέσα μου, όμως, είχα ένα προαίσθημα ότι θα τους έβρισκα ξανά μπροστά μου κάποτε στο μέλλον. Κι αυτό μου δημιουργούσε σύγχυση. Η πορεία των σκέψεων μου κατρακυλούσε πλέον προς κάτι πιο σκοτεινό.

Στιγμιαία φαντάστηκα τον εαυτό μου με κατάχλωμο δέρμα και κόκκινα μάτια κι ένα μούδιασμα απλώθηκε από τον αυχένα μου στη σπονδυλική μου στήλη.

Έσφιγγα τα δόντια μου τόσο πολύ που το σαγόνι μου είχε μαζευτεί προς τα πάνω. Η ακατανίκητη περιέργεια που φώλιαζε μέσα μου δεν έλεγε να υποχωρήσει. Κι έτσι, προχώρησα διστακτικά μέχρι το γραφείο δανεισμού.

Η υπάλληλος μου έριξε μια καχύποπτη ματιά βλέποντας το βιβλίο που ήθελα να δανειστώ. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το διαβάσεις αυτό;», ρώτησε λες και ήλπιζε να αλλάξω γνώμη. Όταν έγνεψα καταφατικά, εκείνη απλώς χαμήλωσε το κεφάλι και πληκτρολόγησε κάτι στον υπολογιστή της. Έπειτα, μου ζήτησε να συμπληρώσω τον αριθμό της κάρτας που είχα για τη βιβλιοθήκη.

Έχοντας κλείσει με όλα εκείνα τα διαδικαστικά, περπάτησα πίσω προς το δωμάτιο μου...

Η νύχτα είχε απλώσει το πέπλο της τόσο γρήγορα που δεν είχα προλάβει να καταλάβω πότε είχαν περάσει τόσες ώρες. Έξω από το παράθυρο, τα φώτα του δρόμου έμοιαζαν με τεράστιες πυγολαμπίδες που έσπαγαν το σκοτάδι.

Η αίσθηση της κουβέρτας μου να με σκεπάζει χαλάρωσε τους σφιγμένους μυς μου και τα βλέφαρα μου χαμήλωσαν από μόνα τους. Για λίγα ακόμα λεπτά το μόνο που έβλεπα ήταν ένα απέραντο τίποτα. Κι εκεί που τελείωνε το τίποτα άρχιζε ο εφιάλτης.

Έτρεχα ξυπόλυτη σε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Τα χιλιόμετρα που με χώριζαν από τον κυνηγό μου ήταν ελάχιστα.

Παρόλο που τα πόδια μου με πονούσαν κι η ανάσα μου έβγαινε λαχανιασμένη από τους πνεύμονες μου, δεν ήμουν διατεθειμένη να τον αφήσω να καλύψει εκείνη την απόσταση, ακόμη κι αν στο δρόμο μου έβρισκα μόνο σειρές από ξύλινα παγκάκια κι ανθρώπους που έμοιαζαν εντελώς αδιάφοροι απέναντι στην κατάσταση μου.

Δεν ήξερα πού πήγαινα. Είχα χάσει από ώρα τον προσανατολισμό μου. Εκείνος είχε αδράξει την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά. Το χέρι του άρπαξε απότομα το μπράτσο μου. «Άφησε με να σου μιλήσω. Πρέπει οπωσδήποτε να σου το πω», γρύλισε ο Μάικλ και στα μάτια του φάνηκε μια άγρια λάμψη.

Ξαφνικά, όλη η εμπιστοσύνη που είχα νιώσει απέναντι στο πρόσωπο του εξαφανίστηκε χωρίς κανένα ίχνος. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου χωρίς να βγάλω κάποιον ήχο κι αποφάσισα να συνεχίσω να τρέχω μακριά του.

Εκείνος έμεινε για λίγο ακίνητος, το κατάλαβα επειδή δεν μπορούσα να ακούσω τα φρενιασμένα χτυπήματα των ποδιών του στο έδαφος. Δυστυχώς, αυτό δεν κράτησε για πολύ.

Δεν είχα χρόνο να αναρωτηθώ γιατί έτρεχε με ανθρώπινη ταχύτητα. Μπροστά μου ξεπρόβαλλε ένα κτίριο σαν γοτθική εκκλησία, το οποίο είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Ανέβηκα τα σκαλιά χωρίς να κοιτάξω πίσω μου κι έσπρωξα τη δρύινη πόρτα με όλη μου τη δύναμη.

Το εσωτερικό ήταν παγωμένο, αλλά οι πολλές γωνίες του μπορούσαν να μου προσφέρουν αρκετή κάλυψη. Αυτό ήταν πριν υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι ο Μάικλ ήταν βρικόλακας κι ότι υπήρχαν δυο πιθανά σενάρια: είτε να με μυρίσει είτε να ακούσει την καρδιά μου που χτυπούσε σαν τρελή.

Σε ένα τυφλό σημείο στα δεξιά μου υπήρχε ένα κλιμακοστάσιο γεμάτο στενά μαύρα σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε έναν όροφο. Τα ανέβηκα με προσοχή σκεφτόμενη, παράλληλα, ότι δεν έπρεπε να κάνω τον παραμικρό θόρυβο.

Τώρα, εκείνος είχε μπει στο κτίριο κι εγώ βρισκόμουν ήδη στον πάνω όροφο. Είχε φτάσει νωρίτερα απ' όσο είχα υπολογίσει. Αργά ή γρήγορα θα με έπαιρνε στο κατόπι οπότε έπρεπε να ψάξω για τρόπους που θα μπορούσα να διαφύγω.

Ένα δεύτερο κλιμακοστάσιο, κρυμμένο πίσω από άλλη μια δρύινη πόρτα έκανε την εμφάνιση του τη στιγμή που αποφάσισα να τη σπρώξω προς τα μέσα.

Τα βήματα του Μάικλ στον κάτω όροφο ήταν νωχελικά. Τα τακούνια των παπουτσιών του έκαναν δυνατά κλικ που αντηχούσαν σε όλο το ισόγειο.

Με την ψυχή στο στόμα συνέχισα να μπαίνω στο ένα δωμάτιο μετά το άλλο μέχρι που κατέληξα σε ένα τρίτο κλιμακοστάσιο, που αυτή τη φορά οδηγούσε προς τα κάτω.

Δεν θέλω να βρεθώ ξανά στο ισόγειο, σκέφτηκα και δάγκωσα την άκρη των χειλιών μου. Και πράγματι δεν βρέθηκα στο ισόγειο.

Το δωμάτιο στο οποίο μπήκα είχε δυο ξύλινες κουκέτες, τοποθετημένες δεξιά κι αριστερά από ένα μεγάλο παράθυρο. Ο χώρος ήταν αρκετά στενός αλλά, ευτυχώς, κανείς δεν ήταν εκεί.

Δεν είχα πού αλλού να πάω. Τα άκρα μου έτρεμαν από την ένταση που προκαλούνταν από την αβεβαιότητα. Δεν γνώριζα αν θα έβγαινα από εκεί μέσα ζωντανή. Δεν γνώριζα ποια θα ήταν η αντίδραση του όταν θα βρισκόταν επιτέλους στα ίχνη μου και θα με ανακάλυπτε.

Με το φόβο να παραλύει σταδιακά το σώμα μου χώθηκα μέσα στα σκεπάσματα μιας από τις κουκέτες και τα τράβηξα πάνω από το κεφάλι μου· τα κρεβάτια ήταν πολύ χαμηλά για να χωρέσω από κάτω τους. Η ανάσα μου χτυπούσε καυτή στο πρόσωπο μου, αλλά δεν μπορούσα να χάσω την ψυχραιμία μου. Όχι τώρα.

Ξαφνικά, τα βήματα του ακούστηκαν να κατεβαίνουν τις σκάλες κι αργότερα να φτάνουν έξω από την πόρτα. Αυτό ήταν, σκέφτηκα. Με είχε βρει.

Από μέσα μου άρχισα να παρακαλάω για ένα γρήγορο θάνατο. Να παρακαλάω και να ικετεύω με όλου μου το «είναι».

Θα με σκότωνε, αυτό ήταν σίγουρο. Τον είχα προσβάλλει τρέχοντας μακριά του την ώρα που εκείνος προσπαθούσε να μου μιλήσει.

Ο Μάικλ τράβηξε απότομα τα σκεπάσματα από πάνω μου φορώντας ένα ανέκφραστο προσωπείο. Τα μάτια του φάνταζαν γυάλινα καθώς με κάρφωναν με το επίμονο βλέμμα τους.

Μαζεύτηκα προς τα μέσα μέχρι που η πλάτη μου κόλλησε στον τοίχο. Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου και βιάστηκα να φέρω τις παλάμες μου μπροστά από τα χείλη μου για να τα σφραγίσω. Δεν ήθελα να ξεστομίσω κάτι που δεν έπρεπε. Κι όμως, ούτε αυτή η κίνηση στάθηκε αρκετή για να με εμποδίσει.

«Φύγε!», ούρλιαξα με όλη μου την ενέργεια, εξαντλώντας τα αποθέματα αέρα στους πνεύμονες μου. Ο Μάικλ δεν κουνήθηκε ούτε χιλιοστό, αλλά η προσοχή του σύντομα στράφηκε αλλού.

Ένα μικρό καναρίνι καθόταν στο περβάζι του παραθύρου. Πιθανώς θα το είχε σκάσει από κάπου. Δεν μίλησα ξανά. Και να το ήθελα, δεν μπορούσα. Όλες μου οι σκέψεις πνίγηκαν μέσα στο μυαλό μου τη στιγμή που αντίκριζα τον Μάικλ να ανοίγει το παράθυρο και να συνθλίβει το μικροσκοπικό πτηνό μες στην παλάμη του χεριού του.
Μόλις άνοιξε και πάλι την παλάμη του, ένας ακαθόριστος κίτρινος όγκος έπεσε στο πάτωμα με έναν υπόκωφο ήχο.

Δεν είχα πια τη δύναμη να τον κοιτάξω. Η εικόνα που προηγήθηκε πρόλαβε να σημαδέψει ανεξίτηλα τις επόμενες σκέψεις μου. Ότι και να σκεφτόμουν γρήγορα έπαιρνε μια άσχημη χροιά.

Αναρωτιόμουν αν θα ξαναπροσπαθούσε να μου πει αυτό που ήθελε ή αν θα τα παρατούσε και θα έφευγε από το παράθυρο. Εκείνος δεν έκανε τίποτα από τα δυο. Απλώς στεκόταν ακίνητος με τα μπράτσα του σταυρωμένα.

Όταν βρήκα το κουράγιο να τον κοιτάξω ξανά, η πλάτη του έμοιαζε τόσο πετρωμένη που ήταν αδύνατον να καταλάβω αν ανάσαινε.

Σε εκείνο το σημείο, άρχισα να εύχομαι να είχα πρόσβαση στις δικές του σκέψεις. Άραγε ένιωθε προδομένος που αισθανόμουν τόσο φοβισμένη;

Η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Ο Μάικλ γύρισε πάλι προς τα εμένα και μου έτεινε το χέρι του. Βλέποντας ότι εγώ δεν είχα πρόθεση να κουνηθώ, περπάτησε προς την κουκέτα κι επανέλαβε την κίνηση. Εξακολουθούσε να είναι ανέκφραστος, με τη μόνη διαφορά ότι αυτή τη φορά ήταν περισσότερο σίγουρος για τον εαυτό του.

Κοιτώντας με κατάματα, προσέφυγε σε ένα από τα σημαντικότερα όπλα του κι εκμεταλλεύτηκε τις χαμηλές άμυνες μου. Χρησιμοποίησε πάνω μου την υποβολή χωρίς, όμως, να πει λέξη κι εγώ ένιωσα το σώμα μου να σηκώνεται και να μπαίνει στην αγκαλιά του.

Ο Μάικλ χάιδεψε την πλάτη μου κι έπειτα το ένα του χέρι πίεσε ελαφρά το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του. «Ανόητο, μικρό μου πλάσμα», είπε.

Ανατρίχιασα και τραντάχτηκα σύγκορμη, συνειδητοποιώντας πόσο απαλή ακουγόταν η φωνή του. Χρησιμοποιούσε εκείνη τη χροιά τόσο έντεχνα που μπορούσε να κρύψει οτιδήποτε κι αν περνούσε από το μυαλό του.

Τώρα, τα δάχτυλα του είχαν μπλεχτεί μέσα στις τούφες των μαλλιών μου και χάιδευαν το κρανίο μου με αργές κινήσεις. «Δεν έχεις καταλάβει ακόμα ότι όσο μακριά κι αν τρέξεις να κρυφτείς, πάντα θα γυρνάς σε μένα;».

Ο εφιάλτης διακόπηκε από ένα δυνατό ήχο σαν κουδούνι. Ζαλισμένη όπως ήμουν από τον ύπνο, δεν κατάλαβα από πού ερχόταν μέχρι που η Λόρι ήρθε τρέχοντας και με τράβηξε από το κρεβάτι μου ουρλιάζοντας.

Το μυαλό μου ήταν μπερδεμένο κι ανίκανο να προσδώσει νόημα στις λέξεις της. Παρόλα αυτά, εκείνη συνέχισε να φωνάζει. Δεν μου πήρε πολύ για να το μυρίσω.

Φωτιά!

Η Λόρι με πήρε από το χέρι και τρέξαμε στον ήδη πνιγμένο από τον καπνό διάδρομο. Οι άλλοι κάτοικοι του κτιρίου είχαν ακολουθήσει ακριβώς την ίδια σειρά από πράξεις κι έτρεχαν πανικόβλητοι προς τα έξω. Κράτησα την ανάσα μου για μερικά δευτερόλεπτα έως ότου να φτάσουμε στην έξοδο.

Οι σειρήνες από τα οχήματα της πυροσβεστικής ήταν το πρώτο πράγμα που είδα μόλις η πόρτα υποχώρησε από τη δύναμη μας. Δυο νοσοκόμες έτρεξαν κατά πάνω μας για να κάνουν ένα σύντομο έλεγχο. Έγνεφα καταφατικά σε ότι κι αν με ρωτούσαν για να τις ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα.

Αυτή η νύχτα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη, σκέφτηκα κι ακολούθησα τη Λόρι προς το μέρος όπου βρίσκονταν οι άλλοι.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro